- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια βραδιά στην όπερα: Αναμνήσεις από τη Λυρική Σκηνή
Με αφορμή μια παράσταση του «Μακμπέθ» στη Μασσαλία
Η Εθνική Λυρική Σκηνή στην Ακαδημίας, η παράσταση του «Μακμπέθ» και το ανέβασμα του έργου στη Μασσαλία με τους Thomas Hampson και Paoletta Marrocu.
Αν και ο τίτλος αυτού του κομματιού θυμίζει την κωμωδία των αδελφών Μαρξ, οι δικές μου βραδιές στην όπερα είναι συνήθως λιγότερο αστείες. Κάπου κάπου μάλιστα είναι βαρετές: πριν από κάμποσα χρόνια σε μια παράσταση του «Ζίγκφριντ» στην Όπερα της Βαστίλλης, η οποία δεν έλεγε να τελειώσει (πεντέμισι ώρες!), έχασα τη θέληση για ζωή, ενώ τα κόκαλα του Βάγκνερ έτριζαν μέσα στο κεφάλι μου. Στη σκηνή, ο Ζίγκφριντ φορούσε περούκα τύπου Άντυ Γουόρχολ· υποτίθεται ότι ήταν γκέι ή τρανς σε μετάβαση. Έκτοτε, έχω δει δυο τρεις αδιάφορες παραστάσεις –θυμάμαι, για παράδειγμα, έναν άνοστο «Μαγεμένο αυλό» στην Όπερα Garnier– και πολλές, πάρα πολλές, υπέροχες όπου κλαίω από συγκίνηση μέσα στο σκοτάδι της βελούδινης αίθουσας. Η πιο πρόσφατη, o «Μακμπέθ» στην Όπερα της Μασσαλίας, ήταν μια από αυτές.
Νομίζω πως το 2011, σ’ ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Ο χρόνος πάλι», είχα γράψει πως, αν και με τον πατέρα μου ζούσαμε από πολύ νωρίς σε διαφορετικά σύμπαντα, του οφείλω την αγάπη για το λυρικό θέατρο – αν παρέλειψα να το αναφέρω σ’ εκείνο το βιβλίο, το αναφέρω τώρα. Μαζί με τις ταινίες του Έλβις Πρίσλεϋ, τα χολιγουντιανά μιούζικαλ και τα είδη της μουσικής που θα με οδηγούσαν στο ροκ εντ ρολ, οι στιγμές στη Λυρική Σκηνή της οδού Ακαδημίας ήταν από τις ωραιότερες της παιδικής μου ηλικίας. Μέχρι να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ενήλικες, υπήρξα πολύ τυχερή· η εκπληκτική flying start στο δονούμενο κέντρο της Αθήνας στη δεκαετία του 1960 με βοήθησε ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά.
Τότε, οι αριστεροί Αθηναίοι ψυχαγωγούνταν όπως οι Ρώσοι στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ: με θεάματα τσίρκου –ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς οι ακροβασίες και οι ατραξιόν με άγρια ζώα– καθώς και με σοβιετικές κινηματογραφικές ταινίες πατριωτικού περιεχομένου, θεατρικά έργα Ρώσων και Ανατολικοευρωπαίων δημιουργών –από τον Τσέχοφ μέχρι τον Μρόζεκ– και άλλων κομμουνιστών όπως εκείνα του Μπρεχτ και του Ντύρενματ. Αν και η όπερα είχε κληροδοτηθεί στους μπολσεβίκους από το τσαρικό καθεστώς κι από τις διεθνείς ανταλλαγές της φιλοευρωπαϊκής μπουρζουαζίας, θεωρούνταν, από μια ακόμα νοητική αυθαιρεσία, πολιτιστική κατάκτηση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, μερικά παιδιά σοβιετορωσόφιλων μπήκαμε στην εφηβεία έχοντας δει σχεδόν όλο το ρεπερτόριο της Λυρικής Σκηνής, συν τα standard του κλασικού μπαλέτου, από την «Κακοφυλαγμένη κόρη» μέχρι τον «Πέτρουσκα».
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε, απέκτησα πιο προσωπικές προτιμήσεις· μερικές όπερες τις βλέπω συχνότερα από άλλες. Λόγου χάρη, νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί την «Κάρμεν» από τότε που πήγαινα στο γυμνάσιο· δεν έχω ξαναδεί ούτε τα «Παραμύθια του Χόφμαν» μολονότι, αν το καλοσκεφτεί κανείς, στο διεθνές ρεπερτόριο ανακυκλώνονται καμιά εκατοστή έργα, όχι περισσότερα. Δεν ξέρω αν υπάρχει δικαιοσύνη σ’ αυτό κι αν χάνω από γνώση και συγκίνηση αγνοώντας τα υπόλοιπα που ανέρχονται σε κάμποσες χιλιάδες. Όλα αυτά τα λέω αυτά με αφορμή τον «Μακμπέθ» που είδα στη Μασσαλία σε σκηνοθεσία Frédéric Bélier Garcia, μουσική διεύθυνση Paolo Αrrivabeni, τον Dalibor Jenis στον ρόλο του Μακμπέθ και την Anastasia Bartoli ως λαίδη: μια παράσταση χωρίς ιδιαίτερα ρίσκα, που απευθυνόταν σε όποιον λατρεύει τον Σαίξπηρ και τον Βέρντι ως ανεξάντλητες πηγές ποίησης και πολλαπλών ερμηνειών.
Ο «Μακμπέθ» είναι ένα αποκoρύφωματης θεατρικής τέχνης· ένα έργο που τα έχει όλα: μύθο, υποβλητικό σκηνικό –το τοπίο της μεσαιωνικής Σκοτίας– βασιλιάδες, πολεμιστές, μοιραίες γυναίκες, ερωτισμό, μάγισσες, φαντάσματα, γρίφους, βία και αίμα. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά, ο Βέρντι έφτιαξε ένα αριστούργημα. Και καθώς, στη Μασσαλία, πρόσθετα στις φτωχικές μου γνώσεις μιαν ακόμα μακμπεθική εμπειρία, έκανα αυτό που κάνω πάντοτε: ενώ τελειώνει η πρώτη πράξη και τραγουδούν όλοι μαζί Schiudi, inferno, la bocca/ ed inghiotti nel tuo grembo l'intero creato; sull'ignoto assassino esecrato/ le tue fiamme discendano, o ciel, έβγαλα από το μικρό τσαντάκι το χαρτομάντιλο κι άρχισα το γνώριμο σνιφ-σνιφ προσέχοντας να μην ακουστώ και γίνω ρεζίλι. Η μουσική του Βέρντι είναι πολύ μεγαλύτερη από μένα κι από όσα μπορώ να αντέξω.
Υπάρχουν πολλά να αφηγηθεί κανείς, αλλά ο χρόνος είναι λιγοστός – εξάλλου, οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους έγνοιες, δεν ενδιαφέρονται για τις αφηφήσεις του καθενός μας. Παρ’ όλ’ αυτά, θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο για τις παραστάσεις του «Μακμπέθ»· για τις διαφορετικές σοπράνο που ερμήνευσαν τη λαίδη, για τους βαρύτονους που ερμήνευσαν τον Μακμπέθ· για το πώς μερικοί σκηνοθέτες ανέδειξαν ένα επιχείρημα έναντι ενός άλλου, ένα στοιχείο έναντι ενός άλλου. Η τάση που παρατηρώ είναι όλο και περισσότερη θεαματικότητα της βίας στη σκηνή· όλο και πιο ζοφερό ντεκόρ· στις παλιότερες παραστάσεις, όπως σ’ εκείνη της Λυρικής Σκηνής με τη Μάτα Μαρκοπούλου-Ζαχαροπούλου και τον Giuseppe Taddei, ματωμένα ήταν μόνο τα χέρια της λαίδης· έκτοτε, η φρίκη έχει κλιμακωθεί, οι αλλόκοτες αδερφές ταιριάζουν όλο και περισσότερο στην εικονοποιία του Füssli και το έργο εκφράζει όλο και περισσότερο την αιματηρή βαναυσότητα του Μεσαίωνα –κατά τον οποίον εκτυλίσσεται η δράση– και της ελισβετιανής-ιωκοβιανής εποχής κατά την οποία γράφτηκε και πρωτοπαίχτηκε.
Το καλοκαίρι του 1974, τις μέρες της Μεταπολίτευσης, στο Ηρώδειο έπαιζαν τον «Simon Boccanegra» του Βέρντι με τον Κώστα Πασχάλη. Δεν είδα την παράσταση· από τότε, και στα πέντε χρόνια του πανεπιστημίου, πήγαινα στη Λυρική ημιπαράνομα και εντελώς μόνη· κανείς δεν ήθελε να με συνοδεύσει σε πολυτελή θεάματα της άρχουσας τάξης. Σημειώνω ότι το φοιτητικό εισιτήριο κόστιζε δέκα δραχμές κι αν έπαιρνες θέση πίσω από την κολόνα ήταν φτηνότερο από εκείνο του κινηματογράφου. Στη θέση πίσω από την κολόνα δεν έβλεπα ολόκληρη τη σκηνή, είχα όμως την υπέροχη ελευθερία να κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου στον ρυθμό της μουσικής χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Επέμεινα: καθώς η Λυρική Σκηνή βρισκόταν πολύ κοντά στο Χημείο όπου ψευτοκάναμε μαθήματα και εργαστήρια (μιας πεντάρας νιάτα, μιας πεντάρας πανεπιστημιακή μόρφωση), θυμάμαι πως είδα την «Άννα Μπολένα», τους «Γάμους του Φίγκαρο», τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» και τον «Μακμπέθ» – και πως, βγαίνοντας από το θέατρο έβγαινα από έναν κόσμο παραμυθιού για να ξαναχωθώ στην ασχήμια της Αθήνας.
Ποιο είναι το κριτήριο της σπουδαίας παράστασης του «Μακμπέθ»; Ίσως η ανθεκτικότητά της στη μνήμη. Νομίζω πάντως ότι ο Thomas Hampson και η Paoletta Marrocu ήταν το πιο εντυπωσιακό ζευγάρι των Μακμπέθ, ιδιαίτερα στη σκηνοθεσία του David Pountney με τoν Roberto Scandiuzzi στον ρόλο του Μπάνκο και τον Luis Lima στον ρόλο του Mακντάφ. Το 2001, βλέποντας τη σέξι Marrocu να προτρέπει τον Μακμπέθ σε ανίερες πράξεις, σκεφτόμουν πως ο καιρός περνούσε πολύ γρήγορα: η εποχή που οι ντίβες ήταν ευτραφείς βρισκόταν ήδη πίσω μου.