Θεατρο - Οπερα

Άρης Σερβετάλης – Έφη Μπίρμπα: «Συν-λειτουργούμε μέσα στην παράσταση»

Οι δύο καλλιτέχνες μιλούν για τη νέα τους παράσταση, «Η καρδιά του σκύλου», τη ζωή τους ως ζευγάρι και την ιδιαίτερη επαγγελματική τους σχέση

Γιώργος Δήμος
ΤΕΥΧΟΣ 897
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Έφη Μπίρμπα και Άρης Σερβετάλης μιλούν με αφορμή τη νέα τους παράσταση, βασισμένη στη νουβέλα «Η Καρδιά του σκύλου» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, στο Θέατρο Κιβωτός.

Περιμένοντας στο Καφενείο του Ρίζου στο Θησείο, όπου έχουμε δώσει ραντεβού με την Έφη Μπίρμπα και τον Άρη Σερβετάλη, με τη χαμηλή τζαζ υπόκρουση να ακούγεται στο βάθος, ξεφυλλίζω τη νουβέλα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Η καρδιά του σκύλου», στην εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου από τις εκδόσεις Αντίποδες. Είναι το έργο που το ζευγάρι έχει διασκευάσει σε θεατρική παράσταση και θα κάνει πρεμιέρα στις 11 Ιανουαρίου 2024, στο Θέατρο Κιβωτός, στην Πειραιώς.

Ο Άρης και η Έφη φτάνουν μερικά λεπτά αργότερα με το μηχανάκι τους. Παραγγέλνουν καφέ και συζητάμε λίγο για τις εξαιρετικές παραστάσεις που έχουν ανεβάσει από το 2002 όταν γνωρίστηκαν, τον «Ριχάρδο Β΄» (2017), τον «Δον Κιχώτη» (2018), το «Όνειρο ενός γελοίου» (2022) και τα «Βατράχια» (2022) στην Επίδαυρο. Είναι και οι δυο τους εξαιρετικά συμπαθείς και πρόθυμοι να απαντήσουν τις ερωτήσεις μου, όχι μόνο για την παράσταση αλλά και την ιδιαίτερη επαγγελματική τους σχέση.

© Θανάσης Καρατζάς

― Δεν είναι η πρώτη θεατρική παράσταση που ανεβάζετε μαζί. Η τελευταία σας παράσταση, τα «Βατράχια», μια διασκευή του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, γνώρισε επιτυχία τόσο εμπορικά όσο και από πλευράς κριτικών. Αλήθεια πόσο εύκολο (ή δύσκολο) είναι να δουλέψει μαζί ένα ζευγάρι;

Ε.Μ.: Νομίζω είναι κοινός τόπος και για τους δύο. Είναι ζητούμενο, δεν πρόκειται για συνθήκη στην οποία καταφεύγουμε. Είναι μια ανάγκη να δουλεύουμε μαζί. Είμαστε εντελώς συμπληρωματικοί, «συν-λειτουργούμε» μέσα στην παράσταση, στη δουλειά, στις πρόβες. Πρόκειται για ένα χτισμένο «κώδικα». Υπάρχει απόλυτη σύμπνοια στην αισθητική βάση των παραστάσεων και, επαγγελματικά μιλώντας, η εκτίμηση που έχω στο πρόσωπο του Άρη φέρει το μεγαλύτερο μέρος της επιθυμίας να συνυπάρχουμε καλλιτεχνικά.

― Μέχρι στιγμής, όλες οι σκηνοθετικές σας απόπειρες επικεντρώνονται στον Άρη Σερβετάλη. Πώς προκύπτει αυτό;

Ε.Μ.: Είναι η «μούσα» μου. Είναι ο μηχανισμός που πυροδοτεί την έμπνευσή μου. Μερικές φορές, είναι αναπόφευκτο. Είναι σαν να έχεις στη φαρέτρα σου ένα υπέροχο, πολύτιμο αντικείμενο, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσεις. Είναι προίκα και είναι, τελικά, μονόδρομος.

― Σας έχουμε δει σε πολλούς διαφορετικούς ρόλους στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους ρόλους και τις δουλειές σας; Πώς τους προσεγγίζετε ερμηνευτικά;

Α.Σ.: Νομίζω πως είναι διαφορετικός ο τρόπος προσέγγισης ενός ρόλου στον κινηματογράφο και διαφορετικός ένας χαρακτήρας στο θέατρο. Στο θέατρο παίζουνε πολλά ρόλο: Είναι πώς δουλεύει ο θίασος, η αισθητική και η ματιά του σκηνοθέτη, το πώς σε καθοδηγεί. Αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Η δική μου προσέγγιση και στα δύο, αν μπορώ να βρω έναν κοινό παρονομαστή, είναι η «σωματικότητα». Δεν προσεγγίζω ψυχολογικά έναν ρόλο, τον προσεγγίζω σωματικά: πώς κινείται, μία χειρονομία που η σωματική ενέργεια μπορεί να αποτυπώσει, να προσδώσει κάποια χαρακτηριστικά, που μπορεί να έχουν περισσότερα πράγματα. Τουλάχιστον, έτσι το έχω εγώ στο μυαλό μου.

― Υπάρχει κάποιος ρόλος σας, μέχρι τώρα, που θεωρείτε κομβικό στην πορεία σας; Ποιον ρόλο ξεχωρίζετε;

Α.Σ.: Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση αυτή. Όλες οι συμμετοχές μου σε έργα είναι κομμάτια του εαυτού μου και επίσης μία σπουδή που κάτι σου δίνει.

― Θεωρείτε πως κάθε παράσταση είναι ένα «πείραμα»; Όχι με την έννοια ότι πειραματίζεστε, χωρίς να ξέρετε πού θα βγει όλο αυτό, αλλά ότι κάνετε μια προσωπική υπέρβαση;

Α.Σ.: Όσο το δυνατόν, πρέπει να μπαίνεις σε μία διαδικασία «πρόβας» πάνω σε λευκό χαρτί. Πρέπει να χρησιμοποιείς τα δικά σου εργαλεία, αυτά που έχεις αναπτύξει, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου, και να παρατηρείς πως αυτά μεταλλάσσονται. Δεν πρέπει να πηγαίνεις «έτοιμος». Ακόμα και σε αυτό το έργο, την «Καρδιά του σκύλου», που ήταν να γίνει πριν τρία-τέσσερα χρόνια και ενώ το προγραμματίζαμε δεν πραγματωνόταν η παραγωγή του, πάλι δεν ήταν μια «έτοιμη» παράσταση. Αποφεύγουμε να «προετοιμάζουμε», η διαδικασία της πρόβας είναι πολύ δημιουργική και παίζει ρόλο με ποιους είσαι πάνω στη σκηνή. Είναι ένα πολύ ζωντανό πράγμα. Απλά, πρέπει να είσαι έτοιμος και να «εκπλήξεις» τον εαυτό σου και να βρεθείς σε «αδιέξοδο».

© Θανάσης Καρατζάς

― Το θεατρικό που ανεβάζετε τώρα είναι η «Καρδιά του σκύλου», μία ρωσική μυθιστορηματική νουβέλα του περιθωριοποιημένου στην εποχή του συγγραφέα, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, γραμμένο το 1925. Είναι, στην ουσία, μια σάτιρα ενάντια στους Μπολσεβίκους, από μία εκ των καυστικότερων πενών του 20ού αιώνα. Γιατί αυτό το έργο και γιατί σήμερα; Ποιος/α διάβασε πρώτος/η το βιβλίο και τι τον/την «τράβηξε» σε αυτό;

Ε.Μ.: Ο Άρης κάνει πολλές φορές τον «αλιευτή» των κειμένων. Υπήρχε από την αρχή μία επιθυμία να εντοπίσουμε το ενδιαφέρον σε ένα κείμενο σχετικό με το «όριο» της επιστήμης και φυσικά, εκείνη την περίοδο, όταν διαβάσαμε το κείμενο, ήμασταν εν μέσω της πανδημίας. Θεωρήσαμε ότι είναι πολύ κρίσιμο να ειπωθεί, ή με έναν τρόπο να το φέρουμε σε ένα επίπεδο ανάγνωσης, μέσα σε μια εποχή που ανήγαγε την επιστήμη στο ύψος του Θεού. Έτσι ξεκίνησε η έρευνα.

― Κάπου εκεί, λοιπόν, είναι που έρχεται το κείμενο στο «σήμερα»; Σε αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή;

Ε.Μ.: Νομίζω δεν έχει αλλάξει τίποτα από την εποχή του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Αντιθέτως, η επιστήμη συνεχίζει να «πειραματίζεται», όπως λέγαμε και πριν, επάνω στο ανθρώπινο σώμα και δυστυχώς και στην ανθρώπινη υπόσταση, στην ατομικότητα. Έχει ξεπεράσει προ πολλού το «όριο» της ηθικής. Η επιστήμη ξεκίνησε προσπαθώντας να περισώσει την ανθρώπινη ζωή, αλλά έφτασε πέρα από εκεί που έπρεπε και η αρχική επιθυμία έγινε ο λόγος να διαστρεβλωθεί όλος ο χαρακτήρας της. Εκεί εμπλέκεται η διαστροφή.

Το έργο είναι πολιτικά τοποθετημένο. Ο Μπουλγκάκοφ μιλάει για τη «στρέβλωση» που δημιουργεί το ίδιο το καθεστώς (το ολοκληρωτικό καθεστώς των Μπολσεβίκων), που δημιουργεί μία φυλή «σκύλων». Δημιουργεί, δηλαδή, μία αγελαία κοινωνία που δεν οδηγείται πουθενά. Στη δική μας μεταφορά, έχει φύγει το μπολσεβικικό της εποχής και αντ’ αυτού έχει έρθει λίγο πιο πάνω το θέμα του «ορίου» στην επιστήμη. Του τι σημαίνει ηθική και τι διαστροφή.

Α.Σ.: Αυτό εξετάζει και ο Μπουλγκάκοφ, γι’ αυτό νομίζω ότι είναι και διαχρονικό το έργο του. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει νέα πράγματα και να εξελιχθεί και η φιλοδοξία του να περνάει στην περιοχή μιας ματαιοδοξίας, χάνει το «όριο» και τον φυλακίζει στο εύρημά του. Εγκλωβίζεται σε αυτό το εύρημα και υπάρχει μια σχέση εξάρτησης. Είναι ένα θέμα πολύ ισχυρό, πόσο μάλλον όσο αφορά τους επιστήμονες. Χωρίς να είμαστε «επιστημονοφοβικοί», πάντα υπάρχουν αυτοί οι κίνδυνοι, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό το να ψάχνεις να βρεις τη διάκριση, μια αυτό-αξιολόγηση. Επίσης, έχει ενδιαφέρον το θέμα του «δημιουργού» και του «δημιουργήματος» στην τέχνη, το αρχέτυπο του «Φράνκενσταϊν» ή εκείνο του «Φάουστ».

― Τι προσκλήσεις είχε ένα κείμενο μιας τελείως άλλης κουλτούρας, εποχής και γλώσσας, στην προσαρμογή/απόδοσή του στο σήμερα; Πώς τις αντιμετωπίσατε;

Ε.Μ.: Δεν ήταν δύσκολο, δύσκολο είναι να δημιουργήσεις εκ νέου μια παράσταση πια, στη φόρμα της, συγκρατώντας όλα αυτά τα υλικά, χωρίς να διαρκεί δέκα ώρες. Είναι ένα πολύ πυκνό έργο, με πολλά περιστατικά, με μεγάλες διάρκειες. Έχουν δημιουργηθεί, δηλαδή, σεκάνς στην παράσταση οι οποίες προσπαθούν να συγκρατήσουν τα υλικά του Μπουλγκάκοφ και να τα διαπερνά μια ρωγμή αφήγησης, που θεώρησα πολύτιμη στο έργο, όπου δεν ξέρεις ποιος μιλάει κάθε φορά. Μιλάει ο σκύλος; Αφηγείται ο σκύλος; Ηγούνται οι τρεις κόρες που βρίσκονται στο σπίτι και μιλούν από ένα παρόν, ενθυμούμενες ένα παρελθόν; Προσπαθώ να συγκρατήσω αυτές τις υλικότητες, αυτές τις «φωνές», κάνοντάς τις παραστασιακό φαινόμενο.

© Θανάσης Καρατζάς

― Εκτός από τη σκηνοθετική σας τοποθέτηση, πώς θα προσεγγίσετε την παράσταση σκηνογραφικά και ενδυματολογικά;

Ε.Μ.: Είναι πολύ μπαρόκ αυτή η παράσταση. Είναι μπαρόκ, με μία αισθητική που διχοτομεί τα δύο περιβάλλοντα: Το περιβάλλον του χειρουργείου (τον ψυχρό αυτό τόπο ενός χειρουργείου) και το περιβάλλον του σπιτιού. Το ξύλο και το μπλε είναι οι δύο περιοχές της σκηνογραφίας που διχοτομούν τον χώρο και έρχονται να χαράξουν εκ νέου ένα «όριο». Όλο αυτό συμβαίνει δραματουργικά: Είναι αυτό το όριο όπου υφίσταται αυτό το «πείραμα».

― Γενικά φαίνεται πως αγαπάτε τα κλασικά έργα. Σκοπεύετε στις επόμενες δουλειές σας να στραφείτε σε έργα της μοντέρνας λογοτεχνίας;

Ε.Μ.: Ναι, αγαπάμε πολύ τη ρώσικη λογοτεχνία. Μας έλκει στον βαθμό που μάλλον υπάρχει μια συγγένεια. Και ειδικά η ορθόδοξη βάση, το ορθόδοξο κέντρο που διέπει τους δραματουργούς αυτούς, αλλά και γενικότερα αισθανόμαστε μία έλξη προς τα εκεί.

― Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζετε έργο σας στο Θέατρο Κιβωτός. Πέρυσι παρουσιάσατε το «Όνειρο ενός γελοίου» του επίσης Ρώσου Ντοστογιέφσκι, στον ίδιο χώρο. Τι σας κάνει να επιστρέφετε εκεί φέτος;

Α.Σ.: Αυτό έχει να κάνει, βέβαια, με την εταιρία παραγωγής, αλλά και με τη «σχέση» αυτή που έχει αναπτυχθεί. Το Κιβωτός είναι ένας μεγάλος χώρος, που μοιάζει με τις Ροές, που είχαμε ξεκινήσει και εμείς να διαχειριζόμαστε. Είναι σαν πιο μεγάλες Ροές. Αυτός είναι, μάλλον, ο λόγος που επιστρέφουμε σε αυτό το χώρο.

© Θανάσης Καρατζάς

― Από την Επίδαυρο και τη μεγάλη καλοκαιρινή σας περιοδεία τι αίσθηση κρατάτε;

Ε.Μ.: Τα «Βατράχια» φτιάχτηκαν ειδικά γι’ αυτό το «κέλυφος» της Επιδαύρου. Ερχόμενοι από Θεσσαλονίκη, όπου έγινε η πρεμιέρα, κατεβήκαμε στην Επίδαυρο, και τότε άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα την αρχική μου ιδέα για την εικόνα και τον τρόπο που θα στηνόταν αυτή η δουλειά. Η εμπειρία της πρεμιέρας στην Επίδαυρο πια, για μένα, είχε μία υπερβατική χροιά. Με διαπέρασε μια αίσθηση ύψους. Ήταν μια πολύ μυσταγωγική βραδιά, ιδίως η πρώτη. Ήταν μια πραγματική, θεατρική εμπειρία.

― Πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να μας αλλάξει ριζικά;

Α.Σ.: Η τέχνη σίγουρα μπορεί να δώσει κάποια ερεθίσματα. Να σε βάλει σε μία διαδικασία να προβληματιστείς, να αναλογιστείς. Από ’κει και πέρα υπάρχει και αυτή η ελευθερία, ότι δεν σε εξαναγκάζει: Σου δίνει το ερέθισμα και ανάλογα με τα δεδομένα του καθενός, πορεύεται. Μπορεί να είναι και βραδύκαυστο όλο αυτό. Μπορεί να δεις τώρα μία παράσταση και αυτός ο προβληματισμός, αυτό το ερέθισμα να λειτουργήσει μετά από κάποιο διάστημα, ακόμα και χρόνια. Είναι βιωματικό το θέατρο, επειδή είναι κάτι ζωντανό που γίνεται εκείνη τη στιγμή. Νομίζω ότι είναι πάντα μια εμπειρία. Σε μία ιδανική περίπτωση είναι ένας διάλογος μεταξύ της θέασης και της δράσης. Αν πούμε ότι αυτό πετυχαίνει, αυτός ο διάλογος, κάποια στιγμή μπορεί να ενεργοποιηθεί ο σπόρος και να υπάρξει μία κίνηση.

INFO
Η καρδιά του σκύλου «χτυπάει» στο θέατρο Κιβωτός Κλασικό
Διάρκεια: 100'

<p>~ Εσύ μπορείς να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια; ~</p>

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έφη Μπίρμπα
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Άρης Σερβετάλης, Αντώνης Μυριαγκός, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλης Θεοφάνους, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σπύρος Δέτσικας.
  • ΘΕΑΤΡΟ: Κιβωτός
Δες αναλυτικά