- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Θεόδωρος Τερζόπουλος: Το πένθος και η μνήμη
Μια παράσταση που οδηγεί τον θεατή στο μεταίχμιο του είναι και του μη είναι, συγκλονιστική όσο και συν-κινητική.
«Ρέκβιεμ» του Θεόδωρου Τερζόπουλου: Κριτική για την παράσταση στο Θέατρο Άττις με τη Σοφία Χιλλ και την Αγλαΐα Παππά.
«Πόσες λέξεις χρειάζονται για να περιγράψουν τη βία, την αγωνία, το τραύμα, τον παραλογισμό;» αναρωτιέται, αναφερόμενη στη γυναικοκτονία, στο Πρόγραμμα της παράστασης, η Μαρία Βογιατζή. Και η ίδια η παράσταση του Ρέκβιεμ απαντά: ελάχιστες, ίσως μόνο μία: «Θυμήσου».
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος με το «Ρέκβιεμ» επιχειρεί μια κατάβαση στον Άδη, ή, καλύτερα, στον αχαρτογράφητο χώρο και χρόνο ενός κατωφλιού. Εκεί όπου «συντελούνται όλες οι αλλαγές κατάστασης που συνδέονται με το πέρασμα από τα μέσα προς τα έξω […] ή από τα έξω προς τα μέσα»1. Πρόκειται για ένα περιθωριακό στάδιο, μια μεταιχμιακή φάση/κατάσταση του σώματος ως γνώσης και μνήμης, η διάβαση της οποίας απαιτεί μια μυητική τελετουργία.2
Πράγματι, ο ουσιαστικά γυμνός σκηνικός χώρος που δημιουργεί ο Τερζόπουλος ορίζεται από έναν κόκκινο φωτιστικό κύκλο στο κέντρο με καρφωμένα επάνω του δύο μαχαίρια. Ταυτόχρονα, τους δύο πλαϊνούς τοίχους της σκηνής διατρέχουν φωτεινές λωρίδες, ενώ στην απόληξή τους, στο βάθος, δύο μακρόστενα κουτιά φιλοξενούν από επτά ξύλινους κυλίνδρους με στόμιο, επτά ατράκτους που φέρουν διπλωμένο στην εσοχή τους από ένα κόκκινο λεπτό λάστιχο (γλυπτά του Χαράλαμπου Τερζόπουλου).
Η παράσταση αρχίζει με την εμφάνιση μιας γυναίκας (Σοφία Χιλλ) η οποία κινείται αργά, προσκολλάται στον ένα τοίχο σιωπηλή, έως ότου αρχίζει να τραγουδά a cappella το Music for a While, τη μουσική σύνθεση του μπαρόκ συνθέτη Henry Purcell, γραμμένη το 1692 για τον Οιδίποδα των John Dryden et Nathaniel Lee. Πρόκειται, όχι τυχαία, για ένα θλιβερό τραγούδι που αποβλέπει στο να κατευνάσει το φιδοκέφαλο τέρας Αλυκτώ, λέγοντας ότι η μουσική μπορεί για λίγο να αλαφρύνει τον πόνο, όμως η ικανοποίηση δεν θα έρθει παρά μόνο όταν η Αλυκτώ απελευθερώσει τους νεκρούς από τα αιώνια δεσμά τους.
Όταν το τραγούδι τελειώσει, μια δεύτερη γυναίκα (Αγλαΐα Παππά) θα εμφανιστεί με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και θα κινηθεί αργά στον απέναντι τοίχο. Αυτή θα τραγουδήσει στα γαλλικά το γνωστό τραγούδι του Jacques Brel Ne me quitte pas, ένα τραγούδι αγάπης από κάποιον εγκαταλειμμένο που ζητά όλα όσα μεσολάβησαν να ξεχαστούν και υπόσχεται μια νέα ρομαντική αρχή, με τον έρωτα βασιλιά και την αγαπημένη του βασίλισσα.
Στη μυστικιστική αυτή ατμόσφαιρα όπου κινούνται οι δύο γυναίκες, πέρα από τους στίχους των τραγουδιών, ο λόγος απουσιάζει. Η λέξη που επανέρχεται από την πρώτη προς τη δεύτερη γυναίκα είναι κυρίως το «θυμήσου», και σπανιότερα το «τότε», «εκείνος». Προσπαθώντας να τη βγάλει από την ερωτική της αυταπάτη, καλώντας την να συνειδητοποιήσει αυτό που έχει υποστεί. «Η μουσική για λίγο εξαπατά τα βάσανα», είναι ο στίχος του δικού της τραγουδιού, ενώ οι νεκροί παραμένουν στα δεσμά τους, αδικαίωτοι: οι νεκροί δεν είναι άλλοι από τα θύματα γυναικοκτονιών, όπως αυτές οι ίδιες. Και, ταυτόχρονα, όλοι οι άδικα χαμένοι, ποικιλοτρόπως δολοφονημένοι, νεκροί.
Η συνάντησή τους θα γίνει τελετουργικά στο κέντρο της σκηνής, στον κόκκινο κύκλο, απ’ όπου θα πάρουν τα δύο μαχαίρια, θα αγκαλιαστούν σφιχτά φέρνοντας η μία στο λαιμό της άλλης το μαχαίρι. Στη συνέχεια, θα αποχωριστούν η μία την άλλη, θα σταθούν μπροστά στα ξύλινα γλυπτά του βάθους και, αργά, θα τυλίξουν το κόκκινο λάστιχο γύρω από τον λαιμό τους. Αυτοκτονώντας. Πεθαίνοντας οριστικά, αλλά έχοντας οι ίδιες αποφασίσει για το σώμα τους, για το δικαίωμά τους στη ζωή ή τον θάνατό τους. Έχοντας έτσι, μέσω της δικής τους τελετουργίας, διαβεί οριστικά το κατώφλι, το μαγικό όριο που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο.
Η συγκεκριμένη παράσταση του Τερζόπουλου είναι ίσως εκείνη που αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλη τη σκηνική πράξη ως διαβατήρια τελετή. Θεματικά όσο και μεθοδολογικά. Η όλη κινησιολογία των δύο ηθοποιών του, με τη αργή κίνηση, με τους αργούς αισχύλειους χρόνους της, ή, αλλιώς, χρόνους παραδοσιακούς, εναρμονισμένους με τη φύση, εμπεριέχει τη σωματική έκρηξη εν τη ακινησία. Τα χέρια έρπουν αργά πάνω στη φωτεινή δέσμη, την ίδια στιγμή που τα δάκτυλα δονούνται από την ένταση, το σώμα πάλλεται εσωτερικά από την αναβράζουσα ενέργεια.
Από την άλλη, οι ελάχιστες λέξεις εκφέρονται ασθματικά, εκ βαθέων, ως ενέργεια που έχει ήδη εκκολαφθεί στα σπλάχνα και εκρήγνυται ως καταχθόνιος ήχος, πέρα από συναίσθημα: το εκάστοτε «θυμήσου» είναι προστακτικό, απαιτεί τη διατήρηση της μνήμης, του τραύματος, και ταυτόχρονα ξορκίζει τη λήθη. Η τραυματική μνήμη, για να επουλωθεί, έχει ανάγκη να μεταστραφεί σε «ενεργό λήθη»3, ήτοι σε επιλεκτική μνήμη, που σημαίνει ότι δεν ξεχνώ, αλλά μετουσιώνω το τραύμα σε συστατικό της ταυτότητάς μου. Αυτή την «ενεργό λήθη» επιδιώκει το επαναλαμβανόμενο, μονολεκτικό «θυμήσου» να θέσει σε λειτουργία προκειμένου να επέλθει η λύτρωση.
Ταυτόχρονα, όμως, σε θεατρικό, άρα κοινωνικό επίπεδο, η παράσταση «Ρέκβιεμ» επεκτείνει την επιλεκτική αυτή μνήμη σε κοινωνική μνήμη που επιτρέπει στις κοινωνικές ομάδες να συλλαμβάνουν την ύβρη που συντελέστηκε στο παρόν τους και, κατ’ επέκταση, να αναλαμβάνουν ανάλογες δράσεις. Γιατί, αν το θέατρο δεν δίνει λύσεις, έχει την ικανότητα, μέσω των αισθητικών του μέσων, να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη ενός συλλογικού τραύματος.
Ο Τερζόπουλος είναι ο σκηνοθέτης του ελάχιστου. Σε πολλές από τις παραστάσεις του η ποσότητα λόγου μειώνεται και υποκαθίσταται από ελάχιστες λεκτικές μονάδες. Στην παράσταση «Ρέκβιεμ» ωθεί αυτή του την πρακτική στα άκρα, αποδεικνύοντας ότι τελικά το αποσπασματικό είναι πληρέστερο από το δομημένο όλο. Παρόλο που το απόσπασμα, όπως έχει πει ο σκηνοθέτης, προκαλεί απέχθεια σε μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού θεάτρου, προσκολλημένου στους αριστοτελικούς κανόνες δόμησης του δραματικού κειμένου.
Στη μυητική αυτή σκηνική τελετουργία, οι δύο ηθοποιοί, η Σοφία Χιλλ και η Αγλαΐα Παππά, κατήλθαν φωνητικά και χειρονομιακά-κινησιολογικά στον μυστικιστικό κόσμο της Αλυκτώς για να ξυπνήσουν τις μνήμες των νεκρών με ιερατική λιτότητα και άψογη τεχνική. Οι επιτελούντες ρόλο σκηνογραφίας φωτισμοί είναι του σκηνοθέτη, υλοποιημένοι από τον Κωνσταντίνο Μπεθάνη, ενώ η καθοριστική για την ατμόσφαιρα μουσική είναι του Παναγιώτη Βελιανίτη. Τα πολύτιμα, κεντημένα κοστούμια σε γαλαζο-γκρί αποχρώσεις εκείνο της Χιλλ και ροζ-σoμόν της Παππά είναι της ΛΟΥΚΙΑΣ.
Μια παράσταση που οδηγεί τον θεατή στο μεταίχμιο του είναι και του μη είναι, συγκλονιστική όσο και συν-κινητική.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος θίγει το θέμα των γυναικοκτονιών, αλλά και ευρύτερα εκείνο του πένθους μακριά από φλυαρίες, ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, κακές απομιμήσεις επί σκηνής. Αντίθετα, το ποιητικοποιεί, το αισθητικοποιεί, προσφέροντας στον θεατή μια μοναδική, αιχμηρή, όπως τα επί σκηνής μαχαίρια, εμπειρία καλώντας τον στην αυτογνωσία, αυτή που οδηγεί στη διεκδίκηση για τη δικαίωση παντός είδους θυμάτων.
- Pierre Bourdieu, Η αίσθηση της πρακτικής, μετ.-επιστημονική θεώρηση Θεόδωρος Παραδέλλης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 352-353.
- Arnold van Gennep, Rites de Passage, 1909 (Éditions A. et J. Picard, Paris 1981), σ. 30 (28).
- Ciano Aydin, «How to Forget the Unforgettable? On Collective Trauma, Cultural Identity, and Mnemotechnologies», Identity, τ. 17, τχ. 3, 2017, σ. 133.
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θεόδωρος Τερζόπουλος
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Σοφία Χιλλ, Αγλαΐα Παππά
- ΘΕΑΤΡΟ: Άττις