Θεατρο - Οπερα

Χάρης Φραγκούλης: «Σήμερα ο Δον Κάρλος δεν θα επιβίωνε ούτε μισή μέρα»

Μιλήσαμε με τον χαρισματικό ηθοποιό που υποδύεται τον «Δον Κάρλος» στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στο ΚΘΒΕ

Μαρίνα Ανδριωτάκη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το αριστούργημα του Φρίντριχ Σίλλερ αναδεικνύει τη διαρκή σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας, απολυταρχίας και ιδεαλισμού

Ο «Δον Κάρλος» του Φρίντριχ Σίλλερ, ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, παρουσιάζεται φέτος από το ΚΘΒΕ στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Χουβαρδά, ενός από τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς του ελληνικού θεάτρου, η παράσταση μεταφέρει το αριστούργημα του Σίλλερ στο σήμερα, διατηρώντας ατόφια τη διαχρονικότητά του. Το έργο, γραμμένο τον 18ο αιώνα, αναδεικνύει τη διαρκή σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας, απολυταρχίας και ιδεαλισμού, μέσα από τη ζωή και τα πάθη του Δον Κάρλος, γιου του αυταρχικού βασιλιά Φίλιππου Β' της Ισπανίας. Με φόντο την Ισπανία του 16ου αιώνα, το έργο εξετάζει διαχρονικούς προβληματισμούς, προσεγγίζοντας με τόλμη και ακρίβεια την ανθρώπινη ανάγκη για αλλαγή, ιδανικά και δικαιοσύνη.

Η μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα, ενώ η διασκευή και σκηνική επεξεργασία του έργου αποτελούν μέρος της τετραλογίας του Γιάννη Χουβαρδά, που εξερευνά τη σχέση θεάτρου και κινηματογράφου και την ηθική εξόντωση του ανθρώπου μέσα σε ένα διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας. Πρωταγωνιστής είναι ο Χάρης Φραγκούλης, ο οποίος υποδύεται τον Δον Κάρλος, έναν χαρακτήρα που ενσαρκώνει τον ιδεαλισμό, την αγάπη για την αλλαγή και την ασίγαστη δίψα για ελευθερία. Μας μιλά λοιπόν για τις τις αντιφάσεις και τα πάθη του ήρωα του, την κατακερματισμένη πραγματικότητα του σήμερα και τον ναρκισισμό του σύγχρονου ανθρώπου που τον αποτρέπει από την ένωση με κάτι ανώτερο.

© Mike Rafail

Χάρης Φραγκούλης: Συνέντευξη με τον ηθοποιό που πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Δον Κάρλος» του ΚΘΒΕ 

Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Χουβαρδά στο συγκεκριμένο έργο;
Η καθαρότητα και η ακρίβεια είναι από τα χαρακτηριστικά που τον συνοδεύουν σε όλες του τις σκηνοθεσίες. Τα γερμανικά έργα και ο ρομαντισμός άλλωστε είναι δύο αντικείμενα που έχει μελετήσει σε βάθος και γνωρίζοντας τη γλώσσα μπορεί να έχει μια πιο ουσιαστική επαφή με το κείμενο. Επίσης έχει μόνιμους συνεργάτες στα σκηνικά κ.λπ., οπότε αναπτύσσεται μια γλώσσα με τους άλλους ανθρώπους που είναι εμφανής και στο αποτέλεσμα. Η σχέση του λόγου με το μικρόφωνο, το πώς μπορεί να αποδοθεί ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια της ψυχικής κατάστασης του ηθοποιού μέσα από αυτό, σε συνδυασμό με ένα ονειρικό, φαντασιακό και εξπρεσιονιστικό τοπίο που ήθελε να δημιουργήσει, αλλά και η λεπτότητα του λόγου, είναι οι βασικές του κατευθύνσεις θεωρώ.

Με ποιον τρόπο έχετε προσεγγίσει σκηνοθετικά τον ρόλο και την παράσταση ώστε να φέρετε την ιστορία στο παρόν;
Οι θεματικές του έργου είναι οικουμενικές και άχρονες. Είναι ένα πολύ πλούσιο έργο, αλλά οι κύριες θεματικές του, όπως ο ιδεαλισμός και η ένωση με κάτι απόλυτο, παραμένουν επίκαιρες. Αυτή η ανάγκη να βρούμε το απόλυτο υπάρχει πάντα στη ζωή μας. Αν κάνουμε μια κοινωνικοπολιτική συζήτηση, θα δούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να ικανοποιήσει τη δίψα του για το τέλειο και το απόλυτο μέσα από ατομικά πράγματα, κάτι που τον καθιστά δυστυχισμένο. Ζούμε σε μια ναρκισσιστική εποχή που δεν οδηγεί στην ευτυχία. Η ένωση με κάτι έξω από εμάς μάς ελευθερώνει, αλλά η επιθυμία μας να είναι όλα απόλυτα, ενώ εμείς είμαστε ατελείς και φθαρτοί, είναι μια ανάγκη που διατηρείται ανά τους αιώνες. Παλαιότερα, αυτή η ανάγκη ικανοποιούνταν συλλογικά, μέσω του Θεού ή κάποιας ιδεολογίας. Πλέον εκφράζεται ατομικά. Ο τρόπος που έψαχνε την ομορφιά και την ωραιότητα ο Σίλλερ και ο τρόπος που την ψάχνουμε εμείς σήμερα έχουν ενδιαφέρον. Ο πυρήνας του έργου περιλαμβάνει έννοιες που είναι εγγενείς μέσα μας, οπότε, παρά τις διαφορές, το κοινό μπορεί να παρασυρθεί και να συγκινηθεί από ένα έργο σαν αυτό. Δεν είναι ένα φολκλορικό έργο.

Όταν διαβάσατε το κείμενο, τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Υπάρχει μια σκηνή του Πόζα με τον Βασιλιά που με συγκίνησε ιδιαίτερα. Ρωτάνε τον Πόζα γιατί παραιτείται από το βασίλειο και του προτείνουν να κάνει κάτι καλό μέσα στο βασίλειο. Και εκείνος απαντά: «Η πολιτική του στέμματος κατασκεύασε στο μυαλό των ανθρώπων μια ευτυχία. Στα νομίσματα που έκοψε χάραξε την αλήθεια που το στέμμα μπορεί να ανεχθεί. Όλα τα άλλα νομίσματα τα κατέστρεψε». Είναι μια φοβερή σκέψη. Οι ανάγκες μας είναι παραγωγικές και όχι ελεύθερες, ενώ όσα πιστεύουμε ως καλό και κακό μας είναι επιβεβλημένα. Όταν πηγαίνω στη σχολή και ρωτώ τους μαθητές μου τι σημαίνει η λέξη «σχολή», κανείς δεν ξέρει ότι σημαίνει «αργία». Μας νοιάζει μόνο το «χρήσιμο». Ο καπιταλισμός προωθεί την ελευθερία, αλλά είναι ανελεύθερος. Πρόκειται για μια «φορετή» ελευθερία.

© Mike Rafail

Τι σας συγκινεί στον Δον Κάρλος;
Ο Δον Κάρλος πιστεύει τα πάντα. Θέλει να τα πιστεύει. Αυτό κάνει και ο Θεός: κάθε φορά που του εξομολογείσαι μια αμαρτία, σε συγχωρεί. Ο ήρωάς μου είναι ένας «λούζερ». Στο τέλος χάνει. Ο Χριστός σταυρώθηκε, ενώ ο διάβολος θα μπορούσε να γίνει golden boy... Ο Δον Κάρλος, όμως, καίγεται από αυτό τον τρόπο ζωής. Σήμερα, ένας άνθρωπος σαν τον Δον Κάρλος δεν θα επιβίωνε ούτε μισή μέρα. Ο πολιτισμός μας είναι ανθρωποφαγικός – αλλιώς σε διαλύουν.

Τι σας γοητεύει στα κλασικά έργα;
Στα κλασικά έργα υπάρχει ένας τρόπος ζωής. Στα αρχαία κείμενα, όπως αυτά του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, βρίσκουμε τη συμμετοχή όλων σε ένα κοινό «άθλημα» για την αλήθεια. Σήμερα, ο όρος «δημοκρατία» έχει διαστρεβλωθεί. Με γοητεύει η έννοια του ιερού που υπάρχει σε αυτά τα κείμενα, η αίσθηση ότι υπάρχει κάτι πάνω από εμάς. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, το ιερό έχει αντικατασταθεί από το «εγώ». Ο σύγχρονος άνθρωπος καταλαβαίνει την ελευθερία ως την εκπλήρωση των επιθυμιών του, όχι ως απαλλαγή από αυτές.

Αν μπορούσατε να κάνετε ένα ταξίδι στον χωροχρόνο που θα πηγαίνατε;
Μια φωτεινή δεκαετία για την Ελλάδα ήταν η δεκαετία του ’60. Ίσως και η αρχαία Ελλάδα πριν τον Χρυσό Αιώνα, γιατί ο Χρυσός Αιώνας ήταν μια παρακμιακή στιγμή. Δεν ξέρεις, όμως, γιατί όταν υπάρχει η απόσταση του χρόνου, δημιουργείται και η γοητεία. Το φαντασιακό είναι πιο ισχυρό από το πραγματικό. Ο ρεαλισμός είναι νάνος μπροστά στη φαντασία. Δεν το σκέφτομαι, γενικά, ως το να φύγω και να πάω αλλού. Δεν έχω πίστη στο «αλλού»· δεν έχει να κάνει με το αν είμαι ευτυχισμένος εδώ. Ίσως μόνο στο να καθαρίσει το μυαλό μου, για αυτό πηγαινοέρχομαι και στη Θεσσαλονίκη. 

Σκηνοθετείτε και στην Αθήνα μια παράσταση, «Αιαυτός», στο Θέατρο Σφενδόνη. Πώς λειτουργεί αυτός ο διττός ρόλος ηθοποιού-σκηνοθέτη; Νιώθετε ποτέ ότι, όταν σκηνοθετείτε ένα έργο, το έχετε ίσως μεγαλύτερη έγνοια;
Η μεγαλύτερη έγνοια μου είναι οι ηθοποιοί. Είμαστε με τα παιδιά χρόνια φίλοι και συνεργάτες. Είναι θέμα προσώπων, όχι απλώς ερμηνευτών. Η πράξη που κάνει ένας ηθοποιός όταν «εκτίθεται», όταν «φαγωθεί», όταν ανοίξει την ψυχή του, είναι κάτι πολύ γενναίο, άσχετα με τα κίνητρα. Αυτό λέει και ένας ηθοποιός στον σκηνοθέτη, όταν του αφήνεται – και αυτή η ευθύνη είναι τερατώδης. Είναι σαν να λες σε κάποιον «σ’ αγαπάω». Ο άνθρωπος είναι πιο αμήχανος απέναντι στο καλό παρά απέναντι στο κακό· γι’ αυτό και το κατασπαράζουμε. Ο «Αιαυτός» λοιπόν, με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Παπαδόπουλο, είναι ένα έργο του Δημήτρη Δημητριάδη που έγραψε για εμας πριν από 10 χρόνια και ανέβηκε τώρα, γιατί μόνο τώρα μπορέσαμε. Κανείς δεν μας βοήθησε. Το κράτος δεν επικροτεί το θέατρο· δεν ψάχνει να βρει συνοχή μέσω της τέχνης, δυστυχώς.

© Mike Rafail

Ποια είναι η αγαπημένη σας ανάμνηση από τις πρόβες;
Ξαναγνώρισα τον Γιάννη, παρόλο που έχουμε δουλέψει πολλές φορές μαζί. Αυτή η εξέλιξη της σχέσης μας, τόσο σε δημιουργικό όσο και σε οντολογικό επίπεδο, ήταν πολύ σημαντική για μένα.

Πότε λέτε «τα κατάφερα»;
Μερικές φορές λέω «ωραίο είναι αυτό». Έρχεται και φεύγει βέβαια. Είναι ένας συνεχής αγώνας.

Ποια είναι η κινητήριος δύναμη για εσάς;
Το έργο αυτό, τα μάτια αυτών των ανθρώπων, η δίψα τους για κάτι, η αγάπη μας, οι άλλοι.

Για το τέλος, ποια ερώτηση θα ήθελες να σου κάνει κάποιος και δεν σου την έχει κάνει ποτέ κανείς;
Δεν θα μπορούσα να απαντήσω, αλλά θα ήθελα να με ρωτήσει κάποιος τι είναι το καλό.