- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πάρις Μέξης: Αγάπη και ομορφιά, τέλος! Δεν έχω να πω τίποτα άλλο!
Μιλήσαμε με τον Πάρι Μέξη για το θέατρο, το σινεμά, τη μουσική και τη ζωή
Το ραντεβού μας είναι μετά την εκπομπή του «σήμερα με τον Πάρι Μέξη» στο Τρίτο Πρόγραμμα. Την έχω ακούσει ως κομμάτι της προετοιμασίας για τη συνέντευξή μας, κι όπως οδηγώ στη Μεσογείων έχω στο μυαλό μου κάτι που είπε στο τέλος: πίσω απ’ όλα κρύβεται η ανάγκη μας για κατανόηση, τρυφερότητα, γαλήνη και ηρεμία. Ο Πάρις Μέξης παρουσιάζει την κλασική μουσική και την όπερα σαν κάτι οικείο και καθημερινό, αλλά, επιπλέον, στο ξεκίνημα της μέρας, σχεδόν πάντα σε αφήνει με κάτι παρηγορητικό να σκεφτείς και με μια πίστη για τους άλλους.
Πηγαίνοντας να τον συναντήσω απαριθμώ στο μυαλό μου έναν κορμό πραγμάτων που ξέρω για εκείνον. Η φωνή του μου είναι οικεία, πολύ περισσότερο από τη δουλειά του στο θέατρο, που όμως είναι το βασικό μέσο με το οποίο βιοπορίζεται –δική του η λέξη–, περισσότερο ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, λιγότερο ως σκηνοθέτης. Το όνομά του ακούγεται συνέχεια.
Ο Πάρις Μέξης έκανε σκηνικά και κοστούμια στην πιο επιτυχημένη παράσταση του καλοκαιριού, τους «Όρνιθες» του Μπινιάρη, και σε πάρα πολλές ακόμα (π.χ. «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», «Ο άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ»), αλλά και σε πρεμιέρες που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες η μία μετά την άλλη («Prima Facie» στο Θέατρο Πορεία, «Ο τελευταίος ασπροκόρακας» στο Εθνικό, «...Που για Αλεξανδρινό γράφει αλεξανδρινός» Δημήτρης Παπαδημητρίου - Κ. Π. Καβάφης στη Στέγη, «The dumb waiter» στο θέατρο Σημείo, «Η αριστερά… η δεξιά κι ο κυρ Παντελής» στο Μικρό Παλλάς και άλλες που ετοιμάζονται), ενώ δουλεύει και σε παραγωγές στο εξωτερικό όπου σκηνοθετεί και σκηνογραφεί όπερες (π.χ. “Lucia di Lammermoοr” στο Kiel Opera House ή “Il Giustino” στο Drottningholms Slottsteater).
Παράλληλα σχεδιάζει εξώφυλλα βιβλίων, διδάσκει design και οπτική επικοινωνία, ενώ εδώ και 3 χρόνια έχει την εκπομπή του στο Τρίτο, η οποία του παίρνει αρκετές ώρες προετοιμασίας το προηγούμενο βράδυ. Μου φαίνεται ακατανόητα πολυπράγμων, έχω περιέργεια να μας πει πώς συναντιούνται όλα αυτά και –όπως θα το θέσει ο ίδιος– πώς την παλεύει.
Έχω σκεφτεί να τον ρωτήσω για τον καρκίνο που είχε όταν ήταν έφηβος, όταν τους είπαν ότι είχε 40% πιθανότητες να ζήσει, και για τις μέρες στο δωμάτιο του νοσοκομείου στην Αγγλία – αισθάνομαι δέος με τους ανθρώπους που έχουν περάσει από εκεί και έχουν αυτή τη γνώση όσων σου μαθαίνει η εμπειρία τού να έχεις περάσει από εκεί και έχεις νικήσει τον θάνατο. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι με αγάπη για τις τέχνες και τη μουσική, αρχικά ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική αλλά κατέληξε στο θέατρο και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Έμαθε όλη την αλυσίδα παραγωγής θεαμάτων, από την ιδέα και τον σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση. Πάνω από όλα, μελέτησε αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη του θεάτρου, που μας είναι εν πολλοίς άγνωστη –και θα μας την εξηγήσει–, μέχρι να φτάσει να είναι, ανάμεσα σε άλλα, ένας περιζήτητος σκηνογράφος και designer κι ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που υποδύεται κάθε πρωί με αστείες φωνές τους διαλόγους από τις όπερες του Μότσαρτ.
Όταν καθόμαστε, με ένα τηλεφώνημα εν εξελίξει και μια παλέτα με χρώματα στα χέρια για ένα έργο από τις επερχόμενες πρεμιέρες σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, μπαίνουμε τόσο γρήγορα στη συζήτηση, τόσο αφοπλιστικά, που οι ερωτήσεις μου για το παρελθόν του δεν έχουν πια σημασία. Επικεντρωνόμαστε στο εδώ και τώρα. Εκτός από δημιουργός κόσμων, είναι διανοούμενος, λέει συχνά από όσα έχω διαβάσει και έχω καταλάβει στα λίγα χρόνια που ζω, ανοίγει παρενθέσεις που, όσο μεγάλες κι αν είναι, δεν ξεχνάει ποτέ να κλείσει, μιλάει για την ουσία των πραγμάτων και περνάει συχνά από τον πλάγιο λόγο στον ευθύ κάνοντας τις φωνές άλλων.
Η συζήτηση ξεκινάει με τα καθημερινά, τα εμπόδια στη δουλειά, τις δυσκολίες που έρχονται και ανατρέπουν τα σχέδιά μας αλλά δεν μας καταβάλλουν
Η συζήτηση ξεκινάει με τα καθημερινά, τα εμπόδια στη δουλειά, τις δυσκολίες που έρχονται και ανατρέπουν τα σχέδιά μας αλλά δεν μας καταβάλλουν, και πολύ γρήγορα αποκτάει βάθος, σαν αυτά τα δύο, το μέσα και το έξω, να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Έχει αυτό το χάρισμα να μιλάει με απλά λόγια για δύσκολα πράγματα, και καταλαβαίνω από την αρχή αυτής της χειμαρρώδους long read κουβέντας –για το θέατρο και το σινεμά, για τoν Οιδίποδα, τη Μήδεια και την «Ανατομία μιας πτώσης», για την αγάπη, τη σύνδεση και την ομορφιά–, ότι η εκπομπή του, ανεπιτήδευτη και με χιούμορ, που σε κάνει να στοχαστείς και να ονειρευτείς, είναι φτιαγμένη με τα δικά του υλικά.
Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε τόσο γρήγορα να μιλάμε για την ανθρωπότητα... τον διακόπτω.
Μια συζήτηση με τον Πάρι Μέξη
― Περίμενε, να βάλω να γράφει.
…Θα σου πω πώς το καταλαβαίνω εγώ… Η ανθρωπότητα προχωράει με λίγους ανθρώπους, οι πολλοί χρειάζονται κάποιον ηγέτη. Μπορεί να είναι ο γονιός τους, μπορεί να είναι ο Στάλιν ή ο Θεός, οι περισσότεροι πάντως αναζητάνε κάποιο δόγμα, να μην αναρωτηθούν τι και πώς, να τους πει κάποιος τι θα τους αρέσει, πώς θα σκεφτούν, πώς θα ζήσουν. Το πρόβλημα είναι ότι, στην προσπάθεια της ανθρωπότητας να πάει λίγο παρακάτω, μπλέκονται δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι ο άνθρωπος είναι χαζός, για να μην πω κακός και του δώσω ηθικό πρόσημο. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να σκεφτεί το μακροπρόθεσμο καλό, δεν καταλαβαίνει τι τον συμφέρει. Σκέφτεται σαν ζώο, εγώ τώρα θέλω να φάω, εγώ τώρα θέλω να βρίσω, εγώ τώρα θέλω να κερδίσω, εγώ τώρα θέλω να αράξω, δεν μπορεί να σκεφτεί πού θέλει να είναι αύριο. Εκεί, έχουμε το δεύτερο πρόβλημα: το γιατί. Και είναι οξύμωρο, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει λόγος για τίποτα, αν με ρωτάς. Δηλαδή αν εγώ φτιάξω ένα σκηνικό, μια εκπομπή, ή αν εσύ γράψεις ένα ωραίο κείμενο, έχει στ’ αλήθεια κάποια σημασία;
Το σημαντικότερο κομψοτέχνημα να πάρουμε, την πιο ωραία συμφωνία που έχει γραφτεί ποτέ, το πιο ωραίο τραπ τραγούδι, οτιδήποτε, κάποια στιγμή ξεχνιέται, έρχεται κάτι άλλο, χιλιάδες πράγματα πατικώνονται και το τι μένει είναι και συγκυριακό, το ότι υπηρετούμε τα ιδανικά και τα σπουδαία είναι ανθρώπινη κατασκευή. Σε τελική ανάλυση, κάτι θηλαστικά, πάνω σε ένα βράχο, γύρω από ένα αστέρι, κάπου στο πολυσύμπαν, σιγά τα λάχανα! Ζούμε από θαύμα, το να πέσει ένας αστεροειδής και να πεθάνουμε όλοι είναι πιθανό κάθε στιγμή, αυτή είναι η αλήθεια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά έχουμε μια μπαταρία που κρατάει συγκεκριμένο χρόνο. Και πάνω σε αυτά τσακωνόμαστε! Και κάνουμε και πολέμους! Άρα τι σημασία έχει αν θα ανέβει το τάδε έργο, κλάιν μάιν.
― Τότε γιατί τα κάνουμε; Εσύ γιατί τα κάνεις;
Αυτό είναι το μεγάλο δεύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας –το γιατί– και το αποφασίζεις μόνος σου. Εγώ κάνω ό,τι κάνω γιατί περνάω καλά φτιάχνοντας πράγματα. Γιατί μου αρέσει, και μου δίνει μια αίσθηση ασφάλειας με την έννοια της αγκαλιάς, το να αισθάνομαι κομμάτι της αλυσίδας του ανθρώπινου γένους: πας σε έναν δάσκαλο, μαθαίνεις τη δουλειά, μεγαλώνεις, γίνεσαι εσύ δάσκαλος, παίρνεις μαθητές, συνεχίζουν εκείνοι. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα πάντα σαν σκυταλοδρομία. Δηλαδή παραλάβαμε κάτι, το κάναμε λίγο καλύτερο, και… surprise! Τα πράγματα βελτιώνονται! Η ζωή είναι καλύτερη από ό,τι ήταν στον μεσαίωνα, και, παρότι αυτή τη στιγμή σκοτώνονται στην Ουκρανία και στη Γάζα, ο κόσμος συνολικά είναι πιο ειρηνικός. Βεβαίως αν ρωτήσεις κάποιον στην εμπόλεμη ζώνη θα σου πει, φίλε, εγώ ζω ακόμα μεσαίωνα, και θα έχει απόλυτο δίκιο. Συνολικά όμως το ανθρώπινο γένος στο οποίο τυχαίνει να ανήκω είναι πιο ειρηνικό από ποτέ.
― Μπορεί, ωστόσο, να υπερισχύσουν οι δυνάμεις του κακού.
Εύκολα! Μπορεί να καταστραφούμε αύριο! Το ότι ζούμε σε έναν πιο ειρηνικό κόσμο από αυτόν που ζούσαμε κάποτε, δεν σημαίνει ότι δεν ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Ζούμε περισσότερα χρόνια, πεινάμε λιγότεροι άνθρωποι, παρότι είναι παράλογο να πεινάνε αυτοί που πεινάνε. Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπάρχει λόγος για τίποτα. Κι εγώ κάνω ό,τι κάνω επειδή αισθάνομαι καλύτερα, μου απαλύνει τον πόνο.
Ποιον ενδιαφέρει το θέατρο;
― Δεν είμαι πολύ ειδική στο θέατρο, δεν πηγαίνω συχνά, όχι ότι δεν μου αρέσει, θεωρώ ότι είναι φοβερά δύσκολη τέχνη για να πετύχει. Αν είναι πολύ καλή παράσταση, ναι, αλλιώς προτιμώ το σινεμά.
Θεωρείς ότι περνάς καλύτερα σε μια μέτρια ταινία στο σινεμά, παρά σε ένα μέτριο θέατρο. Κι εγώ! Όμως υπάρχει λόγος γι’ αυτό, και είναι φιλοσοφικός. Το σινεμά είναι κονσέρβα, ο ηθοποιός παίζει 10 φορές μια σκηνή μέχρι να κρατήσουν την καλύτερή του ερμηνεία. Ο ηθοποιός του θεάτρου δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Λες, για να πάω στο θέατρο θέλω να δω μια πολύ καλή παράσταση. Εγώ πέρσι τον χειμώνα είδα το έργο που ανέβασε ο Tiago Rodrigues και έπαθα πλάκα. Και όταν συμβαίνει αυτό, που εγώ δεν το έχω πετύχει και το προσπαθώ, ή τέλος πάντων μου αρκεί να το προσπαθώ, το μελετάω πάρα πολύ. Γιατί η επιτυχία του θεάτρου, που είναι μαγική, δεν συγκρίνεται με τίποτα, και δεν μπορεί να εξηγηθεί ακριβώς.
Λέμε μαγεία γιατί δεν μπορούμε να βρούμε άλλη λέξη, αλλά πάντα έχει να κάνει με κάτι ζωντανό που συμβαίνει εδώ και τώρα, και αυτό δεν γίνεται σε καμιά άλλη τέχνη! Ζητάμε, δηλαδή, κάτι πάρα πολύ δύσκολο, και είναι λίγο άδικο να συγκρίνουμε τα δύο μέσα, παρότι είναι και τα δύο θεάματα και παρά το ότι –πυρηνικά– η φιλοσοφία είναι το θέατρο: αναπαράγω μια ανθρώπινη κατάσταση στα ψέματα και τη βλέπεις.
Επομένως έχεις δίκιο! Το θέατρο είναι φοβερά δύσκολο να πετύχει, αν όμως πετύχει συμβαίνει το εξής: Ένας άνθρωπος που δεν είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται, σε πείθει ότι υπάρχει. Κι εσύ μέσα από αυτή τη συνενοχή, ότι αυτό που ενσαρκώνει δυνητικά υπάρχει σε ένα παράλληλο σύμπαν, προκύπτει η ψυχαγωγική διαδικασία. Η διαφορά είναι ανάμεσα στο να διαβάζεις το «πιο όμορφο σονέτο ερωτικής εξομολόγησης» του «σημαντικότερου ποιητή που υπήρξε», αυτό που αγγίζει τα σπλάχνα σου και παίζει τις χορδές της καρδιάς σου, και στο να σε κοιτάει ένας άνθρωπος στα μάτια και να σου το λέει. Στο θέατρο, πηγαίνουμε για αυτήν ακριβώς την επαφή.
― Είναι πολύ ωραία αυτά που έλεγες στο Ted-xγια το αρχαίο θέατρο.
Φιλοσοφικά, για μένα, το θέατρο είναι αξεπέραστο. Καταρχήν θα σου πω τι αγαπάω εγώ στο θέατρο, που είναι φοβερά συγκινητικό. Είναι ο μόνος στίβος που επιτρέπονται τα πάντα – να παρακολουθήσεις τον άνθρωπο όπως είναι, με τα καλά και τα κακά του. Ειδικά όμως, μπορείς να παρατηρήσεις τις χειρότερες εκφάνσεις του, τις πιο γκρίζες αποχρώσεις. Βλέπεις τον κανίβαλο, τον ναζί, τον βιαστή παιδιών. Δεν υπάρχει λογοκρισία κι αυτό είναι μεγαλειώδες ως σύλληψη. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να σκύψεις κάτω από το χαλί και να πεις, παιδιά, εδώ έχουμε ένα πρόβλημα που συμβαίνει και που δεν πρέπει να το αποφύγουμε. Πρέπει να το συζητήσουμε. Αυτή η «συζήτηση», λοιπόν, μπορεί να γίνει επί της ουσίας, και χωρίς τους περιορισμούς της πολιτικής ορθότητας, μόνο στο θέατρο. Να βάλουμε μέσα και τη λογοτεχνία; Γράφει ας πούμε η Σώτη Τριανταφύλλου τη «Συγχώρεση», που μια μητέρα καταφέρνει να συγχωρήσει τον βιαστή και δολοφόνο της κόρης της.
Σκέψου αυτό, στην αρχαία κοινωνία η παιδοκτονία συνδεόταν με τη συνέχεια της φυλής, ήταν το τερματικό αμάρτημα. Και ξαφνικά έρχεται ένας Ευριπίδης, και λέει, θέλω να συζητήσουμε τις συνθήκες που μια γυναίκα σκοτώνει τα παιδιά της. Ουάου!
Και έχεις μια γυναίκα που λέει… ήρθε ένας ξένος, μου πούλησε έρωτα, μου είπε θέλω να προδώσεις τους δικούς σου, του είπα τότε θα πρέπει να έρθω μαζί σου για πάντα, είπε ναι. Τους προδίδει όλους, την κυνηγάει ο πατέρας της και εκείνη παίρνει τον αδερφό της και τον κόβει κομμάτια για να κερδίσει χρόνο και να την αφήσουν να φύγει, είναι αδιανόητο αυτό που κάνει η «βάρβαρη» Μήδεια, έχει κόψει ό,τι δεσμό υπάρχει και τώρα είναι μαζί του. Και τι της λέει; Σου έχω νέα! Επειδή δεν το σηκώνουν εδώ πέρα και θέλω να γίνω βασιλιάς, βρήκα άλλη! Και δεν είναι ότι έχει κάτι μαζί της, απλώς δεν μπορεί. Ωραία, θα σου πω κι εγώ τι θα κάνω, λέει εκείνη, θα σκοτώσω τα παιδιά, θα ζήσεις με αυτό το κρίμα και θα σηκωθώ να φύγω, είσαι OK με αυτό;
Και αυτό το πράγμα το συζητάμε σήμερα, είναι ανατριχιαστικό, και δεν ξέρω πώς θα το ανεβάσουμε, μπορεί να μην κάνουμε καλή «Μήδεια», τα κοστούμια να βγουν χάλια, αλλά ότι έγινε αυτό και ανεβαίνει ακόμα, είναι αδιανόητο.
― Το θέατρο, λοιπόν, είναι μια πολύ δύσκολη τέχνη υπό την έννοια της απλής ευχαρίστησης.
Ναι, υπό την έννοια αυτής της συνενοχής που είπαμε. Γιατί έτσι ξεκίνησε. Σκέψου ότι στις τραγωδίες ερχόταν ο ποιητής και έλεγε: Γεια σας, λοιπόν θα σας παρουσιάσουμε ένα πολύ ωραίο έργο. Ο Οιδίποδας, τελικά, είναι ο δολοφόνος του Λαΐου. Καλή διασκέδαση! Και μετά ξεκινά το αστυνομικό (η υπόθεση). Αυτό είναι αδιανόητο. Τι σκατά ευχαρίστηση, αφού ξέρεις θα γίνει; Πήγαιναν μόνο για τη στιγμή που θα έβλεπαν τον άνθρωπο που υποδύεται τον Οιδίποδα να του λέει ο Τειρεσίας «μην τα σκαλίζεις, μάνα μου, άσ’ το να πάει στο διάολο, κι αυτός να απαντάει, όχι, εγώ είμαι ο βασιλιάς ενός λαού και οφείλω να σταματήσω τον λοιμό, ο θεός μου έχει πει ότι ο λοιμός έχει να κάνει με το δολοφόνο του Λαΐου που μένει ατιμώρητος, και πρέπει να φτάσω μέχρι το τέλος». Και κάνει αυτό που δεν έγινε στα Τέμπη.
Όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό δεν πας για το πώς, πας για το τι – και σου το λέει ένας άνθρωπος που δουλεύει στο πώς. Πας δηλαδή για να χαιρετήσεις το τι είμαστε εδώ, ότι αυτό το παραμύθι θα το ξαναπούμε, μπορεί χάλια, αλλά θα το ξαναπούμε. Το θέατρο είναι μια συνάντηση της φυλής που στηρίζει τα παραμύθια που την κρατάνε ενωμένη. Η απόλαυση του πώς συμβαίνουν αυτά τα παραμύθια, είναι μια άλλη πολύ δύσκολη διαδικασία, κι όταν συμβαίνει είναι σπάνια.
Το θέατρο είναι μια συνάντηση της φυλής που στηρίζει τα παραμύθια που την κρατάνε ενωμένη
Σήμερα με τον Πάρι Μέξη
― Να σου πω κάτι; Όταν ξεκίνησες στα Πρωινά του Τρίτου, είχα θυμώσει που πήρες τη θέση του Διονύση Μαλούχου, που ήταν ο αγαπημένος μου παραγωγός.
Μα μιλάμε για ράδιο legend, κι εγώ Μαλούχο άκουγα! Έχει χιλιόμετρα που δεν θα προλάβω να γράψω. Πάντως να το εξηγήσω αυτό, δεν πήρα τη θέση του, εγώ πήγα στο Τρίτο Πρόγραμμα αφού έφυγε ο Διονύσης. Ο Διονύσης είναι διακεκριμένος πιανίστας, διευθυντής στα σημαντικότερα Ωδεία της χώρας, είναι μουσικός. Εγώ από την άλλη, δεν είμαι. Έχω σπουδάσει μουσική, σκηνοθετώ και σκηνογραφώ όπερα, σκέφτομαι μουσικά, θεμελιωδώς όμως παραμένω ένας φανατικός ακροατής του Τρίτου.
Θα σου πω, λοιπόν, πώς πήγα στο Τρίτο. Εγώ ήμουν ένας βραδινός παραγωγός που για 6 χρόνια έκανα εκπομπή στο Amagi, δεν μου αρέσει να ξυπνάω πρωί, είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει το σκοτάδι και η ησυχία του. Όσοι έχουν παιδιά ξέρουν, περιμένεις να κοιμηθούν για να ανακτήσεις τα ηνία της προσωπικής σου ζωής. Όταν έκλεισε ο Amagi, έστειλα ένα demo στο Τρίτο και προς μεγάλη μου έκπληξη με κάλεσαν. Μου είπαν, λοιπόν, θα κάνεις το πρωινό, και ξεκίνησα με τον μόνο τρόπο που ξέρω, να κάνω την εκπομπή που θα ήθελα εγώ να ακούω. Και αυτό είναι όλο.
Ποιος είναι αυτός ο αλήτης που λέει τον Ρόμπερτ Σούμαν, Μπομπ;
Στην αρχή υπήρξε αντίδραση, ποιος είναι αυτός ο αλήτης που λέει τον Ρόμπερτ Σούμαν, Μπομπ και περιγράφει την υπόθεση μιας όπερας κάνοντας πλάκα; Πώς τολμάει, αυτός ο άθεος, να παίζει θρησκευτική μουσική και να λέει «το ωφέλιμο μέρος του ύμνου που θα ακούσουμε»; Δηλαδή υπάρχει και μη ωφέλιμο;
Φυσικά! Θέλω να προσπεράσω λίγο τα Δόξα τω Θεώ για να ακούσουμε ποια είναι η προσευχή, γιατί σε όλες τις προσευχές υπάρχει κάτι το βαθιά ανθρώπινο. Υπάρχει πάντα μια αγκαλιά, υπάρχει η αμφιβολία, και η ανάγκη ενός ανθρώπου που θα πει δεν είμαι καλά, κουράστηκα, θα ’θελα να έρθει κάποιος εδώ, δεν την παλεύω, κάνε κάτι. Εγώ με αυτό μπορώ να συνδεθώ, δεν χρειάζεται να πιστεύω στον θεό, έχω βρεθεί σε αυτό το σημείο και πολύ φοβάμαι ότι θα ξαναβρεθώ, περισσότερες φορές από όσες θα ήθελα. Οπότε νομίζω πως όλοι μπορούμε να συνδεθούμε με αυτό, για αυτό… πάμε να τ’ ακούσουμε!
― Οπότε έμαθες να ξυπνάς πρωί;
Όχι! Βασανίζομαι, κάθε πρωί που πηγαίνω στο μπάνιο λέω γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Όμως στην πορεία ανταμείβομαι, και τιμώ τον ακροατή μου πάντοτε. Ως επαγγελματίας, κάθε τι που αναλαμβάνω προσπαθώ να το απολαμβάνω. Και επίσης, πασχίζω, σε οτιδήποτε κάνω, όταν το επισκέπτομαι μετά –το οποίο το αποφεύγω– να μην ντρέπομαι πάρα πολύ. Και δεν σου το λέω από μετριοφροσύνη… ντρέπομαι πάρα πολύ!
― Όταν επιστρέφεις στην εκπομπή ή στα σκηνικά σου;
Ναι! Ξέρεις κάτι; Έμαθα από νωρίς και είμαι OK με αυτό, να καταλαβαίνω πού είναι ο πήχης. Έχω ακούσει πολύ καλό ραδιόφωνο, ξέρω τα ελαττώματά μου, κάποια είναι κατασκευαστικά, είμαι ψεύδος, είμαι προγναθικός, όταν πρωτοπήγα στο ραδιόφωνο δεν καταλάβαινε κανένας τίποτα γιατί μιλάω γρήγορα, το μυαλό μου σκέφτεται αλλιώς από ό,τι μιλάω, πασχίζω να το βελτιώσω, θέλω να μιλάω αργά. Το καταλαβαίνω όταν διαβάζω ένα ποίημα που αγαπάω, ότι πρέπει να το πω καλύτερα. Όμως ποντάρω στο ότι διάλεξα ένα σωστό ποίημα, ποντάρω στον παραγωγό κι όχι στον παρουσιαστή. Ο παρουσιαστής είναι για απόλυση! Όμως, θεωρώ ότι ο παραγωγός έχει κάτι να κάνει.
Αυτό που έχω φέρει εγώ, αν θέλεις, στο Τρίτο, είναι μια εκ πεποιθήσεως έλλειψη επιτήδευσης – δεν είναι κάτι που προκύπτει. Το επιδιώκω. Δεν θα σου πω ποτέ έτσι ξερά, ακούς αυτό, αλλά θα «συζητήσουμε» αν ο Μπετόβεν είναι σπουδαίος. Αλήθεια τώρα; Ναι! Γιατί υπάρχει ίσως ένας νέος ακροατής ο οποίος έτυχε να πέσει πάνω μου, και εγώ θέλω να ξεκινήσω από το τι έχει να μας πει ο Μπετόβεν σήμερα. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος. Το άλλο που έχω είναι το χιούμορ, νούμερο ένα όπλο στη ζωή μου. Όταν δεν παίρνεις τον εαυτό σου πολύ σοβαρά. Όταν λες, «εντάξει, καλά το κάναμε, χαλαρώστε λίγο».
Η εκπομπή «σήμερα με τον Πάρι Μέξη» έχει φτιαχτεί πρώτα από όλα για τον ακροατή ο οποίος βασανίζεται
Η εκπομπή «σήμερα με τον Πάρι Μέξη» έχει φτιαχτεί πρώτα από όλα για τον ακροατή ο οποίος βασανίζεται, εμποδίζεται, δυσκολεύεται (με αγάπη και μια τεράστια αγκαλιά και για όλους τους υπόλοιπους που έχετε τα προβλήματά σας λυμένα).
Μπορείτε λοιπόν να με ακούτε πίνοντας τον καφέ σας το πρωί live ή on demand το βράδυ, αλλά πρωτίστως μου αρέσει η ιδέα ότι με ακούει ένας άνθρωπος που είναι μποτιλιαρισμένος, που έχει κουραστεί, που χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα ραδιόφωνο που τον κρατάει στην τσίτα, ή τον «ενημερώνει» αποκλειστικά με αρνητικές ειδήσεις. Θέλω να πέσει πάνω στην ομορφιά εφόσον μιλάμε για τη μουσική, ή στα λόγια κάποιου που του εξηγεί τι συμβαίνει και τι μπορεί να μας ενδιαφέρει σε αυτήν. Πάντα, όταν είναι να βάλω μια άρια, ένα ντουέτο, ένα χορωδιακό, θα σου πω τα λόγια, και όχι απλώς... και τώρα, θα ακούσουμε μια ωραία άρια του Ντονιτσέτι. Με ενδιαφέρει να ξέρεις, να καταλάβεις.
― Και μάλιστα με έναν τρόπο πολύ δικό σου, αστείο. Σε φαντάζομαι όταν διαβάζεις μια όπερα για να τη σκηνογραφήσεις να τη διαβάσεις περίπου έτσι, όπως μας τη λες.
Ακριβώς έτσι! Έχω ένα master class όπερας στο Μουσείο Μαρία Κάλλας αυτές τις μέρες, στο οποίο θα εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο δημιουργώ στην όπερα, και ως σκηνοθέτης και ως σκηνογράφος και ένα από τα βασικά εργαλεία μας είναι η έλλειψη επιτήδευσης και η ουσιαστική αντιμετώπιση του υλικού μας και της μουσικής και του λιμπρέτου.
Όλοι πασχίζουμε για μια σύνδεση
― Και στο θέατρο;
Κοίτα, το τεχνικό κομμάτι, η σκηνογραφία, που της αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο, είναι το πλαίσιο διήγησης. Και μπορεί να έχεις μια συγκλονιστική σκηνογραφία και αυτό να σε κρατήσει – αλλά δεν είναι ο σκοπός.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα από το σινεμά. Δεν περνάω πολύ καλά στις ταινίες του Wes Anderson ούτε του Tim Barton, αλλά θα πάω πάντα να τις δω και πάντα ο κόσμος που δημιουργούν μου φαίνεται συναρπαστικός. Όταν όμως θέλω να σου μιλήσω για την ταινία καθαυτή, θα σου πω για την «Ανατομία μιας πτώσης», που σε τελική ανάλυση αν φοράει η πρωταγωνίστρια αυτό το πουλόβερ ή κάτι άλλο δεν έχει και τόση σημασία. Αυτή η ταινία μπαίνει στη σφαίρα που ενδιαφέρει εμένα: στη σφαίρα του χρήσιμου, όχι του όμορφου. Γιατί αυτό με αφορά.
Πάμε στο σινεμά, γιατί θέλουμε τη στιγμή που θα βρεθούμε στο διά ταύτα και θα πει ο εισαγγελέας στο παιδί, τώρα θα ειπωθούν κάποια πράγματα για τη μαμά σου, και πρέπει να επιλέξεις εσύ αν θα είσαι στη δίκη ή όχι, κι εκείνο λέει, μα αν δε μ’ αφήσετε να έρθω στη δίκη, θα ξοδέψω όλη μου τη ζωή να τα ψάχνω στο ίντερνετ. Αυτό, λοιπόν, θέλεις να το ακούσεις όταν είσαι με άλλους, είναι η θεατρική συνθήκη του κοίλου στο σινεμά, όπου οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί για να παρακολουθήσουν κάτι που τους ενδιαφέρει κοινωνικά.
— Είναι στη σφαίρα του χρήσιμου γιατί μας αφορά, μπορούμε να συνδεθούμε.
Ο γιος μου συνδέθηκε με το πρώτο Τζόκερ, ήταν 17 χρονών και είδε την τρέλα του bullying, είδε τον Φοίνιξ να υποδύεται έναν ήρωα comics –έναν δούρειο ίππο στην πραγματικότητα– να τρώει ξύλο ως παιδάκι, να μην καταφέρνει τίποτα ως κωμικός, και τελικά να εξελίσσεται σε τρομοκράτη. Και είπε, OK, τώρα κατάλαβα, εγώ που είμαι ένα καλό παιδί, ότι μπορεί να υπάρχει μια εξήγηση γι’ αυτόν που με τρομοκρατεί και για αυτό που συμβαίνει. Θέλω να πω, λοιπόν, ότι το να συμβεί η σύνδεση με κάτι που βλέπεις έχει να κάνει και με το ποιος είσαι τη στιγμή που το παρακολουθείς. Όλοι πασχίζουμε για μια σύνδεση.
Αυτό που μ’ εκνευρίζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε στο θέαμα είναι αυτό που εγώ αποκαλώ «πολιτιστική τρομοκρατία». Όταν δηλαδή η προώθηση αλλά ακόμη και η κριτική μιας παράστασης προπαγανδίζει το πόσο σπουδαία είναι. Όταν δηλαδή οι ίδιοι οι δημιουργοί ή αυτοί που τους προωθούν –που όμως βρίσκονται στην ίδια ομάδα– «απειλούν» το κοινό, πως αν «δεν καταλάβει» την παράστασή τους, φταίει εκείνο και το χαμηλό του επίπεδο. Είναι πολύ δύσκολο για μια οικογένεια που ξεκινάει από την Αθήνα προς την Επίδαυρο για να παρακολουθήσει παράσταση, που έχει πληρώσει εισιτήρια, βενζίνες, φαγητό, μια ημερήσια πολιτιστική εκδρομή στην πραγματικότητα, να παραδεχτεί ότι δεν πέρασε καλά. Από την άλλη, θέλω να πιστεύω πως κανένας δημιουργός δεν έχει πρόθεση να εκνευρίσει το κοινό.
Για να μπορέσω να πάω την επόμενη μέρα στη δουλειά μου πρέπει να βρω έναν εσωτερικό στόχο. Κι εγώ τον βρήκα στους άλλους
― Δεν έχει νόημα να παίρνουμε τίποτα προσωπικά.
Το είπες σε μια φράση. Και τότε είσαι λίγο πιο ήρεμος. Εγώ είμαι ένας τεχνίτης. Ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ως σκηνοθέτης, ως κάποιος που επιλέγει να ξεκινήσει το project, ξέρω ότι όλα είναι μάταια, άρα για να μπορέσω να πάω την επόμενη μέρα στη δουλειά μου πρέπει να βρω έναν εσωτερικό στόχο. Κι εγώ τον βρήκα στους άλλους, δηλαδή στην αγάπη, στη συντροφικότητα, στην κατανόηση, στη φιλία, στο να μπορέσεις να κάνεις μια κουβέντα της προκοπής με έναν άνθρωπο. Είναι πια πολύ δύσκολο να ρωτάς κάτι και να σου απαντάνε σε αυτό που ρώτησες, και γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Το να κάνεις μια πραγματικά ωραία κουβέντα τρώγοντας σε ένα σπίτι που σε έχουν καλέσει σε δείπνο, το να συνδεθείς με αυτό τον τρόπο, να κάτι που μου δίνει δύναμη – η ιδέα του συμποσίου δεν ήταν τυχαία, είναι μια παράσταση, μια συνθήκη σχεδόν θεατρική, που κάποιος φέρνει πιάτα σε ένα τραπέζι. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι να συναντιούνται και να μιλάνε, να κάνουν έρωτα, να φιλιούνται, να συνυπάρχουν. Το άλλο είναι η ομορφιά, ό,τι σημαίνει για τον καθένα. Και το τρίτο είναι το γιατί. Εμένα μου αρέσει να το σκέφτομαι αυτό, πού πάω και τι κάνω.
Διαβάζω φανατικά ό,τι έχει να κάνει με το σύμπαν, και ας μην καταλαβαίνω τα μισά, μου κάνει καλό. Μου αρέσει να αισθάνομαι διαρκώς την ασημαντότητά μου, ξεκαβαλάω από τα καλάμια μου, είναι καταπραϋντικό να λέω, είμαστε τόσο τίποτα, σιγά το πράγμα, το θαύμα της ζωής, εδώ συζητάμε για τα σωματίδια σκόνης, θέλω πολύ να το θυμάμαι αυτό. Αυτό όμως –το γιατί– έρχεται μετά. Γιατί για να αντέξεις να ασχοληθείς με τη φιλοσοφία, για να δεις τι είπε ο Χάιντεγκερ, ο Καμί και ο Σπινόζα, πρέπει να είσαι καλά, κι αν τα θέματα σου στον καπιταλιστικό κόσμο που ζούμε δεν είναι λυμένα...
Εγώ είμαι τυχερός και κάνω πράγματα που μου αρέσουν για να βιοπορίζομαι, ελπίζω κι εσύ – αλλά και πάλι, ας το παραδεχτούμε, δεν μου αρέσουν κάθε μέρα όλα όσα κάνω. Το να είμαι όμως τις περισσότερες μέρες καλά, είναι αυτό που κέρδισα με τις επιλογές που έκανα, οι οποίες κι αυτές βασίζονται σε πολλή, πολλή, πολλή τύχη. Αν είχα γεννηθεί στην Ουκρανία ή στη Γάζα δεν θα είχα σήμερα αυτήν την τύχη, άρα κι αυτό είναι σημαντικό να το υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Κι αυτό είναι η φιλοσοφία μου. Αλλά για να αντέχω, χρειάζομαι αυτά τα δύο, αγάπη και ομορφιά. Τέλος! Δεν έχω να πω τίποτα άλλο! (Σηκώνει τα χέρια, γελάει)
Στο μαζί κρύβεται η αξιοπρέπεια
― Κάπως το είπες και στην εκπομπή σήμερα, με αφορμή τη μουσική για μια ταινία, στο τέλος της ημέρας το μόνο που αξίζει είναι η τρυφερότητα, ηρεμία και γαλήνη.
Ναι, «Το στεφάνι της Πέτρια», παλιά ταινία, όταν βγήκε ήταν αριστούργημα. Σήμερα το πρωί, ανεβαίνοντας τη Μεσογείων για να πάω στον σταθμό, να σου πω τι σκεφτόμουν… Έχω μια πολύ μεγάλη αγάπη στο φως, είμαι φωτεινός άνθρωπος, και πιο πολύ απ’ όλα λατρεύω το ηλιοβασίλεμα. Κι είδα μία αχτίδα φωτός σε ένα πασχίζον λιγούστρο, φυτεμένο στο κράσπεδο που μας κρατάει για να μη σκοτωθούμε στο αντίθετο ρεύμα. Το κοιτούσα και σκεφτόμουν η Αθήνα είναι μια βρώμικη, άσχημη πόλη, και ανακάλεσα στο μυαλό μου πανέμορφες εξοχές που έχω ζήσει ως ταξιδιώτης στην Αγγλία, τη γαλλική εξοχή, τα καλοκουρεμένα γρασίδια στο Σικάγο, και με έπιασε μια στεναχώρια – ρε γαμώτο, δεν μπορούσαμε να ζούμε σε μια πόλη να έχει λίγο πράσινο, να είναι λίγο όμορφη, να μην έχει αυτή την ασχήμια;
Ταυτόχρονα έκανα κι έναν άλλο συνειρμό, θυμήθηκα τη μελαγχολία που μου έχουν προκαλέσει πολύ συχνά αυτά τα μέρη, και αυτή την ένοχη και μιαρή ανάταση μετά από καιρό ταξιδιώτης με κάποιο project, όταν έρχομαι στην άθλια Αθήνα, η οποία παρότι βρώμικη και άσχημη, έχει την τσαπατσουλιά ενός γραφείου που είναι όλα τα πράγματα πάνω ανακατεμένα, αλλά που ίσως είναι πιο δημιουργικός χώρος από ένα τέλεια καθαρισμένο και τακτοποιημένο μίνιμαλ σουηδικό γραφείο. Γιατί όταν υπάρχει κάτι άσχημο έχεις μια τάση να θες να το φτιάξεις, αλλά όταν όλα είναι όμορφα δεν ξέρεις τι να φτιάξεις, λες να, τελειώσαμε, μπορώ να πεθάνω τώρα…
Να αυτοκτονήσω ή να κάνω ένα καφέ; Αυτό είναι το ερώτημα, κάθε μέρα, μη σου πω κάθε στιγμή
Και κάπου εδώ επιστρέφω στον τόσο χρήσιμο και αγαπημένο μου Αλμπέρ Καμί, να αυτοκτονήσω ή να κάνω ένα καφέ; Αυτά! Αυτό είναι το ερώτημα, αυτό είναι το δίλημμα, κάθε μέρα, μη σου πω κάθε στιγμή. Η ύπαρξή μας είναι στον δρόμο της αρετής και της κακίας, και φτιάχνεις τον καφέ, και φτιάχνεις τον καφέ, και φτιάχνεις τον καφέ… και μια μέρα πεθαίνεις.
― Μπροστά σε όλη αυτή τη ματαιότητα, γνωρίζοντας ότι το σύμπαν είναι αδιάφορο για την ύπαρξή μας, κάθε μέρα επιλέγουμε να συνεχίζουμε να ζούμε. Ίσως πει κάποιος, είναι πιο εύκολος ο καφές.
Αν είναι πιο εύκολος ο καφές, τελειώνουμε με το δράμα, μη μας λες ότι θα αυτοκτονήσεις, μη μας πρήζεις, χαλάρωσε, πιες το καφεδάκι σου. Γιατί αν το σκέφτεσαι αλήθεια να το συζητήσουμε. Σιχαίνομαι το δράμα, το δράμα είναι μόνο για τη σκηνή, όχι για τη ζωή. Έχουμε χιλιάδες προβλήματα κι αν χάσουμε χρόνο για να λέμε, γαμώτο τι μου έτυχε, δεν θα συζητήσουμε ποτέ τι σου έτυχε αλλά μόνο το ότι σου έτυχε. Το έχει λύσει ο Σοφοκλής. Ο Οιδίποδας δεν φταίει, είναι το παιδί της μοίρας.
Ένα παιδάκι στρουμπουλό και ωραίο, σε παλάτι γεννήθηκε, και βγαίνει ένας χρησμός, όταν μεγαλώσει θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα πηδήξει τη μαμά του. Το παιδάκι δεν έφταιγε σε τίποτα. Το φυγαδεύουν στην Κόρινθο, τους έρχεται πίσω, και χωρίς να το ξέρει σκοτώνει τον μπαμπά του, κάνει παιδιά στη μαμά του, και κάποια στιγμή του λέει ο Τειρεσίας μην τα σκαλίζεις. Και λέει το ίδιο που λέει το παιδάκι στην «Ανατομία μιας πτώσης» –γι’ αυτό είναι σπουδαία ταινία–, οκ, αλλά αν δεν τα σκαλίζω θα ζήσω μια ζωή με το what if. Άρα, ό,τι είναι χάλια, κακό, μιαρό, να το ξέρω μια ώρα αρχύτερα, να δω τι θα κάνω.
Τη στιγμή που ο Οιδίποδας αποφασίζει να αναλάβει την ευθύνη να μάθει την αλήθεια, είναι η μόνη του ελπίδα να πάει στο τρίτο μέρος, στο επί Κολωνώ, και να πει αυτόν τον μαγικό μονόλογο βαδίζω προς το φως. Πώς θα πάει προς το φως ο άνθρωπος που έκανε παιδιά στη μαμά του και σκότωσε τον μπαμπά του; Όταν το παραδεχτεί και αρχίζει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Στο τελευταίο έργο, ο Οιδίποδας επί Κολωνώ κάνει ψυχοθεραπεία. Λοιπόν, αυτά με το δράμα. Δεν ωφελεί!
Και επίσης, το άλλο πρόβλημα είναι ότι όλος ο κόσμος θέλει να πρωταγωνιστεί. Σε ρωτάει ο άλλος, πώς είσαι; Ωραία, θέλεις την αληθινή απάντηση; Πέθανε ο μπαμπάς μου και στεναχωριέμαι. Και εκεί ακούς απαντήσεις τύπου, α κι εμένα πέθανε ο θείος μου – τι μας νοιάζει αυτό, τώρα είναι η δική μου στιγμή, δεν με ρώτησες; Σιχαινόμαστε τον οίκτο. Πωπώ τι έπαθες. Και λες, δεν ήθελα ακριβώς αυτό, ακόμα και ο χορός που λέει, πωπώ βαριόμοιρε, τι σου έτυχε... παρακάτω λέει… τι θα κάνεις τώρα; τι κάνουμε; Είναι όλα γραμμένα, έχουμε εργαλεία, αν θέλουμε να τα δούμε.
― Δεν τα βλέπουμε. Είμαστε πολύ απασχολημένοι με τον εαυτό μας.
Καλά κάνουμε. Θα σου πω τι λέει ο John Gray, ο αγαπημένος μου φιλόσοφος. Στη «Μαύρη λειτουργία» [διάβασε τα “Αχυρένια σκυλιά”] μελετάει το θέμα της πίστης, και λέει ότι το πρόβλημά μας δεν είναι το αν θα πιστεύουμε στον θεό ή στον Βούδα, αλλά το ότι έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε, και ότι η δυσκολία μας είναι ότι βάζουμε τις ψευδαισθήσεις στη θέση της παρατήρησης. Λέει λοιπόν, δεν υπάρχει οικολογικό πρόβλημα, η γη δεν νοσεί, ο πλανήτης θα επιβιώσει χωρίς εμάς, θα πατήσουμε το κουμπί, θα γίνει πυρηνική καταστροφή και μετά από 60.000 χρόνια θα ξαναβγεί χορτάρι. Εμείς έχουμε πρόβλημα. Δεν πετάω σκουπίδια γιατί θα τα βρω στην πόρτα μου, το πλαστικό που πετάω είναι ήδη μέσα μου, οι βιολόγοι λένε ότι όλοι έχουμε μέσα μας μία πιστωτική κάρτα σε μικροπλαστικό.
Άρα πρέπει να είμαστε εγωιστές, αλλά με την καλή έννοια. Μακριά από μένα ο αλτρουισμός. Το ζητούμενο είναι ο καλός, γόνιμος εγωισμός, ο οποίος αν είναι ορθολογιστικός, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και το είδος σου, δεν πετάς σκουπίδια για σένα, όχι για τον άλλον, χαζέ άνθρωπε, ψηφίζεις για εσένα -μα εμένα θα μου διορίσει το παιδί... -σήμερα θα σου το διορίσει, αύριο; Αύριο έχει ο θεός! Αλήθεια; Δεν σε νοιάζει;
― Αν είμαστε χρήσιμοι για τον εαυτό μας, τότε μπορούμε να είμαστε χρήσιμοι και για τους άλλους.
Yes! Όπως είπε κι η Ραντ, Before somebody is able to say I love you, she or he must be able to say I. Δεν μεταφράζεται εύκολα στα ελληνικά.
Αυτό είναι που με κρατάει στο ξεκίνημα της μέρας, το πρωί ξυπνάω και αφοσιώνομαι για την αξιοπρέπεια του μαζί
Με ρώτησες στην αρχή γιατί τα κάνω όλα αυτά. Έχει να κάνει με τη συνείδηση, με την απόφασή μου ότι δεν είμαι μόνος μου σε αυτόν τον κόσμο και ότι εγώ εγωιστικά έχω ανάγκη τους άλλους για να μπορέσω να τα καταφέρω να πάω παρακάτω, να πάω περισσότερο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σέβομαι το ότι υπάρχουν οι άλλοι θέλω να πάω εκεί έξω για να υπενθυμίζω στον εαυτό μου και σε αυτούς ότι είμαστε μαζί.
Ο Χρήστος Γραμματίδης, ένα μυαλό που για μένα λείπει, έλεγε στο μαζί κρύβεται η αξιοπρέπεια. Αυτό είναι που με κρατάει στο ξεκίνημα της μέρας, το πρωί ξυπνάω και αφοσιώνομαι για την αξιοπρέπεια του μαζί. Και ξεκινάω με ό,τι έχω αποφασίσει εγώ ότι μου κάνει καλό και είναι ωφέλιμο –αν έφτιαχνα κέικ, μπορεί να άνοιγα έναν φούρνο και να έφτιαχνα κέικ–, και πάω να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Αν σου αρέσει εσένα, σε κάποιον άλλο και σε κάποιον τρίτο, είμαστε πλήθος!
«σήμερα» με τον Πάρι Μέξη κάθε πρωί 10-11 Δευτέρα με Παρασκευή στο Τρίτο Πρόγραμμα (95.6) και on demand στο ERTecho κάθε φορά οι τελευταίες πέντε εκπομπές.