- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
John: Η παράσταση απαιτεί από τον θεατή να αποδεχτεί το ανοίκειο
Μια παράσταση σκηνοθετημένη εντυπωσιακά στην όψη και στις ερμηνείες
Κριτική για το έργο «John» της Annie Baker, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη, στο θέατρο Δίπυλον
Η βραβευμένη με Πούλιτζερ Annie Baker (γεν. 1981 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης) θεωρείται μια αντιπροσωπευτική όσο και ιδιάζουσα για τη σύγχρονη αμερικανική δραματουργία περίπτωση συγγραφέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «John», έργο που κάνει πρεμιέρα Off-Broadway το 2015 και, μετά το ανέβασμά του σε διάφορα θέατρα των ΗΠΑ, θα παρουσιαστεί στο National Theatre του Λονδίνου το 2018, σε σκηνοθεσία James Macdonald. Πρόκειται για έργο ουσιαστικά ακατάτακτο, gothic, για φαντάσματα, πνεύματα και ανώτατες δυνάμεις προερχόμενες από έναν άλλο κόσμο ή απλώς από τον κόσμο του Λάβκραφτ. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτά στοιχειώνουν τα πρόσωπα και τη ζωή τους, με διαφορετικές εκφάνσεις, συνυφαίνοντας τους διαλόγους τους.
Η ιστορία ξεκινά με την άφιξη ενός ζευγαριού, του Elias και της Jenny, σε ένα πανδοχείο (τα περίφημα Bed & Breakfast) σε μια πόλη της Πενσιλβάνια, το Γκέτισμπουργκ, όπου ο Elias αναζητεί τα πεδία των μαχών και αυθεντικά απομεινάρια του εμφυλίου πολέμου, χρησιμοποιώντας ακουστικό οδηγό. Η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, η Mertis, μια παράξενη ηλικιωμένη, φανατική αναγνώστρια του Λάβκραφτ, θα πληροφορήσει το ζευγάρι ότι ο χώρος της υπήρξε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου κι είναι στοιχειωμένος από τα φαντάσματα νεκρών. Χώρος, ο οποίος είναι ασφυκτικά γεμάτος από αντικείμενα, άπειρα μπιχλιμπίδια και μικρά διακοσμητικά, χριστουγεννιάτικο δέντρο, φωτάκια και πολλές, άπειρες κούκλες διαφόρων εποχών τακτοποιημένες σε εταζέρες, στη σκάλα, παντού.
Το εντυπωσιακό σκηνικό της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη ακολουθεί πιστά τις σκηνικές οδηγίες, όπως άλλωστε έπραξαν και οι σκηνογράφοι των αμερικανικών ή αγγλικών παραγωγών, οδηγίες που ελάχιστα περιθώρια πρωτοβουλίας αφήνουν, πλην του τρόπου που θα διευθετηθούν τα έπιπλα σαλονιού, τραπεζαρίας κ.ά., με αναγκαστική την ύπαρξη μιας σκάλας που οδηγεί στα δωμάτια των ενοίκων. Το συγκεκριμένο σκηνικό επιτρέπει, ωστόσο, ακόμη και τη θέαση, εκ των έξω, του υπερυψωμένου δωματίου του ζεύγους, χωρίς όμως ο θεατής να βλέπει ή να ακούει επακριβώς τους έντονους διαλόγους του, αντιλαμβανόμενος, παρ’ όλα αυτά, ότι το ζευγάρι αντιμετωπίζει προβλήματα.
Ωστόσο, στην περίπτωση του θεάτρου Δίπυλον, υπάρχει και μία ακόμα σημαντική πρωτοτυπία: οι θεατές, προκειμένου να φτάσουν στις θέσεις τους, εισέρχονται από την εξώπορτα του πανδοχείου, περνούν αναγκαστικά μέσα από τον σκηνικό χώρο του, μετατρεπόμενοι τελικά κι αυτοί σε θαμώνες του πανδοχείου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς όλο το έργο, χωρίς να διαθέτει την παραδοσιακή δράση, θέτει στο επίκεντρο την όραση, τη λειτουργία του βλέμματος: όλα τα πρόσωπα αισθάνονται ότι κάποιος τα παρακολουθεί, ενώ, πράγματι, τα άπειρα αντικείμενα –και κυρίως οι κούκλες– έχουν διαρκώς στραμμένα τα μάτια τους σε αυτά: στον Elias, την Jenny, τη Mertis, την τυφλή φίλη της τελευταίας, τη Genevieve.
Όταν οι γυναίκες συζητούν για την αίσθηση ότι κάποιος (αόρατος) τις παρακολουθεί, εννοώντας φασματικές δυνάμεις, τότε αυτές οι τελευταίες ταυτίζονται (και) με τους θεατές, που πράγματι (αθέατοι) τις παρακολουθούν στις ιδιαίτερες στιγμές τους ως δραματικά πρόσωπα, αλλά και ως ηθοποιούς που παίζουν τους ρόλους τους. Αν η Mertis δηλώνει νεοπλατωνίστρια και φανατική του Λάβκραφτ, η Jenny ανακαλύπτει ότι μια από τις κούκλες που είχε μικρή, με το όνομα Σαμάνθα, για την οποία ένιωθε ότι την παρακολουθούσε διαρκώς με κακία, βρίσκεται τώρα εδώ και συνεχίζει να την κοιτάζει με το ίδιο κακό βλέμμα. Παιδικά τραύματα, φοβίες και ανασφάλειες των νεότερων συναντώνται με κατασταλαγμένες αποδοχές του μυστηριακού των παλαιότερων. Αποκορύφωμα της συζήτησης των τριών γυναικών περί ύπαρξης φαντασμάτων που τις παρακολουθούν αθέατα είναι η σιωπηλή έλευση του Κθούλου, που θα καθίσει δίπλα τους, χωρίς να τον δει καμιά τους.
Έργο αντι-θεατρικό, ο «John» συνιστά μια πραγματεία πάνω στον χρόνο (η Mertis θα αλλάζει ανά διαστήματα τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού, δείχνοντας το πέρασμά του), την ηλικία, το παρελθόν που στοιχειώνει το παρόν: ο Τζον δεν παρουσιάζεται ποτέ στο έργο, παρ’ όλο που το όνομα Τζον υπήρξε στη ζωή τόσο της Jenny όσο και της Genevieve. Αλλά ούτε ο σύζυγος της Mertis, ο Τζορτζ, θα εμφανιστεί ποτέ, καθιστώντας αμφίσημο το κατά πόσο υπάρχει. Αλλά και η μόνη αντρική παρουσία, ο Elias, αφοσιωμένος στα πραγματικά απομεινάρια της Ιστορίας, έχει εξοριστεί από τον εξωπραγματικό κόσμο στον οποίο κινούνται οι τρεις γυναίκες. Έτσι, απέναντι στα τόσα ορατά αντικείμενα τα οποία γεμίζουν τον χώρο, τα πραγματικά πρόσωπα είναι αθέατα. Η Annie Baker με το έργο της «John» δημιουργεί το αντίβαρο απέναντι στη σύγχρονη υπερ-πληροφόρηση και την τεχνολογία, αντιπροτείνοντας την ομορφιά που προέρχεται από το μυστηριώδες στη ζωή μας.
Ο Μιχάλης Πανάδης, συνεπής ως προς το μη αφηγηματικό, αλλά ατμοσφαιρικό κείμενο της Baker, δημιουργεί το αναγκαίο παραξένισμα πρώτιστα μέσω των λειτουργικών φωτισμών της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη, που, συχνά, αφήνοντας στο ημίφως τον υπερφορτωμένο από αντικείμενα χώρο, προσδίδουν στα τελευταία μια απειλητική όψη, ενώ συγχρόνως δημιουργούν μια εντυπωσιακή χρωματική παλέτα, δίνοντας διαφορετικές αποχρώσεις στους χώρους ή τα αντικείμενα. Κατά δεύτερο λόγο, το ίδιο παραξένισμα προκαλεί η πάντα καλοσυνάτη, αφοπλιστικά καλόβουλη μέσα στις ρόμπες της και την ξανθιά περούκα της Mertis, την οποία υποδύεται με κοριτσίστικη φωνή, παγωμένη έκφραση και αμφίθυμη κινησιολογία η εξαιρετική Κόρα Καρβούνη, μια εκδοχή μεγαλοκοπέλας της Λάουρα, που ζει στον δικό της, μεταφυσικό «Γυάλινο κόσμο».
Παραξένισμα επίσης προκαλεί η τυφλή Genevieve, ένας ίσκιος που διασχίζει εξαρχής τον χώρο και, όταν αναλαμβάνει δράση, δημιουργεί μια εκκεντρική, παρωδιακή των πάντων προσωπικότητα, τόσο εκφραστικά ή κινησιολογικά όσο και λεκτικά, έτσι όπως αποδίδεται, ως το πραγματικό στοιχειό του πανδοχείου, από την απολαυστική Γιούλη Τσαγκαράκη. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Μιχάλης Πανάδης, σε αντίθεση με τα κειμενικά προβλεπόμενα, που άλλωστε έχουν ακολουθήσει όλες οι ξένες παραγωγές, δεν εμπιστεύτηκε τους δύο αυτούς ρόλους σε ηλικιωμένες ηθοποιούς, αλλά σε νέες, στηριζόμενος έτσι αποκλειστικά στις ερμηνευτικές τους ικανότητες για να αποδώσουν, χωρίς να διαθέτουν τα εξωτερικά γνωρίσματα, τις δύο αυτές στην ουσία φασματικές παρουσίες.
Το ζευγάρι των Elias και Genny ερμήνευσαν οι Χρήστος Κοντογιώργης και Καλλιόπη Παναγιωτίδου. Τα ενδιαφέροντα κοστούμια είναι της Αλέγιας Παπαγεωργίου, τα μουσικά ακούσματα του Βασίλη Μαντζούκη, ενώ η μετάφραση της Χρύσας Κοτταράκου αποδείχτηκε καίρια για τη μεταφορά του κλειστού σύμπαντος του έργου. Τη δραματουργία, με μάλλον σημαντικές περικοπές σε ένα έργο που στην κανονική του εκδοχή φτάνει σχεδόν τις τρεις ώρες, ανέλαβε ο Παύλος Παυλίδης.
Μια παράσταση σκηνοθετημένη εντυπωσιακά στην όψη και στις ερμηνείες, η οποία απαιτεί από τον θεατή να δει το αόρατο, να αποδεχτεί το ανοίκειο, αυτό που υπάρχει γύρω και μέσα του.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μιχάλης Πανάδης
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κόρα Καρβούνη, Χρήστος Κοντογεώργης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιούλη Τσαγκαράκη
- ΘΕΑΤΡΟ: Δίπυλον