Θεατρο - Οπερα

Τάσης Χριστογιαννόπουλος: Κάναμε πρόβες και μας έπιαναν τα κλάματα!

Ο διεθνής Έλληνας βαρύτονος και νέος καλλιτεχνικός διευθυντής στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» μιλάει για τον ρόλο του στον «Αλέκο» στην ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν

Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 935
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τάσης Χριστογιαννόπουλος: Συνέντευξη με τον διεθνή Έλληνα βαρύτονο με αφορμή τον ρόλο του στον «Αλέκο» στην ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν.

Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος είχε μόλις τελειώσει την πρωινή πολύωρη πρόβα, ενώ θα ακολουθούσε άλλη μία το απόγευμα. Η κούρασή του όμως δεν μείωσε στο ελάχιστο τη διάθεσή του να μιλήσει στην Athens Voice με ενθουσιασμό –και πολύ χιούμορ– για το ντεμπούτο του στον ρόλο του «Αλέκο» στην ΕΛΣ, αλλά και για τις πολυσχιδείς καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. 

Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος μιλάει για τον «Αλέκο» στην ΕΛΣ

— Κύριε Χριστογιαννόπουλε, χρειαζόμαστε τα φώτα σας, γιατί δεν είναι πολλοί, νομίζω, αυτοί που γνωρίζουν τον «Αλέκο», τη μονόπρακτη όπερα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, που ανεβαίνει σε λίγες μέρες από την ΕΛΣ.
Μα κι εγώ, όταν τον Απρίλιο μου πρότειναν να τραγουδήσω «Αλέκο» του Ραχμάνινοφ, ρώτησα «Να τραγουδήσω τι;». Δεν είχα ακούσει ποτέ αυτή την όπερα! Είδα μετά μια παράσταση στο YouTube, μου άρεσε, δεν διαρκούσε και πολύ, οπότε δέχτηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Όταν όμως άρχισα να μελετώ τον ρόλο, έμεινα έκπληκτος από το πόσο ωραία ήταν η μουσική – και να σκεφτείτε, ο Ραχμάνινοφ την έγραψε σε ηλικία 19 χρονών, για τις εξετάσεις του στο Ωδείο, σε μόλις 17 μέρες! Ήταν απίστευτα συγκινητική. Κάναμε πρόβες με την πιανίστα και μας έπιαναν τα κλάματα!

 —Ο Ραχμάνινοφ είναι διάσημος για τα πιανιστικά και συμφωνικά έργα του. Σε αυτό το πρώιμο έργο διαφαίνονται στοιχεία της κατοπινής του εξέλιξης;
Στον «Αλέκο» διαφαίνονται στοιχεία που ενυπάρχουν στη ρωσική μουσική. Ακούς, για παράδειγμα, Τσαϊκόφσκι, όπως και λαϊκές ρωσικές μελωδίες, και συγχρόνως διαφαίνεται ο Ραχμάνινοφ που έρχεται. Μάλιστα, στη συνοδεία του πιάνου υπάρχουν στιγμές που είναι εντελώς «κονσερτίστικες».

—Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα του Αλέκο; Ανατρέξατε στο ποίημα «Οι τσιγγάνοι» του Πούσκιν, στο οποίο βασίζεται το λιμπρέτο της όπερας;
Βέβαια. Μάλιστα, σήμερα το πρωί διάβαζα σε ένα άρθρο ότι ο Πούσκιν έγραψε το ποίημα σχεδόν παράλληλα με τον «Ευγένιο Ονιέγκιν», και πράγματι υπάρχει μια συγγένεια των δύο χαρακτήρων. Ο Αλέκο φεύγει από τον αστικό καθωσπρεπισμό αναζητώντας την ελευθερία που θεωρεί ότι έχει ο κόσμος των τσιγγάνων, και για ένα διάστημα βρίσκει τη δύναμη να υπάρξει ελεύθερος, μέσα από τον έρωτά του για τη Ζεμφίρα. Ο Ονιέγκιν, αντίστοιχα, φεύγει από την κοινωνία όπου ζει για να βρει τον εαυτό του. Και οι δύο ηττώνται στο τέλος, με τη διαφορά ότι ο Αλέκο αντιδρά με πιο ζωώδη τρόπο και σκοτώνει. Σας θυμίζω επίσης ότι και ο Προσπέρ Μεριμέ πάνω στους «Τσιγγάνους» του Πούσκιν βάσισε τη νουβέλα του «Κάρμεν», γνωστή από την ομώνυμη όπερα του Μπιζέ. Ενώ όμως στην «Κάρμεν» τραγικά πρόσωπα είναι τόσο ο θύτης όσο και το θύμα, στην όπερα του Ραχμάνινοφ το τραγικό πρόσωπο είναι μόνο ο Αλέκο. Η Ζεμφίρα με τον νεαρό εραστή της, σε όλη τη διάρκεια του έργου, χαριεντίζονται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελάνε. Έτσι όπως είναι δραματουργικά δομημένο, δεν λυπάσαι το ζευγάρι που δολοφονείται, αλλά τον δολοφόνο τους. Όμως η ελευθερία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και στο αναπάντεχο φινάλε της όπερας οι τσιγγάνοι δεν τιμωρούν τον Αλέκο χτυπώντας ή φυλακίζοντάς τον, αλλά διώχνοντάς τον από την κοινότητα.

Είναι η πρώτη φορά που τραγουδάω ένα κομμάτι και οι άνθρωποι που είναι γύρω, τεχνικοί, συνάδελφοι, μουσικοί, «κολλάνε» και χειροκροτούν σε κάθε πρόβα

—Καταλαβαίνω ότι ο χαρακτήρας του Αλέκο είναι αρκετά πολύπλοκος. Χρειάζεται να ισορροπήσετε το συναισθηματικό βάρος που φέρει ο ρόλος με τις φωνητικές του απαιτήσεις.
Αυτό το έχουν όλες οι όπερες του ρομαντισμού, και πολύ περισσότερο του βερισμού. Ο Αλέκο βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο, αλλά επειδή ο Ραχμάνινοφ είναι νέος, τον… συγκρατούν ο Τσαϊκόφσκι και ο Μουσόρσκι. Είναι ένα έργο πολύ καλά και προσεκτικά γραμμένο, με αποτέλεσμα όποια συναισθηματική ένταση υπάρχει να μη φτάνει σε φωνητικά όρια – κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Πουτσίνι.

—Γνωρίζουμε ότι σε ένα από τα πρώτα ανεβάσματα της όπερας στη Ρωσία, τον Αλέκο ερμήνευσε ο θρυλικός βαθύφωνος Φιόντορ Σαλιάπιν. Μπορεί ο ρόλος να τραγουδηθεί και από έναν βαρύτονο όπως εσείς;
Ναι, κι αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί είναι γραμμένος σε μια όχι ακραία περιοχή, στο κέντρο της ανδρικής φωνής, οπότε μπορούν να τον τραγουδήσουν και βαρύτονοι και μπασοβαρύτονοι και βαθύφωνοι. Κάθε φωνή, βέβαια, έχει άλλο χρώμα, ο ακροατής θα κρίνει ποια ταιριάζει καλύτερα στον χαρακτήρα του Αλέκο. Κατά τη γνώμη μου, ο βαθύφωνος τον βαραίνει περισσότερο, ενώ η φωνή ενός βαρύτονου είναι πιο ζεστή και έχει μια πιο «ηρωική» διάσταση.

—Ένα από τα κορυφαία σημεία της όπερας είναι η καβατίνα του Αλέκο. Τι το ξεχωριστό έχει;
Νομίζω ότι ξεχωρίζει γιατί δραματουργικά είναι ένας μονόλογος που δεν εκφράζει ένα μόνο συναίσθημα. Ο Αλέκο ξεκινά περιγράφοντας το έξω του και μετά κάνει τη δική του διαδρομή προς το μέσα του. Σε μια άρια περνά όλη του η ζωή: «τι θέλησα, τι απέρριψα, πού έφτασα, τι γνώρισα, πώς αγαπήθηκα από αυτήν που είναι άπιστη και πια δεν μ’ αγαπάει…». Μουσικά, αυτή η διαδρομή φαίνεται να αλλάζει διαρκώς τοπία και σχήματα. Και είναι απίστευτα συγκινητική. Κάνω σαράντα σχεδόν χρόνια αυτή τη δουλειά και είναι η πρώτη φορά που τραγουδάω ένα κομμάτι και οι άνθρωποι που είναι γύρω –τεχνικοί, συνάδελφοι, μουσικοί– «κολλάνε» και χειροκροτούν σε κάθε πρόβα! Όχι γιατί το λέω καλά, το ίδιο το κομμάτι σε κάνει να συνδέεσαι έντονα μαζί του.

© Valeria Isaeva

«Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ στην ΕΛΣ: Μια κινηματογραφική σκηνοθεσία από τη Φανί Αρντάν

—Βρίσκεστε στις τελικές πρόβες. Πώς είναι η συνεργασία σας με τη Φανί Αρντάν και ποια η γνώμη σας για τη σκηνοθετική της προσέγγιση;
Η Φανί Αρντάν είναι πρώτα απ’ όλα ένας πολύ γοητευτικός άνθρωπος, μια όμορφη γυναίκα, τρομερά παθιασμένη μ’ αυτό που κάνει. Δεν έχει ενδεχομένως την εμπειρία ή τη συστηματικότητα ενός σκηνοθέτη όπερας, αλλά, όταν στήνει κάτι, έχεις πάντα την αίσθηση ότι το στήνει για τις κάμερες. Δεν απευθύνεται δηλαδή άμεσα στον κόσμο, την ενδιαφέρει περισσότερο η εσωτερική σχέση και η μεταξύ μας διάδραση –το action– παρά η γενική εικόνα. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε αυτή τη σκηνοθεσία είναι ότι έχει σκηνογράφο τον περίφημο Πιερ-Αντρέ Βάιτς, μόνιμο συνεργάτη του Ολιβιέ Πι. Το εντυπωσιακό σκηνικό του είναι αυτό που σε ταξιδεύει, όπως και τα υπέροχα κοστούμια της Καταρζίνα Λεβίνσκα, η οποία δουλεύει πολύ στον κινηματογράφο και δίνει μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. Η Φανί έχει επίσης κάνει μια ενδιαφέρουσα επιλογή. Πάντα στη σκηνοθεσία της όπερας το δυσκολότερο είναι η χορωδία. Έχει λοιπόν τοποθετήσει τους χορωδούς σε θεωρεία –σαν θεατέςμιας παράστσης που παίζεται μπροστά τους– και επί σκηνής κινείται μια ομάδα χορευτών –οι τσιγγάνοι– υπό την καθοδήγηση του Ισραέλ Γκαλβάν, ενός πολύ σημαντικού χορογράφου αυθεντικού φλαμένκο, ο οποίος είναι επίσης τσιγγάνος. 

—Όταν πριν από πέντε χρόνια μίλησα με τη Φανί Αρντάν για τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», μου είχε πει ότι δεν της αρέσουν οι μοντέρνες σκηνοθεσίες· στην όπερα θέλει να ζει το παραμύθι. 
Ναι, το ζει και πάλι. Είναι, ξέρετε, δύσκολη η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη του σκηνοθέτη να πει με τη δική του γλώσσα αυτά που τον απασχολούν και στο να σεβόμαστε, να επικοινωνούμε με το έργο τέχνης όπως είναι. Η Φανί Αρντάν, όμως, τοποθετώντας χρονικά την ιστορία στην εποχή του Πούσκιν, βοηθά και το κοινό που δεν έχει ακούσει ποτέ τη συγκεκριμένη όπερα να τη μάθει, χωρίς παρεμβάσεις και αλλοιώσεις. Να γνωρίσει τον «Αλέκο» του Ραχμάνινοφ και όχι μια «ερμηνεία» του.

Ο Tassis Christoyannis των Γάλλων

—Είστε ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της γαλλικής Mélodie, έχετε ανακαλύψει και ηχογραφήσει άγνωστα έργα Γάλλων συνθετών, έχετε τιμηθεί από τη γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρομέ με τον Χρυσό Ορφέα ως ο καλύτερος ερμηνευτής γαλλικών τραγουδιών. Πώς φτάσατε να θεωρείστε ειδικός σε αυτό το είδος μουσικής;
Αυτά ο Θεός τα κανονίζει (γέλια). Εγώ μικρός ήθελα να τραγουδήσω «Ριγκολέτο» στη Σκάλα του Μιλάνου. Αντ’ αυτού βρέθηκα να τραγουδώ στη Γαλλία. Κάπου διάβασα ότι το σώμα μας είναι φτιαγμένο για να ταιριάζει με αυτό που έχει να κάνει ο καθένας μας. Κι εγώ στην πορεία ανακάλυψα ότι το «φωνητικό μου σώμα», η τραγουδιστική μου ιδιοσυστασία, ταιριάζει πολύ με τη γαλλική γλώσσα και μουσική, με τον γαλλικό τρόπο έκφρασης. Επειδή οι σύγχρονοι Γάλλοι συνάδελφοι, άγνωστο γιατί, δεν έχουν πρεμούρα να ασχοληθούν με το είδος αυτό, κάλυψα απλώς το κενό! Η μία πρόταση έφερνε την άλλη και βρέθηκα να ανακαλύπτω έναν κόσμο από το γαλλικό μπαρόκ ως τη ρομαντική μουσική, που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Είχα βέβαια την τύχη, την ευλογία, να συναντήσω τρεις ξεχωριστούς ανθρώπους και να συνεργαστώ μαζί τους: τον Γάλλο ατζέντη μου, που είναι πρώην τραγουδιστής και πρώην διευθυντής θεάτρου, άρα άριστος γνώστης του κόσμου της όπερας, και δη της γαλλικής, και δύο δίδυμα αδέλφια μουσικολόγους. Ο ένας είναι διευθυντής στο Κέντρο Μουσικής Μπαρόκ των Βερσαλλιών και ο άλλος στο Κέντρο Μελέτης Ρομαντικής Γαλλικής Μουσικής στη Βενετία. Αυτοί οι δύο λοιπόν «σκαλίζουν» τις βιβλιοθήκες και ξετρυπώνουν έργα που δεν παίζονται πια αλλά ήταν μεγάλες επιτυχίες στην εποχή τους. Υπάρχει πληθώρα συνθετών άλλωστε... Γνωρίζουμε τον Φορέ και τον Σεν Σανς, τι μας λένε όμως τα ονόματα Φελισιέν Νταβίντ, Μπενζαμέν Γκοντάρ, Φερνάν ντε λα Τομπέλ; Έτυχε λοιπόν να βρεθεί κοντά τους ένας Έλληνας βαρύτονος που να ενδιαφέρεται, κι έτσι όλοι μαζί ξεκινήσαμε μια περιπέτεια που κρατά σχεδόν 15 χρόνια και δεν σταματά, γιατί το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται διαρκώς. Ήρθα σε επαφή με διαφορετικά είδη από τον 17ο μέχρι τον 20ό αιώνα και στην όπερα και στη Mélodie –το τραγούδι με πιάνο– και οι μουσικές αυτές έγιναν το καταφύγιό μου. Οικονομικά η ενασχόλησή μου με το είδος δεν είναι, φυσικά, προσοδοφόρα, απλώς κάνω την τρέλα μου!

© Γιάννης Αντώνογλου

—Υπάρχει ανταπόκριση από το κοινό;
Η υποδοχή αυτού του ρεπερτορίου είναι παντού εξαιρετικά θερμή. Υπάρχει ένα κοινό πολύ πιστό και πολύ διψασμένο για κάτι νέο. Ιδιαίτερη εντύπωση όμως μου κάνει η αντίδραση του κοινού στο γαλλικό μπαρόκ. Σε κάθε συναυλία με αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Ενθουσιάζονται τόσο πολύ, που ουρλιάζουν, χειροκροτούν και ποδοκροτούν ασταμάτητα! Νέες ευθύνες, νέες προκλήσεις

—Είστε ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής στο Ολύμπια. Πώς το αποφασίσατε και ποια είναι η μέχρι τώρα εμπειρία σας;
Όταν μου έγινε η πρόταση, σκέφτηκα ότι τόσα χρόνια βρίσκομαι από τη μία πλευρά, γιατί να μην το ζήσω κι από την άλλη, να δω τι μπορώ να καταφέρω; Έτσι είπα το ναι τον περασμένο Φεβρουάριο και αμέσως άρχισα να ετοιμάζω το ρεπερτόριο της σεζόν 24-25 από το μηδέν. Ευτυχώς, με την καλλιτεχνική ομάδα που συστήσαμε, ήμουν σε διαρκή επαφή μέσω της τεχνολογίας, χωρίς να είμαι φυσικά παρών, οπότε δεν χρειάστηκε να αφήσω τις άλλες επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Το να στηθεί όμως μια καλλιτεχνική πρόταση είναι, μπορώ να πω, το εύκολο κομμάτι της δουλειάς. Η μεγάλη δυσκολία βρίσκεται το πώς αυτή υλοποιείται με το δυναμικό που έχεις, με το χαμηλό μπάτζετ που διαθέτεις και με τις αντίξοες συνθήκες που καλείσαι να αντιμετωπίσεις . Το Ολύμπια δεν είναι ένας αυτόνομος οργανισμός όπως το Εθνικό Θέατρο ή η Λυρική Σκηνή. Ανήκει στον ΟΠΑΝΔΑ του Δήμου Αθηναίων και, για να υλοποιηθεί μια πρόταση, πρέπει να περάσει από τα στάδια έγκρισης ενός μηχανισμού ο οποίος δεν έχει σχέση με τα καλλιτεχνικά. Από την άλλη, υπάρχει η νοοτροπία του ελληνικού Δημοσίου, που, ομολογώ, δεν την είχα φανταστεί. Παρ’ όλα αυτά, είναι για μένα μια συναρπαστική διαδικασία. Αγαπώ τη μουσική με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με κάνει να γνωρίζω, να νιώθω πράγματα. Αυτή τη χαρά, την πληρότητα που αισθάνομαι, πάντα ήθελα να τη μοιράζομαι τραγουδώντας. Την ίδια ακριβώς βιωμένη συγκίνηση από τα συμφωνικά έργα, την όπερα, την τζαζ, τα λαϊκά τραγούδια, το θέατρο, θέλω και ως καλλιτεχνικός διευθυντής να τη μοιραστώ με το κοινό. Το Ολύμπια δεν είναι Λυρική, ούτε Μέγαρο, είναι ένα δημοτικό θέατρο που οφείλει να εμπεριέχει διαφορετικά είδη, για να τα προτείνει σε διαφορετικά μερίδια κοινού. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα πολύ όμορφο και ζεστό θέατρο, σε ανθρώπινο μέγεθος. Ο κόσμος το αισθάνεται οικείο, δεν φοβάται να έρθει.

INFO
Δίπτυχο όπερας στην ΕΛΣ: «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν, και «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση.
Μουσική διεύθυνση: Φαμπρίτσιο Βεντούρα.
Εθνική Λυρική Σκηνή, 12 έως 23 Νοεμβρίου