- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο «Κροκόδειλος» και η δίνη του παραλόγου
Ο Δημήτρης και ο Ορέστης Σταυρόπουλος μεταφέρουν στη σκηνή ένα από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Ντοστογιέφσκι τονίζοντας το μαύρο χιούμορ του
Συνέντευξη με τους Δημήτρη και Ορέστη Σταυρόπουλο για τον «Κροκόδειλο» του Ντοστογιέφσκι που ανεβάζουν στο θέατρο Πόρτα
«Έμπλεξαν» με το θέατρο από την ανάγκη να δημιουργούν δικούς τους κόσμους και να αφηγούνται παραμύθια. «Να φτιάχνουμε μια κοινότητα. Το να μπαίνεις σε αυτούς τους μεγάλους μύθους, όπως είναι τα μεγάλα έργα ή οι τραγωδίες, και να τους διαπραγματεύεσαι είναι κάτι συναρπαστικό. Μας ενδιαφέρει το θέατρο που μιλάει στην εποχή του, δημιουργεί αντιφάσεις, πάθη και ερωτήματα. Είναι από τις εμπειρίες που μας καλούν να βρεθούμε μαζί με άλλους σε κοινό τόπο και να βιώσουμε από κοντά ένα debate, σαν ένα ματς ποδοσφαίρου χωρίς μπάλα, με όχημα πολύ ακραία αισθήματα», μου λένε ο Δημήτρης και ο Ορέστης Σταυρόπουλος.
Στα 32 τους χρόνια έχουν διαγράψει μια πορεία με κοινή αφετηρία και σε διαρκή δημιουργική όσμωση. Δίδυμα αδέρφια σπούδασαν και οι δυο στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και κατόπιν Σκηνοθεσία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, συνεργάστηκαν για τους «Προβοκάτορες» που είδαμε την περασμένη σεζόν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού στο Ρεξ αλλά και ως βοηθοί σε παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου, της Μαρίας Πρωτόπαπα και του Θωμά Μοσχόπουλου, ενώ έχουν συνυπογράψει και δυο ταινίες μικρού μήκους.
Η καλλιτεχνική τους συνύπαρξη τη δεδομένη στιγμή είναι μια επιλογή και δεν αποτελεί φετίχ, επισημαίνουν. Τους ενθουσιάζουν οι ιστορίες, συγκινούνται από παρόμοιες μνήμες, επιστρέφουν σε κοινούς τόπους και προσπαθούν ακόμα να πλάθουν κόσμους, όπως έκαναν μεταξύ τους ως παιδιά. «Αυτή η ανάγκη μας αποτελεί και το καύσιμο για αυτό το δημιουργικό “μαζί”. Όταν υπάρχει ένας κοινός τόπος, η συνεργασία διαμορφώνεται ίσως πιο οργανικά. Πλέον λειτουργούμε συμπληρωματικά στην πρόβα. Αποφασίζουμε τι μας ενδιαφέρει ως κυρίαρχο θέμα και αυτό αποτελεί σταθερό κέντρο και για τους δύο. Από εκεί και πέρα ο χώρος που δίνει ο ένας στον άλλον ή τα νέα υλικά που έρχονται στη διαδικασία περιστρέφονται γύρω από αυτό το κέντρο. Η αλήθεια είναι πως το διασκεδάζουμε και είναι πολύ δημιουργικό να φτιάχνεις κόσμους συνεργατικά. Το δύσκολο κομμάτι, φυσικά, είναι οι συμβιβασμοί. Παρόλα αυτά μεγαλώνοντας κατανοούμε πως είναι ίσως και το πιο ουσιαστικό και μπορεί να λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά όταν γίνεται με ειλικρινή πρόθεση».
Καθώς περιμένουν να ξαναπάρουν θέση πίσω από την κάμερα το καλοκαίρι για να επιχειρήσουν μια κινηματογραφική διασκευή του μύθου των Βακχών με τον Πέτρο Σεβαστίκογλου και την Ειρήνη Λαμπρινοπούλου κι ενώ, μαζί με μια ομάδα συμφοιτητών τους, ετοιμάζονται να ανεβάσουν το «Αβελάρδος και Ελοϊζα» του Γιάννη Καλαβριανού στα τέλη της άνοιξης, οι δύο νεαροί σκηνοθέτες με υποδέχονται στο θέατρο Πόρτα όπου μόλις έκανε πρεμιέρα η σκηνική ανάγνωσή τους στον «Κροκόδειλο» του Ντοστογιέφσκι.
Από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, μου το συστήνουν ως «ένα έργο σχόλιο για τον σύγχρονο άνθρωπο». Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1865 στο περιοδικό Εποχή που εξέδιδε με τον αδελφό του Μιχαήλ και θεωρείται πως γράφτηκε για να σατιρίσει τη διαμάχη μεταξύ των προοδευτικών διανοούμενων της εποχής.
Στη σκοτεινή σκηνή, μια στοά-δίνη φιλοξενεί στα βάθη της έναν κροκόδειλο προς έκθεση. Στην πορεία γίνεται η κοιλιά του κτήνους αποκαλύπτοντας όλα τα παράλογα και παράδοξα που συμβαίνουν εντός κι εκτός της. Γιατί όταν ο Ιβάν Ματβιέιτς, ένας υπαλληλάκος της σειράς, πέφτει στα δόντια και τελικά στο στομάχι του εξωτικού ζώου, ένα φιλοπερίεργο πλήθος (υψηλόβαθμοι συνάδελφοί του, βιομήχανοι, διανοούμενοι, πρέσβεις, ξεπεσμένοι μικροαστοί) θα παρελάσει μπροστά του ανταλλάσσοντας τους πιο εξωφρενικούς διαλόγους. Και ενώ ο Σεμιόν Σεμιόνιτς αποδίδεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να απελευθερώσει τον φίλο του, σύντομα θα διαπιστώσει πως εκείνος, έχοντας κερδίσει τη δημοσιότητα που πάντα προσδοκούσε, δεν θέλει να σωθεί, ενώ άπαντες συνηγορούν με αυτόν τον τόσο ανέλπιστο αλλά υποσχόμενο εγκλεισμό.
Ο Δημήτρης και ο Ορέστης Σταυρόπουλος για τον «Κροκόδειλο» στο Θέατρο Πόρτα
Γιατί αποφασίσατε να καταπιαστείτε με τον «Κροκόδειλο» και πώς φθάσατε στο συγκεκριμένο πεζογράφημα;
Η σχέση μας με τα κείμενα του Ντοστογιέφσκι υπήρξε έντονη ήδη από τα χρόνια των σπουδών μας στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αυτή η αναζήτηση μας οδήγησε στον «Κροκόδειλο», στον οποίο αναλυτές έχουν διακρίνει μια συγγένεια με «Το Παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ. Η αλήθεια είναι πως αυτό το κωμικό ύφος, με τις φαρσικές νύξεις, τον τραγικό ήρωα και την έντονη κοινωνική σάτιρα μας γοήτευσε από την πρώτη ανάγνωση. Ήταν ένα υλικό με το οποίο θέλαμε να εμπλακούμε και με κάποιο τρόπο φαινόταν να καθρεφτίζει πολύ ανάγλυφα κάτι από την σημερινή πραγματικότητα. Ακόμα και το ήταν ημιτελές μας κέντρισε δημιουργικά και νοηματικά.
Ποια ζητήματα πραγματεύεται εδώ ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας;
Κάποια στιγμή ο Σεμιόν ζητάει βοήθεια «για χάρη της ανθρωπότητας». Αυτό είναι το θέμα του έργου: ένας άνθρωπος καταλήγει μέσα σε ένα κτήνος, αλλά η αντιμετώπιση της τραγωδίας και ανάγκης μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Προτεραιότητα έχουν τα χρήματα, το κέρδος, το πρωτόκολλο, το καλό της πατρίδας. Ακόμα και το ίδιο το θύμα δεν θέλει να σωθεί, αλλά να εκμεταλλευτεί την τραγική κατάσταση για να κάνει μια νέα καριέρα ως επιφανής προσωπικότητα. Μπαίνει το θέμα της ανθρώπινης βλακείας, στο επίπεδο που η ίδια η κοινωνία και ο τρόπος που λειτουργούμε μέσα σε αυτήν μας καθιστά βλάκες –με τέτοιο τρόπο που αν μας έβλεπε κάποιος από απόσταση θα πίστευε πως κάτι δεν πάει καλά μ’ εμάς. Υπονοείται και η εξορία σαν ένα πλαίσιο γύρω από το έργο, μια συνηθισμένη τακτική στην Ρωσία. Πραγματεύεται, επίσης, τη σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη και τα δυτικά ιδεώδη και αξίες, κάτι που και στην δική μας χώρα τελεί συνεχώς υπό διαπραγμάτευση, όσο και αν το θεωρούμε ως κάτι κεκτημένο.
Ο «οικονομικός παράγων» ιεραρχείται για τους περισσότερους χαρακτήρες «πάνω απ’ όλα», η παραπανίσια μόρφωση αντιμετωπίζεται ως κάτι αρνητικό, ο «εγκλεισμός» στην κοιλιά του ζώου ως ευκαιρία προβολής… Πόσο κοντά στη δική μας πραγματικότητα και ψυχοσύνθεση είναι όσα σχολιάζει ο Ντοστογιέφσκι στον Κροκόδειλο, οι παθογένειες της τσαρικής Ρωσίας με το δικό μας σήμερα;
Από την αρχή των προβών ιεραρχήσαμε την φράση «Ο οικονομικός παράγων πάνω απ’ όλα» ως κέντρο του έργου. Ο Ντοστογιέφσκι βάζει όλους τους χαρακτήρες του να την επαναλαμβάνουν διαρκώς και έρχεται να λειτουργήσει ως αδιέξοδο ή ως παράλογη λύση. Δυστυχώς, φαίνεται να ορίζει τις ζωές μας και σήμερα, συντάσσοντας γύρω μας τρομακτικούς και παράδοξους αυτοματισμούς. Ακόμα και ο ήρωας που προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος και επιμένει να αναδείξει τη λογική και ενσυναίσθηση ως αξία, καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα. Πολύ σωστά μιλάς για ψυχοσύνθεση, είναι σαφές ότι αυτό ακριβώς επιδιώκει από γραφής και ο Ντοστογιέφσκι. Σκιαγραφεί μια μεσαία τάξη σε πτώση και άτομα που είναι διατεθειμένα να κάνουν οτιδήποτε για να πιάσουν την καλή (όταν φυσικά τους δοθεί η ευκαιρία). Κανείς δεν ρισκάρει να χάσει την βολή του, θα «θυσιαστεί» μόνο όταν είναι εξασφαλισμένη η μετέπειτα άνοδος, οι οικονομικές απολαβές και φυσικά η αυτοπροβολή. Αν υπάρχουν αυτά ως προϋπόθεση, είμαστε ικανοί να υπερασπιστούμε ακόμα και τον μεγαλύτερο παραλογισμό. Εδώ είναι που η συλλογική ψυχοσύνθεση και οι συμπεριφορές μας φαίνονται να ταυτίζονται με εκείνες της τσαρικής Ρωσίας που περιγράφει ο συγγραφέας. Κάποια πράγματα φαίνονται τόσο κοινά που αναρωτιόμαστε αν ένα σύγχρονο έργο θα μπορούσε να τα περιγράψει επιτυχημένα και χιουμοριστικά με τόσο αλληγορικό τρόπο.
Τι καθοδήγησε την προσέγγισή σας; Ποιες οι μεγαλύτερες προκλήσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσετε και πώς αποφασίσατε να τις διαχειριστείτε;
Σκοπός ήταν να πάμε στον πυρήνα του έργου και να πούμε κάτι για το εδώ και τώρα μας. Γι’ αυτό και αφαιρέσαμε τα στοιχεία που απευθύνονταν πολύ στενά στους κοινωνικούς τύπους της εποχής του έργου και κάναμε τις δικές μας αναγωγές. Τα δύο βασικότερα ζητήματα που αντιμετωπίσαμε ήταν οι εναλλαγές ύφους στην γραφή και το ότι το έργο μένει ημιτελές. Θυμίζει μια άσκηση ύφους που σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει από τον συγγραφέα (ο ίδιος λέει στο τέλος του πρώτου μέρους «αλλάζω ύφος από εδώ και πέρα»). Έτσι το πρώτο μέρος είναι κατά κύριο λόγο αφηγηματικό ενώ το δεύτερο έχει διαλογική μορφή και το τρίτο δομείται μέσα από έναν μεγάλο μονόλογο.
Επιχειρήσαμε να διαχειριστούμε την πλοκή ανάγοντας τον Σεμιόν Σεμιόνιτς ως αφηγητή σε κεντρική μορφή που μέσα από τα μάτια του παρατηρούμε όλες τις παράλογες συναντήσεις του και ως πρόσωπο επαναφέρει συνεχώς το θέμα του έργου. Το μη τέλος αρχικά μας τρόμαξε, εν τέλει όμως μας φάνηκε από τα πιο επίκαιρα στοιχεία. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, ακόμα και ο τρόπος που διαβάζουμε νέα ή παρακολουθούμε threads είναι ημιτελής. Με αυτό τον τρόπο καταρρέουν τα μεγάλα αποφθέγματα και το ηθικό δίδαγμα που πρέπει να πούμε στο κοινό στο τέλος του έργου. Η βαρύτητα δίνεται στο παράλογο της ιστορίας και στην μη-λύση κι αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον.
Ισορροπείτε ανάμεσα σε δύο διαφορετικά στοιχεία: το κωμικό, το μαύρο χιούμορ και το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής. Μιλήστε μας για την ατμόσφαιρα της παράστασης και τι την υπαγόρευσε.
Ξεκινήσαμε με την πεποίθηση ότι το έργο έχει έντονα φαρσικά στοιχεία και θα το προσεγγίσουμε με μια ματιά πιο γκροτέσκα. Στην πορεία κι όσο μπαίναμε στο υλικό και στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως υπάρχει και πολύ σκοτάδι· ένα τραγικό γεγονός που είναι στην πραγματικότητα κι εντελώς gore (καθώς ένας άνθρωπος κατασπαράσσεται από ένα ζώο). Και, ακόμα, ένα υπαρξιακό θέμα, το ότι το κτήνος με όλο του τον συμβολισμό μπαίνει ως πρώτη προτεραιότητα σε αυτό το ατύχημα, ως στάση ζωής. Μέσα στο παράλογο του πράγματος, προκύπτει κι ένα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο που δεν είναι καθόλου αστείο. Είναι ένας κόσμος που ο καθένας κοιτάει την δουλειά του και το τι θα κερδίσει από την κατάσταση. Οπότε στραφήκαμε σε μια πιο σκοτεινή (dark) αισθητική, μαζί με τους συνεργάτες μας που μας άνοιξαν σταδιακά κι αυτή την παλέτα. Κάπου εκεί καταλάβαμε ότι το έργο είναι ένα θρίλερ με κωμικούς τόνους ή μια τραγική φάρσα. Αλλά κατευθυνθήκαμε σε ένα πιο λεπτό χιούμορ που προκύπτει από τον παραλογισμό της κατάστασης και το πόσο παράλογα αντιμετωπίζουν το γεγονός οι χαρακτήρες, ωστόσο με απόλυτα σοβαρό τρόπο. Καταλήξαμε να τοποθετήσουμε ως κεντρικό αισθητικό στοιχείο το κάλεσμα και μαζί τον τρόμο για το «μέσα στον κροκόδειλο». Την διαπραγμάτευσή μας με αυτό το μέσα στο ζώο.
Τα λογοτεχνικά κείμενα φαίνεται να κεντρίζουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των σκηνοθετών στο ελληνικό θέατρο και τη φετινή σεζόν. Πού το αποδίδετε αυτό; Εσείς γιατί αποφασίσατε να στραφείτε στη λογοτεχνία και όχι σε ένα θεατρικό κείμενο; Και τι ζητήματα ανακύπτουν στο ανέβασμα όταν προχωρά κανείς με μια τέτοια επιλογή;
Είμαστε σε μια περίοδο που τα όρια ανάμεσα στις διαφορετικές αφηγηματικές φόρμες όλο και χαλαρώνουν κι αυτό φέρνει στο επίκεντρο το θέμα του κάθε έργου και την ιστορία που θέλουν να αφηγηθούν οι δημιουργοί. Γι’ αυτό και βλέπουμε μια στροφή σε διηγήματα, δοκίμια, νέα έργα στηριγμένα στο ντοκουμέντο ή ακόμα και ταινίες ως αφορμή για μια παράσταση. Γίνεται πιο ολιστική η αντιμετώπιση ενός μύθου, με περισσότερα κανάλια ανοιχτά για έμπνευση. Επίσης, υπάρχει μια ανάγκη να πούμε νέες και λιγότερο γνωστές ιστορίες ή να επαναδιαπραγματευτούμε πολύ θαρραλέα τις παλιές. Εμείς θέλαμε να καταπιαστούμε με ένα λιγότερο γνωστό υλικό της ρωσικής λογοτεχνίας και σε συνεργασία με τον Θωμά Μοσχόπουλο καταλήξαμε σε δυο-τρία κείμενα. Στον «Κροκόδειλο» μας ιντρίγκαρε ότι είδαμε έναν άλλο Ντοστογιέφσκι. Θυμίζει περισσότερο ένα κοινωνικό σχόλιο αλλά ως μια άσκηση πάνω στο φαρσικό ύφος, έχει όμως και κομμάτια που είναι τόσο επίκαιρα, όπως το πολιτικό και οικονομικό σχόλιο του έργου κι εκεί αναδεικνύεται η διαχρονικότητα του. Το θέμα με αυτού του είδους τα υλικά είναι ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να τα αφηγηθούμε με θεατρικά μέσα, να δημιουργηθεί μια δραματουργία και μια σκηνική προσέγγιση.
Ο Ντοστογιέφσκι στον Κροκόδειλο ξεκινά από ένα τελείως παράδοξο γεγονός, το οποίο όμως αντιμετωπίζεται ως το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Το εξωφρενικό και το παράλογο είναι ζητήματα τα οποία έχετε διαπραγματευθεί και στους «Προβοκάτορες». Τι σας ελκύει σε αυτή συνθήκη; Βρίσκετε ότι η ζωή μας σήμερα κινείται σε μια τέτοια ατμόσφαιρα/κατάσταση;
Η ζωή μας είναι γεμάτη από παράδοξες καταστάσεις και εξωφρενικά γεγονότα. Λειτουργούμε επίμονα σαν να μην συμβαίνουν γύρω μας, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα μας διαψεύδει διαρκώς με κάτι ακόμα πιο απίστευτο κάθε φορά. Το να γελάμε με αυτά έχει γίνει τάση, ακόμα και στα κοινωνικά δίκτυα. Ωστόσο η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι παράδοξη και η βία της καθημερινής ζωής πανταχού παρούσα. Από όταν κάναμε τους «Προβοκάτορες» αυτό το ζήτημα μας ενδιέφερε πολύ. Η τάση να βάζουμε την αλήθεια σε μια γυάλα και να την παρατηρούμε από την οθόνη, σαν προϊόν προς κατανάλωση, όπως κάνουμε με τις σειρές κάθε βράδυ. Από απόσταση, με την ασφάλεια του καναπέ, σαν να πρόκειται για μια κατασκευή. Η μυθοπλασία μάς βοηθάει να κάνουμε αναγωγές και να μιλήσουμε με αλληγορίες για τα πραγματικά παράλογα που συμβαίνουν γύρω μας. Όταν τα βλέπουμε ως θεατές, στη σκηνή ή στην οθόνη, γελάμε ή μας σοκάρουν και αδυνατούμε να τα πιστέψουμε. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πλέον πολύ πιο εξωφρενική από τον μύθο και οφείλουμε συνολικά να το αντιληφθούμε, για να προσπαθήσουμε τελικά να την κάνουμε και λίγο πιο ανθρώπινη.
«Μόνο όταν είσαι ξάπλα μπορείς να αλλάξεις τις τύχες της ανθρωπότητας» ακούγεται κάποια στιγμή στο έργο. Μπορούν να αλλάξουν οι τύχες της ανθρωπότητας στις μέρες μας και τι αλλαγές προσδοκάτε;
Η θέση του Ιβάν Ματβιέϊτς λειτουργεί ειρωνικά και προβοκατόρικα κατ’ εμάς. Οφείλουμε ως νέοι άνθρωποι να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία και να δρούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Η ελπίδα και η πίστη για μια δικαιότερη κοινωνία είναι κινητήρια και δημιουργική δύναμη. Ως καλλιτέχνες καλούμαστε να έχουμε ανοιχτές κεραίες και να προσβλέπουμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Άλλωστε και οι ουτοπίες αυτό τον σκοπό επιτελούν, μας κάνουν να προχωρούμε προς αυτές ακόμα κι αν δεν τις φτάσουμε ποτέ.
INFO:
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59, 210 7711333
Kάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια: 90 λεπτά
Εισιτήρια: 18 ευρώ, μειωμένο 15 ευρώ
Προπώληση: https://www.more.com/theater/o-krokodeilos/
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος
Σκηνογραφία: Ελένη Νανοπούλου
Ενδυματολογία: Όλγα Ευαγγελίδου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος
Πρωτότυπη Μουσική & Σχεδιασμός Ήχου: Δήμος Βρύζας
Βοηθός Σκηνοθετών: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Λάμπρος Γραμματικός, Ερατώ Μανδαλενάκη, Μαρία Μοσχούρη, Αντώνης Χρήστου