- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Θεόδωρος Τερζόπουλος: «Η ζωή είναι μια μικρή παρένθεση στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου»
Λίγο πριν την πρεμιέρα της νέας του παράστασης, «Ρέκβιεμ», ο πιο σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης μιλά για το θέατρο, την εποχή μας, την απώλεια και την ελπίδα
Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος μιλάει στην Athens Voice με αφορμή τη νέα του παράσταση, «Ρέκβιεμ» στο θέατρο Άττις
Ο λόγος του χειμαρρώδης –κι ας κινείται στα γνώριμα χαμηλά ημιτόνια–, κάθε κουβέντα του ανοίγει άλλες τόσες. Ο χρόνος διαστέλλεται και πάλι δεν καταλαβαίνεις πότε έρχεται η ώρα που ανανεώνετε το ραντεβού σας για την πρεμιέρα του «Ρέκβιεμ» το οποίο ανεβαίνει στη θεατρική του στέγη στο Μεταξουργείο από τις 24 Φεβρουαρίου. Χορταστικές, από ψυχής, με βλέμμα κριτικό στο παρόν και αγωνία για το μέλλον, οι συναντήσεις με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο γίνονται πάντα αφετηρία για ταξίδια, στον κόσμο του θεάτρου, του νου, αλλά και στην υφήλιο που έχει «οργώσει» φτάνοντας με τις παραστάσεις του ακόμα και σε εμπόλεμες ζώνες. «Για μια περίοδο το Άττις ήμασταν κάτι σαν πολεμικοί ανταποκριτές καθώς ταξιδεύαμε π.χ. στη Γεωργία ή στην Κολομβία. Παίζαμε σε εκκλησίες, όπου το πρωί γίνονταν οι τελετές για τους νεκρούς και το απόγευμα παρουσιάζαμε τη ‘Μήδεια’ και τις ‘Βάκχες’. Το θέατρο μέσα στη ζωή στην ακραία της συνθήκη» μου λέει. Τον περασμένο Ιούνιο, πάλι, βρέθηκε στη Σιβηρία, σχεδόν στον Βερίγγειο Πορθμό, προσκεκλημένος του σαμάνου υπουργού πολιτισμού της Γιακούτια, όπου σκέφτεται να ανεβάσει τις τελευταίες, τις έβδομες«Βάκχες» με σαμάνους ηθοποιούς. «Τα ταξίδια σε κάνουν πιο μειλίχιο, πιο ανθρώπινο, πιο αποφασιστικό. Βοηθούν στην αυτοσυγκέντρωση. Έχεις ένα φορτίο συγκινησιακό πολλών παραδόσεων, πολλών συναντήσεων, που σε κάνει πιο πλούσιο συναισθηματικά. Με αυτήν την έννοια αισθάνομαι τυχερός. Βέβαια την τύχη μου την επέλεξα ως τρόπο ζωής, δουλεύοντας πολύ σκληρά. Η διαρκής περιέργεια που δεν κόπασε ποτέ».
Τα χνάρια από αυτό το ασίγαστο οδοιπορικό είναι εμφανή στο ζωηρόχρωμο γραφείο του στο θέατρο Άττις. Αντικείμενα φερμένα από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη μαζί με έργα τέχνης-σκηνικά από παλιότερες παραγωγές κεντρίζουν το βλέμμα καθώς σου προσφέρει έναν αρωματικό καφέ με κάρδαμο. Μαζί και τα τεκμήρια από σχέσεις καθοριστικές στη ζωή και την τέχνη. Η φωτογραφία της Σοφίας Μιχοπούλου, οι σημειώσεις της που θα γίνουν βιβλίο. Αυτή τη φορά η κουβέντα με τον πλέον καταξιωμένο διεθνώς Έλληνα σκηνοθέτη ξεκίνησε από δύσκολους και μαζεμένους αποχωρισμούς.
«Η Σοφία ήταν το πρώτο πρόσωπο που εμφανίστηκε στο Άττις. Μου είχαν πει “αν σκέφτεσαι να κάνεις ομάδα, είναι αυτή που σου πάει”. Συναντιόμαστε μια μέρα κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, κοιτιόμαστε, αναγνωριστήκαμε, γιατί αναζητούσε ο ένας τον άλλο. Ήταν η εποχή που ψάχναμε όλοι. Πριν 40-50 χρόνια περίπου υπήρχε μια κίνηση ερευνητική σε πολλές εστίες στην Αθήνα. Έτσι γεννήθηκε και ο θεσμός των επιχορηγήσεων. Μετά ήρθε η απώλεια της Ανέζας Παπαδοπούλου. Όταν ήρθα από τη Γερμανία, από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, είδα στις εξετάσεις της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου μια κοπέλα που διέσχιζε τη σκηνή, έλεγε «μπαρντόν», κοίταζε αργά τους θεατές και έτρεχε. Ένα πέρασμα και διέκρινες πόσο σπουδαία ήταν, τη θεατρική ενέργεια, το ταλέντο, το πώς αξιοποίησε μια λέξη και την απογείωσε. Με την Αννέζα αρχίζω το θέατρο στην Ελλάδα. Πιο πρόσφατα ήρθε η απώλεια του αδερφού μου που μεγαλώσαμε μαζί τα μεταεμφυλιακά πέτρινα χρόνια, τα χρόνια της σιωπής και των αποφάσεων. Είχε κατασκευάσει με τα χεράκια του όλες τις εγκαταστάσεις των παραστάσεων.
Πρόσφατα ήρθε η απώλεια του αδερφού μου που μεγαλώσαμε μαζί τα μεταεμφυλιακά πέτρινα χρόνια, τα χρόνια της σιωπής και των αποφάσεων. Είχε κατασκευάσει με τα χεράκια του όλες τις εγκαταστάσεις των παραστάσεων.
»Η ζωή είναι μια μικρή παρένθεση στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου. Δεν είμαστε αθάνατοι, αλλά και να ήμασταν ο κόσμος θα ήταν ακόμα πιο κατεστραμμένος με αυτό το ανθρώπινο είδος το οποίο δεν εξελίσσεται. Είναι πρωταθλητής ο άνθρωπος στα λάθη. Βλέπεις την κατάντια, τη φτωχοποίηση και το αποτέλεσμά της, τη λουμπενοποίηση. Η έννοια του πνευματικού ανθρώπου πάει να εκλείψει και αυτό συμβαίνει υπόγεια, αθόρυβα στην καθημερινότητά μας. Όταν δεν σου φτάνουν τα χρήματαγια να πάρεις λάδι ή γάλα για το παιδί, όλα αυτά τα καθημερινά και τα “ανώδυνα” δίνουν την εικόνα της κατάπτωσης –οικονομικής, ψυχολογικής, ηθικής– που δημιουργεί το ζόμπι. Άρα είμαστε στην επικράτεια του θανάτου, ζωντανοί-νεκροί».
Εσείς πώς ξεφεύγετε από αυτό; Γιατί όλοι είμαστε μέσα στις δυσκολίες της ζωής.
Αντιστέκομαι γιατί είμαι σε μία διαδικασία εμμονική με το αντικείμενό μου, το οποίο ισχυροποιήθηκε τόσο πολύ μέσα μου –πολλές φορές απολιθώνεται, μετά μαλακώνει–, αλλά με κρατάει.
Ελπίδα διακρίνετε στον ορίζοντα;
Η ελπίδα γεννιέται μέσα από διαδικασίες συγκρουσιακές, αγωνιστικές, διεκδικητικές και εκδικητικές. Δεν είναι κάτι αφηρημένο, που περιμένουμε ως φαταλιστές να τακτοποιήσει το κακό που συνέβη. Κανείς δεν θα τακτοποιήσει τίποτα. Ούτε ο Θεός που, αν υπάρχει, γελάει με τις σαχλαμάρες που κάνουμε και ζούμε.
Ποτέ δεν ασχολήθηκε το κράτος με το θέμα της καλλιτεχνικής παιδείας στην Ελλάδα.
Αγωνιστική διάθεση βλέπετε; Ο καλλιτεχνικός χώρος βρίσκεται σε κινητοποιήσεις.
Αυτό που είδα τελευταία με ενδιέφερε πάρα πολύ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Κάτι καλό βγαίνει πάντα όταν διεκδικείς. Ποτέ δεν ασχολήθηκε το κράτος με το θέμα της καλλιτεχνικής παιδείας στην Ελλάδα. Και όταν πριν από 17 χρόνια κάναμε μια προσπάθεια να ιδρυθεί η Ακαδημία Θεάτρου συναντήσαμε χιλιάδες προβλήματα. Χτύπαγε η αξιωματική αντιπολίτευση το νομοσχέδιο, έγιναν εκλογές, δεν πρόλαβε να περάσει και έτσι έμεινε μετέωρο. Έρχεται η νέα κυβέρνηση, που δεν το ήθελε και ζητάει να συνεχίσει το έργο και μετά το χτύπαγαν οι άλλοι που το θεωρούσαν δικό τους. Μια δουλειά τριών ετών βρέθηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας.
Ας έρθουμε στη νέα σας παράσταση. Γιατί Ρέκβιεμ;
Γιατί θρηνώ. Θρηνούμε όλοι στο Άττις τα πρόσωπα που αγαπήσαμε, με τα οποία ήμασταν μαζί για δεκάδες χρόνια. Αυτή η παράσταση είναι και ένας τρόπος διαχείρισης του πένθους. Συγκλονίστηκα από αυτούς τους θανάτους. Τώρα που μιλάμε θα ερχόταν ο αδερφός μου, θα έφτιαχνε έναν καφέ, θα πήγαινε στο εργαστήρι του απέναντι. Ήταν πάντα παρών. Μας λείπει απίστευτα.
Το έργο ασχολείται με το ζήτημα των γυναικοκτονιών. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Είναι ένα φαινόμενο τόσο άγριο, τόσο συχνό. Ιδιαίτερα ο τρόπος που δολοφονήθηκε η Ελένη Τοπαλούδη, η οποία ακόμα ήταν ζωντανή και την πέταξαν στο νερό, στα βράχια να πεθάνει. Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος, αγγίζει διαστάσεις τραγωδίας, η άταφη νεκρή. Ήταν συνταρακτικό και το συζητούσαμε επί μέρες. Υπάρχει ένα ταμπού στην κοινωνία: ενώ προβληματίζεται πάνω σε φόνους που έχουν κι ένα σενάριο με ίντριγκες (με εμπόριο όπλων ή ναρκωτικών κ.λπ.), τη γυναικοκτονία την απωθεί. Υπάρχει φόβος να την αντιμετωπίσει κανείς. Είναι μία είδηση που ξεχνιέται.
O τρόπος που δολοφονήθηκε η Ελένη Τοπαλούδη, η οποία ακόμα ήταν ζωντανή και την πέταξαν στο νερό, στα βράχια να πεθάνει. Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος, αγγίζει διαστάσεις τραγωδίας, η άταφη νεκρή.
Τι λένε για τις κοινωνίες μας οι γυναικοκτονίες;
Ότι έχει κατρακυλήσει ο κόσμος. Λουμπενοποίησησημαίνει εξαφάνιση κάθε είδους ηθικής, σεβασμού και πολλών αρχών που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι μια εποχή αποανθρωπισμού, έκπτωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχει την ευτέλεια ενός παλιοαντικειμένου ο άνθρωπος. Απ’ τη στιγμή που έχουν απωθηθεί αρχές και αξίες, ο καθένας μπορεί να είναι εύκολος στόχος. Στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο θεοποιείται το έγκλημα. Δεν υπάρχουν πρότυπα καλού ανθρώπου στην τέχνη. Ακόμα και η περίπτωση του Ρασκόλνικοφ, που αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για ανάλυση του βάθους, της ανθρώπινης νύχτας, δεν υπάρχει η πνευματικότητα και η γνώση να φωτιστεί ο χαρακτήρας.
Η τέχνη τι ρόλο έχει απέναντι σε όλα αυτά που μας ταλανίζουν;
Θα μπορούσε να έχει αλλά δεν έχει επειδή το θέατρο γίνεται με σκοπό το ταμείο. Ό,τι δημιουργείται σαν εικόνα πρέπει να είναι αυτό που λέει ο Μπρεχτ kulinarisch, δηλαδή μαγείρεμα. Eίναι πολύ εμπορευματοποιημένη πια, έχει χάσει κάθε ίχνος πνευματικότητας.Δεν θέτει ερωτήματα –κι ας μείνουν αναπάντητα. Καταγράφει μία ιστορία όπως ένα αστυνομικό ρεπορτάζ και εκεί μένει. Δεν υπάρχει κριτική σκέψη γιατί η κριτική πέρασε από την Ελλάδα και δεν ακούμπησε. Τις φωνούλες που δεν είναι ριζωμένη η σκέψη τους σε μια παράδοση πνευματική, τις παίρνει ο άνεμος. Τη στιγμή που έχουν κατακλύσει το θέατρο οι οικογενειακές ιστορίες, η νέα δραματουργία που τα πρόσωπα κινούνται μεταξύ τουαλέτας, κουζίνας και κρεβατοκάμαρας, τέλειωσε το θέατρο. Και αυτό ως ιδέα πέρασε και στο ανέβασμα των μεγάλων κλασικών κειμένων και τα υποβάθμισε σε ιστοριούλες.
Το ριζωμένο στην παράδοση θέατρο που διασχίζει την περιρρέουσα πραγματικότητα και απευθύνεται στο μέλλον, η αντανάκλαση αυτής της εικόνας του μέλλοντος είναι η σπουδαία τέχνη. Ο Ταντέους Καντόρ, ένας από τους τρεις μεγάλους θεατρικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα, δεχόταν μόνο 24 θεατές στο θέατρό του. Βλέπω ότι όλοι παλεύουν για το sold-out. Και τι έγινε; Από τη στιγμή που ο μηχανισμός της λήθης παίρνει τις παραστάσεις και τις εξαφανίζει. Ό,τι δημιουργεί μνήμη είναι πραγματικά το κριτήριο, αυτό έχει θέσει ερωτήματα τα οποία είναι ακόμα εν ζωή, απαντώνται και πρέπει να ξαναπαντηθούν. Αυτές είναι πραγματικά οι θεατρικές προτάσεις. Έκανα εγώ πολλές τέτοιες; Πολύ λίγες και ξέρω ποιες είναι ίσως οι διαχρονικές μου παραστάσεις: οι «Βάκχες»,το «Κουαρτέτο»του Χάινερ Μύλερ, το «Alarme».
Το «Ρέκβιεμ» συναποτελεί ένα τετράπτυχο με τα «Alarme», «Amor» και «Ανκόρ». Πώς συνδέεται με το νήμα της δουλειάς σας;
Σε όλα αναζητιέται ένα ψήγμα αλήθειας και τίθενται πολλά ερωτηματικά. Επίσης η δομή τους είναι μίνιμαλ. Το «Ρέκβιεμ» είναι μια… επιτοίχια παράσταση, σαν ένας θρήνος επιτύμβιος αρχαϊκός. Δυο γυναίκες (τις ερμηνεύουν η Σοφία Χιλλ και η Αγλαϊα Παππά) συναντιούνται σε έναν αχαρτογράφητο τόπο που μπορεί να είναι ο Άδης. Η μία ανακαλεί τον βιασμό της και προσπαθεί να πείσει την άλληνα θυμηθεί μνήμες απωθημένες. Δυο νεκρές, σφαγμένες, πεταμένες στη θάλασσα –και τα ρούχα της Λουκίας είναι συγκλονιστικά, σαν νέρινα. Σταδιακά μέσα από θραύσματα εικόνων, λέξεις, ήχους και από εκτροχιασμούς των ήχων (είναι στην άρση φωνητικά),γίνεται η ανάκληση της μνήμης, αλλά με έναν τρόπο πολύ ποιητικό και με την εξαιρετική μουσική του Τάκη Βελιανίτη. Μια παράσταση με μόλις δυόμισι σελίδες κείμενο όπου μιλάει η σιωπή, το τραγούδι, το περπάτημα, τα κοιτάγματα. Οι φωτισμοί δημιουργούν ένα περιβάλλον υπερβατικό. Είναι η ανάγκη να ειπωθεί το ανείπωτο, το άφατο, να γίνει οικείο το ανοίκειο. Ξέρεις τι δύσκολο είναι;
Πώς στέκεστε απέναντι στον θάνατο;
Δεν τον φοβάμαι, δεν τον ξορκίζω. Έχω συνειδητοποιήσει από πολύ μικρός ότι ζω για να πεθάνω. Γι’ αυτό κάθε στιγμή πρέπει να την εκμεταλλευόμαστε. Και έκανα τόσα πολλά πράγματα. Το βιογραφικό μου είναι σαν δέκα ζωές γιατί δεν αναβάλλω ποτέ τίποτα.
Έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζετε τον χρόνο, το θέατρο, τη ζωή μεγαλώνοντας;
Με την ίδια ορμή και αγάπη αντιμετωπίζω την τέχνη. Η τέχνη μου είναι η ζωή μου. Δεν υπάρχουν ξεχωριστά, είναι μες στον ύπνο μου, μες στην κουζίνα. Είναι σύνδρομο, λάθος; Σίγουρα είναι ένας τρόπος ζωής, εκεί βρίσκω την ηρεμία μου. Θα μπορούσα να ζω στο εξωτερικό και να βγάζω πιο πολλά λεφτά, αλλά εδώ είναι το εφαλτήριο. Οι μικρές παραστάσεις που δημιουργώ εδώ είναι το πυρηνικό υλικό μιας μεγάλης παράστασης. Έχω κάνει πολλές επιτυχίες στο εξωτερικό σε μεγάλα θέατρα. Τελευταία το «Περιμένοντας τονΓκοντό»που σκίζει στην Ιταλία. Και το μυαλό μου ήταν εδώ. Αν με ρωτήσεις τι μου δίνει χαρά είναι η δυνατότητα να δουλεύω σε διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές παραδόσεις. Έτσι προετοιμάστηκα νωρίς να αποδεχτώ τη διαφορετικότητα.
Τι σας έχει προσφέρει η ενασχόληση με το θέατρο;
Την ελευθερία. Ιδιαίτερα με τον τρόπο που το κάνω, ως ανεξάρτητος παραγωγός. Γι’ αυτό μπορώ να πω τη γνώμη μου για το κράτος, για ένα ολίσθημα. Αν πραγματικά γνωρίσεις πόσο όμορφο είναι το να ζεις ελεύθερα, τότε προετοιμάζεσαι για τον θάνατο μέσα από την αίσθηση της ελευθερίας. Ο ελεύθερος άνθρωπος ξέρει από πολύ νωρίς τα όρια και τις δυνατότητές του, το ότι δεν είμαστε αιώνιοι αλλά θνησιγενείς.
Η επίκληση στη μνήμη αποτελεί ένα πάγιο αίτημα για το Άττις. Τι δεν πρέπει να ξεχνάμε και τι έχει νόημα να αφήνουμε πίσω μας;
Όλες αυτές τις δεκαετίες δημιουργήθηκε από το σύστημα ένας μηχανισμός λήθης, ο οποίος λέει «ξεχάστε». Γιατί η μνήμη δεν συμφέρει, είναι επικίνδυνη. Όμως πρέπει να θυμόμαστε τα πάντα, να υποστηρίζεται η μνήμη με νύχια και με δόντια. Είναι η ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης, μπορεί και μια διάσταση μιας επαναστατικής πράξης και αφαιρείται σιγά σιγά ως δυνατότητα από τον άνθρωπο. Αλλάτο σώμα έχει μνήμες γερές, που όταν βρεθεί η στιγμή, θα ζωντανέψουν. Και μπορεί η συγκίνηση να είναι ολοθυμική, σύγκορμη, όπου το σώμα πρωτοστατεί σε μία διαδικασία διεκδίκησης, κάτι πολύ σημαντικό. Ό,τι είναι να ξεχαστεί, θα ξεχαστεί από μόνο του, εμείς δεν αφήνουμε τίποτα. Ο μηχανισμός της μνήμης, είναι ισχυρότερος από αυτόν της λήθης, ο οποίος δημιουργείται από φόβους προσωπικούς, που καλλιεργούνται στην οικογένεια, στη δουλειά.
Ποια είναι τα ερωτήματα στα οποία δεν έχετε βρει την απάντηση;
Σχεδόν τα περισσότερα ή όλα είναι αναπάντητα. Κάτι που απαντιέται, αυτομάτως, επειδή είναι μέσα στη διαδικασία της εξέλιξης των πραγμάτων και του χρόνου, μένει αναπάντητο γιατί γεννιέται μία νέα συνθήκη, κοινωνική, πολιτική. Γίνεται κάτι άλλο στην κοινωνία, στην ατμόσφαιρα μέσα μας και αλλάζει. Το ίδιο ερώτημα διαρκώς μεταμορφώνεται, είναι άπιαστο και διαρκώς θέλει καινούργιες απαντήσεις. Σκέφτομαι, γιατί διαρκώς παθητικοποιείται ο κόσμος ενώ υποφέρει, φτωχαίνει, δεν περνάει καλά; Αυτά τα ερωτήματα που απαντώνται, βέβαια, αλλά είναι και αναπάντητα. Το επείγον ερώτημα που απωθείται και δεν απαντάται δηλώνει την αποτυχημένη ύπαρξή μας.
Έχετε βρει τον δρόμο για την ευτυχία; Την έχετε «αγγίξει» ίσως;
Ευτυχία είναι η επικοινωνία, η βαθιά σχέση με τον άλλον. Είναι όταν γνωρίζεις αυτό που δεν ήξερες, όταν το άφατο πάει να μιλήσει, ο ξένος και ο εχθρός πάει να γίνει φίλος. Μπορεί να βρίσκεταιακόμα και μέσα σε ένα βαρύ πένθος. Ευτυχία είναι να ισορροπούμε με το μέσα μας. Να είμαστε καλά με τους ανθρώπους. Να γραπώνουμε τη στιγμή που ξέρουμε ότι από εδώ θα βγει κάτι ενδιαφέρον για τη δουλειά μας, για τους άλλους.
Επαναφέρετε στην κουβέντα το ανοίκειο, γιατί σας απασχολεί;
Το διαφορετικό οξύνει την περιέργεια και σε ζωντανεύει, κινητοποιεί το σώμα, το πνεύμαγια να το γνωρίσεις. Δεν είσαι παθητικός θεατής της ζωής και της τέχνης. Είσαι περίεργος, αγωνιώδης και με αυτήν την έννοια έχει ενδιαφέρον να υπάρχεις σε αυτόν τον άδικο ντουνιά.
Τι είναι το πιο όμορφο που έχετε αντικρύσει;
Η πιο δυνατή εικόνα της ζωής είναι όταν βλέπω μικρά παιδιά να γελάνε ή να κλαίνε – το παιδί που αρχίζει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Και το πιο μαγικό τοπίο ήταν στον Καύκασο, όταν αναζητώντας τα ίχνη των γονιών της μάνας μου, ανεβήκαμε στο Αρχασένι. Εκεί είδα δέντρα με κόκκινους και ροζ κορμούς και μπλε λουλούδια. Ωστόσο, βρίσκω παντού την ομορφιά - και μες στην ασχήμια και την επικινδυνότητα. Αυτή είναι η δουλειά ενός καλλιτέχνη.
Υπάρχει, αλήθεια, κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή εικόνα που επιμένει να επανέρχεται στη σκέψη σας;
Ένα όνειρο το οποίο με πρωτοεπισκέφθηκε σε ηλικία 8 ετών. Βρισκόμουν στον Μακρύγιαλο, το χωριό μου, και τρέχοντας από τις αλυκές σταμάτησα στον ναό των Αγίων Θεοδώρων που έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια αρχαίου ιερού του Απόλλωνα. Φθάνοντας εκεί άκουσα έναν φοβερό ήχο: μια ομάδα 20-40 ατόμων, σαν χορός τραγωδίας, περπατούσαν πάνω στα κύματα και τραγουδούσανε. Κι επειδή το είδα τόσες φορές το όνειρο, μια νύχτα ξύπνησα με τον ήχο και τον έγραψα –τον χρησιμοποίησα, μάλιστα, σε δυο τρεις τραγωδίες. Με στοίχειωσε αυτό το όνειρο, μια εικόνα σαφώς υπερβατική, σε ένα πεδίο άρσης της καθημερινότητας.
Σας έδειξε έναν δρόμο προς το θέατρο θεωρείτε;
Ίσως προς τον θάνατο. Ίσως έτσι θα είμαστε, ένας χορός τραγωδίας σε υπέρβαση.