Θεατρο - Οπερα

Ένα σκεπτικό για την αξιολόγηση των παραστάσεων

Η ίδια η πράξη της κριτικής και η ίδια η παράσταση θέτουν τους όρους της αξιολόγησης, της κατάταξης και της επιβίωσής τους

128619-290384.JPG
Σάββας Πατσαλίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θεατρική παράσταση
© Erik Mclean / Unsplash

Οι θεατρικές παραστάσεις και η αρνητική/ελεγκτική/επιφυλακτική κριτική τους.

Από την ημέρα που ολοκλήρωσε τον κύκλο της και αυτή η θεατρική (καλοκαιρινή) σεζόν, παρακολουθούμε ένα μπρα ντε φερ απόδοσης (ή αφαίρεσης) ευσήμων. Γνώριμο φινάλε. Η αγωνία της τακτοποίησης, η τοποθέτηση των θεατρικών πεπραγμένων του φεστιβαλικού (και όχι μόνο) θέρους σε ευανάγνωστα κουτάκια. Η ώρα του απολογισμού, όπου όλοι έχουν να (αντι)προτείνουν και κάτι, του τύπου: «Αυτή η παράσταση ήταν μακράν η καλύτερη, αυτή μακράν η χειρότερη, αυτή κάπου στη μέση, αυτή αδιάφορη, αυτή  απογοητευτική, αυτή έτσι, αυτή αλλιώς» και πάει λέγοντας. Όλα αναμενόμενα. Πάντοτε. Συνεπώς, λογικός και ο ισχυρισμός που λέει ότι από τη στιγμή που είναι δυσεύρετη η «μία» κοινή, ενοποιητική αλήθεια των τελικών κρίσεων (και επικρίσεων), καμιά παράσταση δεν είναι πρώτη και καμιά τελευταία. Όλες είναι (και δεν είναι) κάπου ενταγμένες στη σκάλα αξιών, του καθενός, της καθεμιάς.

Προφανώς και δεν είναι ενοχλητική αυτή η διασπορά, ο πληθυντικός των αναγνώσεων και η απουσία σύγκλισης. Το αντίθετο, θα έλεγα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει εκείνη η συνεύρεση σε κάποιο ιδεατό κέντρο ομοιομορφίας που να σφραγίζει οριστικά το θέμα, όταν κάθε κατάταξη/αξιολόγηση είναι ζήτημα προσωπικών θέσεων, γνώσεων, εμπειρίας, παιδείας, ενημέρωσης, εμμονών, αγκυλώσεων, πιστεύω, συμφερόντων πολλές φορές όπως και δημοσίων σχέσεων, εξυπηρετήσεων, συμπαθειών και αντιπαθειών του εκάστοτε κρίνοντος; Όλα λοιπόν πιθανά και ανοικτά. Κάτι βέβαια που δεν ενδιαφέρει τους ίδιους τους καλλιτέχνες, οι οποίοι καραδοκούν να αγκαλιάσουν μία κριτική που ποικιλοτρόπως τους βολεύει/συμφέρει, προκειμένου να την περιφέρουν από site σε site και από το ένα διαφημιστικό flyer στο άλλο, προς ενίσχυση της εμπορικής αξίας του καλλιτεχνήματός τους, χωρίς να δίνουν και ιδιαίτερη σημασία ποιος την υπογράφει. Καταλαβαίνω απόλυτα την αγωνία τους. Ηλίου φαεινότερο ότι πρέπει να κάνουν κάτι να επιβιώσουν οικονομικά σε μια αγορά σκληρή και ανταγωνιστική. Έχουν ανάγκη την έξωθεν καλή μαρτυρία,  κάποιο εγκωμιαστικό «διαβατήριο» περιπλάνησης στις αγορές του τόπου. Απλώς, στο σημείο αυτό, θα ήθελα να προσθέσω και το σκεπτικό μιας αντιπρότασης:

Μια αρνητική/ελεγκτική/επιφυλακτική κριτική, εφόσον

  1. είναι καλοπροαίρετη, εμπεριστατωμένη, ενημερωμένη, γενναιόδωρη, υποψιασμένη και ισορροπημένη,
  2. προδίδει με τις τοποθετήσεις της βαθιά γνώση/κατανόηση του αντικειμένου και φυσικά αγάπη για το χώρο που διακονεί, δηλαδή γράφεται για να βοηθήσει και όχι να καταστρέψει, και κυρίως και πάνω από όλα
  3. δεν επιδεικνύει, ναρκισσευόμενη και κοκορευόμενη, την αρνητική της διάθεση για να προκαλέσει θόρυβο και μόνο, λέγοντάς μας εμμέσως πλην σαφώς, "θαυμάστε με που τολμώ και τα χώνω, προσέξτε εμένα που γράφω και όχι την παράσταση που επιτελεί" (που δυστυχώς είναι το χειρότερο αλλά και το πλέον σύνηθες, γιατί είναι και το ευκολότερο και το πλέον ευπώλητο είδος κριτικής γραφής: η εντυπωσιολογία και ο αισθησιασμός που προκαλεί η κραυγαλέα απόρριψη, με τον υπογράφοντα την άρνηση να εμφανίζεται ως ο απόλυτος/αδέκαστος κριτής του ορθού και του λανθασμένου),

Εφόσον λοιπόν ισχύουν τα παραπάνω, τότε μια κριτική η οποία με τον τρόπο της, τις γνώσεις της, την ταπεινότητα και τη νηφαλιότητά της προ(σ)καλεί και συνάμα εμπλουτίζει (ελέγχοντας) τον διάλογο κριτικού/θεατή και θεάτρου είναι παρασάγγας καλύτερη, αποδοτικότερη και ουσιαστικότερη από μία εγκωμιαστική.

Πιστεύω πως ο καλλιτεχνικός χώρος κερδίζει πολλαπλάσια αντιμετωπίζοντας με θετική διάθεση τις αρνητικές ή επιφυλακτικές κρίσεις που κρύβουν μέσα τους καλό και ανθεκτικό μέταλλο, δηλαδή ποιότητα ευεργετική για την πρόοδο του χώρου (ο οποίος περιλαμβάνει εννοείται και τον θεατή), παρά τις διθυραμβικές. Και για να μην παρεξηγηθούν τα σχόλιά μου, διευκρινίζω ότι φυσικά και δεν απορρίπτω τον έπαινο. Πώς είναι δυνατόν! Απλώς το εγκώμιο ενδέχεται να οδηγήσει στον εφησυχασμό (γιατί να προσπαθήσει κάποιος να πάει πιο πέρα και πιο ψηλά αφού όλα τα κάνει πολύ καλά;), ενώ αντίθετα, ο εποικοδομητικός και εμπεριστατωμένος κριτικός έλεγχος/σχολιασμός, η αμφισβήτηση, πυροδοτεί τη δημιουργική αγωνία, καθώς αναστατώνει, προκαλεί αταξία και  πολλαπλασιάζει τις αβεβαιότητες. Η ιστορία άλλωστε  έχει δείξει πως το θέατρο προοδεύει σε στιγμές βαθιάς κρίσης και αμφισβήτησης. Και μια ποιοτική κριτική που προκαλεί κάποια μορφή κρίσης βοηθά στην περαιτέρω εξέλιξη του χώρου. Και για να επιχειρήσω μια διάκριση ανάμεσα στον απλώς καλό και τον σπουδαίο κριτικό, θα πω το εξής: καλός κριτικός είναι εκείνος που μπορεί και καταγράφει με ακρίβεια και υποστηρίζει με σαφήνεια και επιχειρήματα αυτά που του δίνει μια παράσταση. Σπουδαίος είναι εκείνος που μαζί με αυτά που του δίνει μια παράσταση καταγράφει και αυτά που δεν του δίνει, που ξεχνάει ή καταπιέζει. Δηλαδή, αυτός που προκαλεί κρίση πηγαίνοντας πέρα από την ορατότητα των παραδοτέων του (σκηνικού) κόσμου.

Εν πάση περιπτώσει, επειδή η αξιολόγηση και η συνακόλουθη κατάταξη δεν μπορεί να αποφευχθεί, ούτε το υποκειμενικό στοιχείο να παρακαμφθεί, και από την άλλη ούτε το σλόγκαν των μεταμοντέρνων που διατείνεται πως όλα χωράνε (anything goes) μπορεί να είναι μια λύση (θα ήταν καταστροφική για τις τέχνες), θα έλεγα πως ένας, σχετικός πάντοτε, γενικός μπούσουλας (κάτι σαν ποιοτικό δίκτυ μερικής ασφαλείας) που θα βοηθούσε ενμέρει όλες αυτές τις προσπάθειες τακτοποίησης των θεατρικών πεπραγμένων, θα μπορούσε να είναι το σκεπτικό που λέει ότι:

Μια παράσταση είναι μεγάλη/σπουδαία όταν ξεπερνά σε μέγεθος τον κόσμο που την ενέπνευσε. Όταν το μέγεθος είναι το ίδιο, είναι απλώς μια παράσταση και όταν είναι μικρότερο δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Και με αυτό το σκεπτικό κατά νου, ας σκεφτούμε τώρα που κάνουμε ταμείο πριν μπούμε στη χειμερινή σεζόν: ποιες αλήθεια από τις παραστάσεις που είδαμε πρόσφατα ήταν όντως μεγάλες/σπουδαίες (=αξιομνημόνευτες), δηλαδή ξεπέρασαν ευεργετικά τα όρια της φαντασίας μας και το φράγμα του οικείου μας κόσμου;

Υστερόγραφο
Αντί άλλου καταληκτικού σχολιασμού, ας θυμόμαστε και αυτό: το μόνο πράγμα που κληροδοτεί το λείψανο μιας κριτικής ή μιας παράστασης είναι η ποιότητα που αφήνει σε αυτούς που ακολουθούν. Οι προθέσεις μπορεί να ποικίλουν και να είναι όλες εξαιρετικές. Όμως δεν παύουν να είναι προθέσεις. Το αποτέλεσμα ενδιαφέρει. Που σημαίνει ότι η ίδια η πράξη της κριτικής και η ίδια η παράσταση θέτουν τους όρους της αξιολόγησης, της κατάταξης και της επιβίωσής τους.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κράτα με: Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε θέλοντας να ακουστεί το κείμενο
Κράτα με: Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος σκηνοθέτησε θέλοντας να ακουστεί το κείμενο

Το έργο του Τζέφρι Ναφτς, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει

Κερδίστε 15 διπλές προσκλήσεις για τον Δον Κάρλος στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Κερδίστε 15 διπλές προσκλήσεις για τον Δον Κάρλος στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά αποτελεί το τελευταίο μέρος της σκηνοθετικής του τετραλογίας, με την οποία ολοκληρώνει την προσωπική του διερεύνηση πάνω στη σχέση θεάτρου και κινηματογράφου

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.