Θεατρο - Οπερα

Γιώργος Οικονόμου: «To “Terror” είναι μια διαδραστική παράσταση, ένα δικαστικό δράμα, με το κοινό σε ρόλο ενόρκου»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη για την παράσταση στο Θέατρο Βασιλάκου - Μαριάννα Τόλη και την πορεία του στον χώρο

Γιώργος Δήμος
ΤΕΥΧΟΣ 909
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Γιώργος Οικονόμου μιλάει με αφορμή την παράσταση «Terror» που σκηνοθετεί στο Θέατρο Βασιλάκου - Μαριάννα Τόλη

Ο κόσμος του Γιώργου Οικονόμου βρίσκεται στη συνοικία του Κολωνακίου, τρία οικοδομικά τετράγωνα πιο πάνω από το πρώην ξενοδοχείο Χίλτον και την Εθνική Πινακοθήκη. Το διαμέρισμά του, στον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας αθηναϊκού μοντερνισμού, είναι ευρύχωρο και ευήλιο,  γεμάτο φωτογραφικά λευκώματα, σπάνια ακαδημαϊκά βιβλία στα γαλλικά ή τα αγγλικά, δίσκους και έργα τέχνης που φωτίζουν τους τοίχους του σαλονιού. Εκεί αποφασίζουμε να καθίσουμε για τη συνέντευξη, όσο η φιλόξενη και διακριτική σύζυγός του, η ηθοποιός Αντιγόνη Αμανίτου, μας φέρνει έναν εσπρέσο και ένα κουτί σοκολατάκια.

Ο Γιώργος Οικονόμου σπούδασε στην Οξφόρδη και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές σκηνοθεσίας στο Old Vic Theatre School. Δίδαξε υποκριτική στο Βristol Old Vic Theatre School (1986-1988) και υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου (2006-2010). Έχει σκηνοθετήσει δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, μεταξύ αυτών τον «Σέρλοκ Χολμς και το Σκυλί των Μπάσκερβιλ» (2013) των Steven Canny και John Nicholson, την «Αφροδίτη με τη γούνα» (2013) του Ντέιβιντ Άιβς, το «Fool For Love» (2017) του Σαμ Σέπαρντ και φυσικά το «Terror» του Φέρντιναντ φον Σίραχ, που φέτος ανεβαίνει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Έχει εργαστεί στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση στην εκτέλεση και διεύθυνση παραγωγής, αλλά και ως βοηθός σκηνοθέτη και «Casting & Dialogue Coach» σε ελληνικές και διεθνείς παραγωγές.

Το «Terror» είναι ένα διαδραστικό δικαστικό δράμα με ένα ηθικό δίλημμα στον πυρήνα του, και φέτος παίζεται στο Θέατρο Βασιλάκου - Μαριάννα Τόλη, στον Κεραμεικό, με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Βασισμένη στη μετάφραση του έργου του Γερμανού συγγραφέα από την Ευαγγελία Νάνου, με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου να έχει επιμεληθεί τη διασκευή, η παράσταση αναπαριστά τη δίκη του σμηναγού Λαρς Κοχ, με τους θεατές ως «ενόρκους». Η απόφασή του να παραβεί τις διαταγές των ανωτέρων του και να καταρρίψει το πολιτικό αεροσκάφος της Lufthansa, που είχε πέσει θύμα αεροπειρατείας, είναι αντίθετη με τους νόμους της χώρας του και οδήγησε 164 επιβάτες στον θάνατο. Η υπεράσπισή του είναι πως με την πράξη του έσωσε 70.000 πιθανά θύματα, αφού ο τρομοκράτης πίεζε τον πιλότο του αεροσκάφους να το ρίξει στο γήπεδο Allianz Arena του Μονάχου, στη διάρκεια του αγώνα Γερμανίας - Αγγλίας. Τα θέματα του έργου είναι νομικά αλλά και βαθύτατα φιλοσοφικά, ενώ το κοινό καλείται να αποφασίσει, σηκώνοντας ένα από τα δύο καρτελάκια που του μοιράζονται στην αρχή, εκείνο με το «Α», αν πιστεύει πως ο Κοχ είναι αθώος, ή εκείνο με το «Ε», αν κρίνει πως είναι ένοχος.

© Θανάσης Καρατζάς

Ο Γιώργος Οικονόμου μιλάει για το «Terror» στο Θέατρο Βασιλάκου - Μαριάννα Τόλη

― Η παράσταση «Terror» βασίζεται στο δικαστικό έργο του Γερμανού συγγραφέα Φέρντιναντ φον Σίραχ. Ποια ήταν η πρώτη σας γνωριμία με το έργο και τι σας έκανε να το επιλέξετε;
Ήταν 4-5 χρόνια πίσω, πριν από τον COVID, που μου το έδωσε o ηθοποιός Βασίλης Παλαιολόγος και η μεταφράστρια Ευαγγελία Νάνου, για να ρίξω μια ματιά. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον με συναρπαστική θεματική. Βέβαια ήθελε λίγο «μάζεμα», αλλά νομίζω πως με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου καταφέραμε να του δώσουμε θεατρικότητα και ρυθμό. Μου αρέσουνε πολύ τα δικαστικά δράματα, ειδικά στο σινεμά. Το «Terror» είναι ειδικό είδος δικαστικού δράματος, διότι εδώ δεν κρίνεται μόνο η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορούμενου, αλλά κρίνονται ιδέες, νόμοι, φιλοσοφικές αντιλήψεις. Και εν τέλει κρίνει το ίδιο το κοινό. Αυτή ήταν η γνωριμία μου με τον «Τρόμο». Τον έχω κάνει τρεις φορές, με τρεις διαφορετικούς θιάσους. Άρα κάτι υπάρχει, μία σχέση που αντί να τελειώσει μεταλλάσσεται κι ανανεώνεται.

 ― Στον πυρήνα του έργου ένα ηθικό θέμα αντιπαραβάλλεται με εκείνο της ατομικής ευθύνης. Πόσο δύσκολο ήταν να παραμείνετε αντικειμενικός για τις ανάγκες της παράστασης;
Καθόλου δύσκολο. Η δουλειά μου είναι να σκηνοθετήσω την παράσταση και όχι να ψηφίσω. Δουλειά μου ήταν να συνεργαστώ με τους ηθοποιούς, που ο χαρακτήρας του καθενός έχει τελείως διαφορετική ματιά και ρόλο σε σχέση με τα διλήμματα. Να δουλέψω μαζί τους, βοηθώντας τους να υποστηρίξουν τη θέση τους, τον χαρακτήρα τους. Δεν τέθηκε πραγματικά θέμα του να αποφασίσω εγώ, το απέφυγα και το αποφεύγω.

Το κοινό συμμετέχει αν δεν είσαι βάρβαρος απέναντί του. Αν δεν το κακοποιείς, δεν το υποτιμάς, δεν το φέρνεις σε αμηχανία,  θα ανταποκριθεί.

 ― Είναι ένα διαδραστικό έργο: ένα δικαστικό δράμα με το κοινό σε ρόλο ενόρκων. Σας ενδιαφέρει το κοινό να συμμετέχει ενεργά σε ένα έργο;
Η κατά μέτωπο απεύθυνση στο κοινό μετά τον Στρίνμπεργκ, τον Ίψεν, τον Τσέχωφ, έγινε κάτι το σχεδόν απαγορευμένο. Δεν είχε χώρο στο ρεαλιστικό θέατρο. Μετά τον Μπρεχτ τα πράγματα άλλαξαν πάλι. Εδώ είχαμε τη χαρά ενός θεατρικού δικαστηρίου, όπου ένορκοι είναι οι θεατές. Έλεγα στους ηθοποιούς ότι ήρθε επιτέλους η ευκαιρία σας να παίξετε επιθεώρηση. Βάλτε, δηλαδή, το κοινό μέσα στην παράσταση ως συμπαίχτη, κοιτάξτε το στα μάτια και μιλήστε του «στα ίσια». Μερικές φορές το να φλερτάρεις με το κοινό είναι ό,τι πιο κακόγουστο και ύπουλο στο θέατρο. Όμως εδώ είναι ζητούμενο, όπως στην επιθεώρηση ή το «stand-up comedy», το οποίο λατρεύω. Το κοινό ανταποκρίνεται και συμμετέχει, αν δεν είσαι βάρβαρος απέναντί του. Αν δεν το κακοποιείς, δεν το υποτιμάς, δεν το φέρνεις σε φοβερή αμηχανία (πράγματα που με βρίσκουν τελείως αντίθετο), το κοινό θα ανταποκριθεί.

― Τι σας έκανε αρχικά να ασχοληθείτε με το θέατρο; Τι σας έκανε  να πείτε: «Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου ως επάγγελμα»;
Δεν είχα ποτέ δίλημμα ως προς αυτό. Από μιας αρχής, ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο, με την τηλεόραση και το σινεμά. Μπορεί μικρός στο σχολείο να ήθελα να γίνω ηθοποιός, μετά όμως αντιλήφθηκα ότι μου πήγαινε πολύ περισσότερο ο ρόλος του σκηνοθέτη. Πάντα με ενδιέφερε η μετουσίωση ενός κειμένου, μιας ιδέας, μιας αφήγησης, ενός συναισθήματος, σε σκηνική πράξη. Είτε στο θέατρο είτε στην τηλεόραση, προσπαθώ να υπηρετήσω την τέχνη κι όχι αυτή να υπηρετεί εμένα. Έχω αυτή την ανάγκη να προσφέρω στο κοινό κάτι το οποίο να είναι πάνω απ’ όλα ενδιαφέρον.

© Θανάσης Καρατζάς

 ― Ολοκληρώσατε τις μεταπτυχιακές σπουδές σας στο Bristol Old Vic Theatre School και γνωρίζετε καλά πώς είναι ο χώρος του θεάτρου στην Αγγλία. Πού προτιμάτε να δουλεύετε, εδώ ή εκεί;
Πήρα το πτυχίο μου στις Πολιτικές Επιστήμες, τη Φιλοσοφία και τα Οικονομικά στην Αγγλία και μετά έκανα μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία. Αλλά κι όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο βασικά μόνο θέατρο έκανα. Το θέατρο στην Αγγλία είχε μακραίωνη και συνεχή ιστορία, με πάρα πολλούς εκπληκτικούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες με βαθιά παιδεία και σοβαρή προσέγγιση στα κείμενα – με λίγα λόγια έχει παράδοση. Αλλά νομίζω ότι με τα χρόνια και στην Ελλάδα υπάρχουν πια πολλοί σοβαροί και ταλαντούχοι σκηνοθέτες, εξαιρετικοί ηθοποιοί, θαυμάσιοι τεχνικοί, μελέτες και προσεγγίσεις κειμένων με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως και κάποιοι καινοτόμοι καλλιτέχνες. Άρα δεν τίθεται πλέον θέμα σύγκρισης.
Να προσθέσω βέβαια ότι και στις προηγούμενες γενιές του ελληνικού θεάτρου έλαμψαν τεράστιες φυσιογνωμίες. Να σας δώσω λίγα ονόματα: Ροντήρης, Πολίτης, Κουν, Ευαγγελάτος, Σολωμός, Βολανάκης, Βεάκης, Κοτοπούλη, Λαμπέτη, Λυμπεροπούλου, Μινωτής, Παξινού, Χορν, οι κωμικές μεγαλοφυΐες σαν τον Λογοθετίδη και τον Χατζηχρήστο και πόσοι άλλοι ακόμα. Αλλά η Ελλάδα ήταν σκορποχώρι και οι περισσότεροι ξέχασαν να περάσουν τις  γνώσεις τους στις αμέσως επόμενες γενιές.

Ο πειραματισμός, ακόμα κι ο πλέον ρηξικέλευθος, είναι μια αναζωογονητική καλλιτεχνική αναγκαιότητα

 ― Ερχόμενη από εσάς, αυτή η γνώμη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς έχετε ανεβάσει πολλές θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχοντας συνεργαστεί κατά καιρούς με διάσημους ηθοποιούς παγκόσμιας εμβέλειας, όπως τον Ντάνιελ-Ντέι Λιούις, τη Μιράντα Ρίτσαρντσον, τον Ίαν Μακ Κέλεν. Είναι, άρα, συνειδητή η επιλογή σας να δουλεύετε εδώ;
Εντάξει, τα φέρνει και η ζωή έτσι μερικές φορές. Βρέθηκα να έχω την οικογένειά μου εδώ, να δουλεύω στην Ελλάδα περισσότερο απ’ ό,τι στο εξωτερικό, αλλά βρίσκω ότι υπάρχουν συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορείς να λειτουργήσεις και να δουλέψεις πολύ καλά. Υπάρχει το ανθρώπινο υλικό: πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί, κάτι το οποίο για έναν σκηνοθέτη είναι βασικό. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς του κοινού. Ειδικά μετά την πανδημία φούλαραν τα θέατρα. Παράπλευρη απώλεια δυστυχώς είναι τα σινεμά. Στενοχωριέμαι όταν κλείνουν σινεμά και γίνονται θέατρα. Ειδικά όταν κλείνουν σινεμά όπως το Ιντεάλ ή το Έμπασσυ. Και είναι μια τάση που τη βλέπω να συνεχίζεται.

 ― Σας ενδιαφέρει καθόλου το «πειραματικό» θέατρο;
Ναι, βέβαια. Ο πειραματισμός, ακόμα κι ο πλέον ρηξικέλευθος, είναι μια αναζωογονητική καλλιτεχνική αναγκαιότητα. Νομίζω, όλοι όσοι αγαπούν την τέχνη την οποία εξασκούν ψάχνουν να ανακαλύψουν και να έρθουν σε επαφή με ενδιαφέροντες πειραματισμούς και καινούργιες προτάσεις. Κυρίως όταν αυτές δεν στοχεύουν στον εύκολο εντυπωσιασμό και μόνο, ή στις επιχορηγήσεις, γιατί το χρήμα αυτή τη στιγμή είναι κατευθυνόμενο και πολλές φορές αυθαίρετα και ακατανόητα.

© Θανάσης Καρατζάς

― Πιστεύετε ότι ένας υψηλός προϋπολογισμός παραγωγής κάνει καλό ή βλάπτει μία παράσταση;
Όσο πιο πολλά λεφτά τόσο καλύτερα! Είναι αυτονόητο. Δεν χρειάζεται, βέβαια, ντε και καλά να χώνεις λεφτά σε μια παράσταση για να μοιάζει πλούσια και χλιδάτη, αλλά το χρήμα, καταρχήν, είναι χρόνος. Καλό δεν είναι, ας πούμε, να δουλεύεις με ηθοποιούς που είναι καλοπληρωμένοι και δεν χρειάζεται να κάνουν άλλες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα; Καλό δεν είναι τα υφάσματα των κοστουμιών που θα φορέσουν οι ηθοποιοί να είναι καλά και να μην είναι από τα πανέρια;
Δυστυχώς, τα θεατρικά εισιτήρια είναι σκανδαλωδώς φτηνά στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, καλούνται οι περισσότεροι συντελεστές να δουλεύουνε σχεδόν τσάμπα γιατί δεν «βγαίνει». Και ναι μεν είναι καλό να μην πληρώνει κανείς ένα σκασμό λεφτά για να πηγαίνει στο θέατρο, από την άλλη για να λειτουργήσει επαγγελματικά μια παράσταση χρειάζονται σίγουρα περισσότερα λεφτά. Δεν είναι δυνατόν να ανεβαίνει με το τρομερό άγχος του «sold-out», δηλαδή να μην μπορεί να δουλέψει με ένα 50% πληρότητα. Όσοι ξένοι βλέπουν τις τιμές των εισιτηρίων μας γελάνε. Οι σκηνοθέτες επίσης δεν πληρώνονται καλά.
Οι παραγωγοί φοβούνται να μπούνε σε πολλές παραστάσεις. Υπάρχει μία ανάγκη επιλογής ολιγοπρόσωπων παραστάσεων, δηλαδή οι μονόλογοι, τα «two-handers», τα έργα με 3-4 ηθοποιούς γίνονται ανάρπαστα και αυτό δίνει μία τρομερή θέση εξουσίας στα ιδρύματα και τους κρατικούς μηχανισμούς. Μόνο αυτοί έχουν την οικονομική ευχέρεια να στηρίξουν μεγάλες παραγωγές. Εκεί υπάρχει μεγάλη ανισότητα, διότι δεν ξέρω πόσο αξιοκρατικά λειτουργούν όλα αυτά. Δεν αμφισβητώ καθόλου την αξία των συνεργατών τους, αλλά νομίζω πως είναι δυσανάλογη η εξουσία που έχουν. Ενδεχομένως, βέβαια, με ένα πιο ακριβό εισιτήριο να κλείνανε πολλά θέατρα. Καλό θα ήταν, όπως και να ’χει, να εκλογικευτεί όλη αυτή η κατάσταση. Γιατί με τόσο χαμηλό εισιτήριο το θέατρο γίνεται, έμμεσα ή άμεσα, κρατικοδίαιτο ή ακόμα χειρότερα ιδρυματοποιείται.

© Θανάσης Καρατζάς

 ― Έχετε διδάξει υποκριτική και έχετε υπάρξει καλλιτεχνικός διευθυντής σε διάφορους πολιτιστικούς φορείς. Τι έχετε αποκομίσει από αυτές σας τις εμπειρίες;
Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Η διδασκαλία –είχα διδάξει στο Old Vic στην Αγγλία, όπου είχα υπάρξει και φοιτητής– είναι ένα τεράστιο μάθημα. Απαιτεί πάρα πολλή συγκέντρωση και τεράστιο σεβασμό. Δίνεις και παίρνεις. Θέλει επίσης σοβαρότητα, θέλει επικοινωνία. Δεν υπάρχει χώρος για κανενός είδους ωραιοπάθεια και ναρκισσισμό. Η διδασκαλία είναι κάτι πάρα πολύ υπεύθυνο, απαιτεί ειλικρίνεια και προσφορά. Ο δάσκαλος δεν μετριέται μόνο με τον μαθητή, μετριέται με τον εαυτό του. Όταν είχα πρωτοπάει να διδάξω, πριν αρχίσω τα μαθήματα, αισθανόμουνα πολύ αμήχανα. Φοβόμουν κυρίως τους τελειόφοιτους. Έλεγα: «Αυτοί θα με κάνουνε σκόνη». Τελικά αντιλήφθηκα ότι οι πρωτοετείς ήταν μια πολύ πιο δύσκολη περίπτωση. Καταρχήν, από θέση, ξεκινάνε με αμφισβήτηση. Θα αμφισβητήσουνε τον δάσκαλο, πράγμα που φυσικά μου θυμίζει και τον εαυτό μου όταν βρισκόμουν στη θέση τους. Άρα, πρέπει να έχεις κότσια, αν αισθανθούν ότι πας να τους κοροϊδέψεις την έχεις βαμμένη, ενώ  οι μεγαλύτεροι έχουν μια πιο ήπια σχέση με τον δάσκαλο. Θα τον κρίνουνε, αλλά θα κοιτάξουν να πάρουν ό,τι έχουνε να πάρουν.
Τώρα, το δεύτερο: Ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου. Είχα πάει με πολλά όνειρα, αλλά τα συμπεράσματα εκεί δεν είναι καλλιτεχνικά, είναι πολιτικά. Μία από τις μεγαλύτερες μπλόφες που μας έχουν σερβίρει ποτέ σε αυτή τη χώρα είναι το πολιτισμικό και δημοκρατικό όνειρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εγώ δεν το είδα αυτό. Όσο ήμουν εκεί αλλάξανε τρεις δήμαρχοι: Δεν είδα την τοπική αυτοδιοίκηση ως κύτταρο πολιτισμού και δημοκρατίας. Αντίθετα, κανένα ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και κομματισμός πλήρης. Έχοντας μιλήσει και με συναδέλφους, υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση και αδυνατότητα παραγωγής έργου. Σίγουρα υπάρχουν εξαιρέσεις, με σιδεροκέφαλους καλλιτεχνικούς διευθυντές και εμπνευσμένες δημοτικές αρχές,  πάντως έχει καεί και απελπιστεί πολύς κόσμος που έχει προσπαθήσει να πάει εκεί και να κάνει δουλειά. Μετά από δύο τρία χρόνια τρελαίνονται, δεν αντέχουν άλλο.

 ― Ποια ήταν η εμπειρία σας με τον πιο πρόσφατο θίασο του «Terror»; Υπήρχαν δυσκολίες ή μία αλληλοκατανόηση από την αρχή;
Εξαιρετική συνεργασία. Δεν το λέω απλά για να το πω, το πιστεύω ακράδαντα. Και με τους έξι ηθοποιούς (τον Νίκο Ορφανό, τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, τον Γιώργο Σπάνια, τον Γιάννη Στεφόπουλο, τη Φιόνα Γεωργιάδη και τον Αντώνη Αντωνάκο) συνεργαστήκαμε θαυμάσια.
Το «Terror» είναι ένα δύσκολο έργο. Δεν έχει «sex, and drugs, and rock ‘n’ roll», ούτε βία, ούτε πράγματα αβανταδόρικα που κρατάνε μία παράσταση. Είναι ένα έργο που θέλει πολλή σκέψη, πολλή πειθαρχία, αλληλεπίδραση των ηθοποιών επί σκηνής, γιατί είναι σχετικά στατικό και έχει τον κίνδυνο (και λόγω των ιδεών που διαχειρίζεται) να σε πάει προς το αναλόγιο. Πιστεύω πως οι ηθοποιοί, ο καθένας στον ρόλο του, δίνουν την ψυχή τους και έχουμε –καλό ή κακό, αυτό θα το κρίνει το κοινό– πραγματικό θέατρο.

© Νεκτάριος Κουρής

 ― Αφήνετε τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν ή είστε αυστηρός με το κείμενο της παράστασης;
Η παράσταση είναι ένα έργο τέχνης, είναι ζωντανή, οπότε από βραδιά σε βραδιά μπορεί να υπάρχει μία απόκλιση. Μπορεί να υπάρχουν κάποιες βραδιές ιδιαίτερα λαμπερές. Αλλά η απόκλιση θα πρέπει να είναι απειροελάχιστη, να την καταλαβαίνουμε μόνο εμείς. Δεν έχεις δικαίωμα να είσαι λιγότερο καλός σήμερα λόγω του καιρού ή του κοινού. Οι ηθοποιοί πρέπει να πειθαρχούν στην παράσταση. Κατά τη διάρκεια της πρόβας είμαστε πολύ ανοιχτοί, πολύ ελεύθεροι. Απαιτώ, μάλιστα, ιδέες και δημιουργικές προτάσεις από τους ηθοποιούς. Δεν είναι στρατιωτάκια, προς Θεού! Αν χρησιμοποιήσεις τους ηθοποιούς ως στρατιωτάκια θα είναι εις βάρος της παράστασης.

 ― Τα σκηνικά παίζουν σημαντικό ρόλο σε μια παράσταση;
Πάρα πολύ! Οφείλουν να είναι λειτουργικά. Τα σκηνικά να υπηρετούν την παράσταση κι όχι η παράσταση τα σκηνικά. Κι η έλλειψη σκηνικών είναι κι αυτή μια σκηνοθετική και σκηνογραφική επιλογή. Ο κενός χώρος είναι σκηνικό. Όλοι οι συνεργάτες στο «Terror» ήταν εξαιρετικοί. Η Χριστίνα Ντεκούλη στα σκηνικά, η Κατερίνα Μαραγκουδάκη στα φώτα, ο Νίκος Χαρλαύτης στα κοστούμια και ο Βασίλης Κορρές, ο Αντώνης Αντωνάκος και ο Νεκτάριος Κουρής, ο καθένας στον δικό του τομέα. Το Θέατρο Βασιλάκου, επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι ένα θέατρο το οποίο το ζήλευα και ήθελα από καιρό να κάνω κάτι εκεί. Σε αυτή την παράσταση έχει κάνει την παραγωγή, άρα τους ενδιέφερε το έργο και είναι ένα θέατρο που έχει το μεγάλο προσόν του εξαιρετικού τεχνικού εξοπλισμού, άρα μπορείς να δουλέψεις καλύτερα την εικόνα και τον ήχο της παράστασης. Είναι επαγγελματίες οι άνθρωποι που το μανατζάρουν, οπότε είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που είμαστε εκεί. Η αποκέντρωση των θεάτρων είναι, επίσης, ένα πολύ ευχάριστο γεγονός.

 ― Υπάρχει κάποιο νέο πρότζεκτ σας «στα σκαριά»; Ετοιμάζετε κάποια νέα παράσταση αυτή την περίοδο;
Ναι, έχω ένα πρότζεκτ που ετοιμάζω. Δεν θέλω να πω πάρα πολλά ακόμα, είναι όμως για του χρόνου τον Οκτώβριο και είναι ένας εξαιρετικός μονόλογος, ο οποίος έχει θριαμβεύσει διεθνώς. Λέγεται «Prima Facie» και είναι ένας γυναικείος μονόλογος που πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πολύ επίκαιρη όσο και προβληματική θεματολογία. 

INFO
«Terror» στο Θέατρο Βασιλάκου - Μαριάννα Τόλη Σύγχρονο
Διάρκεια: 100'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Οικονόμου
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νίκος Ορφανός, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Γιώργος Σπάνιας, Γιάννης Στεφόπουλος, Φιόνα Γεωργιάδη, Αντώνης Αντωνάκος
  • ΘΕΑΤΡΟ: Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου
Δες αναλυτικά