- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η σημαία των Αθηνών: Μια παράσταση που «βγάζει τη γλώσσα» στον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας
Είδαμε την παράσταση στο Από Μηχανής θέατρο, σε κείμενο του ποιητή Ανδρέα Κεντζού και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά
«Η σημαία των Αθηνών» στο Από Μηχανής θέατρο: Εντυπώσεις από την παράσταση σε κείμενο Ανδρέα Κεντζού και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά
Είναι ωραίο όταν το θέατρο δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά. Ειδικά σε μια χώρα έμπλεη στόμφου –σκηνοθετών και ηθοποιών– είναι ωραίο να φεύγεις από μια παράσταση με μια αίσθηση ανάλαφρη, μια αίσθηση δροσιάς, ακόμα κι αν τα θέματα που θίγει είναι εν δυνάμει άβολα.
Έτσι κάνει και η «Σημαία των Αθηνών», σε κείμενο του ποιητή Ανδρέα Κεντζού και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, στο Από Μηχανής Θέατρο. Μια παράσταση δωματίου που βγάζει τη γλώσσα τόσο στον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας και της «σωστής» ανάγνωσης της ιστορίας όσο και στο μικροαστισμό που πολλές φορές αποπνέουν μεγαλεπήβολες και σοβαροφανείς άλλες παραστάσεις. Μου θύμισε λίγο το «Σπιρτόκουτο», έτσι όπως είχε ανέβει στη Στέγη, με πολύ μικρότερο μπάτζετ φυσικά, αλλά και μετριασμένες φιλοδοξίες που υπηρετήθηκαν, εν τέλει, από το αποτέλεσμα.
«Η σημαία των Αθηνών» στο Από Μηχανής θέατρο: Η υπόθεση του έργου
Σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, μια οικογένεια φυλάει ένα μυστικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: τη ναζιστική σημαία που κατέβασαν οι Σάντας και Γλέζος από την Ακρόπολη, μαζί με τον τότε 16χρόνο, μαθαίνουμε, Δημήτρη Φαρμάκη, παππού της οικογένειας, σιωπηλό και καθηλωμένο πια σε αναπηρικό αμαξίδιο, μετά από εγκεφαλικό. Για λίγη ώρα, γύρω από τον εντελώς μη αντιδρώντα παππού, θα εξελιχθεί ένα σχεδόν μικροαστικό δράμα, updated για τον 21ο αιώνα: εν απουσία των γονιών σε κάποια χαρτοπαικτική βραδιά, η 32χρονη κόρη της οικογένειας –που κατά τ’ άλλα «παίρνει κεφάλια» στη δουλειά της σε μια ναυτιλιακή εταιρεία– θα μεθύσει, θα χορέψει και θα τα «σπάσει» που την χώρισε η σύντροφός της Κάτια, μέχρι που η Κάτια θα επιστρέψει και οι δυο γυναίκες θα συμφιλιωθούν με κόντρες και σεξ, με μια αναπάντεχη συνέπεια: να «ξυπνήσουν» τον παππού.
Ο οποίος παππούς θα θυμηθεί, φυσικά, τα αριστερά του νιάτα, τη σοβιετική Ρωσία, θα αναπολήσει τις χαρές της ζωής, θα γελάσει και θ’ αγκαλιάσει τα δυο κορίτσια (σε μια ωραιότατα σουρεαλιστική σκηνή όπου οι δύο γυναίκες, γυμνές και τυλιγμένες με σεντόνια σαν τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, θα δώσουν όρκους αιώνιας αγάπης με τις ευλογίες του κομμουνιστή παππού πάνω στην παλιά, ναζιστική σημαία) μέχρι να επιστρέψουν αργότερα το ίδιο βράδυ οι δύο πολύ πιο αντιδραστικοί γονείς και μας θυμίσουν (στη β’ πράξη κυρίως) τις κουραστικές ανασφάλειες των μπούμερς («Θεέ μου, πώς και δεν καταλάβαμε τι έτρεχε με την κόρη μας»), αλλά και την πραγματική τους ανησυχία για τον ρόλο τους στη μέλλουσα ζωή της κόρης τους.
Δεν θα πω περισσότερα για την πλοκή – ακόμα και στα σημεία που χωλαίνει ο ρυθμός (και είναι λίγα, γιατί το κείμενο του Κεντζού είναι σφιχτοδεμένο και η σκηνοθεσία με ωραίους, γρήγορους ρυθμούς), το σπιρτόζο χιούμορ των διαλόγων σώζει την κατάσταση. Σκεφτείτε μια παλιά, καλή ελληνική κωμωδία με νέους κώδικες, χωρίς μανία ακτιβισμού, με ένα καστ που ως επί το πλείστον ανταποκρίνεται στην ισορροπία μεταξύ φαρσοκωμωδίας και θεάτρου τσέπης (ωραιότατος ο Γιάννης Κοτσαρίνης ως παππούς και οι Νίκος Παντελίδης και Μαίρη Τσαβαλιά σε κόντρα ρόλους, λιγότερο επιτυχημένη η υπερβολική δραματοποίηση ορισμένων σκηνών από τη Μαρία Μαυροματάκη και η απουσία χημείας της Ορσαλίας Πιπίδη με τη συμπρωταγωνίστριά της), με έξυπνες σκηνοθετικές πινελιές (στην εναλλαγή των εικόνων στην τηλεόραση, στους πίνακες που θυμίζουν αστική ζωγραφική των αρχών του 20 ού αιώνα, κ.ά.), κι έχετε μια καθόλα αξιοπρεπή παράσταση για τη μέση ελληνική οικογένεια του σήμερα, χωρίς (επί το πλείστον) τις οικογενειακές υστερίες του Greek Weird Wave, χωρίς ιστορικά τοτέμ, χωρίς υπερβολικό ηθολογικό βάρος. Με ένα δυνατότερο σεναριακά τέλος, το έργο θα γινόταν ακόμα καλύτερο – αλλά κι έτσι όπως έχει, χάρηκα που το είδα. Είναι ωραίο να αυτοσαρκάζεσαι.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Μυλωνάς
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γιάννης Κοτσαρίνης, Μαρία Μαυροματάκη, Νίκος Παντελίδης, Ορσαλία Πιπίδη, Μαίρη Τσαβαλιά
- ΘΕΑΤΡΟ: Απο Μηχανής