- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Έκτορας Λυγίζος: «Το φλου είναι εχθρός της δημιουργίας»
Η παράσταση «Ο αποτυχημένος» που υπογράφει με αφετηρία το μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ, οι εμμονές και οι ματαιώσεις, η σκηνοθεσία και η ηθοποιία
Ο Έκτορας Λυγίζος μιλά για τον «Αποτυχημένο» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Το σκηνικό στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής προβάλλει ανέλπιστα ρεαλιστικό, αν σκεφτείς ποιος υπογράφει τη νέα της παραγωγή. Ένα ταξίδι στις εξοχές της Αυστρίας κάποιες δεκαετίες πριν θα μπορούσε ίσως να σε έχει φέρει μπροστά σε μια τέτοια εικόνα: στο φουαγιέ ενός ξεχασμένου ξενοδοχείου, με την ρεσεψιόν-μπαρ, τα σεπαρέ καθιστικά σε γαιώδεις αποχρώσεις, ένα πιάνο σε μια άκρη ενώ έξω από τα παράθυρα η φύση οργιάζει.
Η επιλογή του υπήρξε καθοριστική σε σχέση με την ατμόσφαιρα που προσδοκά να ζωντανέψει, παραδέχεται ο Έκτορας Λυγίζος. «Είναι πολύ βασικό να αποπνέει μια θαλπωρή ο χώρος και για τους ηθοποιούς και για το κοινό. Να είναι τόσο φιλόξενος έτσι ώστε να επιτρέψει σε απελπισμένα πρόσωπα να νιώσουν την ασφάλεια να επικοινωνήσουν».
Ο Έκτορας Λυγίζος μιλάει για τον «Αποτυχημένο» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Από τις 11 Απριλίου και για ισάριθμες παραστάσεις, ο 48χρονος σκηνοθέτης και ηθοποιός διασκευάζει για το θέατρο το μυθιστόρημα «Ο αποτυχημένος» του Τόμας Μπέρνχαρντ.
Ο ίδιος στον ρόλο του μεσήλικα αφηγητή επιστρέφει στην περίοδο που καθόρισε την πορεία του, στοιχειωμένος από τα φαντάσματα των παλιών συμμαθητών του. Ο ένας, ο Βέρτχαϊμερ (Άρης Μπαλής), θα έχει λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει, αφού πέρασε δεκαετίες κρατώντας σημειώσεις για ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Ο αποτυχημένος» –χαρακτηρισμό που του κόλλησε το μεγάλο ταλέντο της νεανικής συντροφιάς. Ο έτερος, ο Γκλεν Γκουλντ (Γιάννης Νιάρρος) φέρνει στην πλοκή μέσα από τη μυθοπλασία τον θρυλικό Καναδό κλειδοκυμβαλιστή, έναν χρόνο μετά τον θάνατο στα 51 του χρόνια από συγκοπή.
Περιμένοντας να εμφανιστεί η ξενοδόχος, μια γυναίκα της λαϊκής τάξης και πρώην ερωμένη του Βέρτχαϊμερ (Αμαλία Μουτούση), ο ανώνυμος αφηγητής αναθυμάται γεγονότα και συνομιλίες που καθόρισαν την πορεία των δυο νεαρών Αυστριακών. Γιατί ακούγοντάς τον Γκουλντ να παίζει σε ένα μάθημα τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ –το έργο που τον εκτίναξε–, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το πιάνο.
Πάνω στη συνομιλία του εκφερόμενου λόγου με τη μουσική επιχειρεί, λοιπόν, ο 48χρονος σκηνοθέτης και ερμηνευτής να δομήσει αυτή την μουσικοθεατρική παράσταση, «ένα ιδιότυπο “προφορικό μιούζικαλ” για την ιδιοφυΐα, την εμμονή και τη ματαίωση». Επέλεξε, μάλιστα, οι ηθοποιοί να αξιοποιήσουν το σιγοτραγούδισμα, μια συνήθεια του Γκουλντ ο οποίος όντως μουρμούριζε τις νότες ενώ έπαιζε πιάνο. Σ’ αυτή «την συνδιαλλαγή της μουσικής με τον λόγο, που απαιτεί λεπτομερή συντονισμό και εγρήγορση» εντοπίζει μια από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπισε.
«Καθώς οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ παρουσιάζουν μια μεγάλη γκάμα από εναλλαγές –στο τέμπο, την ατμόσφαιρα, τον τόνο, το ύφος–, διαισθητικά φτιάχτηκε μια δομή στην οποία άλλοτε συνοδεύει η μουσική τον λόγο κι άλλοτε βρίσκεται σε αντίστιξη μαζί του. Διάλεξα περίπου τις μισές από τις Παραλλαγές, άλλες πιο ανέμελες, άλλες πιο σύνθετες, άλλες πιο νοσταλγικές, πάνω στις οποίες βασίστηκαν τα κεφάλαια. Οι ψυχικές μεταπτώσεις που εκφράζουν κυμαίνονται από την απόλυτη κατάπτωση της κατάθλιψης έως τη μανία που μπορεί να την ακολουθεί».
Κρίσιμο στοιχείο για το ανέβασμα, πάντως, αποτελεί και η ισορροπία ανάμεσα στη χαλαρότητα ενός ανθρώπου σε αναμονή και στην ένταση των σκέψεών του, δηλώνει. «Να διατηρείται ένας υπόγειος ρυθμός που κάνει τα πράγματα να προχωράνε ενώ αφηγείσαι μια κατάσταση πτώσης. Σε σχέση με άλλες μου δουλειές εδώ είναι πιο καμουφλαρισμένη η χρήση της φόρμας, αλλά νομίζω ότι το έργο οδήγησε σε αυτό, μια συνθήκη μεγαλύτερης στασιμότητας. Επιπλέον, ήθελα να διαποτίζει την παράσταση μια αίσθηση “ήττας” και “παρακμής” της πνευματικής Ευρώπης μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σε αντίθεση με την πιο ελαφριά αντιμετώπιση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που εκπροσωπεί ο Αμερικανοκαναδός Γκουλντ».
Ο Έκτορας Λυγίζος και τα ζητήματα που πραγματεύεται ο «Αποτυχημένος» του Τόμας Μπέρνχαρντ
Τι σας κέντρισε στον «Αποτυχημένο»;
Μου αρέσουν πολύ τα κείμενα του Μπέρνχαρντ και το συγκεκριμένο είναι μάλλον το αγαπημένο μου από τα μυθιστορήματά του. Έχει να κάνει, κατ’ αρχάς με τη γραφή του· τον τρόπο, το ύφος, το πικρό αλλά και διασκεδαστικό χιούμορ. Φυσικά με το θέμα, σε σχέση με την ματαίωση όσον αφορά στους καλλιτέχνες αλλά και για το πώς ο καθένας μας αντιμετωπίζει τις μικρές καθημερινές και τις μεγάλες αποτυχίες στη ζωή. Αλλά είναι και το πώς αναδύονται τα πρόσωπα του έργου μέσα από έναν αφηγητή, ένα εργαλείο που συνηθίζει να χρησιμοποιεί, απλώς εδώ μου φάνηκε θεατρικά πολύ γόνιμο. Από την πρώτη στιγμή που το διάβασα σκεφτόμουν πώς θα μπορούσε να διασκευαστεί για το θέατρο. Μιλάμε για μια βιτριολική πραγματεία πάνω στον φθόνο, τη φιλοδοξία, τη φήμη, την ιδιοφυΐα, την τελειοθηρία, την εμμονή και τη ματαίωση.
Γιατί σας ενδιαφέρει η διαχείριση της αδυναμίας και της αποτυχίας; Πώς ορίζετε την αποτυχία και την επιτυχία και πόσο σας απασχολούν;
Δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε το μυαλό μας από το να σκέπτεται εξαιρετικά θετικά για ζητήματα που αφορούν είτε εμάς είτε τρίτους. Καθώς μεγαλώνεις, όμως, –ειδικά σ’ αυτή τη χώρα– αποδέχεσαι πια ότι τα πράγματα δεν θα πάνε όπως τα φαντάζεσαι. Κι επειδή η πραγματικότητα πάντα είναι λίγο διαφορετική, το αίσθημα αλλά και η σωματική κατάσταση που νιώθουμε με τη ματαίωση με προκαλούσε να το ερευνήσω και σκηνικά.
Νομίζω ότι αν είχα εικόνα για την επιτυχία και την ματαίωση δεν θα ασχολιόμουν με τόσο πολύ με το θέμα. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένα μικρό παιδί μέσα μας που βλέπει τα πράγματα πολύ απλά, που θέλει να το αποδέχονται και να το αναγνωρίζουν, να αντιλαμβάνονται οι άλλοι αυτό που αρθρώνει. Όταν νιώθεις ότι δεν σε καταλαβαίνουν αυτό δημιουργεί μια αίσθηση ματαίωσης.
Βιώνετε ματαιώσεις και πόσο σας επηρεάζουν;
Συνέχεια, καθημερινά, από τα πιο χαζά πράγματα μέχρι τα πιο σοβαρά. Πάντα βαραίνουν μέσα μας, αλλά πλέον επιτρέπω στον εαυτό μου να το αναγνωρίσει την ώρα που συμβαίνει προκειμένου να μην αποκτήσει το μέγεθος και την ένταση που έπαιρνε παλιότερα.
Έχετε φθάσει ποτέ στο σημείο να σκεφθείτε αυτό που αναφωνεί κάποια στιγμή και ο αφηγητής στο μυθιστόρημα: «Γενικά δεν είμαι καλλιτέχνης»; Βρίσκεστε, δηλαδή, σε μια διαρκή πάλη με την καλλιτεχνική υπόσταση με έναν τρόπο;
Εννοείται. Είναι κάτι που το λες σε διάφορες φάσεις εννοώντας το περισσότερο ή λιγότερο. Μοιραία συμβαίνει. Παρότι, καθώς αποκτάς μια ικανότητα στη μαστορική σου, σταματάς να αμφισβητείς συνέχεια τον εαυτό σου, η αμφισβήτηση είναι πυρηνικό στοιχείο της δημιουργίας, όχι μόνο στην καλλιτεχνία, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Η διαρκής πάλη στη δημιουργία είναι αν επαναλαμβάνουμε τρόπους που παλιότερα μας ταίριαζαν και πώς επιτρέπουμε στον εαυτό μας να τους ανανεώνει. Σαφώς με απασχολεί το να μου επιτρέψω να ανασαίνω διαφορετικά σε κάθε δουλειά.
Το έργο μιλάει, επίσης, για την πάλη με τη φιλοδοξία αλλά και τον λόγο που κάνει κανείς τέχνη. Εσείς, πώς στέκεστε απέναντί τους;
Αναγνωρίζω τη φιλοδοξία ως χαρακτηριστικό του ανθρώπου και ειδικά σε κοινωνίες όπως η σύγχρονη που βασίζεται στην έννοια της επιτυχίας. Βεβαίως, με απασχολεί αρκετά λιγότερο όσο μεγαλώνω αφού ήδη και μόνο το ότι ασχολούμαι με αυτό που μου δίνει χαρά, με γεμίζει. Φυσικά με ενδιαφέρει η δουλειά μου να τυγχάνει αποδοχής.
Η τέχνη είναι ένας τρόπος που μου αρέσει να περνάω τη ζωή μου και μέσω του οποίου νιώθω ότι μπορώ να προσφέρω και να επικοινωνήσω. Δεν ξέρω τι με οδήγησε σ’ αυτόν τον δρόμο. Από παιδί μου άρεσε αρχικά το σινεμά, μετά και το θέατρο. Όταν βρέθηκα να δουλεύω για πρώτη φορά ως βοηθός (του Αντώνη Καλογρίδη) στο θέατρο, ένιωσα πάρα πολύ άνετα, ελευθερία, μια δύναμη και πως ανήκω κάπου.
Η σχέση σας με την εμμονή;
Είμαι εμμονικός και ειδικά στον τρόπο που εργάζομαι. Όταν ασχολούμαι με κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ το αφήνω να ποτίζει όλη τη μέρα μου, να καταλάβει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του μυαλού και του σώματός μου. Όσο περνά ο καιρός προσπαθώ να αναγνωρίζω τις εμμονές μου, να καταλαβαίνω σε τι βαθμό με ελέγχουν και να τους επιτρέψω να μετασχηματιστούν σε κάτι άλλο, να ανασαίνουν και να μη με καταδυναστεύουν. Τα διαλείμματα, όμως, μου αρέσουν εξίσου με τη δουλειά. Υπάρχουν περίοδοι που είμαι τελείως χαλαρός και σκοτώνω τον χρόνο μου.
Στο κείμενο του Μπέρνχαρντ ακούγεται κάποια στιγμή η πεποίθηση ότι «ο Γκουλντ ήταν κατακυριευμένος από την τέχνη του με τρόπο τέτοιο ώστε έπρεπε να υποθέσουμε πως δεν θα άντεχε πια για πολύ σ’ αυτήν την κατάσταση και σύντομα θα πέθαινε». Η σχέση σας με την τέχνη σας;
Κατά περιόδους, θα έλεγα, ότι με κατακυριεύει κι εμένα. Σίγουρα, πάντως, δεν την αποτιμώ όπως όταν ήμουν νεότερος και θεωρούσα πως ήταν το μόνο πράγμα στον κόσμο. Υπάρχουν εξίσου και πολύ πιο σημαντικά από αυτό. Η σκηνική διαδικασία έχει την τάση να σε ρουφήξει, αλλά έχοντας και την ιδιότητα του σκηνοθέτη κάπως καταφέρνω να κρατήσω ισορροπίες και να έχω μια γενική εποπτεία και αυτού που κάνω και αυτού που γίνεται στην αίθουσα.
Έχετε εντοπίσει τι είναι αυτό που σας «κατακυριεύει» κάθε φορά;
Έχει να κάνει εν πολλοίς με το είδος του συντονισμού, της συχνότητας, της ενέργειας και του παλμού που μου αρέσει να υπάρχει επί σκηνής και το πώς θα επιτευχθεί αυτό, με τεχνικούς και μη τρόπους. Επιμένω πολύ σε αυτό. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώ τη μουσική για να ξεκλειδώσω ακόμα και τον λόγο που, παρότι δεν μοιάζει, είναι εγγενώς κάτι αρκετά μουσικό. Όταν συμβαίνει, μου είναι τόσο ξεκάθαρο και ηδονικό και ευφραντικό.
Νιώθετε στην πορεία σας ότι έχετε πετύχει το αποτέλεσμα που θα θέλατε, ότι έχετε προσεγγίσει την επιτυχία;
Δεν έχω παράπονο, αν και πιστεύω ότι είναι πολύ φευγαλέο αυτό το αίσθημα. Ειδικά στο θέατρο κάθε στιγμή πρέπει να επιβεβαιώνεται, το χάνεις και το βρίσκεις συνεχώς. Σαφώς, από τις «Βάκχες» και μετά, βρήκα σταδιακά έναν τρόπο πιο δικό μου, που απαιτεί και έναν συντονισμό και συγχρόνως μία χαλαρότητα πάνω στη σκηνή. Έκτοτε υπάρχουν στιγμές και σε παραστάσεις αλλά και στις πρόβες που όντως ένιωσα αυτό το αίσθημα και πως οι ιδέες από μέσα σου βγαίνουν αβίαστα. Αλλά πρόκειται για κάτι πάρα πολύ ρευστό, είναι συνεχώς σαν να πατάς σε κινούμενη άμμο και απαιτείται διαρκής προσπάθεια.
Ο μυθοπλαστικός Γκουλντ του Μπέρνχαρντ στοιχειώνει τους δυο παλιούς συμμαθητές του ακόμα και αφότου εκείνοι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την προοπτική μιας καριέρας ως σολίστες του πιάνου. Εσάς, σας στοιχειώνει κάτι;
Νομίζω ότι έτσι λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό το ανθρώπινο πνεύμα και το ψυχικό μας όργανο. Υπάρχουν πρόσωπα μέσα μας που μας στοιχειώνουν, κυρίως υποσυνείδητα. Επειδή αν συνέβαινε συνειδητά θα ελέγχαμε πολύ τη δημιουργική μας διαδικασία, έχω αποφασίσει να μην τα προσωποποιώ αυτά τα «φαντάσματα». Τα αφήνω να συνομιλούν μαζί μου χωρίς να προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι συγκεκριμένα γιατί όταν πας να ξεκαθαρίσεις τέτοια ζητήματα, χάνεται κάτι πολύ πυρηνικό και ειδικά στην καλλιτεχνική διαδικασία. Παλιότερα, σε μια φάση εμμονής με τον Μπέργκμαν, αντιλαμβανόμουν ότι με στοιχειώνει και του έδινα αναφορά. Ωστόσο, από τη στιγμή που πατάς στα δικά σου βήματα, αφήνεις αυτά τα πράγματα να υπάρχουν. Είμαι χαρούμενος που καταφέρνω, ειδικά στην Ελλάδα που είναι τόσο δύσκολο, έστω σποραδικά να ασχολούμαι με τις συνθήκες που με ενδιαφέρουν.
Για τον εαυτό σας τι μαθαίνετε μέσα από κάθε δουλειά σας;
Παρατηρώ κυρίως τον τρόπο που τα συναισθήματά μας μάς ελέγχουν και προσπαθώ να τους αφήνω χώρο να υπάρχουν και να εκτονώνονται, χωρίς να τα καταπιέζω, αλλά με προσοχή για τους ανθρώπους γύρω μου. Επειδή είναι μια έντονη συνθήκη η δουλειά στο θέατρο, πάντα συναντάμε κομμάτια μας που στην καθημερινότητα δεν αποκαλύπτονται. Κάποια πιο επιθετικά, άλλα που αφορούν τη διάθεσή μας για έλεγχο. Παρατηρώ την τάση μου να θέλω να ελέγχω διαρκώς τα πράγματα –κάτι που άλλωστε έχει να κάνει με τη δουλειά του σκηνοθέτη– αλλά την ώρα της παράστασης, ως ηθοποιός επί σκηνής νομίζω ότι μπορώ να απεγκλωβιστώ από αυτή την ανάγκη του ελέγχου.
Γι’ αυτό επιδιώκετε να κρατάτε και τους δύο «ρόλους»; Τι ανάγκες σας καλύπτει η ερμηνεία και τι η σκηνοθεσία;
Μου αρέσουν και τα δύο. Πριν από 10 χρόνια ανακάλυψα ότι με ευχαριστεί πάρα πολύ το να παίζω. Ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι της απόλαυσης που αντλώ από το θέατρο είναι ότι βρίσκομαι πάνω στη σκηνή. Η ζωντανή επικοινωνία εκείνη την ώρα με το κοινό είναι κάτι πραγματικά συναρπαστικό. Στη σκηνή αισθάνομαι πολύ δημιουργικός, μια αίσθηση ελευθερίας που με ευφραίνει. Από την άλλη η σκηνοθεσία είναι μία τέχνη αναλυτική και συγχρόνως συνθετική.
Τη ζήλεια σας τι θα μπορούσε να την κεντρίσει; Αν ζηλεύετε, βέβαια.
Προφανώς ζηλεύω κι εγώ, τα πάντα, όμως όχι ανεξέλεγκτα. Είναι εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Γίνεται να το προκαλέσει η επιτυχία ή η καλύτερη συνθήκη που έχει κάποιος άλλος, η ομορφιά, η νεότητα, το χρήμα. Από την άλλη, μεγαλώνοντας αναγνωρίζω π.χ. ότι δεν μπορώ να ζηλεύω έναν εκατομμυριούχο όταν ξέρω ότι επέλεξα να μην έχω προσπαθήσει για κάτι τέτοιο.
Έχετε «ζηλέψει», ας πούμε, κάποια παράσταση;
Όταν πρωτοείδα παράσταση του Ντίμιτερ Γκότσεφ, ένιωσα ότι κάνει κάποιος κάτι, αρθρώνει ζητήματα που μου ανοίγουν έναν δρόμο. Γενικά έχω «ζηλέψει» τις καλύτερες συνθήκες που έχουν καλλιτέχνες στο εξωτερικό γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, σε αυτές τις δουλειές πρόκειται για κάτι πολύ καθοριστικό.
Βρίσκετε κάποιο νήμα που να συνδέει τις επιλογές σας (είτε ως σκηνοθέτη είτε ως ηθοποιού) μέσα σε αυτά τα χρόνια;
Ξέρω ότι με ενδιαφέρουν οι ψυχικές καταστάσεις, είτε μιλάμε για την απομόνωση και την τιμωρία του Προμηθέα είτε για τον εγκλωβισμό και την προσδοκία του Πενθέα στις Βάκχες να απελευθερωθεί είτε για τη συνθήκη της ματαίωσης, της αποτυχίας είτε για το πώς σωματοποιούνται η πείνα και η περηφάνια σε έναν χαρακτήρα (στην ταινία μου Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού). Ο τρόπος που βλέπω και αντιμετωπίζω τα πρόσωπα έχει να κάνει με το πώς σωματοποιούν μια κατάσταση.
Πώς δουλεύετε, αλήθεια; Βάλτε μας στην «κουζίνα» σας.
Δίνω πολύ χρόνο στην έρευνα ώστε μετά να ακολουθήσω μεθοδικά ένα νήμα πώς ξετυλίγεται –σε σχέση με την προετοιμασία και τη διασκευή. Από εκεί και πέρα δουλεύω πολύ τεχνικά πάνω στα πράγματα, έχοντας μια ιδέα στο μυαλό μου, ένα όραμα, και επιχειρώ να μεταφέρω συνεχώς πληροφορίες στους υπόλοιπους συντελεστές για να βρεθούμε στον ίδιο κόσμο. Πιστεύω πολύ στη λεπτομερή και αναλυτική δουλειά και αυτό εφαρμόζω σε όλα τα επίπεδα –στη συνεργασία μου με τους ηθοποιούς, με τον/την σκηνογράφο, με τον φωτιστή– προσπαθώντας όλα αυτά να μεταφέρονται σε κάτι πρακτικό και υλοποιήσιμο το οποίο βγάζει νόημα. Δεν είμαι πια καθόλου κρυπτικός σε σχέση με όσα με ενδιαφέρουν σε μια παράσταση και τη σημασία που έχουν για μένα.
Παρόλο που θεωρώ υποχρέωση του σκηνοθέτη να καθοδηγεί, θα ήμουν ανόητος αν δεν επέτρεπα τη δημιουργικότητα των άλλων να προστεθεί στο σκηνικό εγχείρημα. Μάλλον ένας από τους λόγους που κάνω θέατρο είναι για να βρεθώ δίπλα σε ανθρώπους που είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν. Πάντα, βέβαια, προσπαθώ να θέσω ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Το φλου είναι εχθρός σε μεγάλο βαθμό της δημιουργίας. Αποφεύγοντας την αβεβαιότητα, τα πράγματα ανθίζουν ακόμα πιο πολύ. Όταν το τοπίο ξεκαθαρίζει, οι άνθρωποι γίνονται και πιο δημιουργικοί.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έκτορας Λυγίζος
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Άρης Μπαλής, Γιάννης Νιάρρος, Αμαλία Μουτούση, Έκτορας Λυγίζος
- ΘΕΑΤΡΟ: Εθνική Λυρική Σκηνή
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη του «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» στο θέατρο Αργώ
Ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει Έλληνες ηθοποιούς, προσεγγίζοντας τον «Γυάλινο κόσμο» μέσα από μια δική του, «πειραγμένη», και γι’ αυτό καλοδεχούμενη, οπτική
Ποια ήταν η σκηνοθέτρια που το όνομά της συνδέθηκε με τις ταινίες προπαγάνδας της φασιστικής Γερμανίας του Χίτλερ
Είδαμε την πρόβα της νέας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής: Μποέμ του Τζάκομο Πουτσίνι και ήταν όλα πιο αληθινά
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την οπερέτα του Γιόχαν Στράους που ανεβάζει στο θέατρο Ολύμπια
Μιλήσαμε με τον χαρισματικό ηθοποιό που υποδύεται τον «Δον Κάρλος» στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στο ΚΘΒΕ
Πόση βία κρύβουν οι σχολικές τάξεις; Μπορούμε να διδάξουμε με τη βία; Γιατί είναι σημαντικό να δουν εκπαιδευτικοί και μαθητές την παράσταση «Η Μέρα της Φούστας»;
Ο Χάρης Φραγκούλης σκηνοθέτησε μια αμιγώς ερευνητική παράσταση πάνω στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη
Ένα πολλά υποσχόμενο ταξίδι, ένα κλασικό έργο σε 2 εκδοχές, ένας ονειροπόλος και ένα αφιέρωμα στη γιαγιά
Μιλήσαμε για όλα: τη νέα παράσταση «Ήρωες», το θέατρο, τα όρια της σάτιρας, τη σύγκριση με τον πατέρα του και πώς αντιμετωπίζει την κατάσταση σήμερα
Οι δύο γνωστοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες μιλούν για την παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και για τη συνεργασία τους
Τι μας είπε για τα ιστορικά γεγονότα και τη σχέση τους με το σήμερα, τους ακίνητους ταξιδιώτες και την παράσταση «Ματαρόα στον ορίζοντα» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Δυο πρεμιέρες τον Δεκέμβριο και εορταστικές εκδηλώσεις τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά
Μια παράσταση σκηνοθετημένη εντυπωσιακά στην όψη και στις ερμηνείες
Μιλήσαμε για όλα με τον ηθοποιό με αφορμή τον μονόλογο «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» στο Θέατρο Θησείον
Η παράσταση αναλύει τον βίο και το έργο του, αναδεικνύοντας τον ταλαντούχο καλλιτέχνη που έκανε τη ζωή του κραυγή για την αγάπη
Το ομότιτλο βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως ανεβαίνει στο θέατρο για πρώτη φορά στην Ελλάδα
Μια αληθινή ιστορία, ένας ύμνος στη δύναμη του ονείρου του Νταβίντ Λελαί-Ελό με τον Μάνο Καρατζογιάννη
Ο Γιάννης Δρακόπουλος πρωταγωνιστεί στη μακροβιότερη σόλο κωμωδία στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ
Μετά την ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε κατά την ολομέλεια του σώματος - Το βιογραφικό του
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.