- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Βασιλική Καραγιάννη μιλάει για τους σημαντικότερους λυρικούς ρόλους της καριέρας της
Μια καριέρα που ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας
Βασιλική Καραγιάννη: Με αφορμή την εμφάνισή της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μιλάει για την λαμπερή της καριέρα και τα αγαπημένα της κλασικά έργα
Η σοπράνο Βασιλική Καραγιάννη έχει μια ζηλευτή καριέρα που ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας. Γεννημένη στην Πάτρα, ξεκίνησε από νεαρή ηλικία να συνεργάζεται με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Σήμερα, το βιογραφικό της περιλαμβάνει εμφανίσεις σε μερικά από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου, όπως εκείνο της Σκάλας του Μιλάνου, τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου Covent Garden και τη Βασιλική Όπερα Κοπεγχάγης, αλλά και συναυλίες σε μεγάλες αίθουσες, όπως το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης και το Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου. Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει έργα του Μότσαρτ, του Μπελίνι, του Ντονιτσέττι, του Πουτσίνι, του Βέρντι, κ.ά.
Με αφορμή την προσεχή εμφάνισή της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου, όπου θα ερμηνεύσει έργα του Γκλιέρ και του Ραχμάνινοφ, μαζί με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό την διεύθυνση του μαέστρου Στάθη Σούλη, η Βασιλική Καραγιάννη μίλησε στην Athens Voice για την λαμπερή της καριέρα και τα αγαπημένα της κλασικά έργα.
— Τι σας ενθουσιάζει σχετικά με την προσεχή συναυλία σας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών;
Είμαι τριπλά και πενταπλά ενθουσιασμένη για αυτή την συναυλία, τόσο γιατί είναι μία αφορμή να συνεργαστώ για άλλη μια φορά με την Κρατική Ορχήστρα, αλλά και με τον Στάθη Σούλη, όσο και για το ρεπερτόριο το οποίο θα τραγουδήσω. Το Μέγαρο Μουσικής είναι ένας χώρος με μία από τις καλύτερες ακουστικές στην Ελλάδα και ένα από τα ομορφότερα concert halls στην Ευρώπη. Είναι μεγάλη μου χαρά που σε αυτή την συναυλία, υπό τη διοργάνωση του Μεγάρου Μουσικής, θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά το έργο του Ράινχολντ Γκλιέρ, «Κονσέρτο για σοπράνο κολορατούρα».
— Είναι η πρώτη φορά που ερμηνεύετε συνοδεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, υπό την διεύθυνση του Στάθη Σούλη;
Με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχω συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν, όπως και με τον Στάθη Σούλη. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε και οι τρεις μαζί. Ο Στάθης Σούλης είναι ένας ταλαντούχος μαέστρος, ένας εξαίρετος μουσικός και ένας υπέροχος άνθρωπος, και η συνεργασία μας έχει υπάρξει κάτι παραπάνω από άψογη. Έχουμε μελετήσει το έργο, με συνοδεία πιάνου και έχουμε ταυτιστεί σε πολλά σημεία. Είναι πολύ σημαντικό ο μαέστρος να «αναπνέει» μαζί με τον μουσικό και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι συνοδεύει τον τραγουδιστή. Ο Στάθης Σούλης το νιώθει πάρα πολύ αυτό και αναδεικνύει την ορχήστρα στα σημεία που πρέπει, χωρίς να υπερκαλύπτει τον τραγουδιστή. Έχει, άλλωστε, μεγάλη εμπειρία, διαθέτοντας στο ρεπερτόριό του τόσο όπερες, όσο και κονσέρτα όπου συνοδεύει σολίστες.
— Όπως αναφέρατε και πριν, σε αυτή την συναυλία θα ερμηνεύσετε το «Κοντσέρτο για σοπράνο κολορατούρα και ορχήστρα» του Γκλιέρ. Επίσης, το ρεπερτόριο θα συμπεριλαμβάνει την «Vocalise», από τις «Δεκατέσσερις ρομάντσες» (1915) του Ραχμάνινοφ και άλλες συνθέσεις. Είναι έργα με τα οποία είστε εξοικειωμένη ή θα είναι κάτι καινούριο για εσάς;
Το «Κοντσέρτο για σοπράνο κολορατούρα» του Γκλιέρ είναι ίσως το μοναδικό έργο που υπάρχει (τουλάχιστον από τα γνωστά) για φωνή και ορχήστρα. Είναι μια μοναδική ευκαιρία, καθώς η φωνή αναδεικνύεται ως μουσικό όργανο. Το συγκεκριμένο κονσέρτο ήταν όνειρό μου να το ερμηνεύσω, από μικρή μπορώ να πω, αλλά δεν μου είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία, παρότι είχα εκφράσει την επιθυμία κατά καιρούς. Είναι, λοιπόν, ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Είναι ένα δύσκολο έργο που δεν έχει τραγουδηθεί ποτέ στην χώρα μας, αν και γράφτηκε το 1943.
Το έργο του Ραχμάνινοφ έχει ερμηνευθεί ξανά στο παρελθόν. Και εγώ το έχω τραγουδήσει, τουλάχιστον δύο φορές με ορχήστρα και συνοδεία πιάνου. Το έχω ακούσει μια-δυο φορές από Ελληνίδες συναδέλφους. Είναι απαιτητικά έργα και τα δύο, όμως το «Κονσέρτο» του Γκλιέρ είναι εξαιρετικά δεξιοτεχνικό, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του και είναι ειδικά γραμμένο για φωνή σοπράνο κολορατούρα. Το έχω, βέβαια, μελετήσει και με τον Άρη Χριστοφέλλη, που είναι μέντοράς μου και δάσκαλός μου τα τελευταία χρόνια, αλλά ποτέ δεν το έχω ερμηνεύσει μπροστά σε κοινό.
— Έχετε εμφανιστεί σε μερικά από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου, όπως τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου Covent Garden και τη Βασιλική Όπερα Κοπεγχάγης. Κατά τη γνώμη σας, έχει κάνει κάποια βήματα η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, στο να πλησιάσει το επίπεδο τέτοιων παγκόσμιας φήμης χώρων;
Έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Για παράδειγμα, η Εθνική Λυρική Σκηνή, με την στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, κάνει άλματα ανόδου στις παραγωγές της. Σε αυτό έχουν συμβάλει οι επιλογές των καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάζεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό, είτε πρόκειται για τραγουδιστές, είτε για σκηνοθέτες και μαέστρους. Επίσης, πολύ σημαντικές είναι και οι συμπαραγωγές με τεράστιες όπερες του εξωτερικού: Μην ξεχνάμε ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει συνεργαστεί με την Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, το Covent Garden του Λονδίνου, τη Βασιλική Όπερα της Δανίας κ.ά. Όλα αυτά έχουν ανεβάσει το επίπεδο. Επίσης, οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι υψηλού επιπέδου και πολύ εύστοχα τοποθετημένοι στην διανομές.
Παρομοίως και στο Μέγαρο Μουσικής έχουν γίνει πολύ μεγάλα άλματα. Και οι δύο χώροι στηρίζουν πάρα πολύ τους Έλληνες καλλιτέχνες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι Έλληνες καλλιτέχνες διαπρέπουν στο εξωτερικό. Σε αναλογία με τον πληθυσμό μας, ο αριθμός των Ελλήνων καλλιτεχνών που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, δίπλα σε παγκόσμιας φήμης ονόματα, είναι μεγάλος. Να συμπληρώσω, επίσης, ότι στο Μέγαρο Μουσικής, εκτός από τους Έλληνες καλλιτέχνες και τις ελληνικές ορχήστρες φιλοξενούν και τεράστιες ορχήστρες του εξωτερικού. Αυτό δίνει την ευκαιρία σε κόσμο που δεν του είναι εύκολο να ταξιδέψει, να απολαύσει ορισμένα σχήματα και καλλιτέχνες που δεν είχε μέχρι τώρα τη δυνατότητα να ακούσει και να δει από κοντά. Έτσι, οι περισσότερες συναυλίες και οι παραστάσεις και των δύο αυτών φορέων είναι πάντα σχεδόν sold out. Αυτό μας δείχνει αφενός τη δίψα του κοινού και αφετέρου το πόσο αυτό αγκαλιάζει όλη αυτή την προσπάθεια.
— Μιλήστε μας για την εμπειρία σας στο Θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου. Είναι ένα λυρικό θέατρο με μακρά ιστορία και πολύ υψηλά στάνταρ, όπου λίγοι Έλληνες καλλιτέχνες είχαν την ευκαιρία να τραγουδήσουν. Ποια ήταν η αντιμετώπισή σας από το κοινό;
Το Θέατρο της Σκάλας έχει ίσως το πιο αυστηρό κοινό στον κόσμο. Γενικά στην Ιταλία, το κοινό είναι απίστευτα αυστηρό γιατί είναι τέτοια η παράδοσή τους και από εκεί κατάγονταν οι περισσότεροι αγαπημένοι κλασικοί συνθέτες. Ήταν, λοιπόν, ένα τεράστιο προσωπικό στοίχημα για μένα, καθώς το βάρος ότι ελάχιστοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν εμφανιστεί εκεί, αλλά και ότι η δική μας Μαρία Κάλλας ήταν βασίλισσα εκεί (ως πρωταγωνίστρια επί σχεδόν δεκαετίας), είναι εξαιρετικά μεγάλο. Μόνο και μόνο ότι βρέθηκα σε αυτό το θέατρο ήταν για μένα τεράστια χαρά και τιμή. Υπήρχε μια αγωνία για την ανταπόκριση του κοινού, σε μικρό βαθμό όμως, καθώς ο μεγαλύτερος εχθρός του φόβου είναι πάντα η σκληρή δουλειά. Τελικά, η δουλειά αυτή, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης, ανταμείφθηκε με ένα χειροκρότημα που κράτησε πολύ παραπάνω από τον αναμενόμενο χρόνο και η συγκίνηση ήταν τέτοια, που μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
— Το ρεπερτόριό σας περιλαμβάνει ρόλους όπως τη Βασίλισσα της Νύχτας, την Υπνοβάτιδα, τη Λουτσία ντι Λαμμερμούρ, τη Ντόνα Άννα, την Μιμί, την Τραβιάτα κ.α. Πώς προσεγγίζετε έναν τέτοιο ρόλο; Μελετάτε προηγούμενες ερμηνείες και ερμηνεύτριες;
Μελετάω πρώτα απ’ όλα το ίδιο το έργο, κυρίως μουσικά και δευτερευόντως ως θεματολογία, καθώς αυτή έχει επιλεχθεί από τον ίδιο τον συνθέτη. Προσεγγίζω, λοιπόν, έναν τέτοιο ρόλο δοκιμάζοντας την φωνή μου πάνω σε αυτόν. Σαφώς και έχω επιρροές, αλλά δεν θα δω μια προηγούμενη ερμηνεία για να την αντιγράψω ή να μιμηθώ κάποια καλλιτέχνιδα. Κάθε ερμηνευτής έχει τη δική του προσωπικότητα και το δικό του καλλιτεχνικό στίγμα. Μερικές φορές θα ακούσω ερμηνείες για να επισημάνω κάποια σημεία όπου μπορεί να έχω κάποια απορία: «Τι αναπνοή παίρνει εκεί;» «Πώς λέει αυτή τη φράση;» κλπ. Ύστερα όμως, όλο αυτό το μεταφέρω στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σαν να ξεκινώ πάλι από την αρχή με τον συγκεκριμένο ρόλο.
Το έργο του Γκλιέρ, για παράδειγμα, το γνώρισα πρώτη φορά και το αγάπησα μέσα από την ηχογράφηση της Τζόαν Σάδερλαντ, καθώς δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το ακούσω ζωντανά στην Ελλάδα. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο άκουσα κι άλλες ηχογραφήσεις, ειδικά από Ρωσίδες ερμηνεύτριες. Σαφώς και πήρα ιδέες από εκεί, όμως η τελική απόφαση του τι θα κάνω πάρθηκε από κοινού με τον δάσκαλό μου, τον Άρη Χριστοφέλλη και τον πιανίστα μου, τον Δημήτρη Γιάκα.
— Τι είναι αυτό που σας τραβάει σε ένα κλασικό έργο; Είναι περισσότερο η θεατρικότητα, η μουσικότητα ή και τα δύο μαζί;
Ο ερμηνευτής όπερας είναι ηθοποιός και τραγουδιστής μαζί. Είναι ένας ηθοποιός που αντί να μιλά, τραγουδά. Δεν μπορεί να αποκοπεί το ένα από το άλλο. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένοι ερμηνευτές που εστιάζουν στο μουσικό κομμάτι, όμως, κατά τη δική μου άποψη, όταν βρίσκεσαι επάνω στη σκηνή πρέπει αναγκαστικά να παίξεις. Η Μαρία Κάλλας, για παράδειγμα, όχι μόνο έπαιζε, αλλά μεταμορφωνόταν επάνω στη σκηνή. Ο τραγουδιστής της όπερας οφείλει να ερμηνεύσει στο μέγιστο το μουσικό κομμάτι που του δίνεται, αλλά και μέσα από τον ρόλο του χαρακτήρα που υποδύεται.
Η όπερα μπλέκει πάρα πολλές μορφές τέχνης. Θεωρώ πως είναι η μέγιστη των τεχνών, επειδή συγκεντρώνει τη μουσική, την ερμηνεία, τον χορό (πολλές φορές ακόμα και μπαλέτο), αλλά και το εικαστικό μέρος, που είναι τα σκηνικά η τα κοστούμια, ενώ υπάρχουν και τόσοι άλλοι συντελεστές που δεν φαίνονται, όπως οι μακιγιέρ, οι μοδίστρες, οι τεχνικοί κλπ. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Πρόσφατα, στην Λυρική εμφανίστηκαν στη σκηνή άνθρωποι του «backstage»: Ακόμα κι εγώ, αλλά και άλλοι συνάδελφοι, που ξέρουμε πόσοι άνθρωποι δουλεύουν πίσω από μια παράσταση, εντυπωσιαστήκαμε από τον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων αυτών.
— Ποιος είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος που έχετε ερμηνεύσει; Τι σας δυσκόλεψε;
Επειδή τους αγαπώ όλους τους ρόλους, προσπαθώ μέσα από τη σκληρή δουλειά να ξεγλιστράω από τις δυσκολίες. Σαφώς, ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους είναι αυτός της Βασίλισσας της Νύχτας, από τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ. Από την άλλη, είναι ένας ρόλος που αν δεν έχεις την κατάλληλη φωνή για να τον ερμηνεύσεις, δεν τον ακουμπάς καν. Έχει σίγουρα δυσκολίες, καθώς είναι πολύ ακραίος φωνητικά. Ωστόσο, τον έχω τραγουδήσει για πολλά χρόνια και εκεί που είχα αποφασίσει να τον σταματήσω, μου δόθηκε η ευκαιρία και έκανα είκοσι παραστάσεις μέσα σε μία σεζόν! Δεν ήταν γραφτό, φαίνεται, να σταματήσω.
Άλλοι ρόλοι-«τέρατα» (πάντα με την καλή έννοια) είναι η Τραβιάτα και η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ. Η Τραβιάτα γιατί απαιτεί δύο διαφορετικά είδη σοπράνο. Ξέρετε, οι σοπράνο έχουν πολλές υποκατηγορίες, όπως και όλες οι φωνές. Η Τραβιάτα, λοιπόν, απαιτεί μία πιο «λυρικο-κολορατούρα» στην πρώτη πράξη και μία πιο «λυρικο-δραματική» στην δεύτερη και την τρίτη πράξη, πράγματα τα οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να συνδυαστούν.
Επίσης, είναι ένας από τους πιο μεγάλους σε διάρκεια ρόλους για σοπράνο, μαζί με εκείνους της Σουζάνα και της Μαντάμα Μπατερφλάι. Η δε Λουτσία, είναι ρόλος για σοπράνο κολορατούρα, καθώς αυτό απαιτείται στο τέλος του έργου, όπου η φωνή της αναμετριέται με το φλάουτο σε μια σκηνή τρέλας, όμως όλο το υπόλοιπο έργο είναι λυρικο-δραματικό. Η υψίφωνος καλείται να κρατήσει τις δυνάμεις της για το τέλος, χωρίς να βαρύνει η φωνή της. Είναι συνάμα δύσκολο, αλλά και πολύ όμορφο να βρίσκεις τρόπους να ερμηνεύσεις, μέσα από τόσο όμορφες μελωδίες.
— Μιλώντας για δύσκολες ερμηνείες, τον Οκτώβριο του 2021 τραγουδήσατε α καπέλα τον «Ολυμπιακό Ύμνο», στην Αρχαία Ολυμπία, στην τελετή αφής της φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2022 στο Πεκίνο. Πώς ήταν αυτή σας η εμπειρία;
Ήταν, οπωσδήποτε, πολύ μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι μου εμπιστεύτηκαν κάτι τέτοιο και μάλιστα α καπέλα. Το να τραγουδήσεις για τέσσερα λεπτά μόνη σου, χωρίς τη συνοδεία μουσικής, ένα έργο με τόσο μεγάλη βαρύτητα για τη χώρα και τον αρχαίο μας πολιτισμό, σε μια τελετή που μεταδίδεται σε ολόκληρο τον κόσμο ζωντανά, ενώπιον όλων αυτών των υψηλών προσώπων και σε αυτόν τον βαρυσήμαντο χώρο, είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη. Στην γενική πρόβα, που είχαμε κάνει μια μέρα πριν στην Αρχαία Ολυμπία, συγκινήθηκα τόσο πολύ, που μετά τα πρώτα λόγια δεν μπορούσα να συνεχίσω. Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, καθώς έκανε πολύ κρύο και έριχνε ψιλόβροχο, αλλά έπρεπε να ακολουθήσουμε ολόκληρο το πρόγραμμα, όπως θα γινόταν και στην πραγματική τελετή. Σταμάτησα, πήρα λίγο τον χρόνο μου και το ξεκινήσαμε πάλι.
Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, είχα και πάλι αυτή την τιμή, στην εκδήλωση για τα 20 χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, στο Καλλιμάρμαρο. Στο πέταλο του ολυμπιακού σταδίου αυτή τη φορά, μου εμπιστεύτηκαν και πάλι να τραγουδήσω α καπέλα τον «Ολυμπιακό Ύμνο».
— Θα ακολουθήσουν και άλλες βραδιές σαν αυτή στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα; Υπάρχει κάτι που έχει ήδη προγραμματιστεί;
Θα έχουμε παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Αμέσως μετά, ακολουθεί η όπερα «Μποέμ» του Πουτσίνι, μια παραγωγή που έχει επαναληφθεί στο παρελθόν. Πέρυσι ήταν η τελευταία αναβίωση και υποδύθηκα για πρώτη φορά τον ρόλο της Μιμί, όπως θα γίνει και φέτος. Μάλιστα, στο μυαλό μου κάνω αυτόν τον συνειρμό: Πέρυσι στην Θεσσαλονίκη τραγούδησα πολύ κοντά χρονικά και την «Τραβιάτα» του Βέρντι και αυτές είναι οι δύο ηρωίδες της όπερας που πεθαίνουν από φυματίωση! Είναι βέβαια δύο υπέροχοι ρόλοι, τόσο φωνητικά, όσο και μουσικά. Η «Μποέμ» είναι περισσότερο σε Χριστουγεννιάτικο πνεύμα, οπότε συνήθως παίζεται τον Δεκέμβριο.
Επίσης, την άνοιξη ακολουθεί και ένας άλλος αγαπημένος μου ρόλος στην Εθνική Λυρική Σκηνή, εκείνος της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ, που αναφέραμε και προηγουμένως, σε μία συμπαραγωγή της Λυρικής με το Covent Garden, σε σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ, που ανεβαίνει για τρίτη φορά φέτος και έχει αγαπηθεί πολύ από το κοινό.