- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Παντελή Φλατσούση, τι σημαίνει η νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012 για τη γενιά σου;
Ο βραβευμένος σκηνοθέτης μιλά για την παράσταση «Άκρα ταπείνωση»
Παντελής Φλατσούσης: Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη για τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου «Άκρα ταπείνωση» της Ρέας Γαλανακη στο θέατρο Θησείον
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012. Ημέρα ψήφισης του δεύτερου μνημονίου, η νύχτα που πυρπολήθηκε η Αθήνα. Η πόλη γίνεται ένα απέραντο πεδίο μάχης. Τα γεγονότα εκείνα, που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη όχι μόνο στο σώμα της πόλης αλλά και στις συνειδήσεις των κατοίκων της έρχεται τώρα, έντεκα χρόνια μετά, με την πανδημία να διαδέχεται την οικονομική κρίση, ο Παντελής Φλατσούσης να μεταφέρει στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον. Το «Άκρα Ταπείνωση», το ανθρωποκεντρικό πολιτικό μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, που κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, πραγματεύεται όχι απλά εκείνο το βράδυ, αλλά την κομβική χρονική στιγμή που η απερχόμενη γενιά του Πολυτεχνείου ανοίγει τον επώδυνο και μάλλον αναγκαίο διάλογο με τους εξεγερμένους του σήμερα.
«Με ενδιέφερε να μιλήσω για τα χρόνια της κρίσης και με ενδιέφερε να το κάνω σε σχέση με το κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας που ονομάζουμε Μεταπολίτευση και ίσως λίγο πιο ακαδημαϊκά θα το λέγαμε Γ' Ελληνική Δημοκρατία. Δεν θεωρώ ότι το έκλεισα βέβαια με αυτή την παράσταση, ότι κάλυψα την ''ύλη'', αλλά το άνοιξα. Έχει πολύ ακόμα και δεν είναι μόνο ιστορία, είναι βίωμα, είναι μνήμη ατομική και συλλογική που διαμορφώνει ιστορία και ιστορίες. Όταν από απλό αναγνωστικό ενδιαφέρον διάβασα το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη "Η Άκρα Ταπείνωση" θεώρησα ότι μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτης τάξεως όχημα, ένα σημείο εκκίνησης για να μιλήσουμε για όλα αυτά», εξηγεί ο Παντελής Φλατσούσης, ο σκηνοθέτης της παράστασης.
Η παράσταση, που κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, επιχειρήσει να εξετάσει την μνήμη των πρώτων ετών περασμένης δεκαετίας, αλλά και συνολικότερα της την ελληνική κοινωνία κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια. «Το μυθιστόρημα είναι η αφορμή. Έχει περάσει από πολύ μεγάλη δραματουργική επεξεργασία, έχουν τονιστεί άλλα σημεία και άλλα λιγότερο -εύλογο αυτό γιατί έτσι προκύπτει κι ένας διάλογος διαφορετικών γενεών, της δικής μου με αυτής της Ρέας Γαλανάκη- κι έχουν προστεθεί μέρη που προέκυψαν από την διαδικασία των προβών και σχετίζονται με τις θεματικές που θέλουμε να φωτίσουμε. Κυρίαρχη είναι αυτή των διαφορετικών γενεών αυτής του Πολυτεχνείου και της δικής μας, των 30-40 ετών. Τώρα θα την πούμε γενιά της κρίσης, γενιά του Δεκέμβρη του 2008, γενιά της 11ης Σεπτεμβρίου- αν μιλάμε με πιο διεθνή συγκείμενα- κάπως θα την πούμε. Δεν είναι πάντως τυχαίο, ότι δεν έχει μια ''ονομασία''. Κάτι σημαίνει, γιατί ενώ τα επίδικα είναι πολλά και τεράστια και τα διακυβεύματα επίσης για τη γενιά μας, λείπει το ιστορικό συμβάν, που θα δημιουργήσει κοινό χρόνο, ακόμα κι αν τα αφηγήματα περί αυτού του συμβάντος που δημιουργεί κοινό χρόνο είναι συγκρουόμενα» προσθέτει.
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία;
Ασχολήθηκα από μικρός με το θέατρο σε σχολικές ομάδες. Ταυτόχρονα έβλεπα κάποιες παραστάσεις αλλά κυρίως σινεμά. Με ενδιέφερε – όχι συνειδητά- να φτιάξω δικά μου πράγματα. Λόγω της εξόχως προβληματικής αν όχι ανύπαρκτης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην χώρα που έτυχε να γεννηθώ και να συνεχίσω να ζω, στις πανελλήνιες πέρασα σε κάποιο άλλο πανεπιστημιακό τμήμα, άσχετο με την θεατρική εκπαίδευση, αλλά εν τέλει το θέατρο με έλκυε και νομίζω ότι και στην δραματική σχολή και κατά την διάρκεια όλης της εργασίας μου ως ηθοποιός -που ευτυχώς ήταν σύντομη- πάντα την αντιμετώπιζα περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ως προπαρασκευαστικό στάδιο για να σκηνοθετήσω. Και σκηνοθέτησα λοιπόν.
Πώς εκφράζεστε μέσα από την τέχνη του θεάτρου;
Δεν είμαι σίγουρος ότι εκφράζομαι. Κάνω κάποια πράγματα. Δεν ξέρω ακριβώς τι να πω για αυτό. Εκφράζομαι φτιάχνοντας αυτά τα πράγματα μαζί με άλλα άτομα. Δεν ξέρω κι αν την εκπροσωπώ ακριβώς αυτή την τέχνη και δεν ξέρω και τι να εκφράσω. Εκφράζω κάτι για κάποιο πράγμα συγκεκριμένα. Εγώ προσπαθώ να ζήσω μαζί με άλλα άτομα και να δουλέψω με αυτά. Σίγουρα πάντως η τέχνη αυτή, που εγώ θα την πω η δουλειά μου γιατί αλλιώς θα αισθανθώ υπερβολικά καλλιτέχνης, μου επιτρέπει να γίνομαι ορατός. Και αυτό το ξέρω καλά. Αν δεν γίνεται η ζωή μου ορατή, δεν μπορώ να ζήσω.
Επηρεάζει η καθημερινότητα και τα προβλήματα της εποχής την τέχνη σας;
Θα ήθελα να σας απαντήσω, ''δεν με επηρεάζει καθόλου'' ή ίσως ότι είμαι μακριά από όλα, τα αγνοώ και δεν με επηρεάζουν, αλλά δεν υπάρχει κανένα άτομο σε αυτή την Γη, που να του συμβαίνει αυτό. Οπότε, δυστυχώς ή ευτυχώς, με επηρεάζουν και μάλιστα από μαζοχισμό ή κοινωνική συνειδητοποίηση, επιλέγετε όποιο θέλετε. Μου αρέσει κιόλας που με επηρεάζουν. Με αφορούν και προσπαθώ μέσα από την δουλειά μου να μιλήσω για το πώς και πόσο επηρεάζουν εμένα και τους γύρω μου και το μέλλον μου και το μέλλον μας, που μου φαίνεται μαύρο και δυσοίωνο.
Θα ήθελα το δικό σας σχόλιο για τις εξελίξεις σε ότι αφορά το Προεδρικό Διάταγμα και τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα εξαιρετικά σύνθετο και περίπλοκο. Το ζήτημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και της σχέσης με την αγορά εργασίας στην Ελλάδα σήμερα. Στις χώρες που συνήθως ζηλεύουμε στην Ελλάδα – και το κάνουμε αυτό συχνά με μια δόση επαρχιωτισμού ή μάλλον ενσωματωμένου οριενταλισμού - αυτή η σχέση είναι διαφορετική, γιατί διαφορετική είναι και η καλλιτεχνική εκπαίδευση και η θέση του σύγχρονου πολιτισμού στις εκεί κοινωνίες. Ευτυχώς το θέμα αποκτά ορατότητα τώρα, αυτές τις μέρες και στην Ελλάδα και αυτό συμβαίνει μόνο μέσα από τις διεκδικήσεις. Οπότε δεν θα κάνουμε ιστορική αναδρομή. Χρειάζεται, όμως, να δούμε το ζήτημα που ανοίγεται. Το εργασιακό αλλά και το ζήτημα της διαβάθμισης των σχολών παραστατικών τεχνών είναι ζητήματα που πρέπει να λυθούν με άξονα την δημόσια παιδεία, την διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη του μεγάλου αυτού πυρήνα αναδιανομής γνώσης, συμβολικού και οικονομικού κεφαλαίου και κοινωνικής αξίας που λέγεται δημόσιο πανεπιστήμιο. Να λυθεί βέβαια με διαβούλευση μεταξύ φορέων και θεσμών. Και είναι ώρα να δούμε τι πάει λάθος με την εκπαίδευση στις παραστατικές τέχνες και πώς μπορεί να λυθεί.
Και όχι δεν είναι ακαδημαϊσμός η ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων παραστατικών τεχνών με πρότυπο εισαγωγής αυτό της ΑΣΚΤ και διακαλλιτεχνική και διεπιστημονική σχέση και προγράμματα με τα ήδη υπάρχοντα και συχνά με εξαιρετικά αποτελέσματα τμήματα θεάτρου. Είναι ο τρόπος να δημιουργηθούν νέες σκηνικές προτάσεις, νέες δραματουργίες, νέες διακαλλιτεχνικές ωσμώσεις χωρίς την συνεχή πίεση της ελεύθερης -και εξαιρετικά στενής στα ελληνικά δεδομένα- αγοράς, με αλληλεπίδραση με την θεωρία και άρα ανάπτυξη κριτικού βλέμματος, με σχέση με το τι έχει προηγηθεί. Δεν μπορεί το 2023 να λέμε ότι τα πανεπιστημιακά τμήματα είναι ακαδημαϊσμός, όπως ακουγότανε το '50 και το '60 ή ότι η γνώση είναι σκουριά. Δεν είναι σκουριά, δεν γίνεται απλά διαφορετικά γιατί πλέον ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος, πολύ πιο περίπλοκος. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, ο κόσμος έχει αλλάξει.
Αλλά δεν είναι μόνο η καλλιτεχνική εκπαίδευση στις παραστατικές τέχνες που πρέπει να αλλάξει – φυσικά, εδώ να σημειωθεί ότι μιλάμε για μια αλλαγή σε βάθος χρόνου και αφού έχει προηγηθεί μακρά διαβούλευση και προσεκτικός σχεδιασμός. Πρέπει να αλλάξει ολόκληρος ο τρόπος λειτουργίας των επιχορηγήσεων σε χορό και θέατρο. Το ελεύθερο θέατρο, όταν έδινε τα πιο λαμπρά του δείγματα -γιατί το ελεύθερο θέατρο, προχώρησε το θέατρο στην Ελλάδα, μην το ξεχνάμε αυτό- ήταν επιχορηγούμενο με μεγαλύτερα ποσά.
Θα επανέλθω, όμως: δεν είναι μόνο τα ποσά, αλλά και ένα ολόκληρο κομμάτι πολιτιστικής πολιτικής. Τι θέλει ένα σύγχρονο κράτος όταν επιχορηγεί καλλιτέχνες, τι επιδιώκει, γιατί το κάνει, πώς δημιουργεί θεσμικές διασυνδέσεις ώστε να υπάρχει η εξωστρέφεια και η σύνδεση με τις διεθνείς συγκυρίες για τους καλλιτέχνες; – γιατί αν δεν συνδεόμαστε με τις διεθνείς συγκυρίες, απλά ομφαλοσκοπούμε και αναμένουμε να καταναλώσουμε το επόμενο hype και μετά το επόμενο κοκ. Αυτά πρέπει να απαντηθούν και να χαραχτεί πολιτική και αυτά απαιτούν πολύ χρόνο.
Και ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν κάθε κυβέρνηση -και δεν μιλάω μόνο για την τωρινή, μιλάω φυσικά και για την τωρινή- πιστεύει ότι στο πεδίο του πολιτισμού πρέπει να ξεκινάμε από το μηδέν, να διακόπτουμε ό,τι συνέβαινε πριν και να πηγαίνουμε προς νέες κατευθύνσεις. Χρειάζεται μια συνέχεια από την μια, η οποία συνέχεια θα σχετίζεται και με το ανεξάρτητο των θεσμών και των διευθύνσεων τους από το εκάστοτε υπουργείο από την άλλη. Χρειάζονται, δηλαδή, και θεσμικές δικλείδες, που όχι απλά δεν υπάρχουν, αλλά δεν πρόκειται να υπάρξουν, όσο ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται με παντελή αδιαφορία αν όχι περιφρόνηση.
Εγώ όμως αναρωτιέμαι: τι πολιτισμό θέλουμε σε αυτή την χώρα; Ή για να το πω καλύτερα, τι θέλουμε να κάνουμε με τον πολιτισμό όταν τον παράγουμε, όταν χαράζουμε τις πολιτικές γι’ αυτόν αλλά και όταν τον καταναλώνουμε; Τι τον κάνουμε γιατί μας αφορά και σε τι μας αφορά; Είναι για να ξεσκάσουμε λίγο, για να γελάσουμε και να ξεχάσουμε τα προβλήματα μας ή για να δούμε τον συλλογικό εαυτό μας στον καθρέφτη και να αποφασίσουμε να αλλάξουμε λίγο; Ναι δεν διεκδικούνται αυτά στον δρόμο τώρα, αλλά ας τα σκεφτούμε, γιατί μακάρι να κερδηθούν όσα διεκδικούνται αλλά και αυτά είναι διακυβευματα ή μάλλον αυτά είναι τα διακυβεύματα.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Παντελής Φλατσούσης
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Βαγγέλης Αμπατζής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Λάμπρος Γραμματικός, Μαριάμ Ρουχάτζε
- ΘΕΑΤΡΟ: Θησείον