- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» και «Τζάννι Σκίκκι»: Είδαμε το δίπτυχο όπερας της ΕΛΣ
Από τον Μπάρτοκ στον Πουτσίνι, από το σκοτάδι στο φως
«Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση και «Τζάννι Σκίκκι» σε σκηνοθεσία Τζων Φούλτζεϊμς στην ΕΛΣ: Εντυπώσεις από το δίπτυχο όπερας
Βγαίνοντας την Πέμπτη το βράδυ από την Εθνική Λυρική Σκηνή ο φίλος μου με ρώτησε πότε γράφτηκε ο Πύργος του Κυανοπώγωνα. Του απάντησα ότι θα πρέπει να ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα -δεν θυμόμουν ακριβώς- και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι την ίδια πάνω κάτω εποχή θα πρέπει να είχε γραφεί και ο Τζάννι Σκίκκι. Αργότερα, ξεφυλλίζοντας το εξαιρετικό όπως πάντα πρόγραμμα της παράστασης, διάβασα ότι οι δύο μονόπρακτες όπερες του Μπέλα Μπάρτοκ και του Τζάκομο Πουτσίνι αντίστοιχα, παρουσιάστηκαν την ίδια χρονιά, το 1918, η πρώτη στη Βουδαπέστη και η δεύτερη στη Νέα Υόρκη. Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση που φωτογραφίζει μια χρονική στιγμή όπου η λυρική παράδοση του 19ου αιώνα συνυπάρχει με τη νέα μουσική γλώσσα του 20ού, πριν της παραδώσει οριστικά τη σκυτάλη.
Πράγματι, τα δύο έργα είναι εντελώς διαφορετικά: Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα είναι μια δραματική όπερα σε λιμπρέτο του Μπέλα Μπάλαζ βασισμένο στο σκοτεινό παραμύθι του Σαρλ Περρώ. Ένα έργο εσωτερικό, μελαγχολικό, απαισιόδοξο, μια καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή και τα τραύματά της. H μουσική της μοναδικής όπερας που συνέθεσε ο Μπάρτοκ, έχει έντονες επιρροές από τον Ντεμπυσσύ και συγχρόνως είναι διαποτισμένη από τα χαρακτηριστικά των ουγγρικών δημοτικών τραγουδιών -τα φωνητικά μέρη απαγγέλλονται, δεν τραγουδιούνται. Χωρίς να είναι ατονική, απομακρύνεται από τη μελωδία και πλησιάζει τον μοντερνισμό του Στραβίνσκι και του Σαίνμπεργκ.
Από την άλλη, ο Τζάννι Σκίκκι σε λιμπρέτο του Τζοβακίνο Φορτσάνο, βασισμένο σε μια Ωδή από την Κόλαση του Δάντη, είναι μια κωμική όπερα με χαρακτήρες που παραπέμπουν σε ήρωες της Κομέντια ντελ άρτε, μια γκροτέσκα φάρσα με απρόβλεπτες καταστάσεις που προκαλούν γέλιο. Η μουσική του Πουτσίνι είναι φωτεινή, έχει νεύρο, κοφτούς ρυθμούς αλλά και μελωδικές ανάσες μεγάλης ομορφιάς.
Η απόφαση της ΕΛΣ να ανεβάσει μαζί αυτές τις δύο, τόσο διαφορετικές όπερες όχι μόνο δεν ξένισε αλλά μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε back to back, δύο εξίσου διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Το δυσκολότερο κομμάτι αναμφίβολα επωμίστηκε ο Θέμελης Γλυνάτσης καθώς ο Πύργος του Κυανοπώγωνα είναι ένα έργο γεμάτο συμβολισμούς. Η δράση του είναι εσωτερική, τη διαισθάνεσαι, δεν την παρακολουθείς. Όλα όσα συμβαίνουν στις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών τα αντιλαμβάνεσαι μέσα από τον λόγο και τη μουσική. Και σε αυτές ακριβώς τις ψυχές επιλέγει να εστιάσει ο τολμηρός σκηνοθέτης προκαλώντας μας να ξύσουμε την παγωμένη επιφάνεια και να τις δούμε, να τις κατανοήσουμε. Εκεί άλλωστε κρύβονται τα τρομακτικά μυστικά και όχι πίσω από τις επτά κλειδωμένες πόρτες του πύργου. Ο ερωτισμός, ο φόβος απέναντι στην τρυφερότητα , η ανάγκη για συγκάλυψη και η επιθυμία για αποκάλυψη, η μοναξιά, ο θάνατος. Ο κατάμαυρος όγκος, ένας υγρός βράχος, που καταλαμβάνει όλη σχεδόν τη σκηνή -μια ιδιοφυής σκηνογραφική σύλληψη του Λέσλι Τράβερς- δημιουργεί από την πρώτη στιγμή μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δεν μετριάζεται ούτε από το φωτεινό, «κανονικό» δωμάτιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τον Κυανοπώγωνα και την Ιουδίθ. Το γιατί, το καταλαβαίνεις όσο οι πόρτες ανοίγουν και τα μυστικά αποκαλύπτονται. Σιγά σιγά, οι ήρωες περνούν σε μια άλλη διάσταση και το δωμάτιο μοιάζει να αποσυντίθεται, να διαχέεται στον σκηνικό χώρο, μέχρι να εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση του σε μια μαύρη χοάνη από όπου θα ξεπροβάλλουν οι δολοφονημένες σύζυγοι του Κυανοπώγωνα.
Η εσωτερικότητα στις ερμηνείες που απαιτούσε η προσέγγιση του Θέμελη Γλυνάτση δεν θα μπορούσε να βρει ιδανικότερους εκφραστές από τον Τάσο Αποστόλου και τη Βιολέτα Λούστα. Παρά την επιβλητική του παρουσία ο Κυανοπώγωνας του Αποστόλου δεν αποπνέει τρόμο. Στο βαθύ ηχόχρωμα της φωνής του συνυπάρχουν η δύναμη, ο φόβος και η μοναξιά του ήρωα. Η Λούστα έπλασε μια Ιουδίθ που κρύβει τη νεανική ζωντάνια και τον ερωτισμό της πίσω από ένα ατσαλάκωτο 50s ταγιέρ, αλλά μόνο στην αρχή. Σιγά σιγά, η εικόνα της τελειότητας αποδομείται όπως και τα πάντα γύρω της. Άψογη φωνητικά κατόρθωσε με την ερμηνεία της, να αναδείξει την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων της ηρωίδας της. Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει τέλος και στους δύο, γιατί το να τραγουδήσουν στην ουγγρική γλώσσα ήταν πραγματικός άθλος!
Ο Τζάννι Σκίκκι στο δεύτερο μέρος της παράστασης μας γύρισε στο 2007, σε μια φωτεινή περίοδο της παλιάς Λυρικής όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της, ο αξέχαστος Στέφανος Λαζαρίδης, ανέθεσε στον ταλαντούχο Τζων Φούλτζεϊμς -σταθερό συνεργάτη της ΕΛΣ από τότε- να σκηνοθετήσει την ξεκαρδιστική όπερα του Πουτσίνι. Στην τωρινή της αναβίωση από την Αγγέλα Σαρόγλου, βρεθήκαμε ξανά στο δωματιάκι του Μπουόνο Ντονάτι με τους τεθλιμμένους συγγενείς του να δολοπλοκούν για να αρπάξουν την κληρονομιά του εκλιπόντος. Αυτή τη φορά, το περιστρεφόμενο σπίτι-βαγόνι, που θυμόμασταν από το πρώτο ανέβασμα, το σκηνικό όπως και τα κοστούμια υπογράφει ο Ρίτσαρντ Χάντσον, όπως ήταν τοποθετημένο στο κέντρο της μεγάλης σκηνής, έδειχνε ακόμα πιο μικρό και η εικόνα «συνωστισμού» με τα ξαδέρφια και τα ανίψια γύρω από το νεκρικό κρεβάτι, γινόταν ακόμα πιο αστεία. Με καλοκουρδισμένους ρυθμούς και σπασμωδικές κινήσεις που θύμιζαν φάρσα των αδερφών Μαρξ, όλο το σόι, ο Σιμόνε, ο Ρινούτσο, η Τσίτα, ο Γκεράρντο, έτρεχαν πάνω κάτω, σκαρφάλωναν, έψαχναν τη διαθήκη και τσακώνονταν μέχρι τη στιγμή που ο Τζάννι Σκίκκι χαλάει με την πονηριά του τα σχέδιά τους και τιμωρεί την απληστία τους. Οι καταξιωμένοι αλλά και οι νεότεροι σολίστ υπηρέτησαν με μπρίο τους γρήγορους ρυθμούς που ήθελε η σκηνοθεσία και με την ερμηνεία τους, ο καθένας ξεχωριστά του αλλά και στα μικρά χορωδιακά τους, έδωσαν στις μουσικές φράσεις τους το απαραίτητο νεύρο, αναδεικνύοντας υπέροχα την κωμικότητα της κάθε σκηνής. Ο Διονύσης Σούρμπης στον ρόλο του Τζάννι Σκίκκι, απολαυστικός όπως πάντα, ενώ η γεμάτη χάρη, φρεσκάδα και μελωδικότητα ερμηνεία της δημοφιλέστατης άριας της Λαουρέττα, «O mio babbino caro» από τη νεαρή σοπράνο Βιβή Συκιώτη, απέσπασε θερμό χειροκρότημα που έγινε ενθουσιώδες όταν όλοι οι συντελεστές υποκλίθηκαν στο φινάλε της ευφρόσυνης βραδιάς.
Last but not least. Πρωτεργάτης της επιτυχημένης αυτής διπλής παραγωγής ήταν φυσικά ο Βασίλης Χριστόπουλος, που οδήγησε με θαυμαστή ευελιξία την ορχήστρα της ΕΛΣ από τα σκοτεινά και δύσβατα μονοπάτια της παρτιτούρας του Μπάρτοκ στα λαμπερά, γεμάτα ορμή ηχοχρώματα του Πουτσίνι και μας επέτρεψε να απολαύσουμε το μουσικό μας ταξίδι χωρίς αναταράξεις...
INFO
- ΘΕΑΤΡΟ: Εθνική Λυρική Σκηνή