- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γυάλινος κόσμος: μια ενδιαφέρουσα και εν μέρει ανατρεπτική πρόταση από τον Αντόνιο Λατέλα
Ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει Έλληνες ηθοποιούς, προσεγγίζοντας τον «Γυάλινο κόσμο» μέσα από μια δική του, «πειραγμένη», και γι’ αυτό καλοδεχούμενη, οπτική
Κριτική για το έργο «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Αντόνιο Λατέλα, στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
Ο Τενεσί Ουίλιαμς (1911-1983) παραμένει ένας από τους πλέον επιδραστικούς Αμερικανούς συγγραφείς, με τα έργα του να γνωρίζουν διαρκώς νέες σκηνικές προσεγγίσεις. Από τα πλέον γνωστά του, ο «Γυάλινος κόσμος» (1944) ανέβηκε στην Ελλάδα ήδη το 1946 στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν, με τον ίδιο στον ρόλο του αφηγητή και ταυτόχρονα του δρώντος προσώπου Τομ, ενώ η Έλλη Λαμπέτη εμφανιζόταν στον ρόλο της Λώρα.
Ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης Αντόνιο Λατέλα αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει Έλληνες ηθοποιούς, προσεγγίζοντας τον «Γυάλινο κόσμο» μέσα από μια δική του, «πειραγμένη», και γι’ αυτό καλοδεχούμενη, οπτική.
Στο σκηνικό της Χριστίνας Κάλμπαρη δεσπόζει στο βάθος της σκηνής μια τεράστια αφίσα του ίδιου του συγγραφέα στο γραφείο του, φωτογραφία που γίνεται σημείο αναφοράς και κατά τη διάρκεια του έργου, υποκαθιστώντας τη φωτογραφία του πατέρα της οικογένειας, ο οποίος τους έχει εγκαταλείψει. Το μόνο επί σκηνής σκηνικό αντικείμενο είναι ένα φερόμενο σε κινούμενη κατασκευή μεγάλο τζάμι, το οποίο παραπέμπει στον εύθραυστο γυάλινο κόσμο της Λώρα, ταυτόχρονα όμως και στις εύθραυστες σχέσεις της οικογένειας. Μετακινούμενο, το τζάμι χωρίζει, ενώνει, αντανακλά τα είδωλα όσο και τις κρυμμένες επιθυμίες των προσώπων.
Μετά από απόσπασμα που ακούγεται οφ με σκέψεις του Ουίλιαμς, ως να προέρχεται από το γιγαντιαίο πορτρέτο του, αρχίζει με εκκωφαντική φωνητική είσοδο η αφήγηση του Τομ από τον ηθοποιό που βρίσκεται καθήμενος ανάμεσα στους θεατές. Είναι ο ώριμος Τομ, ο οποίος θα διηγηθεί την ιστορία της οικογένειάς του, αποκτώντας και ο ίδιος ενεργό ρόλο στην παρελθοντική του αυτή αφήγηση, ακολουθώντας έτσι την ίδια τη δομή του κειμένου.
Πρόκειται για την ιστορία του Τομ, της μητέρας του Αμάντα και της ανάπηρης αδελφής του Λώρα, η οποία πάσχει από κοινωνιοφοβία, που την καθιστά ανίκανη να ολοκληρώσει οποιεσδήποτε σπουδές ή επαφές με άλλους ανθρώπους. Και ενώ η Αμάντα αναθυμάται διαρκώς, σε αντιπαράθεση με την κόρη της, τις δικές της νεανικές επιτυχίες στους άντρες, ο Τομ αναζητά τρόπους διαφυγής από το καταπιεστικό οικογενειακό του περιβάλλον και τη μονότονη, χωρίς προοπτικές, δουλειά του πηγαίνοντας καθημερινά, όπως διατείνεται, σινεμά. Έως ότου η Αμάντα πιέσει τον Τομ να φέρει κάποιον νεαρό συνάδελφό του στο σπίτι, ως υποψήφιο γαμπρό για τη Λώρα. Η έλευση του Τζιμ, όμως, θα διαταράξει επικίνδυνα τις ισορροπίες, με διαφορετικό για το κάθε μέλος αποτέλεσμα.
Χωρίς άλλα σκηνικά αντικείμενα, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο κάθε ρεαλιστική αναπαράσταση, και με βοηθό τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, οι τέσσερις ηθοποιοί, διαρκώς παρόντες επί σκηνής, θα κινούνται στον άδειο χώρο, με εργαλεία τον κινησιακό και χειρονομιακό κώδικα του σώματός τους και τη φωνή τους. Στον ρόλο της μητέρας, Αμάντα, η Μαρία Καλλιμάνη αποποιείται τον επαρχιωτισμό που έχουν στιγματίσει πρότερες παραστάσεις ή ταινίες το δραματικό πρόσωπο που υποδύεται, υιοθετώντας μια γυναίκα ατιμέλητα κομψή, με εμφανή ακόμα τα σημάδια μιας νεανικής ομορφιάς, επικυρώνοντας έτσι τις επαναλαμβανόμενες αναφορές της Αμάντα για τις ερωτικές της επιτυχίες όταν ήταν νέα. Η Καλλιμάνη, ακόμα και στις σκηνές έντασης ή πεισματικής υστερίας της Αμάντα απέναντι στα παιδιά της, ακολουθεί τονικές μουσικότητες στην εκφορά του λόγου της, εκφραστικότητα, μελετημένη, σχεδόν χορογραφημένη κίνηση.
Τον ρόλο του Τομ υποδύεται ο Βαγγέλης Αμπατζής, ο οποίος διαθέτει σωστή τοποθέτηση μέσα στον χώρο και ωραίους τονισμούς στους χαμηλούς τόνους εκφοράς του λόγου του, όχι όμως και στις λεκτικές εκρήξεις του, όπου ο λόγος του παύει να έχει την αναγκαία ευκρίνεια. Μεγάλο του ατού, η εκφραστικότητα του προσώπου του, που αντικατοπτρίζει καθαρά τις συναισθηματικές εναλλαγές του.
Η Λήδα Κουτσοδασκάλου, στον ρόλο της Λώρα, είναι περισσότερο του αναγκαίου υποτονική στο πρώτο μέρος, για να αναγεννηθεί από το σημείο έλευσης του Τζιμ στο σπίτι. Έχει ενδιαφέρον ότι, στη σκηνοθετική πρόταση του Λατέλα, η αναπηρία της Λώρα δηλώνεται με μια μακριά μαύρη κάλτσα στο ένα πόδι και με τον κρότο του παπουτσιού στο δάπεδο, ενώ η απελευθέρωσή της, μετά την επαφή της με τον Τζιμ, σημαίνεται με το βγάλσιμο της κάλτσας από αυτόν και το κανονικό της πλέον περπάτημα.
Τον Τζιμ, που αποκτά σκηνοθετικά μη προβλεπόμενη κειμενικά εμβέλεια στον ρόλο του, υποδύεται ο Νίκος Μήλιας, εξ αρχής παρών επί σκηνής. Απολαυστικός, αρχικά, ως ζωντανή φωτογραφία αυτάρεσκου νεανία στο άλμπουμ του σχολείου, με το λοξό χαμόγελο στο στόμα και το σήμα της νίκης στα δάχτυλα –ο δημοφιλής μαθητής με τον οποίο ήταν κρυφά ερωτευμένη η Λώρα– δημιουργεί ευχάριστη σκηνική ενέργεια όταν αναλαμβάνει δράση, καλεσμένος από τον Τομ στο σπίτι τους ως πιθανός υποψήφιος «καβαλιέρος» για τη αδελφή του. Ωραία φωνή με εναλλαγές τονικοτήτων, σωστές τοποθετήσεις του σώματος ακόμη και όταν δεν μετέχει της δράσης, παιχνίδι με τα δάχτυλα, εύπλαστη κινησιολογία δίνουν στον Τζιμ μια ολοκληρωμένη σκηνική οντότητα.
Η σκηνοθεσία, ωστόσο, θα σπρώξει ακόμη περισσότερο τα πρόσωπα του Ουίλιαμς προς την «ελευθερία» τους. Έτσι, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτοαναγνωρίζεται στο πρόσωπο του Τομ, θα φέρει στο προσκήνιο την ομοφυλοφιλία του. Στη σκηνή που ο Τζιμ θα δώσει ένα φιλί στην έμπλεη χαράς Λώρα, ο καιροφυλακτών Τομ θα εισβάλει και θα ενώσει το στόμα του με τα δικά τους, διεκδικώντας στη ουσία τον Τζιμ. Ή, καλύτερα, διασφαλίζοντας αυτό που του ανήκει: σε μια προηγούμενη εμβόλιμη σκηνή οι δύο νέοι, συνάδελφοι σε αποθήκη παπουτσιών, θα βάλουν στόμα με στόμα ένα αναμμένο τσιγάρο, πλησιάζοντας σχεδόν σε ένα φιλί. Τέλος, όταν ο Τζιμ αποκαλύπτει σε μητέρα και κόρη ότι είναι αρραβωνιασμένος και γι’ αυτό πρέπει να φύγει, αντιλαμβανόμενος και θέλοντας να αποφύγει τον λόγο για τον οποίο έχει προσκληθεί, και στη συνέχεια η Αμάντα μεταφέρει, ψέγοντας τον για την άγνοιά του, το γεγονός στον Τομ, εκείνος θα ξεσπάσει σε ένα ειρωνικό ασταμάτητο γέλιο. Όχι έκπληξης, αλλά ακύρωσης των ισχυρισμών του Τζιμ.
Ο Αντόνιο Λατέλα παίρνει και κάποιες άλλες ελευθερίες απέναντι στο κείμενο, εισάγοντας κάποιες βουβές σύντομες σκηνές ή σκηνές παντομίμας, οι οποίες δεν φάνηκαν να λειτουργούν πάντα είτε διότι έδειχναν περιττές είτε δεν ήσαν ικανοποιητικά εκτελεσμένες από τους ηθοποιούς. Εδώ, η συνεργασία του κινησιολόγου Isacco Venturini με τους ηθοποιούς χρειαζόταν περισσότερη δουλειά, καθώς τα παντομιμικά στοιχεία απαιτούν μελετημένη κωδικοποίηση για να έχουν κινησιολογική ποιότητα, αλλά και να είναι σωστά επικοινωνίσιμα. Αλλιώς, γίνονται σκηνικός «θόρυβος» που συντελεί σε άσκοπη επιμήκυνση της παράστασης. Παρ' όλα αυτά, υπήρξε μια εικόνα που κινησιολογικά όσο και μουσικά ανάγεται σε σκηνή αναφοράς. Πρόκειται για τον χορό του Τζιμ με την Λώρα, ένα στην ουσία ίχνος χορού, με συνοδεία μουσικού ακούσματος που σβήνει πριν ολοκληρωθεί, όπως και οι κινήσεις του ζευγαριού. Η εκσυγχρονισμένη, συνεπής με τη σκηνοθεσία, μετάφραση είναι του Δήμου Κουβίδη.
Εν κατακλείδι, μια ενδιαφέρουσα και εν μέρει ανατρεπτική πρόταση πάνω στο κλασικό πλέον έργο του Τ. Ουίλιαμς, με καλές ερμηνείες, αλλά άνευ λόγου μεγαλύτερη της ενδεικνυόμενης διάρκεια.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Antonio Latella
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μαρία Καλλιμάνη, Βαγγέλης Αμπατζής, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νίκος Μήλιας
- ΘΕΑΤΡΟ: Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν