- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πίνοντας καφέ με τον Δημήτρη Καταλειφό
Δημήτρης Καταλειφός: Μια συζήτηση με τον σπουδαίο ηθοποιό, σκηνοθέτη και ποιητή για το θέατρο και τη ζωή
Είναι πολύ όμορφο, βγαίνοντας κάθε μέρα από το σπίτι, να καλημερίζεις ανθρώπους σαν τον Δημήτρη Καταλειφό, ο οποίος απολαμβάνει το πρωινό του καφεδάκι με έναν δυο φίλους στο αγαπημένο του στέκι –ένα συνοικιακό καφενείο στο Παγκράτι–, συνήθεια που, όπως μου λέει, «έχει αντικαταστήσει μια οικογενειακή συντροφικότητα». Έτσι, προ ημερών κανονίσαμε να βρεθούμε εκεί για μια συνομιλία, η οποία ήταν σκέτη απόλαυση. Γιατί όταν του μιλάς, αμέσως γίνεται αντιληπτή η σεμνότητα, η έμφυτη ευγένεια, η παιδεία, η γνώση, η ευαισθησία που διακρίνει αυτόν τον σπουδαίο, βραβευμένο ερμηνευτή, καταξιωμένο θεατράνθρωπο, σκηνοθέτη και προσφάτως ποιητή.
Ο Δημήτρης Καταλειφός υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εταιρείας θεάτρου «Η Σκηνή» (1981) και του θεάτρου «Εμπρός» (1998), που υπήρξαν σημαντικοί πυρήνες πολιτισμού στην εποχή τους. Φέτος, ως πρωταγωνιστής και ως σκηνοθέτης του αριστουργηματικού έργου του Άντον Τσέχωφ «Ο θείος Βάνιας», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προσφέρει στο θεατρόφιλο κοινό μια εξαιρετική παράσταση, που μιλάει για πολλά θέματα της ζωής, με κυρίαρχο αυτό του χρόνου.
«Η σκηνοθεσία του έργου του Τσέχωφ ήταν μια πολύ σημαντική και πολύτιμη εμπειρία για εμένα, κάτι που ήθελα να κάνω εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό το έργο με συγκινεί βαθιά, το αγαπώ πολύ και επιθυμούσα να το διηγηθώ και σκηνοθετικά. Ο Τσέχωφ, ως θεατρικός συγγραφέας, είναι ό,τι είναι ο αγαπημένος μου Καβάφης ως ποιητής. Με τον πιο απλό τρόπο παρουσιάζουν τη σύνθετη και πνευματική υφή της ζωής. Ομολογώ, βέβαια, ότι είναι τρομακτικά δύσκολο να έχεις έναν από αυτούς τους δύο ρόλους, γιατί στην ουσία δεν απολαμβάνεις τίποτα από τα δύο ολοκληρωμένα. Οπότε νομίζω ότι αν το επιχειρήσω ξανά, θα ήθελα να το κάνω χωριστά. Με τα παιδιά είχαμε μια ωραία συνεργασία και είμαστε ευχαριστημένοι γιατί, προς το παρόν, υπάρχει μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο. Όλοι δε θεωρούμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς που παίζουμε στο πανέμορφο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά».
Η συζήτηση οδηγήθηκε αυτομάτως στον χρόνο, «εκείνον που ξοδεύτηκε, εκείνον που απομένει», ένα θέμα που τον απασχολεί πολύ, όπως άλλωστε και όλους τους σπουδαίους συγγραφείς, έργα των οποίων είχε την τύχη να παίξει (Μπέκετ, Τσέχωφ, Ιψεν, Μίλερ).
«Όπως έλεγε ο Οιδίποδας, που έπαιξα πρόπερσι, το πιο δύσκολο πράγμα για τον άνθρωπο είναι όταν γερνάει. Η αίσθηση του ότι βαδίζεις προς κάτι που τελειώνει, είναι κάτι που τους ευαίσθητους ανθρώπους δεν μπορεί να τους αφήσει αδιάφορους. Από τη στιγμή που γεννιέσαι ξέρεις ότι πορεύεσαι προς το τέλος και η "ημερομηνία λήξης γρατζουνάει την ψυχή σου". Αλλά αυτή είναι η μία πτυχή της ζωής. Η άλλη είναι αυτή που σου προσφέρει το φως, ο έρωτας, οι φίλοι, η θάλασσα, οι διακοπές. Δεν μου αρέσει ν’ ακούγομαι απαισιόδοξος, αλλά η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και ύστερα, ειδικά από τότε που έχασα τη μητέρα μου, αντιλαμβάνοντας τη μεγάλη απώλεια, συνειδητοποίησα και το δικό μου γέρασμα. Αυτό το γεγονός, μαζί με όλα τα πρωτόγνωρα που βιώσαμε λόγω του κορονοϊού, με κλόνισαν και συνέτειναν στο ν’ αρχίσω να γράφω ποιήματα».
Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, το «Συμπληγάδες γενεθλίων», το οποίο κέρδισε το Βραβείο Βιβλίου Public στην κατηγορία της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, το «Πίσω από τζάμια θολά» και το «Επί κλίνης κρεμάμενος». Τα ποιήματα εκδόθηκαν, κυρίως, μέσα στην πανδημία. Τότε που, όπως σημειώνει σ’ ένα ποίημα, «Άπλετος χρόνος θρονιάστηκε μέσα στο σπίτι, σαν σκόνη» . Ίσως «περίμενε να γεράσει για να βγει στην ποίηση» ή «Όλο αυτό ήταν ένα ταξίδι σε στιγμές, σε πρόσωπα, σε νησιά, σε καλοκαίρια, σε αθηναϊκές γειτονιές, σε έρωτες που έχουν τελειώσει... αλλά και μία μορφή ψυχοθεραπείας», όπως διαβάζουμε στους στίχους του.
«Εκείνες τις μέρες του εγκλεισμού, βρέθηκα απέναντι στον εαυτό μου, χωρίς άλλες υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Ξαφνικά ξύπνησε μια επιθυμία να γράψω, η οποία βρισκόταν εν υπνώσει. Όμως, φοβάμαι μήπως αποτελεί μια παρένθεση…».
Από τους Έλληνες ποιητές τον συγκινεί πολύ ο Καβάφης και θεωρεί ότι η θεματολογία των λιτών ποιημάτων του «είναι ένας συνδυασμός μουσικής, κινηματογράφου, θεάτρου, πεζογραφίας». Μετά τον Καβάφη, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον Τάσο Λειβαδίτη. «Είναι ο ποιητής που ζηλεύω τα ποιήματά του και ντρέπομαι που θα το πω, αλλά νιώθω ότι αν έγραφα, όπως θα ήθελα, θα ήθελα να γράφω σαν τον Λειβαδίτη».
Προϊόν του κορονοϊού και της καραντίνας ήταν και η πιο εντατική ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Κατά καιρούς ζωγράφιζε ερασιτεχνικά, αλλά εκείνες τις μέρες ανακάλυψε ξανά τη μαγεία και την ομορφιά των χρωμάτων, τα οποία για τον ίδιο είναι «ό,τι οι λέξεις για την ποίηση». Μάλιστα ο ίδιος φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του «Συμπληγάδες γενεθλίων» με το έργο «Μνήμη».
Γυρίζοντας λίγο πίσω στον χρόνο, η συζήτηση οδηγήθηκε στην οικογένειά του, στα παιδικά του χρόνια, αλλά και το πώς και πότε αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
«Ο πατέρας μου ήταν από τη Σέριφο και η μητέρα μου από τη Σμύρνη. Γεννήθηκα στην Αθήνα και ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου έζησα στη Νέα Σμύρνη. Πέρασα όμορφα παιδικά χρόνια, με δύο γονείς που τους αγαπούσα και με αγαπούσαν πολύ και με τα αδέλφια μου. Πήγα για πρώτη φορά στο θέατρο όταν ήμουν 13 ετών και είδα μια παράσταση με τη Λαμπέτη. Μαγεύτηκα. Ένιωσα το ίδιο, δύο χρόνια αργότερα, βλέποντας το "Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας", στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. Τότε είπα για πρώτη φορά μέσα μου ότι αυτό θέλω να κάνω και ανυπομονούσα να τελειώσω το σχολείο για να πάω στη Δραματική Σχολή. Όταν το ανακοίνωσα στους γονείς μου, δεν αντέδρασαν. Ήταν τόσο καλοί, ήσυχοι και ανεκτικοί άνθρωποι... Τους γλύκανε βέβαια το γεγονός ότι είχα μπει στη Νομική και νόμιζαν ότι ήταν κάτι περαστικό, κάτι που θα τελείωνε. Αλλά... δεν ήταν. Για τρία δε μαθήματα, δεν πήρα ποτέ το πτυχίο της Νομικής».
Ο Δημήτρης Καταλειφός έχει ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου. Δύσκολα μπορεί να απαντήσει ποιον απ’ όλους έχει αγαπήσει περισσότερο, αλλά σίγουρα θα ήθελε να ξαναπαίξει τον βασιλιά Ληρ, «έναν ρόλο που όσο γερνάς τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι, μαζί με το έργο, και την ουσία της ζωής και των πραγμάτων». Θα ήθελε και κάποια στιγμή, πριν λήξει η θεατρική του πορεία, να παίξει σε κωμωδία – κάτι που είχε κάνει για λίγο στα νιάτα του και του άρεσε πολύ γιατί «είναι ωραίο πράγμα, ν’ ακούς τον κόσμο να γελάει. Σε λύνει και σένα». Παραδέχεται, βέβαια, ότι απολαμβάνει τις πρόβες περισσότερο από τις παραστάσεις.
«Όταν γεννιέται κάτι, είναι η ωραιότερη περίοδος, γιατί υπάρχει ακόμη το όνειρο και η διαδικασία της εκτέλεσης, της βελτίωσης, της αλλαγής για το καλύτερο αποτέλεσμα. Ακολουθούν στιγμές που γίνεται μια ωραία ένωση παράστασης και κοινού. Αυτό δεν είναι καθημερινό, αλλά όποτε συμβαίνει είναι ανεκτίμητα όμορφο. Με συγκινεί ιδιαίτερα όταν έρχονται άγνωστοι άνθρωποι και μου λένε ότι το έργο τούς είπε κάτι, ότι ένιωσαν πράγματα. Αυτή η γνήσια, αυθεντική επαφή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, είναι σαν να έχεις ρίξει ένα σημείωμα σε μια μπουκάλα στο πέλαγος και κάποιος την βρήκε. Η επιτυχία μιας παράστασης έγκειται στο να κάνει τον θεατή να βγει λίγο αλλιώτικος απ’ ό,τι μπήκε».
Ένα από τα γοητευτικά χαρακτηριστικά του θεάτρου είναι ότι όλα διαδραματίζονται εκείνη τη στιγμή, χωρίς τη δυνατότητα διορθώσεων, όπως γίνεται στον κινηματογράφο. Οι ηθοποιοί, με τα μάτια των θεατών επικεντρωμένα πάνω τους, παίζουν ζωντανά, ασχέτως σε τι ψυχολογική κατάσταση μπορεί να βρίσκονται ή αν τους έχει συμβεί κάτι τραγικό, όπως ο θάνατος αγαπημένου προσώπου. Και τα λόγια του το επιβεβαιώνουν: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου ήταν Σάββατο και είχαμε διπλή παράσταση. Έπαιξα κανονικά. Δεν είπα τίποτα στους ηθοποιούς, για να μην τους βαρύνω. Το γεγονός μαθεύτηκε, τυχαία, μετά. Το ίδιο συνέβη και όταν έφυγε η μητέρα μου. Μόλις έπεσε η αυλαία, είπα στους θεατές ότι η παράσταση ήταν αφιερωμένη σ’ εκείνη, που είχε πεθάνει λίγες ώρες νωρίτερα. Κι όμως, είχα ανάγκη να παίξω. Ήταν μια εκτόνωση».
Συζητώντας για το θέατρο σήμερα και για τους νέους ηθοποιούς, πιστεύει ότι υπάρχουν πολλά ταλαντούχα παιδιά, ιδιαίτερα ενημερωμένα, με άμεση πρόσβαση στην πληροφορία, που μπορεί να αξιοποιηθεί στη δουλειά τους. Συγκρίνοντας την εποχή που εκείνος ήταν νέος ηθοποιός με την τωρινή, αναγνωρίζει τις δυσκολίες που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν οι σημερινοί νέοι.
«Ζούμε σε μια εποχή που οι ηθοποιοί δεν πληρώνονται τις πρόβες. Υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός και για να σε πάρουν σ’ ένα θέατρο πρέπει να ’χεις παίξει στην τηλεόραση. Οι νεότεροι ηθοποιοί τρέχουν από γύρισμα σε γύρισμα και πολλές φορές αναγκάζονται να κάνουν ακόμη και τους animateur σε παιδικά πάρτι για να τα βγάλουν πέρα. Έτσι και οι δυνάμεις και τα ταλέντα διασκορπίζονται σε πολλές κατευθύνσεις. Έχουν αλλάξει πολύ οι ταχύτητες και οι ρυθμοί των πραγμάτων και κατά συνέπεια η εστίαση και η αφοσίωση σ’ ένα πράγμα. Η εποχή μας επιβάλλει την επιβίωση και το χρήμα.
» Υπάρχουν τρομερά πολλά θέατρα αλλά και η μόδα να "πειράξεις" τα έργα και σκηνοθετικά και υποκριτικά. Διανύουμε μια φάση πίεσης, ότι κάτι πρέπει να ’ναι καινούργιο, να μην έχει γίνει ποτέ ξανά, κι έτσι πολλά πράγματα τείνουν στον εντυπωσιασμό παρά στην ουσία. Τα έργα κόβονται για να μη διαρκούν πολύ, γιατί ο κόσμος πια ζει μ’ ένα διαρκές άγχος και δεν αντέχει να κάτσει 2 ώρες σε μια παράσταση. Οι δε συνθήκες που εργαζόμαστε δεν είναι πάντα και οι καλύτερες και αναφέρομαι σε ανήλιαγα καμαρίνια, σε καμαρίνια που δεν μπορείς να σταθείς, σε θεατρικούς χώρους που είναι περισσότερο θεατρόμορφοι παρά αμιγώς θεατρικοί... (σινεμά διασκευασμένα σε θέατρα). Αν εξαιρέσεις τη Μελίνα Μερκούρη, δεν υπήρξε ένας υπουργός Πολιτισμού που να έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για το θέατρο αλλά για τον πολιτισμό ευρύτερα. Κάποια στιγμή θα πρέπει και στο θέατρο να γίνουμε Ευρώπη».
Αφήνοντας τα του θεάτρου, η συζήτηση κινήθηκε λίγο σε πιο προσωπικό επίπεδο. Μιλάμε για τη σχέση του με την τεχνολογία και την αγάπη του για τον κινηματογράφο. Εδώ εκφράζει και ένα μικρό παράπονο που δεν αξιοποιήθηκε περισσότερο σ’ αυτόν τον χώρο – όλα αυτά τα χρόνια έχει παίξει μόνο σε 8 ταινίες.
«Η τεχνολογία έχει κατακτήσει πλέον πρωτεύουσα θέση στη ζωή μας, προσφέρει πολλά, αλλά έχει δυσκολέψει τους πιο μεγάλους, που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τα αφομοιώσουν όλα αυτά. Πας σε μια τράπεζα και λείπει ο παράγοντας άνθρωπος, σε εξυπηρετεί ένα μηχάνημα. Ξαφνικά, νιώθεις αναλφάβητος, αμόρφωτος, αβοήθητος, ξεβολεμένος. Η δική μου σχέση μ’ αυτήν είναι αδύναμη. Κάθε Κυριακή έρχεται ένας "δάσκαλος" στο σπίτι και έναντι κάποιας αμοιβής, μου κάνει πολλές δουλειές (πληρωμές, λογιστικά κ.λπ.) γιατί εγώ δεν τα παίρνω. Δεν μου αρέσουν, μ’ εκνευρίζουν. Μου φαίνεται δε αδιανόητο και εφιαλτικό να διαβάσω ένα σενάριο από το email ή ένα ψηφιακό βιβλίο. Εγώ, θέλω το χαρτί».
Ένας άνθρωπος, όμως, που «θέλει το χαρτί» είναι φυσικό να προβληματίζεται και να θλίβεται από την απώλεια της πραγματικής επαφής και την επιρροή των social media στην καθημερινότητά μας.
«Η δύναμη των social media είναι τεράστια. Σίγουρα υπάρχουν πολλά θετικά που δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε, γίνεται όμως κατάχρηση και συχνά δίνεται η ψευδαίσθηση σε κάποιους ότι εφόσον γράφουν υπάρχουν. Και πώς υπάρχουν; Θάβοντας, βρίζοντας, δείχνοντας ότι έχουν άποψη, ακυρώνοντας ανθρώπους. Πολλοί πλέον διαχειρίζονται τον θυμό τους γράφοντας κακίες και αρνητικά πράγματα για άλλους. Είμαστε ανυπεράσπιστοι. Την τελευταία δεκαετία έχουν υπάρξει σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, στο σύστημα αξιών, στην ηθική, στην αισθητική, στις σχέσεις, στην πολιτική... παντού. Νιώθω, ότι ζούμε σε μια τρομερά μεταβατική στιγμή της ανθρωπότητας και με τρομάζει η καινούργια απειλή της τεχνητής νοημοσύνης, που δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει».
Όλα αυτά τα περιγράφει, με ιδιαίτερο χιούμορ αλλά και με δόση αλήθειας που σπάει κόκαλα, στο ποίημά του με τον τίτλο «Ρομπότ». Η εποχή αυτή δεν τον ενδιαφέρει, μου λέει χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε με συγκινεί πια, αισθάνομαι έξω απ’ αυτή. Είναι μια εποχή με θόρυβο, με φασαρία, με δηθενιά, με λαϊκισμό, με απίστευτο ναρκισσισμό, ηλιθιότητα και βλακεία. Δυστυχώς μιλάω απαισιόδοξα, αλλά έτσι αισθάνομαι. Ευτυχώς, έχω μέσα μου το ζιζάνιο της τέχνης, η οποία είναι μεγάλη ανακούφιση. Δεν αντέχω την καθημερινότητα χωρίς αυτήν. Προσπαθώ ακόμη, και για λόγους επιβίωσης, να δουλεύω και, όπως λέει και ο θείος Βάνιας, η μόνη λύση και το μόνο καταφύγιο που έχει ο άνθρωπος είναι να δουλεύει. Με ενδιαφέρουν κάποιες εξαιρέσεις, ελάχιστοι άνθρωποι που έχουμε κοινά πράγματα ν’ ανταλλάξουμε, αλλά είναι μια εποχή που μέσα μου λέω "αφήστε με, όσο γίνεται, πιο ήσυχο"».
Διακρίνοντας αυτή την απογοήτευση στα λόγια του, τον ρώτησα ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο χάρισμα για έναν άνθρωπο. Η απάντησή του ήταν σε πλήρη ταύτιση με τα παραπάνω. «Πριν μερικά χρόνια μπορεί να έλεγα η καλοσύνη. Τώρα λέω η εξυπνάδα και η σοβαρότητα. Μακάρι να μπορούσε ο άνθρωπος να έχει την εξυπνάδα, σ’ αυτή την εποχή της τερατώδους βλακείας, της κακίας, της ανοησίας, της επιδειξιομανίας, της αγωνίας των likes, των selfies, των followers, να διαφυλάξει την ανθρωπιά του και κάποιες αξίες. Να αντιληφθεί ότι δεν είμαστε αιώνιοι, αλλά περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν θα πάρουμε μαζί μας. Ούτε η δόξα ούτε και η επιτυχία είναι κάτι το τρομερό. Σημασία έχει να είσαι ήρεμος, να βλέπεις και να νιώθεις αυτό που ζεις και που είναι γύρω σου, να έχεις δυο τρεις καλούς φίλους, ν’ αγαπάς και να πιστεύεις σε κάποια πράγματα. Η βάση όλων αυτών είναι να είσαι έξυπνος για να μπορείς να αντιληφθείς τι αξίζει και τι όχι. Να μπορείς να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι».
Επιστρέφοντας με τα πόδια κάποιο βράδυ από κινηματογράφο τού κέντρου της Αθήνας, ένιωσε σαν ένας ξένος σ’ αυτή την πόλη, την πόλη που έζησε όλη του τη ζωή και την οποία αγαπά τρομερά. Σκέφτηκε δε να γράψει ένα ποίημα που θ’ άρχιζε με τους στίχους: «Αυτή η πόλη δεν είναι πια δική μου», όπως μου εξομολογείται.
«Δεν υπάρχουν τα μέρη που πηγαίναμε, τα μέρη που αγαπούσα, που σύχναζα. Είναι μια πόλη μέσα στα σκοτάδια, παραδομένη άναρχα στους τουρίστες. Τα ενοίκια, ακόμη και εδώ στο Παγκράτι, έχουν φτάσει σε απίστευτα ύψη, όλα γίνονται Αirbnb. Βλέπεις παντού ανθρώπους με βαλίτσες, δεν μπορείς πια να βρεις ταξί, το Μετρό είναι συνεχώς φίσκα. Είναι πόλη που δείχνει, σε μια ευρύτερη κλίμακα, ότι οδεύουμε προς το να γίνουμε μια υπερτουριστική χώρα, όπου οι Έλληνες θα αισθάνονται όλο και λιγότερο ότι είναι η πατρίδα τους. Όλα στον βωμό του χρήματος. Μια τεράστια παρακμή. Με λυπεί. Κάθομαι και σκέπτομαι αν αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. Μήπως γερνάω και γίνομαι ένας στριμμένος γέρος που όλα του φταίνε; Αλλά μετά ακούω ότι και άλλοι άνθρωποι, νεότεροι από εμένα, δυσανασχετούν μ’ αυτή την κατάσταση».
Αναπολώντας τη ζωή του θα επιθυμούσε να επιστρέψει στην ηλικία των 18 έως 21 ετών, φοιτητής στην οικογενειακή ατμόσφαιρα της δραματικής σχολής του Πέλου Κατσέλη. «Στα χρόνια που ονειροπολείς, που δεν έχεις μπει ακόμη στην πραγματικότητα, στα χρόνια της νιότης, που νιώθεις ότι ο χρόνος είναι απεριόριστος κι όλα είναι πιθανά, και ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο ολόκληρο» ή όπως γράφει σ’ ένα ποίημά του: «στα χρόνια που πιστεύεις ότι λίγες σκάλες είναι αρκετές για να φτάσει κανείς στον ουρανό».
Αναρωτιέμαι αν είναι τελικά ευχαριστημένος από τη θεατρική του πορεία και τη ζωή του γενικότερα. «Με την έννοια του ότι έκανα αυτά που πραγματικά ήθελα, που μ’ ενδιέφεραν και με συγκινούσαν, είμαι. Έχω κάνει ελάχιστες εκπτώσεις στη δουλειά μου και ελάχιστες φορές κάτι χωρίς να το πιστεύω. Προσπαθούσα συνέχεια να υπάρχει μια σχέση αγάπης και πίστης. Οι προθέσεις ήταν πάντα ευγενείς. Λόγω της φύσης της δουλειάς, στερήθηκα πράγματα, αλλά αυτό είναι το αντίτιμο. Προσπάθησα μέσα σ’ έναν δύσκολο χώρο, ψυχοφθόρο, κουραστικό και ανασφαλή, να κινηθώ όπως επιθυμούσα, όπως μ’ αντιπροσώπευε και με αξιοπρέπεια! Φυσικά, υπήρξαν και πολλά που με πίκραναν, με απογοήτευσαν, που δεν ήταν δίκαια, γιατί στο θέατρο, όπως και σ’ άλλους χώρους, έχουν παρεισφρήσει πράγματα που δεν είναι της ουσίας αλλά της μόδας. Από αυτό δεν γλυτώνουμε ποτέ. Όπως όμως γράφει ο Τσέχωφ "το κακό έχει μια πολύ μεγάλη δύναμη να παρεισφρέει παντού, αλλά το καλό έχει μεγαλύτερη διάρκεια"».
Αυτό ακριβώς εύχομαι και εγώ. Η κόκκινη αυλαία για τον Δημήτρη Καταλειφό να ανοίγει για πολλά ακόμη χρόνια, με τον ίδιο να μας προσφέρει πολλές συναρπαστικές και ποιοτικές παραστάσεις.
Info «Ο θείος Βάνιας» του Άντεν Τσέχωφ, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2025