Θεατρο - Οπερα

Θοδωρής Γκόνης: «Το Ναύπλιο είναι μια ιδιαίτερα δραματική πόλη»

Ο ποιητής, ηθοποιός, στιχουργός και σκηνοθέτης μιλά στην ATHENS VOICE

Γιώργος Δήμος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Θοδωρής Γκόνης μιλάει στην ATHENS VOICE για το αγαπημένο του Ναύπλιο με αφορμή του 1ου Φεστιβάλ Ακροναυπλίας

Ο ποιητής, ηθοποιός, στιχουργός και σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης γεννήθηκε στην Γκάτζια της Αργολίδας, αλλά μεγάλωσε στο Ναύπλιο και νιώθει πως έχει μια σχέση «διαγωγής» με την πρώτη πρωτεύουσα της σύγχρονης Ελλάδας. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που ο Δήμος Ναυπλίου τον προσκάλεσε να αναλάβει την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του Φεστιβάλ Ακροναυπλίας, που θα πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά φέτος, από τις 26 Αυγούστου έως τις 9 Σεπτεμβρίου.

Η Ρένη Πιττακή, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Όλια Λαζαρίδου, ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Ρένος Χαραλαμπίδης, η Νεφέλη Φασούλη και ο Φώτης Σιώτας είναι μόνο μερικά από τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου, της μουσικής και των γραμμάτων που θα συμμετάσχουν, παρουσιάζοντας ειδικά σχεδιασμένες δράσεις σε τοπόσημα υψηλού συμβολισμού, όπως το Θέατρο Ακροναυπλίας, την Ακρόπολη Ασίνης και τον παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Ναυπλίου.

Λίγες μέρες πριν ανοίξει η αυλαία του φεστιβάλ, ο Θοδωρής Γκόνης μίλησε στην Athens Voice για τη σχέση των δρώμενων αυτών με την βαρυσήμαντη ιστορία του Ναυπλίου, αλλά και τις λογοτεχνικές επιρροές που ενέπνευσαν το φετινό πρόγραμμα.

Ποια είναι η σχέση σας με το Ναύπλιο και πως προέκυψε η ιδέα για ένα νέο καλλιτεχνικό φεστιβάλ στον ιστορικό αυτό τόπο;

Με κάλεσε ο Δήμαρχος Ναυπλίου, κύριος Ορφανός και ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, κύριος Καράπαυλος και μου ζήτησαν να κάνω ένα φεστιβάλ στο Ναύπλιο. Αυτό για μένα αυτό ήταν πολύ τιμητικό. Φυσικά, δεν μπορούσα να αρνηθώ, χωρίς να εννοώ πως μου «όφειλε» κάτι το Ναύπλιο. Κάθε άλλο. Συμφώνησα γιατί ήταν μία χαρά για μένα να επιστρέψω στον χώρο της αφετηρίας μου. Μπορεί να έφυγα από το Ναύπλιο σωματικά πριν από χρόνια, όμως ήμουν πάντα παρόν, μέσα από τα τραγούδια ή τα κείμενα που έφτιαχνα. Ελάνθανε και υπήρχε το Ναύπλιο αρκετά μέσα στο έργο μου. Εξάλλου, το Ναύπλιο έχει πολλά σκαλοπάτια και «ανεβοκατεβαίνει» κανείς. Με το Ναύπλιο έχω σχέση τόσο καταγωγής, όσο και «διαγωγής».

Το πρόγραμμα του φεστιβάλ θα είναι «πολυσυλλεκτικό», με ονόματα τόσο από τον χώρο του θεάτρου, όσο και από εκείνον του τραγουδιού να συμμετέχουν σε αυτό, ενώ κεντρικός θα είναι και ο ρόλος της λογοτεχνίας. Πώς εμπνευστήκατε αυτό το καλλιτεχνικό αμάλγαμα;

Θα έχουμε την μεγάλη τιμή το φεστιβάλ να εγκαινιαστεί από δύο πολύ σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς, την Ρένη Πιττακή και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, με κείμενα που συνομιλούν άμεσα με τον τόπο. Τόσο το κείμενο του Γιάννη Ρίτσου, που ερμηνεύει η Ρένη, όσο και το κείμενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Οι φυλακές του Ναυπλίου», που ερμηνεύει η Καρυοφυλλιά, έχουν άμεση σχέση με την Ακροναυπλία. O Καρκαβίτσας μιλάει για το Παλαμήδι, το Μπούρτζι και άλλες φυλακές που ο ίδιος είχε επισκεφτεί τον προ-περασμένο αιώνα. Ήταν, άλλωστε, μια τεράστια φυλακή το Ναύπλιο. Ήταν λίγο εσκεμμένο το να ανοίξουν το φεστιβάλ άνθρωποι που έχουν την ιστορία τους στο θέατρο, καθώς το Ναύπλιο βρίσκεται γεωγραφικά πολύ κοντά στην Επίδαυρο. Οι συγκεκριμένες ηθοποιοί έχουν, άλλωστε, την ιστορία τους στο θέατρο της Επιδαύρου και όχι μόνον εκεί.

Τα δρώμενα, στην ουσία, συνομιλούν με την ιστορία της πόλης. Δραματολόγος εδώ είναι το ίδιο το Ναύπλιο. Άλλωστε, πρόκειται και για μία ιδιαίτερα δραματική πόλη, όπως πολύ ωραία περιγράφει και ο Άγγελος Τερζάκης. Σκοπός μας ήταν να αναδειχτεί η πόλη μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα και την ιστορία της. Αν είχαμε και περισσότερο χρόνο θα συμπεριλαμβάναμε ακόμα πιο πολλά. Εγώ είμαι υπέρ της τοπικής καλλιέργειας σε ένα φεστιβάλ. Πρέπει να παράγει στον τόπο του, χωρίς βέβαια να περιχαρακώνεται. Πάντα με ανοιχτούς ορίζοντες και με συνομιλία με τον τόπο. Αυτό είναι κάτι που αναφέρουμε και στο πρόγραμμά μας, ότι ουσιαστικά «συζούμε» με ανθρώπους των περασμένων εποχών, καθώς η σκιά εκείνων που έχουν ζήσει στο Ναύπλιο (αν κάποιος δεν έρχεται απλώς ως τουρίστας, αλλά και λίγο ως προσκυνητής) είναι αισθητή. Αυτό είναι κάτι που μας αρέσει. Μπορούμε να «συγκατοικήσουμε» μαζί τους. Τα ονόματά τους είναι άλλωστε ανάγλυφα στην πόλη.

Πώς επηρέασε τα δρώμενα του φεστιβάλ η πολιτιστική ταυτότητα του Ναυπλίου;

Η λογοτεχνία και η ίδια η ιστορία είναι αυτές που μας καθοδήγησαν. Επιστρέφοντας στο Ναύπλιο μετά από χρόνια, σε μεγαλύτερη ηλικία, είδα τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Αυτό ήταν κάτι που φυσικά με ξάφνιασε. Πρόκειται για έναν τόπο κατάσπαρτο με ιστορίες. Είναι στην ουσία μια πόλη που έχει φτιαχτεί με αίμα. Υπάρχει, άλλωστε, και η σκιά της μεγάλης δολοφονίας του Καποδίστρια, που άλλαξε την ιστορία της Ελλάδας. Όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο σχολείο, όλα αυτά δεν τα σκεφτόμασταν. Περπατούσαμε στους δρόμους χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως εκεί είχε περπατήσει ο Καποδίστριας, ο Υψηλάντης, η Μπουμπουλίνα, οι Βενετοί και οι Φράγκοι κατακτητές, ότι δίπλα υπήρχε το Μπούρτζι, όπου πέρασε τον μήνα του μέλιτος ο Εμπειρίκος μαζί με την Μάτση Χατζηλαζάρου και ο Σεφέρης φωτογράφησε (τολμηρά για την εποχή) την σύζυγό του, Μάρω. Στην Ασίνη, από την άλλη, κάποτε είχε βρεθεί μέχρι και ο Αλέν Ντελόν, μαζί με τον Βισκόντι και τη Ρόμι Σνάιντερ. Είναι μια πόλη γεμάτη από τέτοιες σκιές του παρελθόντος. Όλη αυτή την ιστορία εμείς την αγνοούσαμε τότε.

Θέλαμε να δείξουμε πως το Ναύπλιο δεν είναι μόνο το «παγωτό» και το «κομπολόι». Καλά είναι και αυτά, όμως έχουν μικρή σχέση με την αληθινή ιστορία του τόπου. Εκεί ακούστηκε το πρώτο πιάνο στην Οικία Άρμανσπεργκ, της Aντιβασιλείας, όπου σήμερα μπορεί κανείς να βλέπει έναν νεαρό να σερβίρει καφέ και ταυτόχρονα να ακούγεται το ίδιο τρίξιμο στο σκαλοπάτι που είχε τρίξει και στο πόδι του Όθωνα και της Αμαλίας, χωρίς ευτυχώς να το έχει υπόψη του.

Εξετάζουν κάποιες από τις δράσεις, όπως οι «Φωτογραφίες που ‘μιλάνε’», στο Πάρκο Κολοκοτρώνη, τον τρόπο με τον οποίο βλέπει το Ναύπλιο ένας επισκέπτης;

Υπάρχει μια απορία, σχεδόν παντού πια, αν οι άνθρωποι έρχονται να δουν έναν τόπο ή απλώς να φωτογραφηθούν. Η δράση που κάνουμε στο Πάρκο έχει σχέση με δύο υπαίθριους φωτογράφους που σύχναζαν εκεί πάλαι ποτέ. Μια φωτογραφία του Ναυπλίου που μπορεί κανείς να έχει, από τα παιδικά του χρόνια, είναι εκεί, σε αυτό το πάρκο. Το φόντο είναι πάντα το ίδιο, με το πεζουλάκι από τσιμέντο και το κανόνι στο βάθος, ή το Παλαμήδι. Όπως και στη ζωγραφική, έτσι και στη φωτογραφία το φόντο έχει συχνά περισσότερη σημασία από το ίδιο το θέμα. Οπότε μας απασχολεί το φόντο. Καλούμε όλους του Ναυπλιώτες και τους κατοίκους της γύρω περιοχής να φέρουν τη φωτογραφία αυτή και να πουν την ιστορία της. Κάποιοι συγγενείς ή φίλοι που απεικονίζονται στις φωτογραφίες δεν ζουν πια, άλλοι έχουν φύγει, κλπ. Θέλω να πιστεύω πως αυτό γίνεται χωρίς κάποια γραφικότητα, με σκοπό να ξαναθυμηθούμε πως το Ναύπλιο έχει και μια άλλη ιστορία. Είναι το «Ναύπλιον», με «ν» στο τέλος, το οποίο προσπαθούμε ζηλότυπα να διατηρήσουμε.

Το κάθε δρώμενο θα παρουσιαστεί σε ένα διαφορετικό, αλλά πάντα συμβολικής σημασίας μέρος της πόλης. Πείτε μας δυο λόγια για τα τοπόσημα αυτά.

Αγαπώ πάρα πολύ τα ονόματα των τόπων. Κάπου είχα διαβάσει πως αν αναφέρεις ένα όνομα πάνω από εκατό φορές, κάτι θα συμβεί. Η Ακροναυπλία, η Πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, το Πάρκο του Κολοκοτρώνη, η Αρχαία Ασίνη, ο παλιός σταθμός του τρένου (που δεν φτάνει πια στην πόλη), η Αγία Μονή, το Μπούρτζι, τα «Πέντε αδέλφια», η Καρμανιόλα, το Παλαμήδι. Όλα αυτά τα ονόματα, αν τα βάλει κανείς στην «προσευχή» του, κάτι συμβαίνει. Λέγοντας το όνομα ξανά και ξανά, από ένα σημείο και ύστερα, είναι σαν να μιλάς σε άνθρωπο. Γυρίζει και σε «κοιτάζει» και ο ίδιος ο τόπος. Δεν πρόκειται για κάτι το μεταφυσικό, αλλά αντίθετα για κάτι το απόλυτα φυσικό. Άλλωστε, οι τόποι είναι στην ουσία οι άνθρωποι που έχουν ζήσει εκεί.

Ποια ήταν η διαδικασία επιλογής των καλλιτεχνών που συμμετέχουν στο 1ο Φεστιβάλ Ακροναυπλίας; Έχετε συνεργαστεί με ορισμένους από αυτούς στο παρελθόν;

Σχεδόν με όλους έχω συνεργαστεί κατά καιρούς, είτε στο θέατρο, είτε στη μουσική. Το βασικό, όμως, δεν είναι αυτό. Τα ίδια τα κείμενα υποδείκνυαν τον ηθοποιό. Πρέπει κανείς να αφήνεται σε ένα κείμενο: «Άφεση και εμπιστοσύνη». Αυτό δεν συμβαίνει συχνά πια, είμαστε όλοι αρκετά καχύποπτοι και το πληρώνουμε αυτό.

Ο τρόπος, για παράδειγμα, που αφηγείται ένα κείμενο η Καρυοφυλλιά μου αρέσει πάντα. Έχει μια μεγάλη αναπνοή στην αφήγηση. Επίσης, η Ρένη Πιττακή είναι για μένα μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της εποχής μας. Ύστερα από τη φετινή της ερμηνεία στις «Τρεις ψηλές γυναίκες», που έπαιξε στον Πειραιά, ήξερα ότι ήθελα να συνεργαστούμε σε αυτό το φεστιβάλ.

Στην παράσταση που ανοίγει την αυλαία του φεστιβάλ, τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», έχετε και σκηνοθετικό ρόλο. Τι σας έκανε να επιλέξετε το συγκεκριμένο έργο για την έναρξη;

Όπως είπα και νωρίτερα, ολόκληρο το έργο του Ρίτσου συνομιλεί με την Ακροναυπλία και τους Ακροναυπλιώτες. Έτσι, ήταν βέβαιο από την αρχή πως το φεστιβάλ θα άνοιγε με ένα κείμενο του Ρίτσου. Τόσο η Ρένη, όσο και εγώ είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» οπότε ήταν κάτι που επιλέξαμε από κοινού. Έχει, βέβαια, παιχτεί αρκετά και ίσως έχει «κακοπαιχτεί» κατά καιρούς, με έντονα μελοδραματικά στοιχεία, κλπ. Η ερμηνεία της Ρένης είναι κάτι άλλο. Δεν παίζει απλά τον ρόλο, «είναι» ο ρόλος. Αυτή την έννοια την κατάλαβα πρώτη φορά μιλώντας με τη Ρένη. Ο μεγάλος ηθοποιός ανεβαίνει σε ένα επίπεδο όπου παύει να είναι ο ίδιος, έχει γίνει πια ένα άλλο πρόσωπο. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο καθένας. Τα κείμενα του Ρίτσου πρέπει να ερμηνεύονται μόνο από μεγάλους ηθοποιούς, γιατί αλλιώς χάνουν.

Το φεστιβάλ συνεχίζει και με άλλες παραστάσεις βασισμένες τόσο σε ποιητικά, όσο και σε λογοτεχνικά έργα. Μιλήστε μας λίγο για αυτές.

Υπάρχει, επίσης, η παράσταση στην Ασίνη με τα δύο ποιήματα του Σεφέρη και του Καρούζου που συνομιλούν. Ύστερα είναι το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα που μιλάει για τους μοιραίους Μαυρομιχάληδες και βέβαια η συνάντηση του Νίκου Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη, έξω από το σπίτι του. Υπάρχει ένα υπέροχο κείμενο επάνω στο οποίο έχει βασιστεί αυτή η παράσταση, που μιλάει επί παντός επιστητού (για το Ναύπλιο, τη ζωή κλπ.) και εδώ τον ρόλο του μεν Καρούζου υποδύεται ο Ακύλας Καραζήσης, ενώ τον ρόλο του Ζουγανέλη υποδύεται ο Ρένος Χαραλαμπίδης. Αυτή η δράση θα γίνει έξω από το πραγματικό σπίτι του Καρούζου, απέναντι από τον παλιό σταθμό του τρένου.

Ποιες άλλες λογοτεχνικές ή μουσικές σας επιρροές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τον σχεδιασμό του φετινού προγράμματος;

Ήταν σίγουρα ο Ρίτσος και βέβαια ο Καρκαβίτσας. Με την Καρυοφυλλιά, την οποία εκτιμώ και θαυμάζω, μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο, οπότε όταν της πρότεινα το κείμενό του, το δέχτηκε χωρίς δεύτερη συζήτηση. Δούλεψε πάνω στο κείμενο και το μελέτησε σαν μαθήτρια, παρότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ογκώδες βιβλίο. Τη σύνθεση την έκανε η ίδια και αυτό από μόνο του είναι αξιοθαύμαστο.

Ως μουσικός, στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» συμμετέχει και ο Φώτης Σιώτας. Συνεργαζόμαστε συχνά μαζί και έχουμε κάνει και δύο δίσκους τελευταία. Στο δεύτερο, μουσικό κομμάτι του προγράμματος, θα γίνει μια συναυλία και με δικά του κομμάτια, αλλά και με της Νεφέλης Φασούλη, που είναι μια εξαιρετική νέα τραγουδίστρια, που τυχαίνει να κατάγεται από το Άργος. Το πρόγραμμα, κατά αυτόν τον τρόπο, θα ολοκληρώνεται με μία σχετικά πιο ανάλαφρη νότα.

Είναι η πρώτη χρονιά του φεστιβάλ, οπότε λογικό είναι να υπάρχει κάποια αγωνία. Τι βλέψεις έχετε για το μέλλον;

Σίγουρα έχουμε αγωνία, όμως, δεν χρειάζεται κανείς να επιτύχει για να συνεχίσει. Από τους ανθρώπους που θαυμάζω, μόνο μεγάλες αποτυχίες έχω δει. Ήταν, όμως, νεαροί και οι αποτυχίες τους ήταν μεγαλοφυείς!

Θέλουμε τόσο εμείς, όσο και ο Δήμος Ναυπλίου να μακροημερεύσει το φεστιβάλ και να συνεχίσουμε, αλλά εγώ έχω βάλει έναν όρο: Με το που τελειώνει το φεστιβάλ θα πρέπει να αρχίσουμε να οργανώνουμε το επόμενο. Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και υπεύθυνοι απέναντι στη δουλειά που κάνουμε και στην πόλη, πρέπει να δοθούν παραγγελίες σε ανθρώπους από νωρίς, ούτως ώστε να έχουν το χρόνο να δουλέψουν. Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνονται τελευταία στιγμή.

Υπάρχει επίσης μια σκέψη, κάποια στιγμή μελλοντικά, να κάνουμε κάτι και στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου. Θα πρέπει, ωστόσο, να είναι κάτι που να έχει άμεση σχέση με τον τόπο. Όχι απαραίτητα κάτι σχετικό με τα τοπικά ήθη και έθιμα, αλλά περισσότερο με το κύρος που εμπνέει ένας τόπος.