Θεατρο - Οπερα

Αντώνης Γαλέος: «Το γέλιο υπονομεύει τους ευσεβείς πόθους των ισχυρών για το απυρόβλητο της εξουσίας τους»

Σε ποιους θα έκανε… Unfriend; Γιατί τον ενδιαφέρει η κωμωδία; Μια συζήτηση με αφορμή το έργο του Στήβεν Μόφατ που ανεβάζει στον Νέο Ακάδημο

Ιωάννα Γκομούζα
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Αντώνης Γαλέος μιλά για το Unfriend που σκηνοθετεί στο θέατρο Νέος Ακάδημος

Ακάματος μεταφραστής –αυτή τη σεζόν υπογράφει την απόδοση στα ελληνικά των κειμένων για έντεκα παραστάσεις ενώ αναμένεται να κυκλοφορήσουν σε μετάφρασή του το περίφημο δοκίμιο «Το παράδοξο του ηθοποιού» του Ντιντερό και τα Άπαντα της Σάρα Κέιν–, ο Αντώνης Γαλέος έχει μόλις υποδεχτεί τη νέα σεζόν και με την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Στο θέατρο Νέος Ακάδημος καθοδηγεί έναν θίασο γνωστών ηθοποιών στο «Unfriend» του Στήβεν Μόφατ (των Doctor Who, Sherlock, Dracula, Coupling), ένα έργο που έχουν αγκαλιάσει τα τελευταία χρόνια κοινό και κριτική στις παρουσιάσεις του στο λονδρέζικο West End.

Επί σκηνής η Κατερίνα Διδασκάλου, ως εκκεντρική διαχυτική χήρα Έλσα, εμφανίζεται απρόσκλητη στο σπίτι ενός καθωσπρέπει ζευγαριού (Βάσω Λασκαράκη, Σόλων Τσούνης) με πρόθεση να μείνει μαζί τους για μια εβδομάδα. Αναζητώντας στο διαδίκτυο στοιχεία για την ανεπιθύμητη φιλοξενούμενη, ανακαλύπτουν ότι μπορεί να είναι μια στυγνή δολοφόνος. Πώς θα προστατεύσουν όλα όσα αγαπούν χωρίς να φανούν αγενείς;

Το "Unfriend" παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Αντώνη Γαλέου στο θέατρο Νέος Ακάδημος © Πάτροκλος Σκαφίδας

Του αρέσει η κωμωδία ως είδος, παραδέχεται. Άλλωστε, τον ενδιαφέρει πάντα να αναδεικνύει το χιούμορ στις καταστάσεις και να φλερτάρει με το παράδοξο. «Η κωμωδία με ελκύει σαφώς γιατί αναπτύσσει τη σχέση του ανθρώπου με το γέλιο σε μια κοινωνική συνθήκη συνύπαρξης. Είναι ένα είδος λόγου που εμπλέκει άμεσα το κοινό, προβοκάροντας την κρίση του και τροφοδοτώντας τους ηθοποιούς με ακαριαίες αντιδράσεις. Βασίζεται στην επικοινωνία ως είδος συνεργασίας των ανθρώπων που αποτελεί αγαθό από μόνο της, αυτό που αποκαλούμε “κοινωνική γνώση”.

Αυτό που υπόσχεται η κωμωδία στο κοινό είναι ότι όταν διασκεδάζεις ενεργά μπορείς να αντιμετωπίσεις καλύτερα σοβαρά θέματα της ανθρώπινης κατάστασης παρά μέσα από τις διαλεκτικές αντιπαραθέσεις λογικά διατυπωμένων επιχειρημάτων. Η κωμική τέχνη είναι απαραίτητη για την ομαλή συνέχιση της πολιτικής ζωής μπροστά στον τρόμο της αναγκαιότητας και το αναπόφευκτο. Διευρύνοντας τους ορίζοντες της αισιοδοξίας, αναβλύζει μέσα από την αναγνώριση του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης.

Το γέλιο υπονομεύει τους ευσεβείς πόθους κάθε είδους ισχυρών για το απυρόβλητο της εξουσίας τους. Η κωμωδία λοιπόν για μένα είναι ένας συνεχής αγώνας επαναπροσδιορισμού της ακρίβειας κι εδώ έγκειται η μεγάλη δυσκολία της, πώς μπορείς να δυναμιτίζεις διαρκώς τα βαθιά νοήματα φέρνοντας τα όλα στην επιφάνεια, χωρίς να κάνεις μουτζούρες, να χάνεις την απλότητα ή να καταφεύγεις στην υστερία».  

Ο Αντώνης Γαλέος για το Unfriend στο θέατρο Νέος Ακάδημος

Γιατί αποφασίσατε να καταπιαστείτε με το Unfriend; Ποια είναι τα στοιχεία του που κέρδισαν την προσοχή σας;

To Unfriend είναι μια χιονοστιβάδα από παράδοξα. Στήνει ένα πολύ οργανωμένο σύστημα ανατροπών (όπως κάθε κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της) με υλικά τη σοβαρότητα (και πιο σπάνια τη σοβαροφάνεια) με την οποία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Αυτή η σοβαρότητα αντανακλά μια σειρά από πολλές διαφορετικές παραμέτρους, την ευχαρίστηση, την επιβίωση, την αυτοπεποίθηση, την χαρά και την ηδονή, τη δικαιοσύνη, τη γνώση, τη σχέση μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Κάθε βήμα προς τη σταθεροποίηση και τον ορισμό αυτών των αρχών, με την υποψία και μόνο ότι πάει να αποκτηθεί βεβαιότητα για κάτι, προσκρούει σε έναν τοίχο, την καθημερινή πραγματικότητα, το πόσο αυθαίρετος μοιάζει να είναι ο κόσμος.

Όσο πιο αυστηρά υπακούει κάτι σε κανόνες, τόσο πιο απρόβλεπτα καταλήγει να συμπεριφέρεται. Και στη δεδομένη στιγμή του πολιτισμού μας που μέτρο της αλήθειας είναι ένας κατακλυσμός από πλέγματα πληροφοριών που αλληλοεπιβεβαιώνονται και αλληλοαναιρούνται ταυτόχρονα, ο προσανατολισμός και η λήψη αποφάσεων ώρες ώρες φαντάζει πιο τσίρκο από το τσίρκο, πιο φάρσα από τη φάρσα.

Όλα αυτά τα θίγει το έργο σε συνδυασμό με το κορυφαίο θέμα της φροντίδας, που εμπνέει τις περισσότερες αναζητήσεις και ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου: τι σημαίνει νοιάζομαι για τον άλλον, ποιο είναι το όριο της παρεμβατικότητας στο όνομα της συνειδητοποίησης και της αλλαγής, πότε νοιάζομαι, πότε συμβουλεύω και πότε κακοποιώ;

Όταν λοιπόν έρχεται στα χέρια σου ένα κείμενο που στοχάζεται με τρόπους απροσδόκητους σε τέτοια θέματα και ταυτόχρονα σε κάνει να γελάς τρανταχτά σε σημεία που ντρέπεσαι για τον εαυτό σου, είναι αδύνατο να μην ονειρευτείς να ασχοληθείς μαζί του. Στο θέατρο δε, λέμε ότι κάποια κείμενα τα ποθείς χρόνια και είναι αδύνατον να υλοποιηθούν και άλλα «έχουν άστρο»· για κάποιο λόγο, με το που φτάνουν στα χέρια σου, όλα συνωμοτούν για να ανέβουν… Το Unfriend ήταν ένα από αυτά.

Τι αφορά για σας το συγκεκριμένο έργο;

Το 2023 υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια χρονιά οριακή: αδιάκοπα και σταθερά δοκιμάζεται η πεποίθησή μας ότι οι ανθρώπινες πράξεις οφείλουν να έχουν ένα νόημα. Μήπως τελικά όλα επιτρέπονται; Πριν από μία πενταετία, σε μια ρητορική εγκατάσταση μου, το «Φάντασμα Φεύγει», στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μαζί με την Αλεξία Καλτσίκη και τον Αντώνη Καρυστινό αναζητούσαμε το γιατί κάποια μοτίβα επαναλαμβάνονται μονίμως στα εκλογικά αποτελέσματα και τι δείχνει αυτό για τον σύγχρονο άνθρωπο. Εκεί λοιπόν το θέμα ήταν η βλακεία και η ανικανότητα ως πόλοι έλξης για τον καλλιεργημένο και προοδευτικό ψηφοφόρο.

Στο «Unfriend» τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ρηξικέλευθα… Μόλις μάθουμε ότι κάποιος είναι δολοφόνος, στην αρχή το καταγράφουμε ως σοκ, μετά το δικαιολογούμε ως ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και «σε ένα χρόνο τον ψηφίζουμε κιόλας». Δεν είναι πια αρκετή η βλακεία για να εμπιστευτεί το εκλογικό σώμα έναν υποψήφιο, αν δεν υπάρχει έγκλημα ή και γενοκτονία ακόμα, δεν ταυτιζόμαστε με κανέναν. Γιατί η ψήφος και η σιωπηρή αποδοχή αποτελεί ασφαλώς ταύτιση και απόψεων και υπάρξεων.

Όσο δεν καταγγέλλω, λέει ο Μόφατ, τον εγκληματία που διαπιστώνω το έγκλημα του, τόσο είμαι κι εγώ συνεργάτης του. Είναι ευφυία η πανουργία ή μονόδρομος προς την παράνοια και την παράλυση; Αλλά πώς να καταγγείλεις κάποιον όταν οι πηγές σου είναι περισσότερο αναξιόπιστες και εγκληματικές από τον ίδιο τον εγκληματία; Όσο πιο μεγάλες είναι οι τρύπες στη λογική, οι ανακολουθίες στη ζωή, η εμφανής χειριστικότητα, η εναλλαγή αυστηρότητας και παράλογου επαίνου τόσο δένονται οι άνθρωποι και νιώθουν οικείοι.

Η ιδέα του θανάτου, του πόνου και της ανυπαρξίας προκαλεί μεν ανησυχία, αλλά όταν εμπλέκεται η αβεβαιότητα, ο ανθρώπινος μηχανισμός είναι να μετατρέπεται η ανησυχία και ο φόβος σε ενθουσιασμό. Και ο πόθος της συνύπαρξης και της επικοινωνίας μεταμορφώνεται σε παθητική επιθετικότητα, γκρίνια, αδράνεια, αναβλητικότητα και συνεχή επικριτικότητα. Είναι σα να κατασκευάζουμε τις ζωές μας αφήνοντας συνεχώς απέξω όσα αγαπάμε, όσα μας αφορούν, όσα εκτιμάμε και όσα πιστεύουμε. Τι πιο κωμικό από ένα ωραίο χάπι εντ;

© Χριστίνα Φυλακτοπούλου

O καθωσπρεπισμός και το τι θα υποστηρίξουν άνθρωποι φαινομενικά ηθικοί με αντάλλαγμα ένα βραχυπρόθεσμο κέρδος απασχολούν τον συγγραφέα Στήβεν Μόφατ. Βλέπετε αναλογίες με την κοινωνία μας;

Στην κλασική ρητορική και την αρχαία θεωρία της ποίησης, η έννοια του «καθώς πρέπει» ταυτίζεται με δύο συνιστώσες: πρώτα αν ταιριάζει το ύφος με το θέμα που αναπτύσσεις και, στη συνέχεια, τι επιλέγεις να συμπεριλάβεις σε αυτό που παρουσιάζεις.

Ο Οράτιος, ας πούμε, λέει ότι δεν μπορείς να μιλάς για το συμπόσιο του Θυέστη με χρώματα της καθημερινής ζωής πλησιάζοντας τον τόνο της κωμωδίας. Οι ελληνιστικοί ρήτορες χώριζαν το ύφος σε υψηλό, μεσαίο και χαμηλό. Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι αυτά τα θέματα ανακινήθηκαν πάλι οδηγώντας σε μια μίνι εξέγερση του μαζικού κοινού: έργα του υψηλού ρεπερτορίου δεν πρέπει να αναμειγνύονται με καθημερινούς τρόπους έκφρασης… Τελικά η εκπαίδευσή μας μάς έχει γυμνάσει σε στεγανά ή ο καλλιτεχνικός κόσμος διαπράττει ύβρι; Η παιδεία είναι καλλιέργεια και γιατί κανείς δεν ακούει τα παιδιά, πώς καταφέραμε από την παιδεία να αφαιρέσουμε το παιδί; Τι θέση έχουν οι κλανιές και τα σκατά στο θέατρο; Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί τι σχέση έχουν με μια ανώδυνη κωμωδία που ο κόσμος την βλέπει και γελάει, χειροκροτεί και σχολιάζει φωναχτά; Πώς γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα των πιο κλασικών έργων της πατριαρχίας, του Ομήρου και του Σαίξπηρ, να είναι η συμπερίληψη διαφορετικών υφών, αλλά αυτό να αποσιωπάται όταν τα αναλύουμε; Τροφή για σκέψη.

Για να συνεχίσω σε αυτή την ατελείωτη παρένθεση των ερωτηματικών, με την άφιξη του χριστιανισμού, ο καθωσπρεπισμός και η λεπτότητα συνδέθηκε με το ιερό και το γελοίο με τη χοντράδα και το βέβηλο. Κάπου εκεί αρχίζει και να συνδέεται το καθωσπρέπει, το ευπρεπές, το κομψό και το ηθικό. Αν κάτι είναι άκομψο ή προχειρογραμμένο είναι και ανήθικο. Από την άλλη, έρχονται οι επαναστάσεις της σύγχρονης τέχνης και λένε πως το «καθώς πρέπει» είναι ανασταλτικό και αποβλακωτικό.

Όλα αυτά, βέβαια, είναι παλιές σκέψεις αρχαίων κοινωνιών. Πώς μπορεί να συνδέονται με τη δική μας; Μια μαγική λειτουργία του θεάτρου είναι το πώς σβήνει τα συγκεκριμένα άτομα –όλοι οι ηθοποιοί του θεάτρου ξεχνιούνται μετά θάνατον σχεδόν ακαριαία– αλλά κάνει αιώνια τη χειρονομία. Εγώ ξύνω το κεφάλι δείχνοντας αμηχανία και αυτή η χειρονομία μπορεί να την έκανε πρώτος ένας σκλάβος στη σκηνή στην αυλή του Κλαύδιου και να την εμπλούτισαν μια σειρά από ερμηνευτές μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια. Κάπως έτσι το θέατρο μάς διδάσκει ότι όλα συνδέονται, όλα συνυπάρχουν και όλα συνδημιουργούν νόημα. Τι πιο ανθρώπινο από το βραχυπρόθεσμο και το αιώνιο;

Ποιος είναι ο ρυθμός της σκηνοθεσίας σας; Ποια η σκηνοθετική σας προσέγγιση στο Unfriend και ποια στοιχεία του υπαγορεύουν τον τρόπο που το αντιμετωπίζετε;

Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να πλησιάζω τις πρόβες χωρίς καμία προκατάληψη και τίποτα προκαθορισμένο. Δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις στην πρόβα για να προκύψει δημιουργικός διάλογος με βάση τα δεδομένα υλικά του κειμένου σε συνδυασμό με τις δυναμικές του θιάσου. Ο Στήβεν με τη Βάσω, τον Σόλωνα, τον Δημήτρη, τον Άρη, τον Μανώλη, τον Αμέρικο και την Κατερίνα.

Πάντα για μένα είναι απολύτως σημαντικό να απενοχοποιείται η αφέλεια και να προωθείται η εμπιστοσύνη στα θαύματα που προκύπτουν από την επανάληψη. Έτσι τον ρυθμό πάντα τον καθορίζει η παραγωγή του νοήματος κάθε στιγμής. Τα πράγματα είναι άρρυθμα κάθε φορά που δεν επικουρούν την επικοινωνία των ηθοποιών μεταξύ τους, με τον σκηνικό χώρο και με το κοινό. Ο ρυθμός λοιπόν αυτής, όπως και κάθε άλλης, σκηνοθεσίας μου είναι η σαφήνεια.

Γενικότερα, εξερευνώ τα όρια του ρεαλισμού. Ο διάλογος του Μόφατ έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές, βασίζεται στη δράση και την αντίδραση και δημιουργεί δύο παράλληλες πλοκές, ένα νήμα ανατροπών και αντιφάσεων και ένα νήμα επαναλήψεων όπου κάθε φορά προστίθεται κάτι –μια πλοκή όπου κάτι που έχει νόημα αρχικά, εμπλουτίζεται συνέχεια παραδόξως με στοιχεία που είναι όλο και πιο ανούσια μέχρι που καταλήγουν οι χαρακτήρες να κατακτήσουν σε βάθος την κατάστασή τους, σε όλο της το μεγαλείο και να μη κάνουν τίποτα για αυτό. Άρα είναι θεμελιώδες για το κοινό και για τους ηθοποιούς να υπογραμμίζονται τα στάδια της πορείας και η ξέφρενη δίνη που οδηγεί στη λύση να χτίζεται με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.

Πολλές φορές στον ρεαλισμό το αιτούμενο είναι οι θεατές να νιώθουν σα να βλέπουν όσα συμβαίνουν μέσα από μια κλειδαρότρυπα. Εδώ το αιτούμενο είναι όσο προχωράει το έργο αυτά που συμβαίνουν να μην μπορούν να συμβούν πουθενά αλλού παρά πάνω σε μια σκηνή, γιατί ό,τι δεν μπορεί να συμβεί στη ζωή είναι αυτό που ακριβώς πρώτο συμβαίνει στη ζωή.

Μια μεγάλη πρόκληση πάντα όταν ανεβάζεις κωμωδία από το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πώς μεταφέρεις την ιδιοσυγκρασία και το χιούμορ στην ελληνική πραγματικότητα. Εδώ, δραματουργικά και υποκριτικά, λειτουργήσαμε πραγματικά ως ομάδα. Ακόμα και τα παιδιά του θιάσου μέχρι τελευταία στιγμή ανέπτυσσαν τις στιγμές του έργου ούτως ώστε να αποπνέουν Ελλάδα, ως κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Μετά «Το χελιδόνι» του Γκιλιέμ Κλούα πέρσι, συναντιέστε ξανά με την Κατερίνα Διδασκάλου, την οποία δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε κωμικούς ρόλους. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;

Η Κατερίνα είναι παιδί της αγγλικής φιλολογίας και της αμερικανικής εκπαίδευσης του ηθοποιού. Έχει σπουδάσει στη περίφημη σχολή της Uta Hagen και ο τρόπος που αναζητά την εκπληκτικότητα σε κάθε θεατρική στιγμή είναι ένα συνεχές σχολείο για μένα. Καθώς και το δικό μου υπόβαθρο σε ένα βαθμό ταυτίζεται με το δικό της (συνδυάζω κι εγώ σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία και Υποκριτική στην Αμερική) έχουμε ένα κοινό οπλοστάσιο ορολογιών και μεθόδων, πράγμα που διευκολύνει την καλλιέργεια ενός κλίματος σύμπνοιας και δημιουργικής ταύτισης και ουσιαστικής ευγένειας στις πρόβες.

Η βάση της υποκριτικής σε αυτή τη μέθοδο είναι κοινή σε όλα τα είδη, κωμωδία, δράμα, ή ό,τι άλλο, η ειλικρίνεια στις αντιδράσεις με κάθε τίμημα. Ο συγκεκριμένος ρόλος ανήκει στην γκάμα του αρλεκίνου, μία γυναίκα διαβολικά ευφυής που φαντάζει γραφική, αλλά είναι απόλυτα και αδιαπραγμάτευτα ερωτική και προλαβαίνει να ανατρέψει τη σκέψη σου πριν καν τη σχηματίσεις στο νου σου. Και σε προηγούμενες ερμηνείες της η Κατερίνα αναζητά τα κωμικά στοιχεία στο δράμα και τα δραματικά στην κωμωδία, καθώς όλα αυτά αποτελούν ένα ποιητικό συνεχές. Οπότε η έκπληξη για μένα δεν ήταν η παρουσία της στην κωμωδία, αλλά το πώς γράφτηκε ένα τέτοιο έργο.

Αντώνης Γαλέος: η μετάφραση, η σκηνοθεσία και τα unfriend στη ζωή

Έχετε μεγάλη πορεία ως μεταφραστής, αλλά δοκιμάζεστε σταθερά και στη σκηνοθεσία. Τι σας «προσφέρει» δημιουργικά η μετάφραση και τι η σκηνοθεσία;

Η τέχνη είναι μια συνεχής διαδικασία μετάφρασης, παλεύεις να δικαιώσεις το καθημερινό και το οικείο μέσα από τη μεταμόρφωσή του σε κάτι μεταφορικό ή μυθικό. Φτιάχνεις φαντάσματα με σάρκα και οστά, υλική υπόσταση. Επικοινωνείς εμπλουτίζοντας τις λέξεις και μεταφέροντάς τες σε άλλες γλώσσες και συνθήκες. Η σκηνοθεσία τροφοδοτεί τη μετάφραση και η μετάφραση στραγγίζει τη σκηνοθεσία. Το θέατρο από την αρχή του διασκευάζει προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα σε παραστασιακές παρτιτούρες, διδασκαλίες.

Η μετάφραση, λοιπόν, μου προσφέρει το παιχνίδι των ορισμών και των επαναδιαπραγματεύσεων, η σκηνοθεσία την ανάσα που δίνει ζωή στη σάρκα, την ελπίδα ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να ακούσει και το δώρο να εμπιστεύεσαι όλη την ανθρωπότητα.

Την τελευταία τριετία η σκηνοθεσία μου συμπνέει με έναν νέο, αν και αρχαίο, κλάδο στο θέατρο, τη χορογραφία της οικειότητας. Εδώ εξετάζοντας το πώς δημιουργούνται δομές εξουσίας στις επαγγελματικές σχέσεις σε συνθήκες πρόβας και παράστασης, ο χορογράφος δημιουργεί γενναίους χώρους όπου μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα η καλλιτεχνική έκφραση. Αφορμή είναι οι σκηνές οικειότητας και το γυμνό, αλλά αιτία είναι η πρακτική εφαρμογή της δημοκρατίας στην κοινωνία μας, κάτι που αποζητά παθιασμένα η τωρινή νέα γενιά από την οποία έχουμε πολλά να διδαχτούμε σε κάθε μας βήμα.

Η ατάκα του έργου που συμπυκνώνει για σας το νόημά του και ακούγεται πιο ηχηρά στη σκέψη σας;

«Έτσι να σας βλέπω να τα δέχεστε όλα αδιαμαρτύρητα, με την ουρά στα σκέλια, σα βέροι Έλληνες, και θα είμαι πάντα ευτυχισμένη!».

Σε ποιον/ους θα θέλατε να κάνετε unfriend;

Προκαταβολικά πριν καν τους γνωρίσω, σε όσους χρησιμοποιούν το unfriend για να κρύβουν τα αισθήματα τους, σε όσους κόβουν τις φιλίες χωρίς να πουν ποτέ το γιατί, σε όσους κόβουν τις φιλίες έτσι γιατί μπορούν να κόψουν τη φιλία, σε όσους δε σέβονται και δεν εκτιμούν την ανθρώπινη ύπαρξη, σε όσους μισούν και χλευάζουν την αγάπη στο όνομα του κυνισμού και διαστρεβλώνοντας τη γνώση.