- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Λυγερή: Η παράσταση έχει δροσιά και μια δική της αλήθεια
Η Ειρήνη Μουντράκη ανέλαβε τη διασκευή του λογοτεχνήματος του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε περιεκτικό δραματικό κείμενο
Κριτική για το έργο «Η Λυγερή» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σε σκηνοθεσία Ειρήνης Λαμπρινοπούλου, στο Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών – Θέατρο Rex
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά 1865 - Αθήνα 1922) ανήκει στο λογοτεχνικό ρεύμα της δεκαετίας του 1880, όταν η στροφή πολλών λογοτεχνών της εποχής προς τη λαογραφία –κατόπιν παρότρυνσης του Ν. Πολίτη– κινήθηκε είτε προς μια ωραιοποιημένη προσέγγιση της αγροτικής, παραδοσιακής ζωής είτε προς μια περιγραφική αντιμετώπιση των κοινωνιών αυτών της υπαίθρου, με έμφαση στη διάσωση των ισχυόντων ηθών και εθίμων τους, που σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει σε μια κοινωνική καταγραφή.
Η «Λυγερή» (1896) αναφέρεται στην ιστορία της νεαρής Ανθής, η οποία θα ερωτευτεί τον επίσης νεαρό Γιώργη Βρανά, έναν κατώτερης κοινωνικής θέσης καρολόγο. Ο έμπορος πατέρας της, ωστόσο, αποφασίζει να την παντρέψει με τον άσχημο, φιλοχρήματο Νικολό Πικόπουλο, τον οποίο είχε στη δούλεψή του και θαύμαζε για τις εμπορικές δεξιότητές του. Όταν ο Γιώργης πληροφορείται την απόφαση του πατέρα της Ανθής, θα της προτείνει να την κλέψει – κάτι σύνηθες την εποχή εκείνη για τους νέους της επαρχίας, που συνήθως είχε αίσιο τέλος, προκειμένου να αποκατασταθεί η πληγείσα τιμή της ατιμασμένης κόρης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Ανθή θα αρνηθεί την πρόταση του Γιώργη, θα υποκύψει στην ηθική και τους κοινωνικούς καταναγκασμούς και θα παντρευτεί τον Νικολό, σταδιακά αφομοιώνοντας τις αντιλήψεις του συζύγου της και της κοινωνίας της ως προς τη θέση της γυναίκας. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα το πρόσωπο της Ανθής θα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο για τηγυναικεία αυτοδιάθεση και ελευθερία. Ο Καρκαβίτσας καταθέτει απλώς μια υπάρχουσα κατάσταση και εναπόκειται στον εκάστοτε αναγνώστη του το αν στην περίπτωση της Ανθής θα επιδοκιμάσει τον συμβιβασμό της ή θα κατακρίνει τα ισχύοντα έθιμα της εποχής.
Η Ειρήνη Μουντράκη ανέλαβε τη διασκευή του λογοτεχνήματος σε περιεκτικό δραματικό κείμενο, εναλλάσσοντας ορθώς αφηγηματικά μέρη με άμεσο των προσώπων λόγο. Πολλά από τα αφηγηματικά μέρη εκφέρονται είτε κατά μόνας από τους ηθοποιούς είτε εν χορώ, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση ότι εκφέρονται από ένα «απρόσωπο» κοινωνικό σύνολο.
Είναι γνωστό πλέον ότι, πλην του υπάρχοντος εντός του λογοτεχνικού κειμένου άμεσου λόγου των προσώπων, ο ηθοποιός που υποδύεται έναν χαρακτήρα μπορεί να αναλάβει και μέρος της αφήγησης, η οποία είτε περιλαμβάνει τον δικό του ελεύθερο πλάγιο λόγο είτε απλώς την οπτική του επί των καταστάσεων που βιώνει. Με αυτή τη λογική, η Ειρήνη Μουντράκη μοίρασε στα πρόσωπα λόγο που συχνά δεν ήταν άμεσος, αλλά αφηγηματοποιημένος, ο οποίος, ωστόσο, περιείχε σπέρματα του δικού τους λόγου, με εμφανή τη δική τους θέαση των πραγμάτων, από την απλή εξιστόρηση έως την εκδήλωση των συναισθημάτων τους.
Το ζήτημα εδώ αφορά πλέον τη σκηνοθετική και, κυρίως, την ερμηνευτική προσέγγιση αυτών των δύο ειδών λόγου που θα εκφέρει ο ηθοποιός: δηλαδή του άμεσου, ο οποίος χρωματίζεται με κάθε συναισθηματική, συγκινησιακή ή και παιγνιώδη διάθεση του προσώπου, και του αφηγηματοποιημένου, όπου το πρόσωπο δεν βιώνει, απλώς καταθέτει τις συναισθηματικές ή άλλες καταστάσεις του.
Η σκηνοθέτις Ειρήνη Λαμπρινοπούλου δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη της τη διπλή αυτή διάσταση/διάκριση του λόγου και την ανάγκη διαφορετικής εκφοράς του από τους ηθοποιούς της. Έτσι, συχνά, τα πρόσωπα σπαράζουν από συγκινησιακή φόρτιση ενώ χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τριτοπρόσωπη αφήγηση σε χρόνο παρελθοντικό, δηλαδή, στην πραγματικότητα, βλέποντας τον εαυτό τους εκ των «έξω», όταν το βίωμα έχει πλέον χάσει την έντασή του. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, εκ των πραγμάτων, λειτουργεί αποστασιοποιητικά από το βίωμα του προσώπου. Αυτή ήταν μια σκηνοθετική, σε επίπεδο διδασκαλίας, παραφωνία στην όλη παράσταση, στην οποία ο επταμελής θίασος έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε, είτε αναλαμβάνοντας ρόλο αφηγητή είτε επώνυμου δραματικού προσώπου.
Αναντίρρητα, την παράσταση κλέβει, τόσο κινησιολογικά όσο και φωνητικά, η Μαντώ Γιαννίκου ως Παγώνα, καθώς κυριαρχεί στη σκηνή ενεργειακά. Πολύ καλή φωνητικά (και στο τραγούδι) η Δάφνη Δρακοπούλου ως Βασιλική Καινούριου. Το ζευγάρι Ανθής και Γιώργη αποδόθηκε με θελκτική αφέλεια, που σταδιακά αποκτούσε ερμηνευτικό κύρος, από τους Δανάη-Αρσενία Φιλίδου και Θάνο Τριανταφύλλου. Μη ανταποκρινόμενος εμφανισιακά στα όσα καταλογίζονται στον Νικολό, ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής, με την ωραία σκηνική παρουσία του, αλλά και μια, κάποιες στιγμές, κινησιολογική αμηχανία. Η Μαρία Τσιμά και ο Βασίλης Καραμπούλας ως γονείς της Ανθής κατέθεσαν την αναντίρρητη εμπειρία τους.
Αν και κάποια στιγμή φαίνεται η Μ. Τσιμά να παίρνει τον ρόλο της ώριμης πλέον συμβιβασμένης Ανθής, νομίζω ότι αυτό το σημείο δεν τονίστηκε επαρκώς ή χάθηκε στο όλο σκηνικό πανηγύρι, και μαζί του ατόνησε και ο ηθελημένος κοινωνικός συμβιβασμός της Ανθής, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την όποια γυναικεία χειραφέτηση. Συμβιβασμό τον οποίο θα διδάξει και στα δικά της παιδιά, μέχρι σήμερα.
Το λιτό σκηνικό με το ρυάκι και το διάσπαρτο από «ροδοπέταλα» δάπεδο, όπως και οι ως επί το πλείστον βαθυκόκκινοι, χωρίς, ωστόσο, προφανή αιτία, ατμοσφαιρικοί φωτισμοί ήταν του Βασίλη Αποστολάτου. Εκείνο που ήταν, κατά τη γνώμη μου, αναντίρρητα άνευ αιτίας ήταν το πυκνό νέφος καπνού που κάλυπτε όλη τη σκηνή και διαχεόταν ενοχλητικά προς την πλατεία. Ομίχλη, για την οποία μπορώ να φανταστώ κάποιες σκηνοθετικές προθέσεις, χωρίς όμως και να μπορώ να δικαιολογήσω την επιλογή αισθητικά όσο και πρακτικά.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Πλέσσα, επίσης κινούμενα σε κόκκινους χρωματισμούς, δημιουργούσαν μια εμφανή ανομοιογένεια, καθώς ήθελε να «παίξει» –ανεπιτυχώς– μεταξύ συντηρητικού και σύγχρονου.
Πολύ όμορφα τα τραγούδια (και οι στίχοι) του Δημήτρη Λώλη, ωστόσο η μουσική του, με το εξαρχής μόνιμο βουητό, που ενσωμάτωνε κάποιες στιγμές και καλπασμό αλόγων (δηλώνοντας τοπικό διαγωνισμό στο πανηγύρι), ήταν σχεδόν ενοχλητική και δεν αποκτούσε κανέναν λειτουργικό ρόλο για την παράσταση και το θέμα της. Καλή η κίνηση που δίδαξε η Θωμαΐς Σταυριανού-Ζυμαρίτου.
Η Ειρήνη Μουντράκη παρέδωσε προς σκηνική ανάγνωση μια καλοδουλεμένη και με θεωρητική γνώση θεατρική διασκευή του λογοτεχνικού έργου του Καρκαβίτσα.
Η Ειρήνη Λαμπρινοπούλου, παραβλέποντας τα κεκτημένα σκηνοθετικών προτάσεων επί μη δραματικών κειμένων, διατυπωμένα στα καθ’ ημάς ήδη από τη δεκαετία του 1990, υπέπεσε σε κάποια ατοπήματα ως προς τη διδασκαλία λόγου, ενώ, προσπαθώντας να επικαιροποιήσει ως προς την όψη ένα χαρακτηριστικό άλλης εποχής κείμενο, εισήγαγε εκμοντερνιστικά στοιχεία, ασύμβατα εν πολλοίς με το ίδιο το κείμενο.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, η παράσταση έχει δροσιά και μια δική της αλήθεια.