Θεατρο - Οπερα

Θεόδωρος Τερζόπουλος: «Κάποια στιγμή η ευθύνη έγινε μια θηλιά έτοιμη να με πνίξει»

Ο μεγάλος σκηνοθέτης μάς μιλά για την Ορέστεια που παρουσιάζει στην Επίδαυρο

Ιωάννα Γκομούζα
ΤΕΥΧΟΣ 923
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου: Συνέντευξη για την Ορέστεια, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τον πόλεμο, το θέατρο

Δεκαοκτώ χρόνια μετά τους «Πέρσες» που είχε ανεβάσει με Έλληνες και Τούρκους ηθοποιούς, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επιστρέφει στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Στην πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, καταπιάνεται με τον μύθο της Ορέστειας που, όπως δηλώνει «είναι επικίνδυνος, ανήκει στον κόσμο του ανοίκειου και του παράξενου, προκαλεί τον τρόμο, επειδή αποκαλύπτει το ατίθασο, το βίαιο και τους νόμους του βάθους που δεν μπορούν να δαμαστούν».

Τι τον ενδιαφέρει σ’ αυτή την τριλογία και πώς την προσεγγίζει; Πώς βλέπει τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη στις μέρες μας; Πότε νιώθει ελεύθερος και τι τον κρατά στο θέατρο; Η κουβέντα με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο προσφέρει πάντα τροφή για σκέψη. 

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος για την Ορέστεια στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Πιστεύω πάρα πολύ στο τυχαίο. Όλα στη ζωή μας είναι συμπτώσεις. Απλά εμείς τη σύμπτωση την κάνουμε επιθυμία, σκοπό, στόχο ζωής. Συζητώντας με τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννη Μόσχο, η κουβέντα ήρθε στην «Ορέστεια», χωρίς να υπάρχει μια προγραμματισμένη επιθυμία ότι αν δεν την ανέβαζα δεν θα ησύχαζε η ψυχή μου στον άλλο κόσμο. Δεν έχω τέτοιες εμμονές.

Στην «Ορέστεια» με κεντρίζει ό,τι και στις «Βάκχες», στις σπουδαίες τραγωδίες. Πρόκειται για τη μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος και έχει ενδιαφέρον πώς όλη η πληροφορία από τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρες»συμπυκνώνεται και εκρήγνυται ως ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός στις «Ευμενίδες», ένα συνταρακτικό κείμενο. Εδώ βλέπουμε την ίδρυση του Άρειου Πάγου, τον πυρήνα της δημοκρατίας που είναι η δικαιοσύνη. Αλλά όλο αυτό έγινε με μία εξαπάτηση.

Η αισθητική με ενδιαφέρει γιατί τα περικλείει όλα. Το πολιτικό μήνυμα μιας παράστασης το δικαιώνει η αισθητική της. Με αυτή την αναφορά μπορώ να μιλάω για τη δημοκρατία ή για την πειθώ της θεάς Αθηνάς, για τη δολιότητα με την οποία έπεισε τις Ερινύες να αποδεχτούν την αθώωση του Ορέστη, αλλά στον νου μου να έχω τον Κλιμτ, τον Έγκον Σίλε, τον Καραβάτζιο. Η πολιτική προσέγγιση προέκυψε όταν άρχισα να σκέφτομαι την «Γκουέρνικα» του Πικάσο.

Θεόδωρος Τερζόπουλος, "Ορέστεια": ο Σάββας Στρούμπος ως Αγαμέμνονας © Johanna Weber

Κεντρικός άξονας της τριλογίας είναι το βραχυκύκλωμα του Ορέστη που διαχέεται σε όλα τα πρόσωπα και στον Χορό, από την αποσταθεροποίηση στο αδιέξοδο. Η Ορέστεια έρχεται από το μέλλον, έχει διαχρονικές αρχές και νοήματα. Η δημοκρατία, το πάθος, η τρέλα. Είναι μια τριλογία του κατεπείγοντος και έτσι προσπαθώ να την ανεβάσω.

Με απασχολεί πάρα πολύ ο αχός του πολέμου γιατί είναι το θέμα των καιρών μας. Πρέπει να βλέπουμε τα ουσιαστικά, τα κεντρικά ζητήματα, τους πυρήνες της ζωής και όχι την άθλια καθημερινότητα και το σκουπιδαριό που προσφέρει το διαδίκτυο.

Ο Χορός είναι το μόνο πρόσωπο της τραγωδίας με το οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε. Εκεί καταλαβαίνεις την ψυχολογία του πλήθους. Αυτά που λένε είναι συνταρακτικά. Ο Χορός έχει τελείως σύγχρονη συμπεριφορά. Το στοιχείο της αυτοαναίρεσης, της άρσης: λέει κάτι και μετά το παίρνει πίσω.

Χρησιμοποιούμε τη νέα μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου της οποίας την εργασία εκτιμώ αφάνταστα. Ήθελα η μετάφραση να μην είναι υπερδραματική, αλλά με πιο κοφτό λόγο. Με βοηθάει πολύ ο λόγος «μαχαίρι». Βλέπω έτσι και το έργο. Υπάρχει το κατεπείγον στον κάθετο λόγο, είναι δραστικός, εδώ και τώρα. Πολλές φορές στην τραγωδία έχουμε μεταφράσεις που μιλάνε για κάποιο παραμύθι. Ο σύγχρονος κόσμος, όμως, θέλει πιο δραστικό λόγο και εικόνες.

© Johanna Weber

Ο διεθνής έλληνας σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος για το θέατρο, τον πόλεμο, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη

Ποτέ δεν ενθουσιαζόμουν εύκολα, γι’ αυτό και ενώ έχω μπρεχτική παιδεία, πιο πολύ αισθάνομαι δασκάλους μου τον Χάινερ Μύλλερ και τον Μπέκετ. Δεν είναι τυχαίο. Την ουτοπία του τίποτα αναζητώ, το niente που έλεγαν ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος. Εφόσον είμαστε θνητοί, είμαστε στην επικράτεια του τίποτα. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», που παρουσιάστηκε πρόσφατα και στην Αθήνα, «κάθισε» τόσο καλά γιατί ήταν κι ένας δικός μου προσωπικός κόσμος αυτός του Μπέκετ.

Όλα είναι πεπερασμένα. Ενώ εμείς μιλάμε μπορεί να πέσει μια χειροβομβίδα σε ένα σχολείο στη Γάζα και να σκοτωθούν 50 παιδιά. Στην παράσταση θα δείτε την Κασσάνδρα να τραγουδάει στα αραβικά έναν θρήνο της Γάζας. Σ’ αυτόν τον κόσμο που συμβαίνουν εγκλήματα είναι ώρα ο καλλιτέχνης να μιλήσει. Προσπαθώ να θίξω βαθιά το θέμα και, όμως, ντρέπομαι που δεν είμαι εκεί.

© Johanna Weber

Οι συνειδήσεις κοιμούνται τόσο βαθιά που δύσκολα αφυπνίζονται. Ο κόσμος μπαίνει σε μια άγρια καθημερινότητα προβλημάτων επιβίωσης ζώντας μέσα στην ασχήμια, ιδιαίτερα σε αυτή την πόλη. Ο καλλιτέχνης δεν αλλάζει τίποτα στην κοινωνία. Οι καλοί καλλιτέχνες προσπαθούν κάτι να αλλάξουν απ’ τον εαυτό τους κι αν το καταφέρουν, θα αλλάξουν κάτι και από την κοινωνία. Το σύστημα είναι σαν τη Λερναία Ύδρα, κόβεις ένα κεφάλι και γεννιούνται εκατό.

Η εκδίκηση έχει και έναν άλλο λόγο ύπαρξης, τη διεκδίκηση. Όποιος εκδικείται χωρίς να διεκδικεί χάνει τον αγώνα του. Η τύχη μας δεν είναι στα χέρια μας, ούτε η ζωή. Μπορεί να είναι κάποιες στιγμές από την καθημερινότητά μας τελείως προσωπικές. Υπάρχει ο Big Brother, η εντολή παντού, από τα φαγητά που τρώμε, τον τρόπο που μαγειρεύουμε, αυτό που αναπνέουμε δεν είναι δικό μας. Είμαστε υποχείρια, οι νέοι σκλάβοι.

Δεν είναι δημοκρατία αυτό που ζούμε. Είναι ένα πολίτευμα που χρησιμοποιείται ως άλλοθι για το συμφέρον της άρχουσας τάξης. Στην αρχαιότητα η δημοκρατία, που εδραίωσε με πυρήνα τη δικαιοσύνη η Αθηνά, ήταν μια δημοκρατία των αρίστων. Η ταξική δημοκρατία δεν είναι δημοκρατία. Λανθασμένα τη συνδέουμε με ένα ουτοπικό πολίτευμα στο οποίο όλοι θα είμαστε ίσοι. Ζούμε στη δημοκρατία των παραγράφων και των τροποποιήσεων ήδη από την εποχή της αρχαίας Αθήνας.

Πιστεύω πολύ στην κολλεκτίβα, στην ομάδα. Ένας μικρός πυρήνας μπορεί κάτι να κάνει. Πολλοί μικροί πυρήνες κάτι μπορεί ν’ αλλάξουν. Οι κολεκτίβες τελείωσαν τη δεκαετία του ’80. Υπάρχει μια προσπάθεια σε όλον τον κόσμο να συσταθούν ξανά, αλλά είναι τόσο μεγάλη η αλλοτρίωση και συμβαίνουν με τέτοια ταχύτητα οι καταστροφές...

© Johanna Weber

Ο κυβερνοχώρος, η εικονική πραγματικότητα, η τεχνητή νοημοσύνη έχουν επέμβει στη ζωή μας. Έλεγαν στη Χούντα ότι δεν επιτρέπεται η συνάθροιση τριών έως πέντε προσώπων στον δρόμο. Τώρα ο καθείς έχει τον κόσμο του στο κινητό του τηλέφωνο, μπαίνει μέσα και χάνεται, μένει μόνος του, γίνεται κι αυτός μέρος της εικονικής πραγματικότητας. Με αυτή την έννοια δεν βλέπω να υπάρχει σωτηρία. Δεν μπορώ να προσαρμοστώ σ’ αυτήν την πραγματικότητα. Δεν είχα ποτέ τηλεόραση, όμως το κινητό το χρησιμοποιώ διότι έτσι διαφημίζω τη δουλειά μου. Είναι όμως μια παγίδα και μπορεί πραγματικά να σε αρπάξει, να σου πιει την ενέργεια.

Ό,τι γίνεται, γίνεται για να ξεχνάμε. Έχει στηθεί ένας μηχανισμός λήθης. Και αυτό πέρασε και στην τέχνη και στο θέατρο. Δημιουργούνται παραστάσεις για τα φεστιβάλ, τη μικρή σεζόν, τη μικρή διάρκεια, γιατί το αδηφάγο σύστημα θέλει κάθε μέρα νέο προϊόν. Έτσι, δεν μπορεί να το αφομοιώσει ένας θεατής, οπότε το απωθεί ή το ξεχνάει. Ο ορισμός της τέχνης, όμως, είναι η μνήμη και μνήμη πρέπει να δημιουργείται.

Η δικαιοσύνη υπηρετεί διαχρονικά τα συμφέροντα των ισχυρώνσήμερα μάλιστα με τον πιο προκλητικό τρόπο. Δικαιοσύνη και κράτος που επιτρέπουν να φρουρείται, ας πούμε, μία κυρία ή ένας κύριος επειδή «απειλείται» η ζωή του και αυτά τα χρήματα να μη δίνονται για την παιδεία και την υγεία, είναι δικαιοσύνη των ολίγων. Το σύστημα, βέβαια, έχει τον μηχανισμό να αλλάζει μάσκες, να μεταμορφώνεται σαν τον χαμαιλέοντα. Δηλαδή να φανεί ότι η δικαιοσύνη παίζει τον ρόλο της, πλασματικά προς στιγμή, για να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου.

© Johanna Weber

Πότε πραγματικά μπορεί ένας άνθρωπος να αισθανθεί ελεύθερος; Βγαίνοντας στο μπαλκόνι μου τις προάλλες, πρόσεξα ότι η δαμασκηνιά είχε βγάλει καρπούς και αισθάνθηκα χαρά, ήταν η παρουσία του Θεού. Υπάρχουν στη ζωή στιγμές ελευθερίας, χαράς και ευτυχίαςτις οποίες υποτιμούμε. Η ενότητά μας με τη φύση είναι ένας δείκτης ελευθερίας συγκλονιστικός. Τη χάσαμε, όμως, γιατί είμαστε υποπροϊόντα της πόλης. Παράγουμε σκουπίδια, δουλεύουμε, τρώμε σκουπίδια και στο τέλος γινόμαστε κι εμείς σκουπίδια. Αυτοί είμαστε, άνθρωποι που ζουν τις καταστροφές που βιώνει αυτή η πόλη και υπεύθυνοι για την καταστροφή της φύσης, η οποία θα εκδικηθεί.

Ο καλλιτέχνης αναζητάει το παράδοξο. Στη λειτουργία του όλα είναι ανάκατα, κινείται χαοτικά. Πάντα σε κάθε δουλειά, μπαίνω στο χάος και προσπαθώ να βάλω τάξη. Σκηνοθετώ με την αίσθηση και τη διαίσθηση.

Παράδεισος του καλλιτέχνη δεν είναι η λογική, είναι ο λαβύρινθος. Χάνεται εκεί μέσα και πασχίζει να βρει άκρες, αλλά δεν βρίσκει τελικά γιατί τίποτα δεν απαντά η τέχνη. Όλα μένουν μετέωρα. Και ο κάθε θεατής έχει τις δικές του προσλαμβάνουσες. Ο Σαίξπηρ λέει στον Άμλετ ότι ο καθένας βλέπει ανάλογα με τη διάθεσή του, την παιδεία του, τη στιγμή του, το τι θέλει ή δεν θέλει να δει. Είναι τόσες πολλές οι συνιστώσες που φτιάχνουν και τον πομπό και τον αποδέκτη. Χρειαζόμαστε υλικό πλούσιο, πολύμορφο, πολυσύνθετο, πολυεπίπεδο, άλυτο, αναπάντητο.

© Θεόφιλος Τσιμάς

Πολλές φορές δούλευα ψυχαναγκαστικά. Μεγαλώνοντας σε αριστερή οικογένεια, γαλουχήθηκα με την ιδέα της ευθύνης. Χρειαζόμαστε την ευθύνη, αλλά όχι στην υπερβολή της. Κάποια στιγμή έγινε μια θηλιά έτοιμη να με πνίξει. Ακόμα και στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»που, ενώ μου άρεσε πολύ, πέρασε τελείως ξώφαλτσα από πάνω μου αυτή η επιτυχία. Δεν ξέρω γιατί.

Αυτό που με κρατάει στο θέατρο είναι η επαφή μου με τους καλλιτέχνες, που είναι η μικρή και η ευρύτερη οικογένειά μου. Δημιούργησα πολλές οικογένειες σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα με τις νέες γενιές που σπουδάζουν τη μέθοδο. Ο Σάββας Στρούμπος, βασικός συνεργάτης μου, έχει αναλάβει μεγάλες ευθύνες στην «Ορέστεια» - θα έλεγα είναι συνδημιουργός στην παράσταση. Ο Τάσος Δήμας και η Σοφία Χιλλ είναι οι κολώνες του Άττις. Και η Αγλαϊα Παππά είναι εξαιρετικό στέλεχος του Άττις. Το θέατρο είναι ένας τόπος συναντήσεων και παρηγοριάς. Είμαι και πατέρας και παιδί των μαθητών μου.

© Johanna Weber

Ο καθρέφτης του καλλιτέχνη είναι επικίνδυνος γιατί είναι ένας καθρέφτης της ωραιοπάθειας. Τον δικό μου προσπάθησα να τον σπάσω.

Ο μύθος είναι η ρίζα, το υλικό του υποσυνείδητου, ένα τραύμα που αιμορραγεί. Το αίμα που ρέει μας συνδέει με τη ρίζα μας. Ο Μύλλερ λέει «το τραύμα είμαι εγώ», εγώ είμαι ο μύθος, έχω τη ρίζα του μέσα μου, ζητήματα καταγωγικά, αλλά και βαθύτερα, οι αρχές των πραγμάτων. Ο μύθος είναι διαχρονικός. Η τραγωδία είναι η τρέλα, το χάος, όλο αυτό το βραχυκύκλωμα που δεν λύνεται όσο υπάρχει ο άνθρωπος.

INFO:
«Ορέστεια» του Αισχύλου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου
12 & 13 Ιουλίου στις 21:00