- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αγαπητέ Μ@λάκα: Η Εύα Κοτανίδη ερμηνεύει Βιρζινί Ντεσπάντ
Το ομότιτλο βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως ανεβαίνει στο θέατρο για πρώτη φορά στην Ελλάδα
Συνέντευξη με την Εύα Κοτανίδη για την παράσταση Αγαπητέ Μ@λάκα, που παίζεται στο θέατρο Μικρό Γκλόρια.
Ένας επιτυχημένος συγγραφέας (Ορέστης Τζιόβας) στη δίνη των καταχρήσεων και του #metoo, μια σούπερ σταρ του σινεμά (Εύα Κοτανίδη), πρώην sex symbol σε τροχιά καθόδου, και μια νεοφεμινίστρια μπλόγκερ (Μυρτώ Γκόνη) συναντιώνται στη σκηνή του Θεάτρου Μικρό Γκλόρια, σε μια παράσταση βασισμένη στο μπεστ σέλερ της Βιρζινί Ντεπάντ «Αγαπητέ Μαλάκα» (εκδόσεις Στερέωμα). Κόντρα σε κάθε πολιτική ορθότητα και χρησιμοποιώντας τη φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος, με πικρό χιούμορ και γοητευτική οργή, η Ντεπάντ κατέθεσε ένα μεταφεμινιστικό, πανκ ροκ βιβλίο όπου η πατριαρχία, οι ουσίες, το σινεμά, η λογοτεχνία, η διασημότητα, το σεξ, η θεραπεία, τα ψέματα, η μουσική, η φιλία και η μοναξιά ακτινογραφούνται με μια γλώσσα και μια πλοκή που γράφει στα παλιά της τα παπούτσια την πολιτική ορθότητα. Το Αγαπητέ Μαλάκα, προκλητικό, τρυφερό, οργίλο, ανατρεπτικά αγαπησιάρικο, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την υπογραφή του Σωτήρη Καραμεσίνη και της Εύας Κοτανίδη, που κράτησε για τον εαυτό της τον ρόλο της Ρεμπέκα Λατέ. Με την Εύα είπαμε μερικές κουβέντες για τον ρόλο της, αλλά και για τα φάρμακα, ή τα αντίδοτα αν θέλετε, που μας βοηθούν να γίνουμε λιγότερο μαλάκες και έτσι οι ζωές όλων μας να γίνουν πιο υποφερτές.
Η ηρωίδα της Βιρζινί Ντεπάντ, Ρεμπέκα Λατέ, μια πρώην σταρ-μίντια ντάρλινγκ, αρχίζοντας να γερνά και να περνά στα αζήτητα, παθαίνει υπαρξιακό κοκομπλόκο. Τι σε τράβηξε στη Λατέ και τι είναι αυτό που σε συνδέει με τη συγγραφέα, σε σημείο που να ανεβάσεις το βιβλίο της σε παγκόσμια θεατρική πρώτη;
Είναι τόσα αυτά που με τραβούν στην Ντεπάντ και τη Λατέ... Είναι τόσα αυτά που λέει η Ντεπάντ μέσα από τη Λατέ -και τους άλλους ήρωες- που δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Η Λατέ είναι μια γυναίκα που συνειδητοποιεί ποια είναι και τι της γίνεται όταν πια μένει μόνη της. Παρατημένη από τη σοόυ μπιζ, γιατί μεγάλωσε και η γυναίκα που μεγαλώνει και δεν είναι πια όπως θέλουμε να τη βλέπουμε δεν είναι αποδεκτή. «50 χρονών; Πολύ μεγάλη πλέον για πρωταγωνίστρια... πολύ νέα όμως για να πεθάνω». Μόνη, χωρίς τις πλάτες των αγοριών που την «προστάτευαν» όλη της τη ζωή χωρίς να το συνειδητοποιεί. Καταλαβαίνει τη σκληρότητα του συστήματος και τους ρόλους που έπαιζε και η ίδια τόσα χρόνια για να είναι «μέσα στα πράγματα» αλλά και τους άλλους γύρω της. Και τώρα που δεν έχει πια τίποτα να χάσει, τα λέει όλα με το όνομά τους. Αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι... Με χιούμορ και τόλμη δίνει δίκιο σε όλους, τους κατανοεί, τους προκαλεί να βρουν το μέτρο. «Παρόλο που σιχαίνομαι τις μετριότητες, πρέπει να πω ότι έχει και το μέτρο τα καλά του. Υπάρχει μια μέση οδός σε όλα». Αυτή είναι η Ντεπάντ. Μια ευφυέστατη γυναίκα που μεγαλώνοντας γίνεται σοφότερη και μοιράζεται τη σοφία της μαζί μας. Αμφισβητεί όσα και η ίδια πιστεύει. Κατανοεί γυναίκες και άντρες, κράζει το σύστημα. Εκφράζεται ευθαρσώς, είναι άμεση, απόλυτη, αλλά χωρίς παρωπίδες. Είναι τόσο επίκαιρη η γραφή της που δεν μπορεί παρά να με αφορά, να μας αφορά όλους. Γι' αυτό και θεωρήσαμε πολύ σημαντικό να ακουστεί ο λόγος της από σκηνής. Με έχει κουράσει η πολιτική ορθότητα. Επιτέλους και ένας άνθρωπος που τα λέει όπως είναι με τρυφερότητα και χιούμορ βέβαια, γιατί πρέπει να το πούμε αυτό: ο τίτλος του βιβλίου -και της παράστασης- είναι χιουμοριστικός κι όχι θυμωμένος.
Πανκ ροκ: Από το King Kong Theory και το Βερνόν Σουμπουτέξ, στο Rape me, τα βιβλία της δεν μασούν λόγια: φεμινισμός, πατριαρχία, καπιταλισμός και φύλο βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή της θεματικής της. Καμιά σχέση με την προηγούμενη παράστασή σου σχετικά με τη Δαλιδά. Ή μήπως τελικά συνδέονται οι δύο «μουσικές»;
Οι δύο μουσικές συνδέονται, ναι. Ως προς το ότι κάνουμε θέατρο για να μεταφέρουμε ένα μήνυμα στο κοινό. Το κάθε «έργο», η κάθε δημιουργία έχει το δικό της μήνυμα, κάτι «θέλει να πει ο ποιητής». Εδώ το μήνυμα είναι: Ενωθείτε, αδέρφια, ειρήνη υμίν. Δείτε τι μας συμβαίνει, πώς ζούμε, τι ιδέες έχουν φυτευτεί μέσα στο κεφάλι μας και είμαστε όπως είμαστε, ή γίναμε όπως γίναμε. Ας κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον κι ας αγαπηθούμε επιτέλους. Κουβαλάμε τον πόλεμο μέσα μας. Στη Νταλιντά το μήνυμα είναι: Τα φώτα και η δόξα δε θα μας δώσουν ποτέ την ευτυχία. Χρειάζεται να δούμε μέσα μας τι γίνεται και να βρούμε την ισορροπία... Θεωρώ πολύ σημαντικό να φεύγει ο θεατής έχοντας ψυχαγωγηθεί αλλά έχοντας πάρει και κάτι μαζί του να σκέφτεται, να νιώθει... κάποια απάντηση. Ή να του γεννηθεί μια κάποια ερώτηση, να του μπουν στο μυαλό ιδέες, κάτι από το έργο, τέλος πάντων, να τον ακολουθεί φεύγοντας από την αίθουσα και να τον γεμίζει.
Τι συμβαίνει με τους άλλους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους, της μπλόγκερ-podcaster και του συγγραφέα; Πώς συνδέεται επί σκηνής το τρίγωνό τους και τι είδους ενέργειες εκλύει η όσμωση των τριών τους;
Η δραματουργία που έχουμε φτιάξει, με τον Σωτήρη Καραμεσίνη, δίνει τον χώρο και στους τρεις ήρωες να υπερασπιστούν την αλήθεια τους και το δίκιο τους ενώπιον των θεατών. Η όσμωσή τους είναι δυναμική και δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική δράση. Η αλληλεπίδραση βοηθάει και τους τρεις να καταλάβουν, να εξελιχθούν, να αλλάξουν προς το καλύτερο. Η σύγκρουση αλλά και η σύνδεσή τους γίνεται μπροστά στους θεατές, καθώς στην ουσία απευθύνονται ο ένας στον άλλο.
Παρά το καταγγελτικό, επιθετικό και προβοκατέρ ύφος της, είτε στη λογοτεχνία είτε στον δημόσιο λόγο της, στο βιβλίο αυτό η Ντεπάντ μιλά για φιλία, ενσυναίσθηση, αγάπη και κατανόηση, ως μέσα «απομαλάκισης» ενός κόσμου κι ενός συστήματος που νομοτελειακά μας οδηγεί στο να «μαλακιζόμαστε» ασύστολα ως προς τη συμπεριφορά του ενός μας προς τον άλλο. Αν αποκαλούσα το βιβλίο (και την παράσταση κατ’ επέκταση) «αισιόδοξη», πόσο μέσα ή έξω θα έπεφτα;
100% μέσα θα έπεφτες. Μόνο αισιόδοξο είναι το βιβλίο, όπως και η παράσταση. Αυτό είναι που μας γοήτευσε. Ότι η Ντεπάντ, στο βάθος, το φωτίζει το τούνελ. Μέσα σε όλη την τρέλα που ζούμε, άντρες και γυναίκες, μπερδεμένοι μέσα σε πατριαρχικά στερεότυπα κι έχοντας χάσει την ταυτότητά μας, τα όρια του εαυτού μας, της μοναξιάς, της παρεμβατικότητας, της σεξουαλικότητάς μας, μην ξέροντας πια αν αυτό που ζούμε πρέπει να το λέμε γιατί μπορεί και να μην είναι «πολιτικώς ορθό», μέσα στο ευρύτερο υπαρξιακό μας χάος, μια μόνο δύναμη μπορεί να μας σώσει και να τη βγάλουμε καθαρή, να γίνουμε καλύτεροι: η φιλία, η σύνδεση, η αγάπη. Μαζί, μόνο, μπορούμε να σταθούμε όρθιοι και δυνατοί. Άντρες, γυναίκες, η, ο, το... ό,τι κι αν είμαστε, όποιοι κι αν είμαστε, μαζί μπορούμε καλύτερα.
Πόσο δύσκολη ή εύκολη ήταν η προσαρμογή ενός επιστολικού μυθιστορήματος, όπως το Αγαπητέ Μαλάκα, σε διαλογικό δρώμενο επί σκηνής και πώς είναι να ξαναβρίσκεσαι μετά από αρκετό καιρό με τον σκηνοθέτη Σωτήρη Καραμεσίνη;
Το να ξαναβρίσκομαι -θεατρικά- με τον φίλο μου τον Σωτήρη είναι χαρά και δημιουργικός οίστρος, ενθουσιώδης έμπνευση. Είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει καλά το θέατρο, το αγαπά και το υπηρετεί με σεβασμό και πολλή αγάπη. Η θεατρική διασκευή του Αγαπητού Μαλάκα ήταν μια μεγάλη περιπέτεια... Πολύ δύσκολο εγχείρημα, μας παίδεψε πολύ. Οι 300 σελίδες του βιβλίου έγιναν καμιά τριανταριά «θεατρικές» σελίδες μετά από μήνες δουλειάς και συζήτησης για το τι πρέπει να κοπεί και τι να μείνει. Τι από όλα τα θεϊκά που λέει η Ντεπάντ σε αυτό το βιβλίο, τι έπρεπε οπωσδήποτε να ειπωθεί πάνω στη σκηνή και τι θα ήταν φλυαρία; Ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρουμε να κρατήσουμε τις ισορροπίες ανάμεσα στους τρεις ήρωες, να αναδείξουμε την αλλαγή τους, τη μετακίνησή τους και συγχρόνως να δημιουργήσουμε δράση και αλληλεπίδραση πάνω στη σκηνή. Ακριβώς επειδή η όλη τους επικοινωνία είναι επιστολική, σκεφτήκαμε ότι ο μόνος τρόπος να συναντηθούν αυτοί οι ήρωες θα ήταν πάνω σε μια θεατρική σκηνή...
Από τη Δαλιδά στην Ντεπάντ και από το Παρίσι στο Παρίσι, πάντα μέσω Αθήνας, θα το δεχόσουν αν έλεγα ότι η Εύα Κοτανίδη ηθελημένα ισορροπεί καλλιτεχνικά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην απεμπολήσει καμιά από τις δυο καταγωγικές της ταυτότητες;
Πολύ σωστά το θέτεις! Ακροβατώ πάντα ανάμεσα στις δύο υπηκοότητες και προσπαθώ να «παντρεύω» τις επιρροές μου κι από τις δύο χώρες καλλιτεχνικά. Η Γαλλία μου λείπει κι ένας τρόπος μου να τη «φέρνω πιο κοντά» είναι να συναντιέμαι με τη γαλλική δημιουργία και να τη «συστήνω» -μέσα από τη δική μου ματιά- στο ελληνικό κοινό. Είτε μέσα από το τραγούδι είτε μέσα από το θέατρο.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice.