Θεατρο - Οπερα

Άλκης Παναγιωτίδης

54 ταινίες, σπουδαίες συνεργασίες, βραβεύσεις. Από πού έρχεται και που ταξιδεύει σήμερα;

Ευγενία Μίγδου
ΤΕΥΧΟΣ 502
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά από πολύχρονη απουσία, ο Άλκης Παναγιωτίδης επέστρεψε φέτος στο θεατρικό σανίδι ως Θεόφιλος Σάρντερ, στην παράσταση «Μεφίστο» του Νίκου Μαστοράκη, στο Εθνικό Θέατρο. Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας τού απένειμε την Τιμητική Διάκριση Αντρικής Ερμηνείας για την ταινία «Εβίβα». Με μακρά πορεία στο θέατρο και στον κινηματογράφο, το άστρο του έλαμψε ήδη από το 1979, στην cult πια ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νίκου Νικολαΐδη. Ηθοποιός χωρίς απωθημένα –αν και πάντα ανοιχτός σε νέες προκλήσεις–, κατάφερε ό,τι επιζητούσε επαγγελματικά. Τα τελευταία χρόνια τα ταξίδια είναι η ζωή του.

Είχαμε να σε δούμε στο θέατρο πολλά χρόνια. Γιατί αυτή η αποχή;

Όταν κάνω μια δουλειά, μετά σταματάω. Παίρνω το χρόνο μου. Το θέατρο είναι μια δοκιμασία, πρέπει να αδειάσεις πριν παίξεις τον επόμενο ρόλο. Δεν μπορείς να παίζεις τρεις τραγωδίες τη σεζόν, όπως κάνουν εδώ. Η δουλειά μου δεν είναι μπακαλική, και θέλω να τονιστεί αυτό. Στην Αμερική έμαθα ότι δεν μπορείς να την κάνεις κατ’ εξακολούθηση, θέλεις μεγάλα διαλείμματα. Δικαιολογώ, όμως, τους ηθοποιούς, γιατί όταν οι αμοιβές είναι μικρές και έχεις οικογένεια και παιδιά, μοιραίως θα κάνεις συμβιβασμούς.

Φέτος, όμως, «ενέδωσες» στην παράσταση του «Μεφίστο».

Μου έκανε την πρόταση ο υπέροχος Νίκος Μαστοράκης, με τον οποίο έχουμε ξανασυνεργαστεί και εκτιμώ ιδιαίτερα. Αν είχε γίνει από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη δεν θα τη δεχόμουν. Το ότι εμφανίστηκα στο θέατρο φέτος ήταν για μένα και ένα στοίχημα. Πέρασαν χρόνια, έχω μεγαλώσει και το θέατρο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό. Ήθελα να μετρήσω τις δυνάμεις μου. Τα κατάφερα μια χαρά.

Το έργο του Κλάους Μαν, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, αναπαριστά την περίοδο μεταξύ 1922 και 1933, από τη φυλάκιση του Χίτλερ μέχρι την άνοδό του στην εξουσία. Παρακολουθούμε μια σειρά ζητημάτων, τα οποία είναι επίκαιρα όσο ποτέ: ηθική παρακμή και έκπτωση, εκφασισμός, ρατσισμός.

Ακριβώς. Σα να μη δίδαξε τίποτε το προηγούμενο της ναζιστικής Γερμανίας. Τα ακροδεξιά στοιχεία κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην Ευρώπη και ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η Γερμανία έχει κηρύξει τρεις παγκόσμιους πολέμους. Έχασε τους δύο, και σήμερα βιώνουμε τον τρίτο, που είναι οικονομικός και ο πιο αδυσώπητος. Πιστεύω, όμως, ότι θα τον χάσουνε και πάλι, γιατί είναι losers και ρομαντικοί. «Deutschland über alles» δεν ήταν το μότο του Χίτλερ; Έχουν ένα τυφλό σημείο: το ρομαντικό όραμα για τη χώρα τους και την ανθρωπότητα τους παρασύρει σε ανεξέλεγκτες και ακραίες καταστάσεις.

image

Φωτό: Γιάννης Δημότσης

Ως Θεόφιλος Σάρντερ (πίσω από το όνομα του οποίου, κρύβεται ο συγγραφέας, Καρλ Στέρνχαϊμ), με το που πατάς το πόδι σου στη σκηνή λες μεταξύ άλλων: «Ήμασταν ένας λαός από ποιητές και πολεμιστές και καταλήξαμε μπακάληδες και ξεράσματα». Πώς μπορεί ένας λαός να καταλήξει έτσι;

Όσα λέω ως Θεόφιλος Σάρντερ εφάπτονται με τη σημερινή κατάσταση που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, όπως σου είπα. Εδώ, η ανεπάρκεια των πολιτικών και η γενική δυσαρέσκεια, έφεραν τα ανδρείκελα της Χρυσής Αυγής να έχουνε λόγο. Φυσικά, ένας άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα να αντιδράσει, να δυσαρεστηθεί, να αηδιάσει, είμαι κι εγώ ανάμεσά τους, αλλά δεν θα φτάσει στο σημείο να ψηφίσει Χ.Α. Πρόκειται περί εγκληματικής βλακείας. Εύστοχο το τραγούδι «Η Βλακεία» του Μαστοράκη. Άκου: (σ.σ., μου διαβάζει τους στίχους του τραγουδιού).

(…) Είμαι η βλακεία, με ξέρετε όλοι / Είμαι στο δρόμο, στις πλατείες, στη βουλή / Δε με φοβάστε γιατί δεν κρατώ πιστόλι / Μα είμαι αρρώστια θανατερή / (...)

Έχεις πίσω σου πολλές ταινίες, πολλούς ρόλους στο θέατρο αλλά και συμμετοχές στην τηλεόραση. Χρειάστηκε να κάνεις συμβιβασμούς;

Έχω κάνει 54 ταινίες. Δεν νομίζω άλλος ηθοποιός της γενιάς μου να έχει κάνει τόσες. Επίσης, έχω συνεργαστεί με τους σπουδαιότερους ηθοποιούς και τις σημαντικότερες Ελληνίδες: με τη μεγίστη Νίκη Τριανταφυλλίδη, την Τιτίκα Νικηφοράκη, τη Λήδα Πρωτοψάλτη, τη Μπέτυ Αρβανίτη, κ.ά. Στο θέατρο δεν έκανα ποτέ εκπτώσεις. Στον κινηματογράφο έκανα, στην τηλεόραση, επίσης, αλλά τις λιγότερες δυνατές. Δεν έκανα ούτε μια βιντεοταινία, την εποχή που δεν είχα να φάω. Και οι προσφορές ήταν δελεαστικότατες. Με φώναζε ο Καραγιάννης και μου έλεγε, μη μας σνομπάρεις, έλα να σου δώσω κανά φράγκο, έλα να γεμίσει η τσέπη σου λεφτά. Αρνήθηκα, παρόλο που εκείνη την εποχή είχα σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης.

Μετά από τόσο μεγάλη πορεία στο χώρο αυτό έχεις βγάλει χρήματα;

Υπήρξα μια ζωή ολιγαρκής. Σε περιόδους ολιγάρκειας έχω περάσει εξαιρετικά. Δεν αποζητούσα το χρήμα. Πέρασα μια φάση στο Παρίσι που έκλεβα για να φάω, χωρίς αυτό να με καταβάλλει. Είχα ένα στόχο, έπρεπε να υπηρετήσω το όνειρό μου να γίνω ηθοποιός, και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Κατάφερα να εξασφαλίσω μια οικονομική αυτάρκεια, η οποία σε αυτούς τους ρευστούς καιρούς είναι επισφαλής.

Πώς βλέπεις σήμερα τα πράγματα για τους νέους ηθοποιούς;

Είναι πολύ δύσκολα. Στη δουλειά μου υπάρχει 92% ανεργία. Θα πρέπει να κάνουν μεγάλους αγώνες να υπερβάλλουν εαυτούς. Το μόνο που τους σώζει είναι η νιότη και το πάθος τους. Όταν κάτι είναι για σένα θέμα ζωής και θανάτου, δεν γίνεται να σε σταματήσει κανείς. Χρειάζεται κανείς έναν πολύ δυνατό στόχο για να παλεύει μια τόσο δύσκολη πραγματικότητα. Πιστεύω πολύ στο πόσο προσηλωμένος είναι κανείς στους στόχους του, πόσο τον απασχολεί αυτό που κάνει, πόσο χρόνο αφιερώνει σε αυτό.

image

Φωτό: Γιάννης Δημότσης

Όσον αφορά στο αντικείμενό σου, την υποκριτική, έφτασες πολύ μακριά. Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και στη συνέχεια Παρίσι και Νέα Υόρκη.

Είχα αποφασίσει πολύ νωρίς να γίνω ηθοποιός. Παράλληλα με το γυμνάσιο, παρακολούθησα για δυο χρόνια τη δραματική σχολή του Ζήσου Χαρατσάρη στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι αμιγώς κωνσταντινουπολίτικο, κι αυτό έκανε μεγάλη διαφορά. Δεν ντρέπομαι να πω, πως ήμουν ξενομανής, άκουγα ξένες μουσικές, μου άρεσαν ξένοι ηθοποιοί. Εκτιμούσα, φυσικά και αρκετούς Έλληνες, αλλά δεν έβλεπα τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το κάδρο. Ερχόμενος στην Αθήνα, έκανα άλλα τρία χρόνια μαθήματα σε σχολές χωρίς να τις τελειώσω. Ένας από τους λόγους για τους οποίους έφυγα, πριν τη Δικτατορία, ήταν οι ελληνικές ταινίες με τα μπουζούκια. Δεν μπορούσα ποτέ να με φανταστώ σε τέτοιους ρόλους. Οι σχολές που είχα παρακολουθήσει ήταν ελλιπείς και ακόμα είναι. Αποφάσισα να φύγω στο εξωτερικό για να μάθω τις αλήθειες της δουλειάς μου. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί οι ηθοποιοί που λατρεύω, Μπράντο, Μοντγκόμερι Κλιφτ και όλοι αυτοί, να μαθαίνουν τα ίδια πράγματα με μένα και να παίζουν έτσι. Έφυγα για το Παρίσι όπου για ενάμιση χρόνο ήμουν ακροατής στο T.N.P. (Théâtre National Populaire), αλλά βαρέθηκα, δεν ήταν αυτό που γύρευα. Έτσι πήγα στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη πήγα στο H.B. Studio και βρήκα αυτό που έψαχνα. Έκανα δύο χρόνια και άλλα δύο εξάμηνα με υποτροφία. Απέκτησα αυτοπεποίθηση, ήμουν έτοιμος να ψαχτώ για δουλειές εκεί, όταν ένα οικογενειακό δράμα με έφερε πίσω στην Ελλάδα.

Ήταν η εποχή που έκανες «Τα κουρέλια»;

Ναι, η πρώτη μου ταινία ήταν «Τα δύο φεγγάρια του έρωτα» του Κ. Φέρρη, ακολούθησε το «1922», του Ν. Κούνδουρου και αμέσως μετά, το 1979, τα «Κουρέλια».

Με αυτή την ταινία αρχίζεις να γίνεσαι γνωστός στο κοινό; Εκτοξεύεται η καριέρα μου στα ύψη.

Ήταν το εφαλτήριο. Φαντάσου, μέχρι και σήμερα, τα νέα παιδιά τη βλέπουν ακόμα. Τα «Κουρέλια», όπως και οι άλλες ταινίες του Νικολαΐδη, έχουν γράψει και συνεχίζουν να γράφουν πολύ στη νεολαία. Δεν παλιώνουν, είναι ροκ εν ρολ.

Πρόσφατα το Φεστιβάλ Δράμας σε τίμησε με τη Διάκριση Αντρικής Ερμηνείας. Πώς αισθάνεσαι γι’αυτό;

(Γέλια) Χαίρομαι, αν και θα προτιμούσα να το δώσουν σ’ ένα νέο άνθρωπο. Κάνω αυτή τη δουλειά σαράντα χρόνια, δεν μου αλλάζει τίποτε. Δεν πίστεψα ποτέ στα βραβεία ούτε τα κυνήγησα. Εγώ ήθελα κάθε τόσο να παίζω το κεφάλι μου, να διεκδικώ πράγματα με συμμετοχή στη δουλειά μου. Βραβείο για μένα είναι η αναγνώριση από το επάγγελμα κι όχι από τον κόσμο. Δεν πα να σου λέει ο περιπτεράς της γειτονιάς ότι είσαι εξαιρετικός ή ο γιατρός ότι είσαι μεγαλειώδης… δεν θα σε φωνάξουν αυτοί για δουλειά.

Έχεις κανένα απωθημένο σαν ηθοποιός;

Τολμώ να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δεν έχω κανένα απωθημένο. Ό,τι σχεδίασα μου βγήκε. Αισθάνομαι πλήρης, γι’ αυτό σταμάτησα κιόλας και άρχισα τα ταξίδια.

Τι σημαίνουν για σένα; Πού ταξιδεύεις;

Τα ταξίδια είναι η ζωή μου. Ταξιδεύω στη Ν.Α. Ασία. Κινούμαι μεταξύ Ταϊλάνδης, Καμπότζης, Λάος, Μαλαισίας και Βιετνάμ. Με έχει γοητεύσει πολύ αυτή η γωνιά του κόσμου. Λόγω καταγωγής έχω μια έλξη προς το εξωτικό. Από την άλλη ένιωσα, πριν δέκα χρόνια, την ανάγκη να ταξιδέψω, να γνωρίσω ανθρώπους και μέρη. Είναι ένας πλούτος βιωμάτων και εντυπώσεων. Επίσης, ένας λόγος που φεύγω, είναι για να προστατέψω τον εαυτό μου. Γιατί, αν μείνω χωρίς δουλειά εδώ το χειμώνα, θα είμαι κακόκεφος, κακός στην παρέα και γενικά θα φθείρομαι.

Η δουλειά πήγε καλά, τα υπόλοιπα;

Δεν σου κρύβω ότι έχω και εγώ, όπως όλοι, πολύ συχνά τις μαύρες μου. Και, μάλιστα, πολλές φορές είναι τακτικές και καμιά φορά ανησυχητικές. Με ενοχλεί και η μοναξιά. Δεν το χειρίστηκα καλά αυτό το θέμα στη ζωή μου. Με παρηγορεί και με σώζει το γεγονός ότι έκανα αυτό το λίγο που έκανα σε ένα δύσκολο χώρο, κι έτσι αναβάλλω το πέταγμα του πουλιού για καμιά άλλη φορά. (Γέλια)

Info: «Μεφίστο» του Νίκου Μαστοράκη, στο Εθνικό Θέατρο….