Θεατρο - Οπερα

Κράτα με: Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε θέλοντας να ακουστεί το κείμενο

Το έργο του Τζέφρι Ναφτς, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει

Δημήτρης Τσατσούλης
ΤΕΥΧΟΣ 937
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Κριτική για το έργο «Κράτα με» του Τζέφρι Ναφτς, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μυριανθόπουλου, στο θέατρο Εν Αθήναις

Ο Τζέφρι Ναφτς, γεννημένος το 1961 στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, είναι παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός, με συμμετοχή σε ταινίες όπως «Ο Μισισιπής καίγεται», «Ζήτημα τιμής» κ.ά., αλλά και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, όπως το «Νόμος και τάξη» κ.ά. Το θεατρικό του με τον τίτλο «Next Fall» αρχικά ανέβηκε off-Broadway το 2009 και, στη συνέχεια, λόγω της επιτυχίας του, με παραγωγό, μεταξύ άλλων, τον Έλτον Τζον, μεταφέρθηκε στο Broadway, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.

Η γκέι λογοτεχνία, όπως και η δραματουργία, κάνει πλέον έντονα αισθητή την παρουσία της τα τελευταία χρόνια. Σε μεγάλο μέρος της, ωστόσο, δίνει έμφαση στο ατομικό, στην περιγραφή της προσωπικής εμπειρίας, σε μια ανάγκη, ίσως, να ακουστεί, αλλά κινούμενη σε επιφανειακά ζητήματα. Ο Εντουάρ Λουί και πριν απ’ αυτόν ο «μέντοράς» του Ντιντιέ Εριμπόν ενέταξαν σε πολιτικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις την γκέι λογοτεχνία και γενικότερα την κουίρ ατζέντα, χωρίς όμως να βρίσκουν άξιους ακολούθους. Ειδικά η ελληνική γκέι δραματουργία περιορίζεται στο να περιγράφει μια (έστω και επώδυνη) κατάσταση, χωρίς να θέτει επί τάπητος με τόλμη τις πολλές και διαφορετικές κοινωνικές αλλά και υπαρξιακές παραμέτρους των ομοφυλόφιλων ατόμων. 

Το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο έργο του Τζέφρι Ναφτς είναι ότι, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει. Με αφορμή ένα σοβαρό δυστύχημα που οδηγεί σε κώμα τον Λουκ, ο οποίος συζεί επί πέντε χρόνια με τον Άνταμ, το έργο ανοίγει σε μια γκάμα προβληματισμών πάνω στους οποίους οι κοινωνίες δεν φαίνεται να έχουν βρει οριστικές λύσεις.

Άντρια Ράπτη, Δημήτρης Λιακόπουλος, Μανώλης Εμμανουήλ © Σπύρος Μπακάλης

Το ένα ζήτημα είναι η αδυναμία του Λουκ να έχει εγκαίρως ομολογήσει στους διαζευγμένους πλέον γονείς του, οι οποίοι καταφθάνουν στο νοσοκομείο, την ομοφυλοφιλία του και τον μακροχρόνιο δεσμό του με τον Άνταμ, παρά τις πολλές ευκαιρίες που του είχαν δοθεί. Επομένως, ποια είναι η θέση του Άνταμ, ως μη συγγενή, μπροστά στο απρόβλεπτο γεγονός του τραυματισμού του συντρόφου του και, άρα, η στάση του απέναντι στους γονείς εκείνου, αρμόδιους τελικά για όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με τη ζωή και τον θάνατο του Λουκ.

Ένα δεύτερο ζήτημα, το οποίο ουδόλως έχει έρθει σοβαρά στο προσκήνιο, είναι η σχέση ενός ομοφυλόφιλου με τη θρησκεία. Ο Λουκ είναι βαθιά θρησκευόμενος, αποδεχόμενος την ομοφυλοφιλία του ως αμαρτία σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Πιστεύει, ωστόσο, πως το ότι είναι πιστός αρκεί για να πάει στον Παράδεισο, σε αντίθεση με τον άθεο Άνταμ, ο οποίος θα καταλήξει στην Κόλαση. Μια ακόμη πιο παράλογη εκδοχή θα δώσει ένας παλιός φίλος του Λουκ, επίσης βαθιά θρησκευόμενος και γκέι: επιλέγοντας ο ίδιος να έχει σεξουαλικές σχέσεις μόνο με μαύρους άντρες, αποκλείει ταυτόχρονα τη συναισθηματική σύνδεση με τον όποιο παρτενέρ του, διατεινόμενος έτσι ότι αμαρτία υφίσταται μόνο όταν δημιουργηθεί σχέση αγάπης μεταξύ δύο αντρών. Το έργο θέτει με αυτό τον τρόπο όλες τις εναλλακτικές που εφευρίσκουν οι ομοφυλόφιλοι προκειμένου να συνδυάσουν την πίστη τους με τη θεωρούμενη ως «αμαρτία» σεξουαλική τους επιλογή. Υπεύθυνη, φυσικά, εδώ όλης αυτής της αδιανόητης συγκρουσιακής κατάστασης που βιώνουν κάποιοι άνθρωποι είναι η ίδια η Εκκλησία, η οποία συνεχίζει, στην ουσία, να μην αποδέχεται στους κόλπους της τα ομοφυλόφιλα άτομα, και ειδικά όσα συνάπτουν επίσημη δέσμευση, όπως είδαμε να εκφράζεται αυτό πρόσφατα και στην Ελλάδα.

Ένα τρίτο ζήτημα που αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς είναι η δωρεά οργάνων, το πότε ακριβώς αυτά αφαιρούνται από τον «κλινικά» νεκρό, ο τρόπος που συμπεριφέρονται στους διαδρόμους των κλινικών (τουλάχιστον της Αμερικής) αυτοί που τα «διεκδικούν» για να τα διοχετεύσουν καταλλήλως.

Το έργο του Ναφτς θίγει, επομένως, μεταξύ άλλων, όλα αυτά τα ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, με αφορμή μια ομοφυλοφιλική σχέση και τον επικείμενο θάνατο του ενός εκ του ζευγαριού.

© Σπύρος Μπακάλης

Με φλας μπακ ανατρέχει στην πρώτη γνωριμία του Άνταμ με τον αρκετά νεότερό του Λουκ, στις επαγγελματικές τους ανησυχίες και ανατροπές, τις εκτεταμένες συζητήσεις τους για το θέμα της θρησκείας, αλλά και για την αναποφασιστικότητα του Λουκ να αποκαλύψει στους γονείς του τη σχέση του με τον Άνταμ.

Με προβολή βίντεο στον τοίχο, τα πέντε έτη τρέχουν μπρος-πίσω, με γραφιστικά και χαρακτηριστικές εικόνες γεγονότων από την κάθε χρονιά, σε συνδυασμό με προσωπικές φωτογραφίες του ζεύγους, συνοδευόμενες από τη μουσική του Φάνη Κακοσαίου, επιτρέποντας έτσι και την αναδιάταξη των σκηνικών από αίθουσα νοσοκομείου σε διαμέρισμα του ζευγαριού, με τη βοήθεια και των ατμοσφαιρικών φωτισμών του Αργύρη Θέου. Σκηνικά απλά, αλλά έξυπνα μεταλλασσόμενα από τους ίδιους τους ηθοποιούς, του David Negrin.

Οι ηθοποιοί, με ενδύματα σύγχρονα αλλά ενδεικτικά των χαρακτήρων τους, τα οποία επιμελήθηκε η Λένα Μαντά, αποδίδουν τους ρόλους τους με ρεαλιστική λιτότητα, προβάλλοντας τις συναισθηματικές εντάσεις των δραματικών προσώπων με πλήρη φωνητικό έλεγχο και χωρίς εκρήξεις, δείχνοντας την αναμενόμενη φόρτιση μπροστά στο γεγονός του επικείμενου θανάτου, αλλά και την άβολη μεταξύ τους σχέση μέσω της κινησιολογίας τους και των εκφράσεων του προσώπου τους. Σε βαθμό που μια απλή κίνηση ή μια φράση να προκαλεί, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, συγκίνηση στον θεατή.

Δημήτρης Καραβιώτης, Τζίνη Παπαδοπούλου © Σπύρος Μπακάλης

Στον ρόλο της μητέρας του Λουκ, η Τζίνη Παπαδοπούλου αποτελεί υπόδειγμα υποκριτικού μέτρου, με τον Δημήτρη Καραβιώτη στον ρόλο του αυστηρού πατέρα να διδάσκει ερμηνευτικό ήθος – συγκλονιστικός στην τελευταία σκηνή. Την ανάλαφρη διάσταση, καθώς θίγουν σοβαρά ζητήματα με δηκτικές ατάκες κατά τις αναδρομές στο παρελθόν τους, δίνει το ζεύγος των Μανώλη Εμμανουήλ (Άνταμ) και Δημήτρη Λιακόπουλου (Λουκ), οι οποίοι ερμηνεύουν με αφοπλιστική απλότητα σκηνές από την καθημερινή τους ζωή, με τις αναγκαίες ιδεολογικές τους συγκρούσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον χωρισμό τους. Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου, συμπαραστάτες, αμήχανοι ως προς τη συνύπαρξη του έτοιμου να εκραγεί Άνταμ και των γονιών του Λουκ, είναι η εδώ και χρόνια φίλη του ζευγαριού, την οποία υποδύεται η αεικίνητη ερμηνευτικά Άντρια Ράπτη και ο, με την Καινή Διαθήκη ανά χείρας, παλιός φίλος του Λουκ, τον οποίο υποδύεται με εσωτερική ένταση και με τα αμφίσημα συναισθήματα ενός περίπλοκου προσώπου ο Άλκης Μπακογιάννης.

Άλκης Μπακογιάννης, Άντρια Ράπτη © Σπύρος Μπακάλης

Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε χωρίς να καταφύγει σε σκηνικούς πλεονασμούς, θέλοντας πρώτιστα να ακουστεί το κείμενο και οι ευαίσθητοι προβληματισμοί του, και προς αυτή την κατεύθυνση καθοδήγησε και τους ηθοποιούς του, αποσπώντας λιτές αλλά ουσιαστικές για το ζητούμενο ερμηνείες. Ο ίδιος συνεργάστηκε για τη δημιουργία της ρέουσας μετάφρασης με τον Μανώλη Εμμανουήλ.

Graphic designer ο Γιάννης Γεωργιάδης, (Video design: 567 digital).

INFO
«Κράτα με» στο Εν Αθήναις Σύγχρονο
Διάρκεια: 100'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Μυριανθόπουλος
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μανώλης Εμμανουήλ, Δημήτρης Καραβιώτης, Δημήτρης Λιακόπουλος, Άλκης Μπακογιάννης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Άντρια Ράπτη
  • ΘΕΑΤΡΟ: Εν Αθήναις
Δες αναλυτικά