Θεατρο - Οπερα

Το δικό τους Μαχαγκόννυ

Η εμβληματική όπερα των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών της

Ιωάννα Γκομούζα
ΤΕΥΧΟΣ 912
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μαχαγκόννυ στην ΕΛΣ: Μιλούν οι ερμηνευτές Αγάθωνος, Κεχρής, Αποστόλου, Παπαλεξίου, Καβάγιας, Καλύβας, Ανδριανός, Γιαννίσης. 

Η πόλη του κέρδους και των ηδονών, όπου όλα επιτρέπονται αρκεί να έχεις να πληρώσεις, ετοιμάζεται να ζωντανέψει από τις 12 Απριλίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μαζί φυσικά με τους διάσημους σκοπούς της –όπως το «Τραγούδι της Αλαμπάμας» και το «Τραγούδι του Μπενάρες». Στην παράσταση «Η Άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» ο Γιάννης Χουβαρδά στη σκηνοθεσία και ο Μίλτος Λογιάδης στη μουσική διεύθυνση καθοδηγούν μια ομάδα Ελλήνων πρωταγωνιστών στην πολιτική-σατιρική όπερα που ασκεί κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα.

Πώς βλέπουν, λοιπόν, η Άννα Αγάθωνος, ο Χρήστος Κεχρής, ο Τάσος Αποστόλου, η Μαρισία Παπαλεξίου, ο Βασίλης Καβάγιας, ο Γιάννης Καλύβας, ο Χάρης Ανδριανός και ο Γιάννης Γιαννίσης το έργο και γιατί παραμένει επίκαιρο σχεδόν έναν αιώνα από την πρεμιέρα της στη Λειψία το 1930; –που διακόπηκε από διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τους ναζί. Ποιος ο ρόλος που ερμηνεύουν και οι προσκλήσεις που αντιμετώπισαν;

© Ανδρέας Σιμόπουλος

«Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» στην ΕΛΣ: οι ερμηνευτές για το έργο των Βάιλ και Μπρεχτ

Άννα Αγάθωνος: «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» είναι ένα αριστούργημα του 20ου αιώνα.

Συνδυάζει την καυστική γλώσσα του Μπρεχτ με την αναγνωρίσιμη μουσική του Βάιλ και αποτυπώνει με ευρηματικό τρόπο τις κοινωνικές αναταραχές στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Δεν παρουσιάζεται συχνά ενώ έχει πολύ χαρακτηριστική και ποικιλόμορφη μουσική γραφή που περιλαμβάνει από χορωδιακά σαν να ήταν γραμμένα από τον Μπαχ μέχρι στοιχεία τζαζ και μουσικού καμπαρέ. Είναι δυστυχώς ένα πολύ επίκαιρο μουσικοθεατρικό έργο που δεν έχει χάσει τίποτε από την πικρή του αλήθεια για τη ματαιότητα μιας κοινωνίας που βασίζεται μόνον στην απόλαυση, την ηδονή, την υπερβολή και το εύκολο χρήμα και ξεχνάει εντελώς την ανθρωπιά.

Ερμηνεύω την απατεώνισσα Λεοκάντια Μπέγκμπικ, η οποία μαζί με τους δυο συνεταίρους της έχει την ιδέα να ιδρύσουν μια πόλη στην μέση της ερήμου, αφιερωμένη στην διασκέδαση και την καλοπέραση. Φυσικά, σκοπός τους είναι να μαζέψουν γρήγορο και εύκολο χρήμα. Για να μπω στο πνεύμα έπρεπε να κάνω αρκετή έρευνα για το έργο, το συγγραφικό δίδυμο και την εποχή του, δίνοντας έμφαση κυρίως στο τι ήθελε να πετύχει ο Μπρεχτ με το επικό θέατρο και ποια ήταν τα εργαλεία που χρησιμοποίησε. Χρειάσθηκε να δουλέψω σκληρά για να επιτύχω την στιβαρότητα του πολύ χειραφετημένου αυτού χαρακτήρα.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Χρήστος Κεχρής: Το έργο περιγράφει, με ποιητική και σκληρή γλώσσα, την ανάγκη του ανθρώπου να βγαίνει από τα αδιέξοδα

Αλλά και τη διαπίστωση ότι αποτυγχάνει. Υπογραμμίζει την πλευρά εκείνη του ατόμου και του συνόλου που πιστεύει σε μια πεποίθηση ή σε μια εξουσία ακλόνητα μέχρι την καταστροφή του. Αν έπρεπε να το περιγράψω μονολεκτικά θα διάλεγα την λέξη «αυταπάτη».

Παρά τα σοβαρά θέματα που θίγει, είναι φτιαγμένο από υλικά «νόστιμα», από εικόνες και μουσικές που διασκεδάζουν τον θεατή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι καταφέρνει με λεπτή ειρωνεία, ενίοτε με χιούμορ, να του μιλάει για τη συνενοχή του στις κρίσεις που βιώνει. Αυτό αναδεικνύεται έντονα στο ανέβασμά μας. Ασφαλώς είναι διαχρονικό και δυστυχώς επίκαιρο. Η Ευρώπη –και όχι μόνο– απειλείται από την ακροδεξιά που ολοένα βρίσκει έδαφος στο πολιτικό τοπίο, η οικονομική κρίση διαδέχεται η μία την άλλη, ο κόσμος εξακολουθεί να κλυδωνίζεται από τον πόλεμο, απόρροια των αδιεξόδων του καπιταλισμού, των συμφερόντων της εξουσίας, των αγορών και του δογματισμού.

Ενσαρκώνω τον Φάτυ, έναν υπόδικο φυγά. Μαζί με τον Μωυσή και την Μπέγκπικ υποκινούν κατά κάποιον τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας, είναι οι ιδρυτές του Μαχαγκόννυ, παντεπόπτες, δικαστές, θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού και ασκούν εξουσία στους κατοίκους της πόλης. Μία πρόκληση που αντιμετώπισα είναι το στοιχείο της ζωντανής κινηματογράφησης, δηλαδή η συνύπαρξη δύο επιπέδων εξιστόρησης και ερμηνείας που το καθένα έχει τον δικό του κώδικα. Ένα εύστοχο εύρημα και χρήσιμο εργαλείο καθώς πρόκειται για τη ματιά που διεισδύει με ιδιαίτερη αισθητική για να αναδείξει τι συμβαίνει πίσω από τα πρόσωπα, πέρα από τα λεγόμενα, πίσω από τα τείχη.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Τάσος Αποστόλου: Το Μαχαγκόννυ είναι ένας καθρέφτης στον οποίο αντανακλάται ο καθένας μας αλλά και η κοινωνία.

Η κοινωνία που εμείς κατασκευάσαμε, εξελίξαμε, διαφθείραμε, εκφυλίσαμε. Το Μαχαγκόννυ είμαστε εμείς. Είναι οι ψευδαισθήσεις, η αλαζονεία, η απληστία και τα χαμένα όνειρά μας.

Δεν είναι απλώς επίκαιρο. Είναι ένα έργο που δεν μπορεί κανείς εύκολα να πιστέψει ότι δε γράφτηκε σήμερα. Αναφέρεται στο τώρα με μία ανατριχιαστική ταύτιση με αυτό που ζούμε και προβλέπει το άμεσο μέλλον. Το μέλλον το δικό μας και το μέλλον του «κατασκευάσματος» που έχουμε φτιάξει και με κόπο συντηρούμε. Το Μαχαγκόννυ περιγράφει την αυτοκαταστροφή μας.

Ο Μωυσής, ο ρόλος μου, δεν είναι ένας ευχάριστος χαρακτήρας. Είναι ο κακός του έργου. Είναι αυτός που εκμεταλλεύεται, κυνηγάει τις ευκαιρίες τυχοδιωκτικά, πατάει επί πτωμάτων, όταν δεν τα δημιουργεί… Είναι ένα κομμάτι αυτού που όλοι έχουμε μέσα μας. Περιέχει τον ατομισμό, την αλαζονεία, την απληστία μας, το κτηνώδες που ο καθένας από εμάς κρύβει και, εν τέλει, περιέχει την αυτοκαταστροφή μας.

Είναι μία πολύ γοητευτική πρόκληση να ανταποκριθείς σε έναν τέτοιο ρόλο. Να βρεις με θάρρος τα κομμάτια του εαυτού σου που ανέφερα και που θα μπορούσαν να προβληθούν και να προσομοιάσουν με αυτά του χαρακτήρα. Να βρεις τις σκοτεινές πλευρές που κρατάμε καλά κρυμμένες. Να βρεις τα κίνητρα και εν τέλει, λυτρωτικά, να ανταποκριθείς σε αυτό που ο ρόλος απαιτεί.

© Γιώργος Καλκανίδης

Μαρισία Παπαλεξίου: «Κάθαρση». Μουσική και δραματουργική.

Έχουμε να κάνουμε με ένα διαχρονικό και δυστυχώς απόλυτα επίκαιρο σενάριο ζωής, ως προς το κείμενο του Μπρεχτ, και με ένα απίστευτο «πάντρεμα» μουσικών επιρροών και στυλ που οδηγούν σε ένα μοναδικής ομορφιάς και πρωτοτυπίας έργο, το οποίο ίσως να μην καταφέρει κανείς να εκτιμήσει με την πρώτη ανάγνωση. Η μαγεία έρχεται σταδιακά, όσο το πλησιάζεις (αρχικά με λίγη δυσπιστία ίσως…). Συνειδητοποιείς, όμως, ότι κάθε φορά που το αντιμετωπίζεις, ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο. Και αυτό δεν έχει τέλος. Κάπως έτσι καταλήγεις στον απόλυτο εθισμό. Όποια αντίσταση υπήρχε αρχικά κάμπτεται και παραδίνεσαι άνευ όρων.

Η δραματουργία του έργου είναι ίσως η πιο ουσιαστική όλου του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο είναι απόλυτα θεατρικό. Κατακρίνει την ανηθικότητα και τον ξεπεσμό στον οποίο οδηγεί τον άνθρωπο η λύσσα για το χρήμα. Όταν πρωτοανέβηκε στην Λειψία (9/3/1930), αρκετοί θεώρησαν ότι πρόκειται για σκληρή κριτική στην χαοτική και διεφθαρμένη διακυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Απόλυτα διορατικός ο Μπρεχτ! Τα ίδια συμβαίνουν και σήμερα δυστυχώς σε όλο τον κόσμο. Επίσης θεωρώ ότι το έργο είναι βαθιά φεμινιστικό. Κατακρίνει τα πάθη και τις εξαρτήσεις που κρατούν «σκλάβους» τεράστια μερίδα της ανδρικής κοινωνίας ανά τους αιώνες.

Ερμηνεύω την Τζέννυ Χιλ που καταφτάνει στο Μαχαγκόννυ ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Πουλάει το σώμα της για να επιβιώσει. Είναι «καρχαρίας», όπως την συστήνει ο Μπρεχτ λίγο πριν ακουστεί το Alabama song. Είναι, όμως, και άνθρωπος. Για λίγο βγαίνει από την φριχτή σύμβαση της δουλειάς της χάρη στον Τζιμ, ο οποίος της ανοίγει το παράθυρο του έρωτα. Η αυταπάτη σβήνει γρήγορα γιατί τελικά «όπως στρώνεις κοιμάσαι, όταν κάποιος σε πατάει αυτός είμαι ΕΓΩ, και όταν κάποιος ποδοπατείται, αυτός είσαι ΕΣΥ». Μουσικά ο ρόλος ήταν μια τεράστια πρόκληση και υπέρβαση για την φωνή μου. Ένα ταξίδι που απόλαυσα και ευχαριστήθηκα όσο τίποτε άλλο. Αγάπησα την βαθειά αινιγματική και σκληρή Τζέννυ που έγινε για λίγο άνθρωπος ενδίδοντας στον παντοδύναμο έρωτα. Ποιος, άλλωστε, μπόρεσε πότε να του αντισταθεί; 

© Γιώργος Καλκανίδης

Βασίλης Καβάγιας: Πρόκειται για μία από τις πιο όμορφες κι ενδιαφέρουσες όπερες του 20ου αιώνα

Τόσο για τη μουσική της όσο και για το λιμπρέτο της. Μια πολιτική-σατιρική όπερα όπου ο Βάιλ κι ο Μπρεχτ έχουν συνδυάσει απόλυτα την τέχνη τους προσφέροντας ποικίλα μουσικά είδη και φιλοσοφικές ιδέες προς προβληματισμό.

Παρουσιάζει τη σκοτεινή πλευρά του καπιταλισμού. Όταν ο άνθρωπος τα έχει όλα, συχνά ξεχνάει την αφετηρία, την ηθική του και δηλητηριάζεται η ψυχή του καταστρέφοντας τα πάντα γύρω του. Κι αυτό είναι που κάνει το έργο τόσο επίκαιρο. Στην εποχή μας, με την τεχνολογία, μπορούμε να βρούμε και να αποκτήσουμε εύκολα οτιδήποτε από οπουδήποτε. Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η κλιματική κρίση, οικονομικές κρίσεις, πόλεμοι, γενοκτονίες και βιασμοί. Ό,τι αρχίζει να φαίνεται ιδανικό σε μια πόλη-παράδεισο όπως το Μαχαγκόνυ, όπου όλα επιτρέπονται, στο τέλος καταρρέει γιατί λείπουν τα γερά θεμέλια. Η ηθική και ο σεβασμός στον συνάνθρωπο και τη φύση.

Ο Τζίμυ Μάχονυ, που ερμηνεύω, είναι ένας ξυλοκόπος που ήρθε από την Αλάσκα με φίλους του για να ξοδέψουν στην πόλη-παράδεισο ό,τι απέκτησαν με ιδρώτα. Σε αλκοόλ, φαγητό, γυναίκες και κραιπάλη. Όμως ο Τζίμυ βλέποντας τα όλα αυτά νιώθει ότι κάτι του λείπει. Θέλει τον αληθινό έρωτα και την πραγματική βαθιά ευτυχία που δεν μπορεί να του την προσφέρουν ούτε η μάσα ούτε ο φθηνός έρωτας. Μόλις μαθαίνουν ότι έρχεται ένας τυφώνας προς το Μαχαγκόνυ, ο Τζίμυ φιλοσοφεί και ειρωνεύεται τη δύναμη της φύσης μπροστά στη καταστροφικότητα του ανθρώπου. Έτσι, παρακινεί τους πάντες να κάνουν οτιδήποτε τους ευχαριστεί, χωρίς κανόνες. Αυτό, όμως, θα τον οδηγήσει και στην καταδίκη του. Ένας ρόλος προκλητικός φωνητικά και ως προς την υποκριτική διότι απαιτείται το «χτίσιμο» ενός χαρακτήρα γεμάτου λαχτάρα για διασκέδαση σε έναν άνθρωπο που καταρρέει.

«Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» στην ΕΛΣ © Γιώργος Καλκανίδης

Γιάννης Καλύβας: Πάντα είχα στο μυαλό μου τέτοια έργα ως κάτι μεγαλειώδες

Καθώς προσπαθούν να συμπυκνώσουν στον οπερατικό χωροχρόνο αναγνώσεις πάνω σε διαχρονικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, παράλληλα με την εξέλιξη των μουσικών ρευμάτων. Το Μαχαγκόννυ ως έργο με παράλληλες ιστορίες μπορεί και καταπιάνεται με την πηγή του προβλήματος, που είναι οι τρικλοποδιές που μας βάζει η κοινωνία και το πόσο εύκολα γινόμαστε μέρος ενός όχλου.

Το Μαχαγκόννυ θα μπορούσε να είναι το σάουντρακ της κοινωνίας μας. Άκρως επίκαιρο, αν σκεφτούμε τις συρράξεις που εκτυλίσσονται στις ημέρες μας. Στην εποχή μας μια ψευδεπίγραφη χρυσή ευδαιμονία λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης οδηγεί στην ηθική και ψυχολογική κατάπτωση. Έτσι ο θεατής είναι πολύ εύκολο να ταυτιστεί, συνεπικουρούμενος από την εξαιρετική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τόσο το σκληρό κείμενο του Μπρεχτ όσο και η μουσική του Βάιλ.

Ο κύριος ρόλος μου, ο Τζακ, είναι μέλος μιας παρέας ετερόκλητης, με κοινές, όμως, κοινωνικές προσλαμβάνουσες, που επιθυμεί να χαρεί τους κόπους σκληρής δουλειάς χρόνων σε εφήμερες απολαύσεις, χωρίς τους περιορισμούς του καθωσπρεπισμού. Υποκριτικά υπήρξε απλό για εμένα καθώς ως φιλοσοφία είναι κοντά σε μια πτυχή μου ως ανθρώπου. Ψυχολογικά, όμως, πρέπει να αποβάλλω κάποια υψηλά ιδανικά που έχω και να προσεγγίσω το άβουλο ον που παρασύρεται από τα ένστικτά του, κυρίως μπροστά στον φόβο του θανάτου. Αυτή τη σύμβαση προσπαθώ να ενσωματώσω στη μουσική εκφορά του ρόλου. Στο δεύτερο μέρος, έχοντας σχετική ελευθερία από τον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, είμαι ο Τόμπυ, που έχει περάσει στην απέναντι όχθη της νομιμότητας.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Χάρης Ανδριανός:«Γιατί να είσαι άνθρωπος, όταν μπορείς να είσαι πετυχημένος;», παρατηρεί ο Μπρεχτ.

Η πόλη του Μαχαγκόννυ ιδρύεται από εγκληματίες που γνωρίζουν ότι είναι πιο εύκολο να ληστέψεις ιδρύοντας μία τράπεζα παρά απειλώντας έναν ταμία. Όσοι συρρέουν εκεί μαθαίνουν σύντομα ότι όλα επιτρέπονται, αρκεί να έχεις χρήμα. Η απόλυτη ελευθερία, απληστία και ασυδοσία οδηγεί στον εκφυλισμό, στην εκμετάλλευση, στη βία και το χάος. Αν η καπιταλιστική κοινωνία της εποχής των δημιουργών βρίσκεται σε οικονομική, πολιτική, ηθική και πολιτιστική κρίση, που θα οδηγήσει εφιαλτικά στα ολοκληρωτικά καθεστώτα που γνωρίσαμε, η σύγχρονη παγκόσμια πια κοινότητα των «σόσιαλ» ανθρώπων, παραδομένη στην κυριαρχία της τεχνολογίας και της οθόνης, έχει καταργήσει τις μεγάλες αξίες της ζωής και ζει χωρίς να γελάει, να βλέπει, να ακούει, να επικοινωνεί, να ενδιαφέρεται, να ελπίζει, να ονειρεύεται και να αντιστέκεται. Άλλαξε στάση ζωής. Αυτό μας προτείνει με κάθε μέσο το έργο.

Ο Μπιλ ο κουμπαράς είναι η μετουσίωση όλων αυτών. Παραδίδεται στα χειρότερα ένστικτά του και, αφού προδώσει τους τρεις φίλους του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, θα γίνει ομάδα με τους εξουσιαστές της πόλης.

Το έργο βρίσκεται πιο κοντά στο μουσικό θέατρο από την όπερα. Ο Βάιλ παντρεύει τον Μάλερ, τον Στραβίνσκυ, τον Μπαχ, τον Γκέρσουιν, το καμπαρέ και την τζαζ δημιουργώντας έναν αφοπλιστικό μουσικό κόσμο και ζητάει από τους εκτελεστές του να μην παρασυρθούν από την ομορφιά, τη δύναμη και την γοητεία της μουσικής του, αλλά να εμπλακούν κυρίως εγκεφαλικά, και όχι συναισθηματικά, για να αποδώσουν το κείμενο με όλη την ασχήμια και την φρίκη που πρέπει να ακουστεί. Στο φινάλε της πρώτης πράξης, για παράδειγμα, όλοι μαζί τραγουδάμε μια εύπεπτη και ευχάριστη μελωδία που όμως περιγράφει τον εφιάλτη του να πατάς επί πτωμάτων προκειμένου να επιβιώσεις. Είναι ένα πυκνό έργο και η αφήγηση είναι συνολική. Το θέατρο, η μουσική και ο κινηματογράφος, στο συγκεκριμένο ανέβασμα, συμπληρώνουν και φωτίζουν την ιστορία. Η ακρίβεια και η καθαρότητα του κάθε ρόλου συνδυάζεται με τα σύνολα της χορωδίας, των ηθοποιών, της σκηνογραφίας, των κοστουμιών, των προβολών, των χορογραφιών κ.λπ. για να ζωντανέψουν την δυστοπική πόλη του Μαχαγκόνυ. Ο επίλογος είναι μία μαζική διαδήλωση όλων ενάντια σε όλα και σε όλους. Τα τελευταία μας λόγια είναι ότι είμαστε μόνοι και κανείς δεν θα μας και σας βοηθήσει. Κανείς δεν θα αναλάβει τις ευθύνες σου. Εάν δε μας ταρακουνήσει και αφυπνίσει ούτε αυτό, τότε είμαστε ήδη τα τέρατα που παίζουμε στην σκηνή.

© Γιώργος Καλκανίδης

Γιάννης Γιαννίσης: Πιστό στις πολιτικές/ηθικές αρχές του κορυφαίου διδύμου Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ αυτό το αριστούργημα του 20ου αιώνα.

Δεν είναι τυχαίες, άλλωστε, οι αντιδράσεις των ναζί όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λειψία και αργότερα στο Βερολίνο. Είναι, όμως, και η ζωντανή εικόνα της κατάρρευσης της ελπίδας για ένα κόσμο «ονειρικά πλασμένο», αλλά με σαθρά θεμέλια, όπου όλα επιτρέπονται.

Κάθε κοινωνία φέρει ευθύνη για την παρακαταθήκη που θα αφήσει. Τα προβλήματα και τα πάθη των ηρώων δεν απέχουν πολύ από τα δικά μας και μας αφυπνίζει να τα βλέπουμε να ζωντανεύουν επί σκηνής, όχι ως νουθεσία, αλλά ως μία πραγματικότητα των επιλογών μας και των συνθηκών που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το συγκεκριμένο έργο μπορεί να προσελκύσει και ένα νέο κοινό, που τώρα ανακαλύπτει την όπερα και συγκινείται από την εξαιρετική μουσική, αλλά και την αιχμηρά πολιτική θεματολογία της.

Υποδύομαι τον Τζο, ξυλοκόπο από την Αλάσκα και φίλο του Τζίμμυ Μάχονυ, που ερχόμαστε στο Μαχαγκόννυ προκειμένου να ζήσουμε τον «επίγειο παράδεισο», ύστερα από μεγάλες δυσκολίες για να κερδίσουμε τα προς το ζην. Φυσικά, υπήρξαν προκλήσεις, όπως σε κάθε παραγωγή, τόσο σε μουσικό όσο και σε υποκριτικό επίπεδο, αλλά η επιμονή και η αφοσίωση είναι πάντα αρωγοί για το επιθυμητό αποτέλεσμα.

INFO:
Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ
Εθνική Λυρική Σκηνή
12, 19, 23, 25 Απριλίου στις 19.30, 14 & 21 Απριλίου στις 18.30