Θεατρο - Οπερα

Πάνος Κούγιας: «Ο έρωτας είναι τελικά ένα ανθρώπινο αυτοάνοσο»

Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την παράσταση στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θέατρου Πειραιά

Νατάσσα Καρυστινού
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πάνος Κούγιας: Συνέντευξη για την παράσταση «Miss Julie» στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θέατρου Πειραιά

Η παράσταση Miss Julie, μια ανατρεπτική σκηνική σύνθεση του κλασικού αριστουργήματος «Δεσποινίς Τζούλια» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ ανέβηκε με επιτυχία στο Θέατρο Φούρνος, συνεχίζεται για λίγες ακόμα παραστάσεις στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θέατρου Πειραιά και ετοιμάζεται να παρουσιαστεί σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Πάνο Κούγια.

Η παράσταση «Miss Julie», που αντλεί έμπνευση από το ψυχαναλυτικό έργο του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, είναι μια παράσταση ιδωμένη μέσα από τον κώδικα της σιωπής. Τι θέλεις να τονίσεις με αυτό;
Πρόθεσή μου ήταν να ανακαλύψω τα όρια του κατά πόσο η σιωπή, μπορεί να είναι «εκκωφαντική» σε μια φόρμα απόλυτα δομημένη γύρω από την αξία της επικοινωνίας μέσω του διαλόγου. Κάθε παράσταση την αντιλαμβάνομαι σαν ένα νέο πεδίο δοκιμής και επαλήθευσης, σαν ένα λευκό καμβά όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν και στο συγκεκριμένο έργο, παρατήρησα πως ενώ ολόκληρη η φύση γύρω από τους ήρωες διαδηλώνει ένστικτα και αισθήσεις, εκείνοι χρησιμοποιούν τον λόγο ως «δεκανίκι», σε μια προσπάθεια να αποκρύψουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Η απογύμνωσή τους από αυτή την ασφάλεια και η έκθεσή τους στα αχαρτογράφητα νερά της σιωπής, ήταν μονόδρομος.

Το έργο του Στρίντμπεργκ αφορά τον έρωτα και την αιώνια μάχη των δύο φύλων αλλά και τη μάχη των τάξεων. Η Μις Τζούλι επιθυμεί να δραπετεύσει από την κοινωνική της τάξη που καθορίζει και τις ερωτικές της προτιμήσεις μέσα από τον έρωτά της για τον αδίστακτο υπηρέτη Ζαν. Πώς προσεγγίζεις αυτή την «ταξικότητα» στην α-ταξική εποχή μας;
Στη δική μας παράσταση η Τζούλια δεν προσπαθεί να δραπετεύσει ή να γεφυρώσει την ταξικότητα μέσω της σωματικής της ένωσης με τον Ζαν, αλλά να διασκεδάσει, να «φροντίσει» για λίγο τη μοναξιά της. Αν το σκεφτείτε, είναι βαθιά σπαραξικάρδιο. Μια γυναίκα που θεωρητικά «έχει τα πάντα», αλλά ταυτόχρονα τίποτα προσωπικά δικό της. Μοναδική εξαίρεση ίσως, το καναρίνι της, το οποίο ο Ζαν μέσω μιας απόλυτα σκληρής έκφρασης του φύλου του, αποκεφαλίζει. Η Τζούλια καταφεύγει σε μια -εκούσια;- ανθρωποθυσία, θέτοντας «την κεφαλή της επί πίνακι», την οποία η ανοριοθέτητη πατριαρχία του Ζαν ασχημονεί χωρίς έλεος. Στη δική μας ανάγνωση λοιπόν, η ταξική διάσταση του έργου –ή μάλλον το ταξικό ανάλογο του «αφέντη- υπηρέτη» που παραθέτει ο Στρίντμπεργκ αποδίδεται μέσω μιας μετα-θεατρικής ξεπεσμένης περσόνας της Σουηδικής βασιλικής αυλής, η οποία ούσα ευγενής, απέχει ταξικά από έναν μέσο πολίτη δημοκρατικού πολιτεύματος, όσο ο Ζαν από την Τζούλια.

© Γιώργος Κασσαπίδης

Ο έρωτας της Μις Τζούλι και του Ζαν ήταν έρωτας ή σχέση εξουσίας; Μπορεί να υπάρξει α-ταξικός έρωτας;
Ξέρετε, τα ταξικά όρια έχουν αμβλυνθεί αρκετά από τα μέσα του 20ού αι. και τις πρώτες επαναστάσεις και ως εκ τούτου, η κοινωνική κινητικότητα μοιάζει πιο πιθανή από ποτέ. Όμως σε μια ανάγνωση γύρω από τον ιστορικό υλισμό, πάντα θα πρέπει να εξετάζουμε και τα ζητήματα εξουσίας που αυταπόδεικτα προκύπτουν. Και δυστυχώς, η κοινωνία ακόμα αποδίδει μεγαλύτερη εξουσία στον άντρα, απ’ ότι στις γυναίκες. Εκ των πραγμάτων, η Τζούλια από το 1888 που σκιαγραφήθηκε από τον Στρίντμπεργκ μέχρι και σήμερα, είναι καταδικασμένη να ηττάται. Ας επικεντρωθεί η πάλη και οι αγώνες όλων μας να καταστήσουν αυτό το «δεδομένο», παρελθόν.

Επίσης, στην εποχή μας υπάρχει μια έντονη κινητικότητα πάνω σε θέματα φύλου. Πόσο απελευθερωτικό είναι αυτό; Ή μήπως όχι;
Νομίζω πως όποια και αν είναι η κινητικότητα, όταν τα αποτελέσματα αυτής φέρνουν μεγαλύτερη συμπερίληψη και ορατότητα, μόνο θετικό είναι. Αναγνωρίζω πως υπάρχει μια δυσκολία προσαρμογής στην κοινωνία να αποδεχτεί καινούργια δεδομένα, όμως πολύ συχνά αυτό γίνεται τροχοπέδη των συντηρητικών φωνών, οπλίζοντάς τους μίσος και βαφτίζοντας τη κοινωνική ευαισθησία, «ολοκληρωτισμό των δικαιωματιστών», σε μια προσπάθεια φίμωσης και πλήρους αντίστροφης της πραγματικότητας.

© Γιώργος Κασσαπίδης

Στο έργο διαβάζουμε ότι μια μεταθεατρική αφηγηματική φιγούρα της σουηδικής βασιλικής αυλής, επικοινωνώντας απευθείας με το κοινό, πασχίζει να μετατρέψει το ιδιωτικό αυτού του οίκου, σε δημόσιο. Πες μας το σχόλιό σου για την εποχή των social όπου ακριβώς αυτά τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου έχουν χαθεί.
Το θεωρώ τρομώδες. Κυρίως την εθελούσια προβολή του ατόμου, σε οιανδήποτε δημοσιοποίηση των προσωπικών στιγμών του, με μοναδικό στόχο έναν καφκικό αγώνα συγκέντρωσης likes. Και ακόμα πιο τρομώδη, τον σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό που επενδύει σε όλο και περισσότερη μη-ιδιοτικότητα. Όσο πιο προσωπικό, τόσο πιο εμπορικό, άρα τόσο πιο κερδοφόρο. Είναι αμήχανη αυτή η δίψα του ανθρώπου για συνεχή κατανάλωση ιδιωτικού περιεχομένου. Αυτή η νομιμοποίηση του «κουτσομπολιού» είναι που πολύ συχνά οδηγεί σε αδιανόητες πράξεις, όπως το revenge porn, το cyber rape κ.ά. Στην παράστασή μας η Κυρία της αυλής, λειτουργώντας ως καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας, διαπράττει αυτό ακριβώς, χωρίς καμία ενοχή ή έλεος.

© Γιώργος Κασσαπίδης

Η κυριαρχία της woke culture πώς επηρεάζει τις σχέσεις;
«Κυριαρχία» θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε όταν μια κοινωνία αναγνώριζε ισότιμα δικαιώματα μεταξύ των πολιτών της. Woke culture είναι η εγρήγορση κατά της αδικίας των μειονοτήτων. Όπως λέει και ο ιδρυτής της Lead Belly, ένας μαύρος καλλιτέχνης από την Αμερική, «Stay woke, keep you’re eyes open». Σταδιακά, βέβαια, την οικειοποιείται το συντηρητικό κομμάτι αυτής της χώρας χρησιμοποιώντας την υποτιμητικά και αλλάζοντας το νόημα και τον σκοπό της. Από τη στιγμή που η Ελλάδα, σύμφωνα με εποπτευόμενες έρευνες, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις του ευρωπαϊκού χάρτη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, περισσότερο σαν… «παντιερίτσα» από ανάγκη ορατότητας θα τη χαρακτήριζα, πάρα σαν κυριαρχία. Ας ανοίξει ο διάλογος περί κυριαρχίας της woke κουλτούρας, όταν σταματήσουν να δολοφονούνται γυναίκες έξω από αστυνομικά τμήματα, όταν σταματήσουν να γίνονται τρασφοβικές επιθέσεις σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα στα κέντρα των πόλεών μας και όταν πάψουμε να ακούμε για προσφυγές που βουλιάζουν στο Αιγαίο (μερικά από τα τελευταία παραδείγματα της εγχώριας ατζέντας). Μέχρι τότε, ας επιλέξουμε να στεκόμαστε δίπλα στις μειονότητες και όχι στους προνομιούχους.

Στη εποχή μας οι σχέσεις προκύπτουν μέσα από εφαρμογές γνωριμιών. Μπορεί να έχει αλλάξει ο τρόπος που γνωρίζεις τον άλλον, αλλά αυτό επηρεάζει τον τρόπο που ερωτευόμαστε;
Θεωρώ πως δεν αλλάζει ο τρόπος που ερωτευόμαστε, αλλά πως ο έρωτας ο ίδιος, μοιραία, έχει μετασχηματιστεί. Είναι συνέπεια των γρήγορων ρυθμών και της πολυσυλλεκτικότητας των καιρών μας. Αισθάνομαι πως τα πράγματα πριν προλάβουν να βγάλουν ρίζες, έχουν ήδη παλιώσει και αυτή η φρενήρης ανάγκη για καινούργια trends και hashtags, αναπόφευκτα επιρρεάζει και τον έρωτα.

Αναρωτιέσαι μήπως ο έρωτας είναι τελικά ένα ανθρώπινο αυτοάνοσο. Πώς οδηγήθηκες σε αυτή τη σκέψη και ποιο είναι το συμπέρασμα;
Ήταν μια προβοκατόρικη ερώτηση που θέσαμε από τις πρώτες πρόβες μας, η οποία μας ακολούθησε σε όλη την αναζήτηση της παρτιτούρας της παράστασης. Λένε πως αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε κάθε σελίδα που έχει γραφτεί πάνω σ’ αυτό το κόσμο, θα βλέπαμε πως ένα από τα μεγαλύτερα θέματα που έχουν απασχολήσει την ανθρωπότητα είναι ο έρωτας και αυτό γιατί ο έρωτας έχει ισότιμους πόνους με αυτούς της γέννας. Είναι παρεμφερής η διαδικασία ούτως η άλλως. Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση όμως, όπως αυτός που διαπραγματευόμαστε, κουβαλά στην πλάτη του και τον πόνο του ενός μικρού θανάτου. Και αυτό είναι αχώρετο.