Θεατρο - Οπερα

Δωδέκατη Νύχτα - Ή ό,τι επιθυμείτε: Ένα μουσικοχορευτικό ευφρόσυνο πανηγύρι

O Γιάννης Κακλέας μοιάζει να τέμνει σε βάθος τη σαιξπηρική κωμωδία, αναδεικνύοντας τις συνδηλώσεις της, αυτές που τελικά αφορούν και τους σύγχρονους προβληματισμούς της εποχής μας.

Δημήτρης Τσατσούλης
ΤΕΥΧΟΣ 894
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Δωδέκατη Νύχτα -  Ή ό,τι επιθυμείτε» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα: Κριτική για την παράσταση στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης

Η «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ (γραμμένη το 1601 ή το 1602) είναι μια κωμωδία παρεξηγήσεων, αλλά κυρίως ένα έργο μεταμφιέσεων και ρευστών ταυτοτήτων. Τα βιολογικά φύλα ακυρώνονται πίσω από την παρενδυσία των προσώπων, δημιουργώντας ένα παράδοξο ερωτικό γαϊτανάκι, καθώς ο πόθος λειτουργεί ανεξάρτητα από το φύλο, έστω και αν στο τέλος επανέρχεται η τάξη. Και αυτό το επιτρέπει η «Δωδέκατη νύχτα» που είναι η τελευταία νύχτα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, όπου επιτρέπονται όλες οι ανατροπές –κοινωνικές, ταξικές, έμφυλες–, όπως στο καρναβάλι. Άλλωστε, όλα θα συμβούν σε έναν τόπο μυθικό, την Ιλλυρία, γεγονός που δικαιολογεί την όποια εκτροπή, αφού αυτά συμβαίνουν εκτός της κοινωνίας των θεατών της (τότε) παράστασης.

Όλα αρχίζουν όταν μετά από ένα ναυάγιο, η Βιόλα σώζεται στον άγνωστο και εχθρικό τόπο της Ιλλυρίας, έχοντας χάσει τον δίδυμο αδελφό της Σεμπάστιαν. Θα μεταμφιεστεί σε αγόρι προς αποφυγήν κινδύνων και θα ενταχθεί στην υπηρεσία του δούκα Ορσίνο, τον οποίο σύντομα θα ερωτευτεί. Μόνο που αυτός είναι ερωτευμένος με την πενθούσα Ολίβια, η οποία αρνείται κάθε επίσκεψη ξένων, με φύλακα τον επιστάτη της Μαλβόλιο και περιτριγυρισμένη από τον Φέστε, τον τρελό, την υπηρέτριά της Μαρία, τον θείο της σερ Τόμπυ, που οργανώνουν διαρκώς τρελά πάρτι, μη σεβόμενοι το πένθος της.

Η Βιόλα, ως Σεζάριο, υπηρέτης του Ορσίνο, θα αναλάβει το καθήκον να πείσει την Ολίβια να ανταποκριθεί στον έρωτα του αφέντη της. Μόνο που η Ολίβια θα ερωτευτεί τον όμορφο Σεζάριο. Αλλά, και ο Ορσίνο τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα για τον πιστό του Σεζάριο, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ερωτικό του «αντίζηλο» για την καρδιά της Ολίβια, τον σερ Άντριου. Τότε είναι που θα εμφανιστεί ο επίσης διασωθείς αδελφός της Σεμπάστιαν, για να σώσει, μέσω παρεξηγήσεων και εν αγνοία της αδελφής του, την κατάσταση. Ο τελευταίος, άλλωστε, ακολουθείται από τον Αντόνιο, τον νέο που τον έσωσε και δηλώνει με κάθε ευκαιρία την αγάπη του γι’ αυτόν, δημιουργώντας ένα άλλο εν δυνάμει ζεύγος, αμιγώς ομοφυλόφιλο και δίχως ανάγκη παρενδυσίας.

Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος © Πάτροκλος Σκαφίδας

Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί την παράσταση, αποδίδοντας περιεκτικά-μουσικά τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, ως μια μουσική πανδαισία, μια συνεχή χορευτική γιορτή μεταμφιέσεων και μεταμφιεσμένων εντός ενός ουσιαστικά άδειου από σκηνικά χώρου. Ήδη ο Φέστε εμφανίζεται με τη μορφή μιας πολυσχιδούς ντραγκ περσόνας, με την επιβλητική και άψογη κινησιολογικά ερμηνεία του ταλαντούχου νέου ηθοποιού Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου. Τα πολυάριθμα, εντυπωσιακά κοστούμια των μεταμφιεσμένων ή των βασικών προσώπων που σχεδίασε η Ηλένια Δουλαδίρη, σε συνδυασμό με τα χτενίσματα και τις περούκες του Κωνσταντίνου Σαββάκη και το μέικ απ της Όλγας Φαλέι δημιουργούν μια πανδαισία χρωμάτων και αισθητικά άρτιων ή και αστείων μεταμορφώσεων, κάτω από τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, που ντύνουν ουσιαστικά τη σκηνή.

Κωνσταντίνος Μπιμπής © Πάτροκλος Σκαφίδας

Ταυτόχρονα, η δυναμική μουσική του Γρηγόρη Ελευθερίου αποτελεί κινητήριο μοχλό της δράσης: αφενός δημιουργεί το πεδίο ώστε να αναπτυχθεί η κίνηση και οι εντυπωσιακές χορογραφίες της Αγγελικής Τρομπούκη (που συμμετέχει ως Φοίβη), οι οποίες επεκτείνονται σε διάφορα επίπεδα της σκηνής, δίνοντας συχνά την αίσθηση κάτι του απειλητικού και σκοτεινού μέσα στη γενικευμένη ευωχία· αφετέρου, προσφέρει την ευκαιρία στον πολλών ερμηνευτικών διαβαθμίσεων Κωνσταντίνο Μπιμπή να δώσει νέες προεκτάσεις στον σχετικά περιορισμένο ρόλο του Ορσίνο παίζοντας πιάνο και ερμηνεύοντας με την εξαιρετική φωνή του τα τραγούδια της παράστασης, δίνοντας ένα μουσικό ρεσιτάλ.

Η Αμαλία Καβάλη ως Βιόλα/Σεζάριο, αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πόσο εύκολα μπορεί να μεταμορφώνεται επί σκηνής ανάλογα με τον ρόλο που αναλαμβάνει. Η δυναμική ή άλλοτε πάλι τρυφερή γυναίκα άλλων θεατρικών (ή και τηλεοπτικών) ερμηνειών της, μεταστρέφεται εδώ, χωρίς ψιμύθια, σε ένα αθώο νεαρό άφυλο πλάσμα, το οποίο με εύλογη αμηχανία αντιμετωπίζει τις ανεξαρτήτως φύλου ερωτικές προκλήσεις, καθώς κινείται και εκφέρει λόγο, άτολμα, ενός άγουρου εφήβου, ως Σεζάριο ή εισβάλοντας δυναμικά στον χώρο ως Σεμπάστιαν.

Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Αμαλία Καβάλη © Πάτροκλος Σκαφίδας

Η Μαρία της Ελευθερίας Παγκάλου με την ωραία κίνηση, ο σερ Άντριου του πολυβραβευμένου μονωδού Πωλ Ζαχαριάδη με την εξαιρετική, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, φωνή κόντρα τενόρου, αλλά και ο πληθωρικός σερ Τόμπυ του Παναγιώτη  Παπαϊωάννου, μαζί με τη σύντομη εμφάνιση του Αλέξανδρου Σκουρλέτη ως Αντόνιο συμπληρώνουν τα πρόσωπα της «Δωδέκατης νύχτας», συμμετέχοντας όμως ενεργά σε όλες τις χορευτικές μασκαράτες που παρεμβάλλονται στη ροή της ιστορίας. Ικανοποιητική, ως επί το πλείστον, η Ολίβια της Ηλιάνας Μαυρομάτη, αβέβαιη τονικά σε κάποιες από τις κωμικές της ατάκες.

Αμαλία Καβάλη, Ηλιάνα Μαυρομάτη © Πάτροκλος Σκαφίδας

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον Αλέξανδρο Ζουριδάκη, ο οποίος στον ρόλο του Μαλβόλιο, με τη στεντόρεια αυστηρή φωνή και το αδέκαστο ύφος και παρουσιαστικό, θα μεταλλαχτεί, μετά τη φάρσα Μαρίας και σερ Τόμπυ, σε πολύχρωμη ενδυματολογικά και επιδέξια υποκριτικά καρικατούρα του εαυτού του, επιδιώκοντας να γίνει αρεστός στην Ολίβια και αποβλέποντας στην ταξική του άνοδο. Εκπροσωπεί έτσι, με την πλήρως ελεγχόμενη ερμηνεία του και την πλαστικότητα του προσώπου, την άλλη διάσταση της μεταμφίεσης, μιας κατά προσδοκία κοινωνικοποίησης με λάθος μέσα.

Αλέξανδρος Ζουριδάκης © Πάτροκλος Σκαφίδας

Ο Γιάννης Κακλέας, σκηνοθετώντας τη «Δωδέκατη νύχτα», αναδεικνύει τα άρρητα του σαιξπηρικού κειμένου, εκείνα που υφέρπουν πίσω από τις διαδοχικές ερωτικές παρεξηγήσεις, ήτοι τη ρευστότητα των ερωτικών/σεξουαλικών ταυτοτήτων: το φιλί στο στόμα του Ορσίνο στον Σεζάριο (όταν ακόμα αγνοεί ότι είναι η Βιόλα), το κυνήγι και τα λόγια αγάπης του Αντόνιο προς τον Σεμπάστιαν, ο έρωτας της Ολίβια προς τον Σεζάριο/Βιόλα, αποτρέποντάς την να της αποκαλύψει το πραγματικό της/του φύλο υπερβαίνουν τα ερωτικά λάθη των εμπλεκομένων λόγω  παρενδυσίας και οδηγούν στη διαπίστωση ότι ο ερωτικός πόθος λειτουργεί ανεξάρτητα από τις έμφυλες ταυτότητες. Τα πάντα είναι ρευστά, όπως η μεταμφίεση του Φέστε, που κρύβει και αναδεικνύει ταυτόχρονα το φύλο του, όπως η φωνή άρρενος κοντράλτο του σερ Άντριου. Τα δύο σε ένα.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Καθώς, σε αυτή τη μυθική χώρα όπου απροσδιόριστοι κίνδυνοι καιροφυλακτούν (όπως θα πληροφορηθούν εξ αρχής και τα δύο αδέλφια-ναυαγοί) όλα λειτουργούν εκτός παραδεδεγμένων ηθικών κανόνων της τότε (ή και σύγχρονης) κοινωνίας.

Και αν στο τέλος η «από μηχανής» άφιξη του διασωθέντος Σεμπάστιαν δίνει ένα ευτυχές, σύμφωνο με τους ηθικούς κανόνες, τέλος, μέσω του βεβιασμένου γάμου του με την Ολίβια, την οποία μόλις γνώρισε, αφήνοντας χώρο για την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας της Βιόλας που επιτρέπει τον δικό της γάμο με τον ως τότε αφέντη της/του Ορσίνο, η σκηνοθεσία του Κακλέα, σε αντίθεση με άλλες σκηνικές αναγνώσεις, στέκει σκεπτική απέναντι στο αίσιο αυτό τέλος. Και αυτό διότι, σε αντίθεση με το έως τότε σκηνικό πανηγύρι, τα πάντα σιωπούν, και τα δύο ζευγάρια στέκονται σε στάση προσοχής, μετωπικά, ανέκφραστα απέναντι στο κοινό. Καθιστώντας ορατή τη συμβατικότητα μιας τέτοιας αναπάντεχης έκβασης του ερωτικού παιχνιδιού: Βιόλα και Σεμπάστιαν έχουν αναχθεί σε άβουλες πλέον μαριονέτες της επικρατούσας ηθικής τάξης, που καθορίζει τις ορθές ερωτικές επιλογές με βάση το βιολογικό φύλο.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Είναι άλλωστε, υποθέτω, και ο λόγος που ο Κακλέας επιλέγει, σε αντίθεση με τα σκηνοθετικά ισχύοντα, να παρουσιάσει στο τέλος μια δεύτερη ηθοποιό με ίδια κοψιά, ως Σεμπάστιαν, ώστε να συνυπάρξουν επί σκηνής τα δύο δίδυμα αδέλφια. Επιπλέον, η Βιόλα δεν θα ντυθεί θριαμβευτικά με τα γυναικεία της ρούχα, όπως γίνεται συνήθως στο τέλος, ανακτώντας και εξωτερικά την «καταπιεσμένη» ως τότε θηλυκότητά της. Αντίθετα, θα παραμείνει με την αντρική στολή της, πανομοιότυπη με αυτή που φοράει ο αδελφός της, ως αντικατοπτρισμός ο/η ένας/μία του/της άλλου/ης. Δύο γυναίκες ηθοποιοί μεταμφιεσμένες σε άντρες. Διαιωνίζοντας την αμφισημία ταυτοτήτων και φύλων. Ή, όπως λέει και ο υπότιτλος, «ό,τι επιθυμείτε».

Έτσι, πέρα από ένα μουσικοχορευτικό ευφρόσυνο πανηγύρι, ο Γιάννης Κακλέας μοιάζει να τέμνει σε βάθος τη σαιξπηρική κωμωδία, αναδεικνύοντας τις συνδηλώσεις της, αυτές που τελικά αφορούν και τους σύγχρονους προβληματισμούς της εποχής μας.