Σπιρτόκουτο, the musical: «Να μιλήσει πρώτα στο στομάχι και την καρδιά»
Mπορεί το «μακελειό» ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας να μεταμορφωθεί σε μιούζικαλ; Ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος για την παράσταση που ετοιμάζουν στη Στέγη
Ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος μιλούν στην ATHENS VOICE για την παράσταση «Σπιρτόκουτο, the musical» που ετοιμάζουν στη Στέγη πάνω στην ταινία-φαινόμενο του Γιάννη Οικονομίδη.
Έφθασαν στο ραντεβού μας στον Κεραμεικό φουριόζοι και γελαστοί, μετά το πρώτο πέρασμα της παράστασης στην πρόβα. Κι εκεί που μιλούσαμε με τον Γιάννη Νιάρρο και τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο για το «Σπιρτόκουτο» –το οποίο μεταμορφώνουν σε μιούζικαλ για τη Στέγη μετά από πρόταση του ίδιου του δημιουργού του Γιάννη Οικονομίδη–, η πραγματικότητα της θρυλικής ταινίας αλλά και της δικής τους παράστασης έσκασε σαν αναπάντεχο χαστούκι με το πέρασμα ενός αυτοκινήτου που τα ηχεία του αντηχούσαν σε ρυθμό τραπ «γιατί είσαι κ@ριόλ@»…
Καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, ο ηθοποιός που συζητούν οι θεατρόφιλοι της πόλης για τη φρενήρη ερμηνεία του στους sold-out «Παίκτες» και σ’ αυτό το εγχείρημα υπογράφει τη σκηνοθεσία αλλά και τη μουσική, μαζί με τον επίσης τριαντάρη συνθέτη και πιανίστα, αισθάνονται την ευθύνη απέναντι σε ένα υλικό που έχει αγαπηθεί πολύ από το κοινό. Το νιώθουν σαν «μία βόμβα που είτε θα σκάσει στα χέρια σου είτε θα την πετάξεις απέναντι» και δηλώνουν πως πρώτο τους μέλημα ήταν «να μη χαθεί το σκοτάδι και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του έργου. Γιατί γελάς πολύ με τη γραφικότητα των χαρακτήρων αλλά έχει και το άλλο κομμάτι που σου θυμίζει τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, γνωστούς σου».
Πώς μπορεί το «μακελειό» ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας στον Κορυδαλλό μια ζεστή Κυριακή του Αυγούστου να μεταμορφωθεί σε μιούζικαλ; «Ο Οικονομίδης εξελίσσει τον λόγο του με μουσικούς όρους. Είναι επαναληπτικός, παίζει με τις δυναμικές, με την εμμονή. Οι ατάκες της ταινίας που έχουν μείνει ως τσιτάτα (όπως τα “Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;” και “Φτιάξ’ το το μπουρδέλο”) μας έδωσαν αμέσως τίτλους στα τραγούδια. Όταν αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε σε επίπεδο ύφους και είδους μουσικής πορευτήκαμε θεατρικά, δραματουργικά», αναφέρει ο Γιάννης Νιάρρος. Αναγνωρίζοντας την κάθε πλευρά στο συγκρουσιακό δίπολο που διατρέχει την υπόθεση ως ένα όργανο, άφησαν τους χαρακτήρες να υποδηλώσουν τη μουσική του ρόλου τους. Σε τι σκοπό θα τραγουδούσε ο πατέρας-προστάτης-άντρακλας που πιστεύει ότι οι γυναίκες φταίνε για όλα, η καταπιεσμένη μητέρα, μια κόρη-κωλόπαιδο, ο σεξιστής γιος που ονειρεύεται παρτούζες με ναρκωτικά; Τραπ, κλαρίνα και σκυλάδικα, ροκ, τζαζ, οπερατικές ερμηνείες και ήχοι βαλκανικοί εναλλάσσονται σ’ αυτή την οικογενειακή σύρραξη με τους χαρακτήρες, όπως αποκαλύπτει ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, «να αμφιταλαντεύονται απροκάλυπτα μεταξύ διαφορετικών και αντικρουόμενων ειδών μόνo μέσα σε μερικά μουσικά μέτρα πολλές φορές. Χρειάστηκε πολλές φορές να ανακαλέσουμε υπαρκτές αναμνήσεις και ανθρώπους όμοιους με αυτούς της ταινίας και να σκεφτούμε “Τι μουσική άκουγε αυτός;” και “Όταν είχε γίνει αυτό, τι έπαιζε το ράδιο;” Κάθε χαρακτήρας απέκτησε το μοτίβο του, κάθε σκληρή φράση και κατάρα τις συγχορδίες τους και η ατελείωτη κακοφωνία ενός καβγά την αντίστιξή της».
Δεν θέλησαν να καταθέσουν ένα λοξό, αποδομημένο μιούζικαλ. Κι αν ο όρος ξενίζει κάπως γιατί συχνά ως θέαμα εισαγόμενο δεν βρίσκει το σωστό νούμερο στα δικά μας θεατρικά παπούτσια κι αν κάποια στιγμή φλέρταραν με την ιδέα να το αποκαλέσουν «πολεμικό ορατόριο», είναι μια παράσταση με αφήγηση γραμμική, που σέβεται το υλικό της ταινίας. «Ένα έργο στα ελληνικά που όλοι μεταχειριζόμαστε, ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε. Σκηνοθετικά και μουσικά πολυστυλιστικό και πολυσυλλεκτικό, γιατί έτσι έχουμε μεγαλώσει».
Αναρωτιέμαι ποιος στίχος συμπυκνώνει για τους ίδιους τον κάθε χαρακτήρα και οι ατάκες δεν θα μπορούσαν να μην ακουστούν με… οικονομίδια «γαλλικά». Το «θα δείτε τα @ρχ!δ!@ μου και θα τα προσκυνήσετε» του απηυδισμένου πατέρα, το «Γουστάρεις Άντζελα, ρε» του γιου, το «Τίποτα» της μητέρας. Όταν αποπειρώμαι να ξεκλέψω ένα spoiler για το σκηνικό της Εύας Γουλάκου, η περιγραφή συμπυκνώνεται στο ότι φέρνει ανάμεσα σε «λαϊβάδικο και μια ποιητική απόδοση της εικόνας ενός καθημερινού σπιτιού». Ένα παμπάλαιο πιάνο με ουρά γίνεται το τραπεζάκι όπου ο Δημήτρης ξεφυλλίζει τιμολόγια, η κουζίνα της Μαρίας μεταμορφώνεται σε ένα κινούμενο σετ ντραμς, ένα σαλόνι που με τον κατάλληλο φωτισμό και εξοπλισμό εξελίσσεται σε πίστα βγαλμένη από τα μπουζούκια αλλά και από το Μπροντγουέι. Και στο φόντο η βρωμερή, αγαπημένη Αθήνα και τα μπαλκόνια της με τους γείτονες-καλοθελητές που ως χορός σχολιάζουν τη δράση και παίρνουν θέση – τέσσερα πρόσωπα που δεν υφίστανται στην ταινία αλλά υπάρχουν στις ζωές μας.
«Μεγάλο μέρος της έμπνευσης προέρχεται από τα έγκατα του ελληνικού you tube. Γιατί δεν κάναμε μια έρευνα για να δούμε την παθογένεια του Έλληνα. Τους είχαμε μες στο σπίτι μας αυτούς τους τύπους. Είναι οι συμμαθητές μας, ο γείτονάς μας στην Κυψέλη που διαρκώς ουρλιάζει στον γιο του, το αυτοκίνητο που περνά στον δρόμο με τη βουερή εξάτμιση και τα σκυλάδικα στη διαπασών. Με όχημα τη δύναμη της μουσικής, παραβολικά και αρκετές φορές με χιούμορ, υπογραμμίσαμε τα κακώς κείμενα, σαν να υποχρεώνεις –εν είδει τιμωρίας– έναν ειδεχθή εγκληματία να ντυθεί κλόουν και να κυκλοφορεί με κόκκινη μύτη. Γιατί όταν γελοιοποιείς έναν τέτοιο χαρακτήρα μένει στη μνήμη ως αρνητικό πρότυπο».
Συμφωνούν πως το «Σπιρτόκουτο» αφορά τελικά στην εξουσία και τους δεσμούς αγάπης και σκληρότητας σε μια οικογένεια κι αναγνωρίζουν πως τους ζόρισε η βία που αποπνέει, συναισθήματα που, όπως και η γραφικότητα των ηρώων, έχει διογκωθεί στη μουσική μεταγραφή του έργου. Και παρότι το άκουσμα του τρίτου κουδουνιού προβλέπουν (γελώντας) να τους φέρνει λιποθυμίες κι εγκεφαλικά, περιγράφουν αυτή τη δημιουργική εμπειρία που τους συντροφεύει τα τελευταία δυόμισι χρόνια ως κομβική στην καλλιτεχνική πορεία τους – τόσο που ο Γιάννης Νιάρρος φτάνει να μιλά για έναν επίλογο, για έναν κύκλο που κλείνει οπότε και θα πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή, από τη μικρή κλίμακα.
«Προσωπικά, ό,τι προσλαμβάνω από το θέατρο είναι σε επίπεδο συναισθήματος» υπογραμμίζει. «Με ό,τι έχω ασχοληθεί με συγκινούσε στην πρώτη ανάγνωση. Δεν μπορώ να αποδώσω κάτι το οποίο χρειάστηκα χρόνο να το κωδικοποιήσω. Μου αρέσουν τα καρτούν, πιο καθαρά και “στη-μούρη-σου” πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν βάθος. Νομίζω και το “Σπιρτόκουτο” έτσι ήταν. Βασίζεται σε μια απλή δραματουργία. Θα μιλήσει πρώτα στο στομάχι και στην καρδιά και μετά θα κάνεις τις αναγωγές σου».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για το Σπιρτόκουτο the musical στο City Guide της Athens Voice
ΠΡΟΣΦΑΤΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το ανεκτίμητο έργο του συγγραφέα που διακωμωδούσε τις αδυναμίες των ανθρώπων
Το βραβείο θα δίνεται ανά διετία σε γυναίκες δημιουργούς με σημαντική προσφορά στο θέατρο
Η ηθοποιός μας μιλά για την συμμετοχή της στην παράσταση «Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού
Η Έρι Κύργια επανασυνθέτει τον μύθο του Φρανκενστάιν, μεταφέροντάς τον στην εποχή που ξεκίνησε η Τεχνητή Νοημοσύνη
Αγάπη, έρωτας, τρυφερότητα, στερεότυπα, δεύτερες ευκαιρίες: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των έργων που προτείνουμε
Η θεατρική παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 25 Ιανουαρίου
Το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, ως ελάχιστη προσφορά στην πολυσχιδή δημιουργό θα απονέμει ανά διετία το Βραβείο
Μια ματιά στη θεατρική παράσταση που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη
Μια συζήτηση με τον αρχιμουσικό που σκηνοθετεί την παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Κάλλας
Η πρώτη παράσταση του έργου του Μπέκετ πραγματοποιήθηκε 5 Ιανουαρίου 1953
Οι παραγωγές του έχουν παρουσιαστεί σε όλα τα Φεστιβάλ της χώρας όπως στο Θέατρο Επιδαύρου και στο Ηρώδειο
Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης ανεβάζουν την πρώτη θεατρική παράσταση για τον μεγάλο μουσικό
Μιλήσαμε με τον Μίλτο Σωτηριάδη, διευθυντή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, για τη διαμόρφωση του χώρου και τον προγραμματισμό της σεζόν
Μεγάλοι σκηνοθέτες, σπουδαία κείμενα και καθηλωτικές ερμηνείες
Ερμηνεύουν η Λυδία Κονιόρδου και ο Μιχάλης Σαράντης- Μαζί τους η Τάνια Τσανακλίδου
Ποια θεατρικά μπορείτε να δείτε τις μέρες των γιορτών στην Αθήνα
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη του «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» στο θέατρο Αργώ
Ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει Έλληνες ηθοποιούς, προσεγγίζοντας τον «Γυάλινο κόσμο» μέσα από μια δική του, «πειραγμένη», και γι’ αυτό καλοδεχούμενη, οπτική
Ποια ήταν η σκηνοθέτρια που το όνομά της συνδέθηκε με τις ταινίες προπαγάνδας της φασιστικής Γερμανίας του Χίτλερ
Είδαμε την πρόβα της νέας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής: Μποέμ του Τζάκομο Πουτσίνι και ήταν όλα πιο αληθινά
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.