Θεατρο - Οπερα

Νίκο Διαμαντή, τι οφείλουμε στη Δημοκρατία;

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά μιλάει για τη νέα του παράσταση-πλατφόρμα

Γιώργος Δήμος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νίκος Διαμαντής: Συνέντευξη για το «Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία», τη νέα του παράσταση-πλατφόρμα για το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024.

Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής, που πρόσφατα ανέλαβε για δεύτερη φορά καθήκοντα Καλλιτεχνικού Διευθυντή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (ΔΘΠ) μετά την επιτυχημένη πρώτη του θητεία (2015-2020), ετοιμάζει τη νέα του παράσταση-πλατφόρμα για το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024. Με τίτλο «Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία», η παράσταση εστιάζει στο τρίπτυχο υγεία-γλώσσα-τροφή και παρουσιάζεται διαδοχικά στο Νοσοκομείο «Η Σωτηρία» (5/7), την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (6/7) και την Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου (7/7), σε συμπαραγωγή με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Οι θεατές θα έχουν τη δυνατότητα να περιηγηθούν σε κάθε έναν από τους χώρους, με ελεύθερη είσοδο, καθημερινά, από τις 7 μ.μ. έως τις 10 μ.μ.

Στην παράσταση συμμετέχουν επτά συγγραφείς, δεκαπέντε ηθοποιοί/«performer», τρεις εικαστικοί επιμελητές και μια ομάδα ποιητών, χορευτών, εικαστικών, μουσικών, φιλοσόφων, κοινωνικών δομών και Ιδρυμάτων. Αμέσως μετά από μία από τις τελευταίες του πρόβες, ο σκηνοθέτης μίλησε στην Athens Voice για την κεντρική ιδέα της παράστασης, τον τρόπο που την προσέγγισε, αλλά και τον κοινωνικό ρόλο που αυτή ευελπιστεί να παίξει.

Ο Νίκος Διαμαντής μιλάει για το «Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία»

Η νέα σας παράσταση-εγκατάσταση, με την οποία συμμετέχετε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024, φέρει τον τίτλο «Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία», που μοιάζει σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους θεατές;

Είναι μια παράσταση επάνω στη δραματουργία του επείγοντος. Το μήνυμα είναι ότι, μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, η Τέχνη οφείλει να βρει τις «απαντήσεις» (ή για την ακρίβεια τα σωστά ερωτήματα) επάνω στα επείγοντα θέματα, τα οποία αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Ο κύριος άξονας των θεμάτων που αναδεικνύονται στην καινούρια αυτή εποχή είναι η συνύπαρξη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο άνθρωποι με διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικές θερμοκρασίες, διαφορετικές απόψεις, περισσότερο ή λιγότερο, μπορούν να συνυπάρχουν. Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο συνυπάρχουμε και πώς μπορούμε να χτίσουμε το «κοινό καλό»; Σε αυτό το μοτίβο σκέψης αποφάσισα να δημιουργήσω, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών (και την Κατερίνα Ευαγγελάτου, την οποία ευχαριστώ ιδιαιτέρως), που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε όλη αυτή την «πλατφόρμα», όπως την ονομάζω, «διασταυρούμενων απόψεων».

Ο τίτλος, σαν ερώτημα, αποδείχθηκε ότι είναι πολύ επίκαιρος και αυτό που με ενδιέφερε κυρίως, μέσα από αυτόν, είναι το αντίθετο του πράγματος. Αυτή τη στιγμή, κατά κάποιον τρόπο, όλοι συζητάμε για την άνοδο της ακροδεξιάς, για τον λαϊκισμό, για την τοξικότητα των πεδίων κλπ., ξεχνώντας στην πραγματικότητα να αποδώσουμε έναν φόρο τιμής σ’ αυτό που αποτελεί το υπόβαθρο επάνω στο οποίο πατάμε: την καθεαυτή δυνατότητα να συζητάμε. Έχουμε τη δυνατότητα να ανταλλάσσουμε απόψεις με σεβασμό. Αυτό είναι το κύριο κέρδος και ο τίτλος υποκρύπτει τη θετική πλευρά των συζητήσεων, της ανταλλαγής απόψεων, του ότι μπορούμε να μιλάμε επί ίσοις όροις, έχοντας διαφορετικές απόψεις και μετακινούμενοι από το «εγώ» στην κοινότητα. Όλοι μας μιλάμε για τη δημοκρατία που κινδυνεύει.

Αναμφισβήτητα, υπάρχουν όλες αυτές οι αιτιάσεις του καιρού, όπου παρατηρούμε πως πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στον δημόσιο βηματισμό μας. Βεβαίως ισχύουν όλα αυτά. Ήθελα όμως να γυρίσω και να δω για ένα δευτερόλεπτο το ποτήρι της ανθρώπινης συνύπαρξης μισογεμάτο. Ήθελα να εστιάσω πάνω στο «κοινό καλό» που δημιουργείται όταν μπορούμε να συνθέτουμε απόψεις. Θεωρούμε ότι αν κάτι μας προσέφερε η δημοκρατία, όλο αυτό το διάστημα, αν κάτι κερδίσαμε, ήταν ακριβώς αυτή η συνύπαρξη των διαφορετικών. Η αναγνώριση της διαφοράς μας και ταυτόχρονα η δυνατότητα του να μπορείς να συνδυάζεις διαφορετικά πράγματα. Η κατάκτηση της ομοιομορφίας και η δημιουργία μιας παγκόσμιας αρμονίας μέσα από τις φωνές και τις «μουσικές» διαφορετικών ανθρώπων. Αυτό προσπαθεί να αναδείξει η παράσταση. Δημιουργεί μικρά ερωτήματα στην προσπάθεια του να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον. Ισότιμα και με σεβασμό.

© Σταύρος Χαμπάκης

Οι θεατές πρόκειται να συναντήσουν δρώμενα, εκθέσεις, παρεμβάσεις, περφόρμανς και εργαστήρια με συμμετοχή τριάντα και πλέον καλλιτεχνών, ενώ τα κείμενα υπογράφουν ενδιαφέρουσες σύγχρονες φωνές του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Ποια ήταν η αρχική σας ιδέα για αυτή την παράσταση;

Η ιδέα ήταν να συνομιλήσω με ανθρώπους που εκτιμώ, με ανθρώπους που σέβομαι την άποψή τους και, με αλληλεγγύη, να αποδείξω ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από την προσωπική μεγαλομανία και αλαζονεία και να συνθέσουμε ένα σύνολο —ένα σύμπαν. Αν κάτι προτείνει το «Τι οφείλουμε στη Δημοκρατία», αυτό είναι ένα καλλιτεχνικό σύμπαν, που αποτελείται από καλλιτέχνες οι οποίοι διασταυρώνουν τις απόψεις τους με αλληλεγγύη, ταπεινότητα και σεβασμό, αποδεικνύοντας ότι οι διαφορετικές θέσεις έχουν τόπο σε ένα ευρύτερο σύνολο. Αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι ακόμα και σε έναν εγωιστικό κόσμο και μια εποχή μεγαλομανίας μπορούμε να συνυπάρξουμε ανατρέποντας, επιμένοντας, με καινούρια δύναμη και να δημιουργήσουμε ένα καινούριο μέλλον —μια νέα πρόταση. Νομίζω πως αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος όλης αυτής της προσπάθειας.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους καλλιτέχνες που εμπλέκονται στην παράσταση; Ήταν εύκολο ή δύσκολο να δουλέψετε με τόσα άτομα ταυτόχρονα;

Πραγματικά δεν ήταν δύσκολο. Ήταν φυσικό. Υπήρξε μία «συνομιλία», η οποία έδειξε τη «δίψα» για συνεργασία ανάμεσα σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό είναι κάτι που εκτίμησα ιδιαίτερα σε αυτή τη διαδρομή του ενός έτους που αφιερώσαμε πάνω σε αυτή την πλατφόρμα. Συζητήσαμε, συνεργαστήκαμε και χτίσαμε πράγματα, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει πολλή ενέργεια και μία ανάγκη συνομιλίας. Είναι ένα ουσιαστικό καλλιτεχνικό μοντέλο, στο οποίο συνυπήρξαμε, χτίζοντας μαζί πράγματα. Ο «σεβασμός» και η «αλληλεγγύη», δύο έννοιες επάνω στις οποίες στηρίχτηκε αυτό το πρότζεκτ, με έχουν γεμίσει πολύ μεγάλη χαρά, εδώ και ένα χρόνο, δείχνοντας τη «δίψα» του καλλιτεχνικού κόσμου να παρέμβει στο σήμερα, στην εποχή.

Τι σας έκανε να επιλέξατε το Νοσοκομείο «Η Σωτηρία», την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και την Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου ως τους τρεις χώρους όπου θα διεξαχθεί η παράσταση;

Ξεκινώντας από το πώς η δημοκρατία κατακτά τις ζωές μας, άλλοτε με λιγότερο και άλλοτε με περισσότερο ευθύ τρόπο, κατέληξα να επιλέξω τρεις εμβληματικούς χώρους και τρεις θεματικές ενότητες: την υγεία, τη γλώσσα και τους νόμους, χωρίς βέβαια να αφήσω απ’ έξω την τροφή και φυσικά την κλιματική αλλαγή. Σε αυτές τις τρεις θεματικές θεωρώ ότι συμπυκνώνεται η «οφειλή» μας στη δημοκρατία. Συμπυκνώνεται, με την έννοια ότι, αν απογυμνώσουμε την πορεία της ζωής μας από τις δικές μας επιλογές, θα δούμε ότι υπάρχει ένα μεγάλο μερίδιο που χρωστάμε στην έννοια της δημοκρατίας, σε όλα αυτά που μας πρόσφερε ο πατέρας μας και ο παππούς μας, η μνήμη μας  και σε αυτά που τελικά οφείλουμε να δώσουμε πίσω στα παιδιά μας. Η δημοκρατία μας δημιουργεί, με τον τρόπο της, μια «οφειλή» μέλλοντος προς τα μπροστά. Μας κάνει να συλλογιζόμαστε το «χρέος» μας απέναντι στα παιδιά μας, τον κόσμο μας και τις επόμενες γενιές.

Ο Νίκος Διαμαντής στην Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου © ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Συνδέεται καθόλου η θεματολογία της παράστασης αυτής με το ξεκίνημα της δεύτερης θητείας σας ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά;

Αισθάνομαι πολύ περήφανος που μας δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσουμε ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός, που συνομιλεί σε πολλά επίπεδα με την εποχή του και τον καλλιτεχνικό χώρο και που παρεμβαίνει σε μια πόλη σαν τον Πειραιά, μέσω του Φεστιβάλ Αθηνών. Όλοι εμείς αισθανόμαστε πολύ περήφανοι και ταυτόχρονα ταπεινοί, με πολύ μεγάλο σεβασμό σε αυτά που οφείλουμε να δώσουμε στον κόσμο. Προσπαθούμε, με την κοινή λογική και με πολύ μεγάλη προσοχή, να δημιουργήσουμε ένα παραδειγματικό καλλιτεχνικό γεγονός στο οποίο καλούμε τον κόσμο να έρθει και να συμμετάσχει με όποιο τρόπο θέλει ο καθένας. Η είσοδος είναι ανοιχτή: μπορεί κανείς να καθίσει, να περιηγηθεί, να συνομιλήσει, να ακούσει, να παρακολουθήσει, κλπ. Θέλουμε αυτή η ενέργεια, αυτή η δύναμη, αυτή η χαρά να μεταφραστεί σε ένα όραμα μέλλοντος. Αν ανησυχούμε για κάτι, αυτό είναι το αύριο. Δεν μας ενδιαφέρει να είμαστε επιτυχημένοι (με την αλαζονική έννοια του όρου). Νομίζω, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια ανοιχτή πλατφόρμα επάνω στην οποία ο κόσμος θα μπορέσει να ακουμπήσει για να δημιουργήσει όνειρα, σκέψεις και κυρίως έναν βηματισμό προς τα μπροστά, συζητώντας την «οφειλή» του απέναντι στον άνθρωπο, στα ζώα, τα φυτά και τη φύση γενικότερα, την υγεία, τη γλώσσα, τους νόμους, κλπ. Στοχαζόμαστε με κοινό τρόπο∙ συν-αρμονιζόμαστε σε αυτό που δημιουργούμε για το μέλλον. Αυτό είναι κατά την άποψή μου το παραδειγματικό στοιχείο, το οποίο με εμβληματικό τρόπο προτείνω σαν λειτουργία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Πάντα δυνατά, πάντα καθαρά, όλοι μαζί για όλους.

Είχατε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σας τον κοινωνικό ρόλο της Τέχνης, αλλά και αυτόν των καλλιτεχνών, ότι δηλαδή οφείλουν να εκπαιδεύουν το κοινό και να καλλιεργούν την κριτική του σκέψη;

Δεν νομίζω πως μπορείς να είσαι καλλιτέχνης χωρίς κοινωνική συνείδηση. Ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν είναι αποκομμένος. Δεν ζει μόνο στη σφαίρα του εαυτού του. Ο καλλιτέχνης έχει πάντα την «έγνοια». Την «έγνοια» για τον διπλανό του, την «έγνοια» για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η καλλιτεχνική πράξη είναι μια αναμέτρηση με τον κόσμο που μας περιβάλλει, μια ερμηνεία του, διαδοχές ερωτημάτων, αναζήτηση απαντήσεων: ένα παράθυρο, που ανοίγουμε προς το άγνωστο —προς τον κόσμο. Άρα, υπό αυτήν την έννοια, πάντα μας ενδιαφέρει, στα ουσιώδη, ο άνθρωπος.

Πάντα με ενδιέφερε ο άνθρωπος στην άκρη του κόσμου. Με ενδιέφερε το πώς αντιμετωπίζει τον κόσμο γύρω του, το σύμπαν, τα διάφορα ερωτήματα, τη μοναχικότητα ή τη μοναξιά απέναντι στους πολλούς. Θεωρώ ότι αυτό είναι μία τεράστια κινητήριος δύναμη από το κοινωνικό μας βάθος, προς το κοινωνικό μας μέλλον. Το κοινωνικό βάθος είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας, μέσα από τις προσωπικές αντανακλάσεις, αλλά και αυτών γύρω μας. Το κοινωνικό μας μέλλον είναι ο τρόπος που συνθέτουμε αυτές τις αντανακλάσεις, δημιουργώντας μία κοινωνία. Θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης διαρκώς μετακινείται από το ένα στο άλλο, διαρκώς έχει ερωτήματα, διαρκώς ψάχνει απαντήσεις.

Ο εκπαιδευτικός ρόλος της Τέχνης είναι αυτόματος. Έχει να κάνει με τα αισθητικά πρότυπα, με τις επιλογές που κάνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης μέσω της «γλώσσας» που χρησιμοποιεί στο έργο. Επιλέγοντας την καλλιτεχνική πράξη, επιλέγουμε και μία «γλώσσα», έναν τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουμε και δημιουργούμε. Αυτή η «γλώσσα» ξεκινάει από το θέμα, τη δραματουργία, τον τρόπο με τον οποίο την επεξεργαζόμαστε και την επικοινωνούμε στον κόσμο. Είναι μία κατεξοχήν εκπαιδευτική παρέμβαση. Είναι, όμως, μια λοξή και έμμεση καλλιτεχνική παρέμβαση, με την έννοια ότι ο καλλιτέχνης ποτέ δεν υψώνει το δάχτυλο. Πάντα το κάνει έμμεσα. Ανοίγει έναν κόσμο και προσπαθεί να μας μετακινήσει από τη μία μεριά προς την άλλη, με πολλή μεγάλη προσοχή και ευαισθησία, αλλά και με τεράστια απαντοχή. Ο καλλιτέχνης, με καθετί που κάνει, κινείται στο χώρο του πολύτιμου. Εκεί ακριβώς εδράζεται η ευαισθησία, όχι στο σηκωμένο δάχτυλο και στην διδασκαλία. Είναι σαν μια στιγμή όπου μας εκπλήσσει κάτι στη ζωή και αφουγκραζόμαστε, κρατώντας την ανάσα μας. Έτσι και ο καλλιτέχνης αφουγκράζεται και εκπαιδεύει τον κόσμο, με τον μαιευτικό τρόπο του να σε εκπλήσσει με έναν νέο τρόπο θέασης. Δίνει το έναυσμα, δίνει τη σπίθα. Με αυτόν τον τρόπο μετακινεί τα προσωπικά σύνορα του κάθε θεατή ή συμμετέχοντα στο έργο του.

Έχετε σκηνοθετήσει περίπου 100 έργα και έχετε παρουσιάσει σύγχρονους συγγραφείς, πολλούς από αυτούς για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Έχετε επίσης σκηνοθετήσει αρχαία τραγωδία, όπερα, αλλά και θέατρο για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Η παράσταση αυτή είναι πιο διαδραστική, έως και πειραματική. Τι σας έκανε να διαλέξετε αυτή τη νέα φόρμα;

Κάνω θέατρο μια ολόκληρη ζωή γιατί θεωρώ πως είναι ένας πολύ σημαντικός βηματισμός που ακουμπάει τον κόσμο όλο. Η θεατρική πράξη ενώνει τους ανθρώπους, βάζοντάς τους ένα σύνορο, ένα όριο, χρονικό και χωρικό, το οποίο καλούνται να μετακινήσουν. Αποτελεί ένα πολύ ισχυρό κοινωνικό πρόταγμα. Θεωρώ ότι η ανανέωση του θεάτρου, ψάχνοντας συνεχώς για μια συνομιλία με το σήμερα, είναι ένας παραδειγματικός τρόπος δημοκρατίας. Το θέατρο είναι μια απόλυτα δημοκρατική και ισότιμη πράξη γιατί είσαι «γυμνός»: Οι συντελεστές μιας παράστασης βρίσκονται απόλυτα εκτεθειμένοι απέναντι στον κόσμο που θα συναντήσουν. Αυτή είναι η απόλυτη μορφή της δημοκρατίας.

Τώρα, όσον αφορά τη μορφή μιας παράστασης, δημιουργούμε περιβάλλοντα στα οποία ο θεατής εισέρχεται και συνομιλεί με αυτό που βλέπει και τον καλούμε διαρκώς να τα μετακινήσει .Μάλιστα, μπορεί να επανέλθει σε κάτι που είδε νωρίτερα, καθώς αυτό συνεχίζεται και εξελίσσεται. Υπάρχει, λοιπόν, μια «διάδραση» με το συμβάν. Υπάρχει ένας κόσμος από δράσεις, μέσα στον οποίο εισέρχεται ο θεατής, οι οποίες αλληλο-νοηματοδοτούνται και τον φέρνουν αντιμέτωπο με κεντρικά ερωτήματα ζωής. Τέτοια ερωτήματα, που μπορεί να είναι όνειρα, «πιστεύω», «θέλω», επιθυμίες κλπ., ανασυντίθενται διαρκώς μέσα σε αυτόν τον κόσμο δράσεων.

Ο Νίκος Διαμαντής στην Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου © ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Έχετε εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ στο εξωτερικό. Ποια είναι η εικόνα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που προβάλλουμε προς τα έξω;

Αυτή τη στιγμή, το Φεστιβάλ Αθηνών και οι υπόλοιποι εποπτευόμενοι φορείς, όπως το Εθνικό Θέατρο, κάνουν μια προσπάθεια να αναδείξουν το σύγχρονο ελληνικό πρόσωπο του θεάτρου προς τα έξω επιλέγοντας δράσεις ,συνεργασίες παραστάσεις, δημιουργώντας πλατφόρμες, κλπ. Αυτή είναι μια πολύ σωστή κίνηση, όμως θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια πολύ μεγαλύτερη πλατφόρμα, που να περιλαμβάνει μεταφράσεις έργων, παρεμβάσεις μέσα από κλιμακούμενες καλλιτεχνικές ισότιμες πρωτοβουλίες , κλπ. Με την ενεργοποίηση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, σε συνεργασία με ινστιτούτα στο εξωτερικό, όπως το Γκαίτε, το Βρετανικό Συμβούλιο, το Γαλλικό Ινστιτούτο κλπ., θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα «δίκτυο» θεάτρου, τέχνης, καλλιτεχνικής λειτουργίας και ελληνικού έργου, της ελληνικής γλώσσας και της σύγχρονης παράστασης, που να στοχεύει προς στο εξωτερικό με παρεμβατικό  τρόπο. Έτσι θα δημιουργούταν ένα ακόμα ευρύτερο και πιο «επιθετικό» πλάνο της εθνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, ένα συμβούλιο τεχνών, χωρίς να αποκλείει ούτε γενιές, ούτε καλλιτεχνικές γλώσσες. Το ελληνικό θέατρο είναι σε μια περίοδο πολύ μεγάλης ακμής, με πολύ ισχυρές και παρεμβατικές παραστάσεις και με πολύ ενδιαφέρον στίγμα. Αυτό που χρειάζεται, νομίζω, είναι η δημιουργία ενός ισχυρού πλαισίου μέσα από ένα ισχυρό δίκτυο στήριξης, κινητικό και ισχυρό οικονομικά.

Κάποτε υπήρξατε και Καθηγητής Σκηνοθεσίας. Ποια ήταν η εμπειρία σας με τους φοιτητές; Υπάρχει αρκετό ταλέντο ανάμεσα στις νέες γενιές, εφάμιλλο αυτού των παλαιότερων;

Βεβαίως υπάρχει. Η νέα γενιά είναι, μάλιστα, πολύ πιο ενημερωμένη, ενδιαφέρεται, έχει πολύ πιο ισχυρές απόψεις, είναι απενοχοποιημένη και τολμηρή. Υπάρχουν πολλά ταλαντούχα παιδιά. Αυτό που λείπει είναι η οργάνωση, η ένωση και το κίνητρο μέσα από τις αλληλοδιαδοχές ευκαιριών. Τα νέα παιδιά, ενώ είναι ταλαντούχα, εγκαταλείπονται. Μια παρέμβαση, από την πλευρά του κράτους, στην ιδιωτική αγορά είναι το κλειδί που δεν θα αφήσει αυτά τα παιδιά μόνα τους. Βλέπουμε ένα κύμα παραστάσεων, αλλά αυτό που χρειάζεται για να γίνει το επόμενο βήμα είναι η στήριξη μέσα από αυτό το «δίκτυο» που προαναφέραμε. Αν κάτι χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι ο ενθουσιασμός των νέων και η αξιοποίηση του τεράστιου ταλέντου τους, μέσω της οργάνωσης και της στήριξης. Τους αξίζουν τα καλύτερα.

Τι θέλετε να συνεχίσετε ή να κάνετε διαφορετικά στη νέα σας θητεία ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά;

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά βγήκε με δύναμη προς τα έξω το 2015, με ένα τρίπτυχο που το ονόμασα: «συμμετοχικός ουμανισμός», εστιάζοντας στον άνθρωπο και την «εκπαιδευτική», «καλλιτεχνική» και «κοινωνική» λειτουργία του φορέα αυτού. Με ενδιέφερε πάντα ό,τι συμβαίνει, όπου κι αν συμβαίνει, να αφορά όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κατάφερε, με παραδειγματικό τρόπο και εμβληματικό χαρακτήρα, να παρουσιάσει μια σοβαρή πορεία δέκα χρόνων. Θα επιμείνω επάνω στο τρίπτυχο της «εκπαιδευτικής», «καλλιτεχνικής» και «κοινωνικής» λειτουργίας. Θέλω το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά να συνεχίσει να αφουγκράζεται προσεκτικά την εποχή: όλο τον κόσμο, αλλά και τον καθένα ξεχωριστά, μέσα από τη διαφορετικότητά του.