- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ρόλαντ Κλούττιχ: «Με τον Βάγκνερ, αισθάνομαι "σαν στο σπίτι μου"»
Συναντήσαμε τον νέο μαέστρο που θα διευθύνει τη «Βαλκυρία» του Ρίχαρντ Βάγκνερ στην ΕΛΣ, ο οποίος αποκρυπτογράφησε τους κώδικες που θα μας επιτρέψουν να προσεγγίσουμε το βαγκνερικό σύμπαν
Ρόλαντ Κλούττιχ: Συνέντευξη με τον διακεκριμένο αρχιμουσικό με αφορμή τη «Βαλκυρία» του Ρίχαρντ Βάγκνερ που διευθύνει στην ΕΛΣ
Η ανακοίνωση της ΕΛΣ, πριν από λίγες μέρες, ότι ο αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν αποχωρεί από την παραγωγή της «Βαλκυρίας», έπεσε σαν κεραυνός. Όμως ο Ρόλαντ Κλούττιχ που κλήθηκε εκτάκτως να διευθύνει τις παραστάσεις, είναι ένας μαέστρος με μεγάλη εμπειρία στο έργο του Βάγκνερ, ένας καλλιτέχνης που, όπως έχουν πει γι’ αυτόν, «δημιουργεί μια σχεδόν τέλεια ισορροπία μεταξύ ορχήστρας και σκηνής». Ο διακεκριμένος Γερμανός αρχιμουσικός, ξεκλέβοντας λίγο χρόνο από τις πυρετώδεις πρόβες του με την ορχήστρα της Λυρικής, μίλησε στην Athens Voice για την εμπειρία του από τη θέση του διευθυντή ορχήστρας και αποκρυπτογράφησε τους κώδικες που θα μας επιτρέψουν να προσεγγίσουμε το βαγκνερικό σύμπαν και να απολαύσουμε τη μουσική του.
Ο Ρόλαντ Κλούττιχ μιλάει για τη «Βαλκυρία» στην ΕΛΣ
― Δεχτήκατε να διευθύνετε για πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, τη «Βαλκυρία», έχοντας μάλιστα στη διάθεσή σας ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας. Πώς αισθάνεστε;
Πράγματι, έχω διευθύνει αποσπάσματά της σε πολλά κονσέρτα, αλλά είναι η πρώτη φορά που διευθύνω ολόκληρη την όπερα. Έχοντας όμως ασχοληθεί συστηματικά με τον Βάγκνερ, αισθάνομαι «σαν στο σπίτι μου». Όπως ίσως γνωρίζετε, μεγάλωσα στη Σαξονία, μια περιοχή με ισχυρή Βαγκνερική παράδοση. Ο Βάγκνερ με συνάρπαζε και σαν παιδί. Όταν αργότερα άρχισα να τον μελετώ και να τον αναλύω, το συναίσθημα, το βάρος που είχε η μουσική του μου φαίνονταν υπερβολικά, οι πολιτικές του ιδέες με ενοχλούσαν και για ένα μεγάλο διάστημα της καλλιτεχνικής μου ζωής ως μαέστρος, η σχέση μου με το έργο του ήταν μάλλον απόμακρη. Το 1995 όμως, κλήθηκα να διευθύνω για πρώτη φορά μια όπερα του Βάγκνερ –ήταν ο «Λόενγκριν»– και από τη στιγμή εκείνη, τον ερωτεύτηκα! Ανακάλυψα τον τρόπο να απολαμβάνω τη μουσική του στο μέγιστο. Το ότι σε λίγες μέρες θα ανέβω στο πόντιουμ και θα διευθύνω την πρώτη μου «Βαλκυρία», είναι οπωσδήποτε μια πρόκληση για μένα. Έχω τη μεγάλη τύχη όμως να συνεργάζομαι με ένα εξαιρετικά έμπειρο καστ τραγουδιστών, ειδικευμένο στο βαγκνερικό ρεπερτόριο – η Κάθριν Φόστερ για παράδειγμα, είναι μια από τις σημαντικότερες Βρουγχίλδες της εποχής μας. Χάρη σ’ αυτούς η πρόκληση γίνεται ευκολότερη.
― Η «Βαλκυρία» είναι το δεύτερο μέρος της τετραλογίας «Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ», γνωστής και ως «Κύκλος του δαχτυλιδιού». Για να διευθύνει κανείς μεμονωμένα αυτήν την όπερα πιστεύετε ότι πρέπει να γνωρίζει και να λαμβάνει υπόψη το ευρύτερο περιεχόμενο του κύκλου;
Οπωσδήποτε. Η μελέτη του κειμένου είναι καθοριστικής σημασίας αν θέλεις να προσεγγίσεις τη μουσική. Βέβαια, ο ίδιος Βάγκνερ έχει δουλέψει κάθε κομμάτι του έργου με τρομακτική λεπτομέρεια. Η μουσική του, κατά κάποιον τρόπο, λειτουργεί σαν οδηγός, αποκαλύπτει τις ιδέες που κρύβονται στο κείμενο. Αυτό σημαίνει πως ο μαέστρος οφείλει να μελετήσει πρώτα το κείμενο. Προσωπικά, όχι απλώς διαβάζω και ξαναδιαβάζω το κείμενο, αλλά το τραγουδώ.
― Το ότι τα γερμανικά είναι η μητρική σας γλώσσα είναι, φαντάζομαι, ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην κατανόηση του κειμένου…
Είναι πολύ πιο εύκολη για κάποιον που γνωρίζει καλά τη γλώσσα. Ένας ξένος θα δυσκολευτεί, όπως συμβαίνει και με μένα όταν διευθύνω γαλλικά, τσέχικα ή ελληνικά μουσικά έργα με πυκνό κείμενο. Τον Βάγκνερ όμως δεν τον κατανοείς μόνο από το κείμενο. Στη μουσική του κρύβονται νύξεις και νοήματα, και η ορχήστρα είναι ο σχολιαστής που θα βοηθήσει τον ακροατή να κατανοήσει τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Να σας δώσω ένα παράδειγμα από τη σημερινή εποχή. Σκεφτείτε τη μουσική του σαν μια τηλεοπτική σειρά. Υπάρχουν τα λάιτ μότιβ (εξαγγελτικά μουσικά θέματα) που μας συνδέουν με τα προηγούμενα επεισόδια και μας προϊδεάζουν για το τι πρόκειται να συμβεί μετά. Η ίδια η σύνθεση κάνει τη σύνδεση. Από την άλλη, για να παρακολουθήσουμε την επόμενη σεζόν μιας σειράς θα πρέπει να γνωρίζουμε λίγο πολύ όσα προηγήθηκαν. Αντίστοιχα, αν υποθέσουμε ότι κάθε όπερα του «Κύκλου του δαχτυλιδιού» αντιστοιχεί σε μια τηλεοπτική σεζόν, για να κατανοήσουμε την πλοκή της, καλό είναι να έχουμε γνώση όλης της ιστορίας…
― Η «Βαλκυρία» περιέχει σύνθετους χαρακτήρες όπως ο Βόταν, η Βρουγχίλδη ή ο Ζίγκμουντ. Πώς προσεγγίζετε τα μουσικά θέματά τους μέσα από την ορχήστρα, ώστε να τους σκιαγραφήσετε καλύτερα και να αναδείξετε τα συναισθήματά τους;
Μιλώ στα μέλη της ορχήστρας για το νόημα κάθε μουσικής φράσης, τη σύνδεσή της με όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Φυσικά οι μουσικοί όλα αυτά μπορούν απλώς να τα νιώσουν, θεωρώ όμως απαραίτητο να τους εξηγώ ορισμένες πτυχές του έργου. Επίσης το χρώμα, το ύφος κάθε φράσης, συνδέεται με την ιστορία. Ακόμα και αν την έχουν διαβάσει, τους την αφηγούμαι ξανά στη διάρκεια των προβών και συχνά τους την τραγουδώ. Το πρόβλημα είναι πως όχι μόνο η γλώσσα αλλά και η μουσική του Βάγκνερ είναι πολύ «γερμανική» – διαφέρει από τη γαλλική ή την ιταλική μουσική παρ’ όλες τις επιρροές που έχει από την τελευταία. Οι μουσικοί θα πρέπει να μάθουν να «μιλούν» αυτή τη γλώσσα. Πολλές φορές αισθάνομαι σαν κόουτς. Όπως ένας κόουτς φωνητικής μαθαίνει, εκτός των άλλων, στους ξένους τραγουδιστές πώς να προσφέρουν σωστά τις γερμανικές λέξεις, έτσι ακριβώς κάνω κι εγώ με την ορχήστρα.
― Ποια είναι μέχρι στιγμής η εμπειρία σας από τη συνεργασία σας με την ορχήστρα της ΕΛΣ; Σας δυσκολεύει το γεγονός ότι δεν είναι τόσο εξοικειωμένη με τη μουσική γλώσσα του Βάγκνερ;
Μπορεί να μην είναι η φυσική της μουσική γλώσσα ή να μην της δίνεται κάθε χρόνο η ευκαιρία να τη «μιλήσει», αλλά όλοι οι μουσικοί έχουν μεγάλη περιέργεια, «ρουφούν» κάθε πληροφορία που θα τους βοηθήσει να εμβαθύνουν. Από πρόβα σε πρόβα βλέπω και νιώθω τη διαφορά.
― Η «Βαλκυρία», όπως και όλες οι όπερες του Βάγκνερ λόγω της μεγάλης τους διάρκειας, απαιτεί σωματική αντοχή και πνευματική συγκέντρωση, όχι μόνο από τον μαέστρο αλλά και από την ορχήστρα. Πώς προετοιμάζετε τους μουσικούς για να αντεπεξέλθουν σε αυτή τη δοκιμασία;
Για μένα το σπουδαίο με τον Βάγκνερ είναι το ότι σε κάνει να βρίσκεσαι για ώρες με αυτούς τους ανθρώπους. Θα έλεγα ότι είναι ένας διαλογισμός διαρκείας. Ο καθένας κάνει το δικό του ταξίδι. Οι μουσικοί έχουν να διαχειριστούν πολλές τεχνικές δυσκολίες. Εγώ οφείλω να τους δώσω τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν και να εστιάσουν σε αυτές. Για να γίνει αυτό πρέπει φυσικά να είμαι κι εγώ συγκεντρωμένος, αλλά χαλαρός. Αν υπάρχει ένταση δεν επιβιώνεις, πεθαίνεις.
― Σε λίγες μέρες, λοιπόν, θα ανεβείτε στο πόντιουμ να διευθύνετε τη «Βαλκυρία» για πρώτη φορά μπροστά σε ελληνικό κοινό. Τι θέλετε και τι ελπίζετε να εισπράξει από εσάς και από την παράσταση;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Είμαι πολύ περίεργος να δω τις αντιδράσεις του κοινού. Είναι μια όπερα που, όπως είπαμε, διαρκεί πολύ. Παρακολουθώντας τη δεύτερη πράξη είναι πολύ πιθανό, τα βλέφαρά σας να βαρύνουν, αλλά μη νιώσετε άσχημα, συμβαίνει και αλλού (γέλια). Είμαι όμως πολύ χαρούμενος γιατί οι τραγουδιστές έχουν βαθιά γνώση του κειμένου, οπότε ακόμα και αν το κοινό δεν κατανοήσει κάτι, θα το βοηθήσουν να το νιώσει μέσα από τη μουσική, και να απολαύσει την παράσταση.
Maestro: Η περιπέτεια της μουσικής
― Προέρχεστε από οικογένεια μουσικών. Ήταν θέμα επιλογής ή φυσικό επακόλουθο να ακολουθήσετε τα βήματά τους;
Πράγματι, η παιδική μου ηλικία ήταν γεμάτη μουσική. Από πολύ μικρό ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του στις πρόβες, ενώ στο σπίτι μου έρχονταν πάντα μουσικοί που έπαιζαν μουσική δωματίου. Μεγαλώνοντας, άρχισε να με ενδιαφέρει περισσότερο το θέατρο. Έβλεπα πολλά θεατρικά έργα, δεν είχα όμως αποφασίσει προς τα πού θα πάω, αν θα ασχοληθώ με το δράμα. Ούτε ήταν ακόμη ξεκάθαρο στο μυαλό μου αν θα γίνω μαέστρος. Εκείνη την εποχή συνέθετα μουσική. Το καθεστώς τότε στην ανατολική Γερμανία επέβαλε στα αγόρια της 9ης τάξης να πάνε σε στρατιωτική κατασκήνωση κι εγώ αρνήθηκα, οπότε υποχρεώθηκα να εγκαταλείψω το σχολείο μετά τη 10η τάξη. Αυτή η στιγμή ήταν για μένα καταλυτική. Για να σπουδάσω μουσική έπρεπε να έχω αποφοιτήσει. Ορισμένα παιδιά όμως, μπορούσαν να σπουδάσουν νωρίτερα αν κρίνονταν σαν εξαιρετικά ταλέντα, κι εγώ ήμουν ένα από αυτά που επέλεξαν για το τμήμα διεύθυνσης ορχήστρας. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, οι περιστάσεις ήταν αυτές που επέλεξαν για μένα, αλλά ευτυχώς μου άρεσε.
― Το γεγονός ότι σπουδάσατε στη Δρέσδη πριν την επανένωση, πιστεύετε ότι σας έδωσε και εφόδια που δεν θα τα είχατε αν σπουδάζατε στη Δύση;
Όπως ίσως γνωρίζετε, η Δρέσδη έχει τεράστια μουσική παράδοση και η εκπαίδευση στην ανατολική Γερμανία εκείνη την εποχή, ειδικά για έναν μαέστρο, ήταν μάλλον καλύτερη από ό,τι στη Δύση. Μπορούσαμε να δουλεύουμε με ορχήστρες – κάθε περιοχή είχε τη δική της μικρή ορχήστρα και όλες αφιέρωναν χρόνο στους σπουδαστές. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα δε που ακολουθούσαμε μας προετοίμαζε για μια καριέρα στο γερμανικό θεατρικό σύστημα. Όμως δεν εντάχθηκα σε αυτό γιατί στο μεταξύ το Τείχος έπεσε και δεν ήθελα να εγκλωβιστώ σε μια μικρή επαρχιακή όπερα. Λαχταρούσα να ταξιδέψω στο Παρίσι, στη Βιέννη, στη Φρανκφούρτη, να γνωρίσω όλα εκείνα τα ανσάμπλ σύγχρονης μουσικής που με συνάρπαζαν, να μάθω τον δικό τους τρόπο δουλειάς. Και αισθάνομαι τυχερός γιατί βρέθηκα πολύ γρήγορα να συνεργάζομαι με αυτά τα ανσάμπλ, σε όλη την Ευρώπη. Τότε έμαθα πραγματικά όπερα, ξεκινώντας πάλι από το μηδέν. Το 2000, διανύοντας πια τη δεκαετία των 30, συναντήθηκα με την Κρατική Όπερα της Στουτγάρδης. Το μεγάλο λυρικό θέατρο της Γερμανίας που έχει πάντα μια θέση για τη σύγχρονη μουσική στον προγραμματισμό του, αναζητούσε τότε έναν μαέστρο ικανό να διευθύνει σύνθετα έργα, όπως αυτά του Λουίτζι Νόνο ή του Σένμπεργκ. Με προσέλαβε δίνοντάς μου όμως συγχρόνως την ευκαιρία να διευθύνω Βέρντι, Μότσαρτ και όλους τους κλασικούς.
― Ο μουσικοκριτικός Jan Brachmann έχει πει πως είστε ένας από τους ελάχιστους διευθυντές ορχήστρας που μπορούν να κινηθούν με ευκολία από τη μουσική του 20ού αιώνα στον Βάγκνερ, τον Μπετόβεν και τον Σιμπέλιους. Πώς προσεγγίζετε έργα από τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους και στιλ;
Κάθε συνθέτης έχει τη δική του γλώσσα. Πρέπει επομένως να την ανακαλύψεις, να συνδεθείς μαζί της, να τη «μιλήσεις». Δεν φτάνει να τη μελετήσεις, πρέπει να ακούσεις τον ήχο της στις πρόβες. Τότε, σαν τον γλύπτη που δουλεύει ένα πρόπλασμα, αφαιρείς κάτι, προσθέτεις κάτι άλλο. Και όσο εμβαθύνεις, αποκτάς καλύτερη αίσθηση του τι είναι σωστό για έναν συνθέτη και τι λάθος για έναν άλλο. Για μένα δεν είναι τόσο ζήτημα ιστορικής περιόδου, όσο προσωπικού γούστου, με ποιον συνθέτη μπορώ να συνομιλήσω καλύτερα. Γνωρίζω μαέστρους που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον Σούμαν ή δεν τους αρέσει ο Μπερλιόζ. Εγώ τους λατρεύω! Είναι αλήθεια ότι τη δεκαετία του ’90 εστίασα κυρίως σε έργα σύγχρονης μουσικής. Για παράδειγμα διεύθυνα πολλά έργα του Ιάννη Ξενάκη –τον οποίο γνώρισα–, κατά τη γνώμη μου ενός από τους επιδραστικότερους συνθέτες. Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα και είχα εντυπωσιαστεί γιατί η μουσική του είναι σαν αρχιτεκτονική. Ξέρετε, όταν έρχεσαι σε επαφή με συνθέτες που βρίσκονται εν ζωή και μιλάς μαζί τους, όταν κάνεις πρόβα και ακούν το έργο τους, διαπιστώνεις πόσο ασαφής μπορεί να είναι η γραφή τους. Μια νότα μπορεί να σημαίνει κάτι για έναν συνθέτη και κάτι διαφορετικό για έναν άλλο. Πολλές φορές κάνουν οι ίδιοι διορθώσεις στη διάρκεια της πρόβας. Και οι διορθώσεις αυτές δεν τυπώνονται, δεν θα τις βρεις πουθενά! Και τώρα που διευθύνω κυρίως έργα συνθετών που δεν ζουν, όσο κι αν μελετώ προσεκτικά την παρτιτούρα, εξακολουθώ να έχω αμφιβολίες. Πώς θα ήθελε άραγε να παιχτεί;
― Είναι λοιπόν θέμα ερμηνείας…
Ναι. Ο συνθέτης είναι ένας πλανήτης τον οποίο εμείς οι μαέστροι επιχειρούμε να προσεγγίσουμε, ο καθένας από άλλη πλευρά, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι τόσο διαφορετικό. Επίσης στην ποιότητα μιας εκτέλεσης συνοψίζονται όλες οι επιρροές. Σήμερα στην Αθήνα, ένας Γερμανός μαέστρος που έχει διευθύνει πολλά έργα του Βάγκνερ, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα ορχήστρα. Οι ήχος της είναι διαφορετικός, όπως και οι επιρροές της, επομένως θα προσεγγίσει με εντελώς νέο τρόπο τον Βάγκνερ. Κι αυτό είναι που κάνει τη δουλειά μας τόσο ενδιαφέρουσα.
Info
Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος – ΚΠΙΣΝ
10, 13, 16, 19, 24, 31 Μαρτίου 2024, στις 17.30
Διάρκεια παράστασης: 5 ώρες και 15 λεπτά, συμπεριλαμβανομένων δύο διαλειμμάτων