Θεατρο - Οπερα

«Blue Train» του Γεράσιμου Ευαγγελάτου: Ένα έργο σε τέσσερις εικόνες

Κριτική για την παράσταση «Blue Train» στο θέατρο Άλμα

Δημήτρης Τσατσούλης
ΤΕΥΧΟΣ 935
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εικόνες από την Κυριακή ενός σαρανταπεντάρη. Αυτή θα μπορούσε να είναι η σύνοψη του έργου «Blue Train» του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, ενός έργου σε τέσσερις εικόνες, οι οποίες αντιστοιχούν στις τέσσερις διαδοχικές επισκέψεις διαφορετικών προσώπων στο διαμέρισμά του, ένα loft στο Γκάζι.

Ο Μιχάλης είναι ένας σαρανταπεντάχρονος εργένης, που το κυριακάτικο ξύπνημα τον βρίσκει ζαλισμένο ακόμα από τα ποτά και το σαββατιάτικο ξενύχτι. Αποκομμένος, στον βαθμό του δυνατού, από οικογένεια, έχει επιλέξει να πορεύεται μόνος, ανεξάρτητος, με μία μόνο φίλη, που χρονολογείται από τα φοιτητικά του χρόνια, χωρίς σταθερούς ερωτικούς συντρόφους, μια και ο Μιχάλης είναι gay. Όχι βέβαια ότι αυτό το τελευταίο αλλάζει κάτι: η όλη του στάση ζωής και αντίληψη των πραγμάτων, όπως τον συλλαμβάνει ο συγγραφέας, δεν τον διαφοροποιεί από έναν τυχαίο straight συνομήλικό του.

Γιώργος Μπένος, Σπύρος Χατζηαγγελάκης © Χρήστος Συμεωνίδης

Υπό αυτή την οπτική, η πρωινή εισβολή της μητέρας του, Σοφίας, και τα όσα διαμείβονται μεταξύ τους είναι επαναλαμβανόμενες, τετριμμένες εικόνες καθημερινότητας, τις οποίες αντιμετωπίζει ο κάθε συνομήλικός του εργένης, gay ή straight. Η Σοφία είναι μια κλασική Ελληνίδα μάνα, που θα ανησυχεί για τη μη αποκατάσταση του γιου της, θα πιέζει για οικογενειακά τραπέζια, θα απορρίπτει την επιλογή του γιου της να μένει σε ένα παρωχημένο loft, και μάλιστα μακριά από την οικογένεια, θα επιμένει να του μαγειρέψει.

Στη δεύτερη εικόνα, η μεσημεριανή άφιξη της παλιάς φίλης του Μιχάλη, της Λου, θα δώσει κάποια στοιχεία του κοινού τους παρελθόντος ως συγκατοίκων κατά τα φοιτητικά τους χρόνια και της νεανικής τους τρέλας, που φθίνει πλέον λόγω υποχρεώσεων, καθημερινών προβλημάτων, κόπωσης.

Στην τρίτη εικόνα, απόγευμα πλέον, ο Μιχάλης αντιμετωπίζει τον απρόβλεπτο ερχομό του παλιού του εραστή Γιάννη, ο οποίος θα του ανακοινώσει όχι μόνο την επαγγελματική του μετακίνηση στην Κύπρο, αλλά και το επικείμενο σύμφωνο συμβίωσης με τον σύντροφό του. Στιγμιαία, η είδηση θα ταράξει τον Μιχάλη, που, σε αντίδραση, θα προσπαθήσει να φιλήσει τον Γιάννη. Είναι ίσως η μόνη στιγμή που εμφανίζεται κάποια ρωγμή στην έως τότε απόλυτη αποστασιοποίησή του από τους πάντες και τα πάντα. Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει η υπενθύμιση του Μιχάλη για την κάθετα αρνητική άποψη που είχαν, όταν οι δυο τους ήταν ζευγάρι, για τα περί γάμου ομοφυλόφιλων, κατηγορώντας τον Γιάννη τώρα για υποχώρηση στις κατεστημένες αντιλήψεις.

Τέταρτη εικόνα και βράδυ, η άφιξη ενός διαδικτυακού ραντεβού, του 20χρονου Πάνου, με σκοπό την ερωτική τους συνεύρεση, συμπληρώνει τις επισκέψεις της ημέρας. Η προηγηθείσα πολλαπλή φόρτιση του Μιχάλη ακυρώνει κάθε διάθεσή του για έρωτα. Ο Πάνος, ωστόσο, αν και με γλώσσα και ρυθμούς της ηλικίας του, θα αποδειχτεί αρκετά ώριμος στη σκέψη και τη συμπεριφορά.

Και τα τέσσερα πρόσωπα θα σταθούν, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, υποστηρικτικά απέναντι στον Μιχάλη, παρά την εμφανή άρνησή του συναισθηματικής εμπλοκής, επισημαίνοντάς του ότι υπάρχουν εκεί έξω γι’ αυτόν, όποτε αισθανθεί ανάγκη.

Λουκία Πιστιόλα, Σπύρος Χατζηαγγελάκης © Χρήστος Συμεωνίδης

Το σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη παραπέμπει περισσότερο σε ένα συνηθισμένο στούντιο –αν όχι σε μπαρ με λευκούς καναπέδες και κρεβάτια των αρχών του 2000– και ελάχιστα σε πραγματικό loft· με το κρεβάτι, τελικά, στο κέντρο να μοιάζει μάλλον με έναν ακόμη καναπέ. Στην αίσθηση μπαρ συμβάλλει δίχως άλλο η έμφαση του όλου σκηνικού στο μπαρ του βάθους της σκηνής –όπου κυριαρχούν τα πολυάριθμα πολύχρωμα μπουκάλια των ποτών–, ενώ το όλο τονίζεται εμφατικά από τους φωτισμούς της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη. Οι εκκωφαντικές μουσικές της αρχής της παράστασης, αλλά και των διαστημάτων μεταξύ των διαφορετικών αφίξεων εντείνει επίσης την αίσθηση ενός μπαρ, γεγονός που δραματουργικά ακυρώνεται, καθώς ο Μιχάλης υποφέρει από έντονο πονοκέφαλο.

Είναι προφανές ότι το περιγραφικό, ρεαλιστικό, δίχως ανατροπές και εκπλήξεις κείμενο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, το οποίο στηρίζεται περισσότερο σε κάποιες επιτυχημένες ατάκες, είχε ανάγκη μιας ευρηματικής σκηνοθεσίας, η οποία θα αναδείκνυε τα όποια του προτερήματα ή, ακόμα, θα του έδινε νέα ώθηση, οδηγώντας και τους ηθοποιούς σε μια λιγότερο διεκπεραιωτική προσέγγιση. Για παράδειγμα, το περίφημο «Blue train» του τίτλου, ένας πίνακας του Μιχάλη που βλέπει και αναφέρει για πρώτη φορά στο έργο ο Πάνος κοιτάζοντας προς την πλατεία, απουσιάζει σκηνικά, και είναι ίσως η απουσία του το μόνο ενδιαφέρον σκηνοθετικό εύρημα, το οποίο θα μπορούσε να καθορίσει και την όλη σκηνοθετική εναλλακτική «ανάγνωση» του έργου.

Πέρα από τη μονοτονία στην κίνηση των ηθοποιών μέσα στον χώρο (σε επιμέλεια Χρήστου Ξυραφάκη), με τα πέρα δώθε μεταξύ μπαρ και κρεβατιού, υπήρχε και μια υποτονικότητα στην εκφορά του λόγου, ειδικά όταν κατέφευγαν σε χαμηλότονες συζητήσεις, με αποτέλεσμα τα λόγια να μη φτάνουν ως τις πίσω θέσεις (αν και δεν καθόμουν μπροστά, δεν ήμουν και στις τελευταίες σειρές). Θεωρώ καθήκον του σκηνοθέτη να παρακολουθεί την παράστασή του και από τις τελευταίες σειρές, ώστε να καθοδηγεί ανάλογα τις φωνητικές εντάσεις των ηθοποιών. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της «ημέρας», ο Μιχάλης λαμβάνει μηνύματα στο κινητό του στα γνωστά greeklish, τα οποία προβάλλονται ξαφνικά στα πλάγια της σκηνής, αλλά πέφτουν με τέτοια ταχύτητα, που είναι αδύνατο να προλάβει κάποιος να τα διαβάσει, όντας συγκεντρωμένος στα επί σκηνής δρώμενα.

Αναστασία Στυλιανίδη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης © Χρήστος Συμεωνίδης

Μπορεί ο Μιχάλης να είναι κακόκεφος από την κραιπάλη του προηγούμενου Σαββατόβραδου, αλλά θα υπέθετε κανείς ότι θα έβρισκε τον χρόνο, μεταξύ τόσων επισκέψεων, να αλλάξει αυτά που φορούσε ήδη κατά το αναπάντεχο ξύπνημα από τη μητέρα του… Το μαύρο φανελάκι, με ή χωρίς το ρομπάκι, πανομοιότυπο μ’ εκείνο του –στην πραγματικότητα άγνωστού του– εικοσάχρονου Πάνου, που θα έρθει αργά το βράδυ, δεν δικαιολογείται να έχει κολλήσει όλη τη μέρα επάνω του. Πιο ενδιαφέροντα τα γυναικεία κοστούμια της, σκηνογράφου επίσης, Ηλένιας Δουλαδίρη.

Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης είναι ένας καλός νέος ηθοποιός, αλλά εδώ διατήρησε καθ’ όλη την παράσταση μια αδικαιολόγητα υποτονική –ίσως κακώς εννοούμενη αποστασιοποιητική– υποκριτική, σε βαθμό να λειτουργεί ως απλός υποδοχέας της υποκριτικής των υπόλοιπων προσώπων. Στο διεκπεραιωτικό πνεύμα της όλης προσέγγισης καταγράφονται οι σωστές ερμηνείες της Λουκίας Πιστιόλα (Σοφία) και της Αναστασίας Στυλιανίδη (Λου). Με μεγαλύτερη ενέργεια η ερμηνεία του νεαρότατου Γιάννη Τσουμαράκη (Πάνος), ενώ κέρδισε το στοίχημα με τον καθαρό και ευκρινή λόγο του, όπως και με τη σαφή έκφραση της προσωπικότητας του Γιάννη, ο Γιώργος Μπένος.

Ο Γιώργος Σουλεϊμάν έκανε μια στρωτή παράσταση, χωρίς σκηνοθετικές εκπλήξεις, αλλά με μουσικές και φωτιστικές εκρήξεις ξένες για ένα κείμενο χωρίς δραματουργικές ανατάσεις και το οποίο, ενώ θέτει επί σκηνής ένα πρόσωπο με το οποίο αρκετοί θα ταυτίζονταν εκλαμβάνοντάς το ως υπόδειγμα ελεύθερης βούλησης ενάντια στο κοινωνικό κατεστημένο, κλείνει με μια συναισθηματικά φορτισμένη, στην ουσία της συντηρητική σκηνή.

INFO
Blue train: Το νέο έργο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στο θέατρο Άλμα Ελληνικό
Διάρκεια: 90'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Σουλεϊμάν
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Γιώργος Μπένος, Αναστασία Στυλιανίδη, Γιάννης Τσουμαράκης, Λουκία Πιστιόλα
  • ΘΕΑΤΡΟ: Άλμα
Δες αναλυτικά