Θεατρο - Οπερα

Κουμεντάκης, Σβώλος, Ευκλείδης στη Λυρική

Ένα οπερατικό θρίλερ με ηρωίδα την Ελληνίδα «Φόνισσα»

Κατερίνα Ι. Ανέστη
ΤΕΥΧΟΣ 503
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά από παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ο πρώτος έγραψε τη μουσική, ο δεύτερος το λιμπρέτο και ο τρίτος σκηνοθέτησε την όπερα «Φόνισσα», που βασίζεται στη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Ολόκληρα τοπία αναδύονται στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Πραγματικά τοπία φύσης και ψυχής με ήχους άγριους, ήχους οικείους που φτάνουν από παντού, τοπία που αντηχούν και ενσωματώνουν την ψυχολογία της Φόνισσας. Της ηρωίδας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, της Φραγκογιαννούς που έπνιγε κοριτσάκια για να μη ζήσουν τις, αδικίες και τον πόνο που έζησε η ίδια ως γυναίκα. Τα τοπία αυτά συνιστούν την όπερα που έγραψε ο Γιώργος Κουμεντάκης, επιστρατεύοντας τα μοναδικά του δημιουργικά εργαλεία, το μοναδικό του τρόπο να επεξεργάζεται, να εξελίσσει τα στοιχεία της παράδοσης και να γράφει με έναν τρόπο που δεν βάζει τρικλοποδιές στο θεατή, αλλά τον μαγνητίζει. Η «Φόνισσα» που έγραψε κατόπιν παραγγελίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου, θα φέρει στη σκηνή έναν καταιγισμό ήχων – άλλοτε αιχμηρών, άλλοτε εφιαλτικών, άλλοτε απόκοσμων.  Θα φέρει μοιρολόγια που καταφθάνουν από τη βαθιά μνήμη. Θα φέρει ένα νέο σύμπαν που θα ανασυνθέσει την ψυχοσύνθεση της Φραγκογιαννούς με 97 μουσικούς, αντρική, γυναικεία και παιδική χορωδία που αποτελούνται συνολικά από 95 άτομα και βέβαια από το περίφημο πολυφωνικό των τεσσάρων γυναικών.

Ένα μοναδικό μωσαϊκό οργάνων και φωνών που υπάρχουν στιγμές που συναντιούνται όλες μαζί επί σκηνής (στο τέλος της πρώτης πράξης, για παράδειγμα, όλες οι χορωδίες τραγουδούν μαζί). «Αυτή είναι η ομορφιά του. Όταν το κάθε πράγμα έρχεται στη θέση του θα καταλάβουμε ότι τίποτα δεν είναι μόνο του και όταν συναντιούνται γίνεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο» εξηγεί ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης. «Υπάρχουν πολλοί συνδυασμοί που δημιουργούν μια συνεχή ένταση ψυχολογική, μουσική, συναισθηματική. Σου πηγαίνει τη φαντασία στα άκρα. Δεν ξέρεις ποιο είναι το επόμενο βήμα. Υπάρχει σασπένς. Για δυο ώρες μέχρι να τελειώσει η όπερα υπάρχει μια συνεχής ροή χωρίς να βλέπεις ποτέ έναν τοίχο μπροστά σου, βλέπεις πάντα έναν άλλο ορίζοντα. Δεν είναι ένας λαβύρινθος που αισθάνεσαι αποκλεισμένος, αλλά ένα ανοιχτό τοπίο που έχει κάτι συμπαντικό. Τη “Φόνισσα” τη βάζω στην κορυφή, τη βάζω ψηλά. Σκέψου μια μεγάλη σκάλα που ανεβαίνει συνεχώς μέχρι να φτάσεις στο τελευταίο σκαλί. Εκεί έχω βάλει τη Φόνισσα».

Διακόπτουμε την κουβέντα, που γίνεται στις πρόβες της παράστασης, καθώς ακούω τη μεστή, γεμάτη, δυνατή φωνή της Ειρήνης Τσιρακίδου που ερμηνεύει τη «Φόνισσα» (στην άλλη διανομή την ερμηνεύει η Τζούλια Σουγκλάκου). Η φωνή της δίνει σώμα στην ψυχή και στα εγκλήματα της Φραγκογιαννούς, της Χαδούλας όπως ήταν το πραγματικό της όνομα. Ταυτόχρονα πουλιά ακούγονται, μικρά κροταλίσματα, σαν κάτι να σέρνεται στο χώμα, φυλλώματα που ανατριχιάζουν: ήχοι που γεννιούνται από τα παραδοσιακά όργανα που δονούνται και φέρνουν τη νυχτερινή φύση στην αφήγηση. Είναι η στιγμή που η Φραγκογιαννού, φοβισμένη, ζητά καταφύγιο στο σπίτι της φίλης της. Η Χαδούλα, που στο έργο του Παπαδιαμάντη τρέχει στο νησί για να κρυφτεί από ανθρώπους και εφιάλτες, που καταπιάνεται με τη γη, ξεριζώνει βότανα, φτιάχνει γιατρικά, στην παράσταση της Λυρικής δεν τρέχει. Στέκεται, σχεδόν, καθώς η γη γυρίζει γύρω της, η Σκιάθος περιστρέφεται γύρω της όσο αυτή σκοτώνει και σκοτώνεται. Πνίγεται μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η σύλληψη του σκηνικού του Πέτρου Τουλούδη δίνει ιδανικά αυτή τη νέα συνθήκη, μια νέα ανάγνωση που βοηθά να παγιδευτεί για να αναδειχθεί εντέλει η ψυχοσύνθεση της Φόνισσας.  

Άλλωστε, σκηνοθετικά, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης εξαρχής αποφάσισε ότι η παράσταση δεν θα εστιάσει σε μια απλή ιστορία, αλλά στην ψυχοσύνθεση μιας συγκλονιστικής ηρωίδας της ελληνικής λογοτεχνίας που αποτελεί και μια ιδανική οπερατική φιγούρα: «Η όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη εστίασε καταρχήν στον ίδιο το χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς. Το χαρακτηριστικό στοιχείο που συνιστά την απόκλιση από το μυθιστόρημα είναι ότι όλα μέσα σε αυτό το έργο περνούν από την προσωπικότητα και την ψυχολογία της Φραγκογιαννούς. Στην παράσταση προσπαθήσαμε να στήσουμε ένα ψυχικό τοπίο, μια συνθήκη όπου πάνω στη σκηνή βλέπουμε υλοποιημένο τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς».

Από την αρχή βλέπουμε τους εφιάλτες της, τα τραύματα του παρελθόντος, της μάνας της, του γάμου της και κυρίως το μεγαλύτερό της εφιάλτη: τα ίδια της τα παιδιά. Τα παιδιά συμβολοποιούν το μέλλον, ένα μέλλον που θεωρεί ότι είναι πολύ βαρύ για να το ζήσουν κι άλλα κορίτσια. Και οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν την εξαιρετική παιδική χορωδία της Λυρικής υπό την καθοδήγηση της Μάτας Κατσούλη.

Το έργο των τραγουδιστριών που ερμηνεύουν τη Φόνισσα είναι τιτάνιο. «Είναι ένας ρόλος αθλητικός που απαιτεί τεράστια συγκέντρωση από την ηρωίδα» εξηγεί ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. «Είναι μια εσωστρεφής Φόνισσα που υποδέχεται τα ερεθίσματα που την περιτριγυρίζουν παρά την αφηγείται η ίδια την ιστορία. Αλλωστε θέλουμε να δείξουμε τις προβολές των ψυχικών της διεργασιών που την οδηγούν στον φόνο. Η Φόνισσα είναι κατά κάποια τρόπο ένας στατικός χαρακτήρας».

Ουδεμία επιτήδευση υπάρχει σε αυτή την όπερα, καμία στερεοτυπική οπερατική εκφορά. Ακούω τον Βασίλη Χριστόπουλο, τον διευθυντή ορχήστρας για τη Φόνισσα να δίνει σαφώς αυτή την οδηγία σε κάποιον από τους τραγουδιστές «πολύ οπερατικό ακούστηκε αυτό – μην το κάνεις έτσι. «Η Φόνισσα είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση επιστροφής στην ιδέα της εθνικής σχολής αλλά με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα» λέει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. «Η ιδέα των εθνικών σχολών που ξεκίνησε από την ενσωμάτωση του εγχώριου μουσικού ιδιώματος, ειδωμένο μέσα από τη λόγια παράδοση, βρίσκει μια πολύ ενδιαφέρουσα απήχηση στο έργο του Κουμεντάκη. Η Φόνισσα ήταν η ιδανική πλατφόρμα για αυτό το εγχείρημα. Επιστρέφουμε στην εθνική σχολή με έναν εντελώς νέο τρόπο, με τον τρόπο του 2014. Πηγαίνουμε προς το υλικό της παράδοσης αλλά μέσα από μια πολύ σύγχρονη προσέγγιση».

Φεύγοντας από την πρόβα είναι προφανές: οι θεατές που θα βρεθούν στο Μέγαρο Μουσικής για τη Φόνισσα στις 19, 21, 23, 26 Νοεμβρίου θα ζήσουν μια σπάνια εμπειρία. Μια όπερα μοναδική, πρωτάκουστη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια νέα οπερατική φιγούρα γεννιέται μέσα από το κείμενο, τη σκηνοθεσία, τη σκηνοθετική προσέγγιση και κυρίως τη μοναδική μουσική γραφή του Γιώργου Κουμεντάκη. Ενός συνθέτη που δεν βάζει τρικλοποδιές στον θεατή. «Αυτά που γράφω τα τελευταία χρόνια δεν ανήκουν πραγματικά στο χώρο της σύγχρονης μουσικής» λέει ο συνθέτης. «Έχω βρει έναν προσωπικό τρόπο που μου επιτρέπει τη δυσκολία που έβαζε παλιά η σύγχρονη μουσική –η avant garde– στον θεατή για να τον πάει πιο ψηλά πνευματικά, να το κάνω μέσα από ένα τονικό ιδίωμα και οικεία στοιχεία που συνδέονται με την παράδοση. Όχι δεν βάζω τρικλοποδιές στον θεατή, δεν τον αποξενώνω».


Ιnfo: 19, 21, 23, 26/11, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη 1, 210 7282333, €20,35, 50, 65 & €12 (Φ/Παιδικό)