- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το Σαπούνι: Μια ωδή στην ελαφρότητα με τον τρόπο των ντανταϊστών
Το έργο του Φρανσίς Πονζ παρουσιάστηκε από τη νεοσύστατη ομάδα Πλατς τον περασμένο χειμώνα στην «Κάμιρος» και ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγες μέρες. Επιστρέφει στην Αθήνα τον χειμώνα.
«Το Σαπούνι» από την ομάδα Πλατς: Κριτική για την παράσταση σε σκηνοθεία του Οδυσσέα Ζήκα
«Το Σαπούνι» της ομάδας Πλατς, εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Γάλλου Φρανσίς Πονζ (μετ. Δ. Δημητριάδης, εκδ. Αντίποδες), είναι μια παράσταση πνευματώδης και αντιπνευματική μαζί˙ μια παράσταση στο πνεύμα του ντανταϊσμού. Στήθηκε από μια ομάδα νέων καλλιτεχνών, στη σκιά των κρίσεων και των προβλημάτων του καιρού μας, όπως κάποτε οι ντανταϊστές διαμορφώθηκαν από τα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και εξέφρασαν την αποστροφή και την αντίδρασή τους σ’ έναν κόσμο παράλογο και βίαιο.
Ο ντανταϊσμός, όμως, δεν είναι μόνο μηδενισμός, ασυναρτησίες και αντι-ιδεολογία, αλλά μια θετική δύναμη που υπερασπίζεται την ισότητα και τη δικαιοσύνη, την αξία της ανθρώπινης ζωής στις «μικρές», καθημερινές στιγμές της. Κάπου μεταξύ απελπισίας και ουτοπίας, εξέγερσης και κατεδάφισης, γεννήθηκε το Νταντά, «πάνω από τα νεκρά πράγματα και τα κακώς κερδισμένα κέρδη» του πολέμου, ως «μια αδυσώπητη επιθυμία να επιτευχθεί ένα ηθικό απόλυτο», όπως έγραψε ένας από τους ιδρυτές του, ο Τριστάν Τζαρά.
Σ’ αυτή την (παν)ανθρώπινη ποιότητά του έγκειται ο επίκαιρος χαρακτήρας του ντανταϊστικού πνεύματος στον 21ο αιώνα, που είναι ανοιχτός στην προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος. Και αν τη δεκαετία του ’60 έκανε την εμφάνισή του ο τελετουργικός Νεοντανταϊσμός, οι παγκόσμιες κρίσεις της νέας χιλιετίας γέννησαν την τωρινή, τρίτη εποχή του, αποδεικνύοντας ότι το Νταντά είναι κυρίως μια κατάσταση του νου, και όχι μόνο ένα κίνημα της ιστορικής πρωτοπορίας, ένα σύντομο, δηλαδή, κεφάλαιο στην ιστορία της Τέχνης.
Ένα τέτοιο ντανταϊστικό πνεύμα τότε και τώρα, όσο παιγνιώδες κι αν είναι, είναι ένα κάλεσμα για κριτική σκέψη ενάντια στον πόλεμο, την πολιτική των ηχηρών φράσεων, των στεγνών αριθμών και της ξύλινης γλώσσας, την οικονομική και πνευματική κρίση, την πείνα, την ανεργία, την φτώχεια, εν ολίγοις ενάντια στην ανθρώπινη ανοησία και την υστεροβουλία στον σύγχρονο κόσμο.
Η ομάδα Πλατς, το «Σαπούνι» του Φρανσίς Πονζ και ο ντανταϊσμός
Η νεοσύστατη ομάδα Πλατς (Αναστάσης Γεωργούλας, Δημήτρης Λώλης, Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος, Αρετή Πολυμενίδη και ο σκηνοθέτης της παράστασης, Οδυσσέας Ζήκας) είναι νέοι άνθρωποι (κάποιοι απ’ αυτούς κατέβηκαν από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, μετά τις θεατρικές σπουδές τους, αναζητώντας ένα καλύτερο θεατρικό μέλλον). Ζουν στο πετσί τους την αγωνία και την ένδεια των καιρών μας. Έχουν, όμως, ένα ενεργειακό υλικό που αναζητάει να εκφραστεί πέρα και πάνω από τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά, με την καθαρότητα ενός «σαπουνιού» και τη μαχητικότητα ενός νεανικού σώματος και πνεύματος. Σαν τον συγγραφέα Του Σαπουνιού, Φρανσίζ Πονζ, παίζουν με το σαπούνι (κλεισμένοι στη διανοητική τους τουαλέτα, διεκδικώντας ένα καθαρό ζην. Είναι ντανταϊστές στον 21ο αιώνα.
Ο Γάλλος Φρανσίς Πονζ (1899-1988) ξεκίνησε να γράφει το Σαπούνι στη γερμανική Κατοχή, όταν, ελλείψει καλών σαπουνιών, πλενόταν με ανήδονα υποκατάστατα που δεν έκαναν αφρό. Στην πορεία των χρόνων συγγραφής του (το ολοκλήρωσε το 1962) σκεφτόταν να το κάνει διάλεξη, παράσταση, ραδιοφωνική εκπομπή. Εντέλει Το Σαπούνι έγινε βιβλίο, ένα «χαρακείμενο» (αντικείμενο χαράς), όπως το ονόμαζε, μια ποιητική της καθημερινότητας σε δύσκολους καιρούς. Ο Πονζ αναζητάει την ουσία της καθαρότητας του σώματος, των αισθήσεων και του πνεύματος (το λογοπαίγνιο στα γαλλικά του savon (σαπούνι) και του savoir (γνώση), σε μια εποχή που για κάποια διεστραμμένα μυαλά το ζητούμενο ήταν η καθαρότητα της Αρίας φυλής και κάποιοι άνθρωποι γίνονταν σαπούνια.
Μολονότι με την πρόσφατη πανδημία το σαπούνι και η επιμελημένη υγιεινή των χεριών έχει πια άλλη σημασία για όλους μας, οι Πλατς απέφυγαν να το τοποθετήσουν στο πεδίο της (ιστορικής) φρίκης, γιατί, όπως ο Πονζ, θέλησαν να δημιουργήσουν μια ωδή στην ελαφρότητα, ένα «χαραθέατρο» («θέατρο της χαράς»), ένα θέατρο της συντροφικότητας και της ελπίδας, όχι του τραύματος. Όμως, αυτό το θέατρο δεν είναι αφελές. Θυμάται, φερειπείν, ότι ο πρώτος που πέρασε στην Ιστορία με χέρια πλυμένα και καθαρά ήταν ο Πόντιος Πιλάτος (!), αλλά αντιλαμβάνεται το ίδιο το θεατρικό παιχνίδι ως πράξη πολιτική.
Σαν το «Καμπαρέ Βολταίρ» των ντανταϊστών στη μεσοπολεμική Ζυρίχη, οι νεαροί Πλατς με την παράστασή τους δημιούργησαν ένα απάγκιο, έναν μικρό, ουτοπικό χώρο του «μαζί»: μαζί ως ομάδα, μαζί τους και οι θεατές. Μια κατάφαση στη ζωή και στο μέλλον που αξίζουμε όλοι και πάντα οι νέοι. Για τέτοιους λόγους, Το Σαπούνι δεν είναι μόνο μια παράσταση απολαυστική, θεότρελη και διασκεδαστική, αλλά ένα (σκηνικό) γεγονός ανυψωτικό και ελπιδοφόρο. Μια καθαρή και καθαρτική γιορτή του σώματος και της ύπαρξής μας.
Το σκηνικό (του Οδυσσέα Ζήκα, που υπογράφει και την σκηνοθεσία) διαβρώνει τα όρια μεταξύ τέχνης και καθημερινής ζωής. Φτιαγμένο, κατά το στυλ ενός Ντυσάμπ, από ready mades (έτοιμα αντικείμενα μαζικής κατανάλωσης), και μηχανικές κατασκευές, που θυμίζουν τα «μηχανικά» σχέδια του Φρανσίς Πικαμπιά και τα «μεταμηχανικά» κινητικά γλυπτά του Ζαν Τινγκελί, ακολουθεί τη λογική του Ντανταϊσμού. Στην προσεκτική, όμως, επιλογή των λευκών και των μπλε αντικειμένων και στη συνολική καλαισθησία του μινιμαλιστικού σκηνικού, που δημιουργεί μια «αφρώδη» αίσθηση, ημιδιάφανη και «απαλή» όσο το σαπουνόνερο, μπορεί κανείς να δει μια ποιητική σύνθεση των αντικειμένων, μια παιγνιώδη προσέγγιση του χώρου, με λίγα λόγια καλλιτεχνική πρωτοτυπία.
Σ’ ένα τέτοιο readymade σκηνικό περιβάλλον, το εγώ και οι φιλοδοξίες του σκηνοθέτη-δημιουργού δεν προβάλλονται, γίνονται ομαδική έμπνευση και (συν)εργασία με τους γεμάτους ενέργεια ηθοποιούς της Πλατς. Το όλο θεατρικό εγχείρημα είναι ταυτόχρονα ένα πετυχημένο αστείο και ένα φιλοσοφικό δίλημμα, που όταν πια ανοίγουν οι κουρτίνες και η πόρτα (του μπάνιου), ξεχύνεται στο δρόμο της πόλης και μετατρέπει την παράσταση σε μια «τρελή» street περφόρμανς, που αποθεώνει το τυχαίο, το(ν) περαστικό, τον κόσμο και την κυριολεκτική πια συνάντηση της τέχνης, της αντι-τέχνης και της ζωής. Αναζητάει τη παιδική μαγεία της σαπουνόφουσκας όσο εύθραυστη κι αν είναι.