- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κατερίνα Ευαγγελάτου: Μια συζήτηση με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Τι μας είπε για τον «Ριγολέττο» που σκηνοθετεί και ανεβάζει την αυλαία φέτος στο Ηρώδειο, για το θέατρο, για τη δύσκολη εξίσωση των Επιδαυρίων και τη θητεία της που λήγει φέτος.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μιλά στην ATHENS VOICE για τον Ριγολέττο της ΕΛΣ, το θέατρο και το Φεστιβάλ Επιδαύρου
Η ζέστη έχει μιαν ένταση καθηλωτική αλλά οι ξένοι επισκέπτες που ανηφορίζουν τα σκαλοπάτια για το Ηρώδειο διόλου δεν φαίνεται να πτοούνται. Κι αν οι περισχοινίσεις τους κρατούν μακριά από το μαρμάρινο κοίλο, πίσω από την πολυφωτογραφημένη πρόσοψη μπορούν να αφουγκραστούν την ενέργεια μιας παράστασης που «χτίζεται» στον χώρο. Τα συνεργεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έχουν πιάσει δουλειά στήνοντας το σκηνικό για τον «Ριγολέττο», την όπερα που σηματοδοτεί το άνοιγμα της σεζόν στο ρωμαϊκό ωδείο, και η Κατερίνα Ευαγγελάτου, κάτω από τον δυνατό ήλιο, βλέπει το παλάτι του Δούκα της Μάντοβας να ορθώνεται και συζητά τις λεπτομέρειες. «Να μιλήσουμε καλύτερα στα καμαρίνια;» προτείνει και η κάθοδος κάτω από το προαύλιο αποδεικνύεται διπλά ευεργετική: μια ανάσα δροσιάς σε χτυπά καθώς μπαίνεις, μαζί με την εξαίσια φωνή του πρωταγωνιστή Δημήτρη Τηλιακού που κάνει ζέσταμα πριν από την πρόβα.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε που η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου αποδέχτηκε την ανάθεση για τη σκηνοθεσία της παράστασης, η οποία δεν κατάφερε να συναντήσει το κοινό το 2020 και το 2021. Και είκοσι ένα από την τελευταία φορά που το εμβληματικό έργο του Βέρντι ανέβαινε στην ίδια σκηνή από τον πατέρα της Σπύρο, ενώ και ο παππούς της Αντίοχος Ευαγγελάτος το είχε διευθύνει ως αρχιμουσικός. «Είναι μια ωραία σύμπτωση. Υπάρχει ένα νήμα, αν θέλετε» μου λέει θεωρώντας αναμενόμενη την ενασχόλησή της με κλασικά αριστουργήματα τα οποία απασχόλησαν και τον ιδρυτή του Αμφιθεάτρου. Ο «Ριγολέττος» είναι ένα έργο το οποίο αγαπά πολύ. «Είναι εκπληκτικό μουσικά και προσφέρει μεγάλο πεδίο για υποκριτική δουλειά με τους τραγουδιστές. Μιλά για τη θέση της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, για την κακοποίηση, για την εκμετάλλευση».
Πώς το προσεγγίζετε, λοιπόν;
Τοποθετούμε τη δράση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στη νότια Ιταλία, με αναφορές στην ιταλική μαφία, κάτι που πιστεύω ότι του ταιριάζει. Το μουσικό και δραματουργικό σύμπαν του έργου δημιούργησε μέσα μου μια εύφορη περιοχή γεμάτη αντιθέσεις. Σκοτεινό χιούμορ, βία, προλήψεις, κακοποίηση, φόνοι, εκβιασμοί. Ο Δούκας είναι ένας ισχυρός βαρόνος, ενώ οι γύρω του αντρικοί ρόλοι, γρανάζια σε έναν εγκληματικό μηχανισμό. Τα θεαματικά κοστούμια του Άλαν Χράνιτελ και η ποιητική σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη αποτυπώνουν με φαντασία τον κόσμο αυτόν.
Πού εντοπίζετε τη χιουμοριστική διάσταση και πώς θα την αναδείξετε;
Μου αρέσει να βρίσκω την ειρωνεία και τον σαρκασμό ακόμα και στα πιο δραματικά κείμενα. Στην όπερα αυτή διαθέτει χιούμορ ακόμα και η μουσική, σε σημεία. Άλλωστε ο Βέρντι με τον «Ριγολέττο» φέρνει καινοτόμες αλλαγές στη δομή του λυρικού θεάτρου, είναι πολύ μοντέρνος. Για παράδειγμα, διακόπτει ξαφνικά άριες ή ντουέτι, περιγράφει μουσικά μία ερωτική κορύφωση. Λατρεύω να δουλεύω με λεπτομέρεια τους χαρακτήρες και εδώ είχαμε πραγματικά πλούσιο έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιων αποχρώσεων, ιδιαιτέρως στον ομώνυμο ρόλο, στον Δούκα και στην Τζοβάννα. Είχα τη χαρά να διαθέτουν χιούμορ και οι τραγουδιστές. Θα δείτε χιούμορ πολύ και στα κοστούμια, αλλά δεν θέλω να κάνω σπόιλερ.
Θυμάστε, αλήθεια, τη στιγμή που είπατε ότι θα ασχοληθείτε με το θέατρο;
Δεν υπήρξε ακριβώς τέτοια στιγμή γιατί ήταν κομμάτι μου από τα γεννοφάσκια μου. Όταν ήμουν παιδί ανεβάζαμε παραστάσεις με φίλους και ξαδέλφια, μάλιστα κόβαμε και εισιτήριο. Στο τέλος της παιδικής ηλικίας και στην εφηβεία, όμως, πέρασα μια φάση άρνησης και έλεγα ότι θα κάνω κινηματογράφο και κατόπιν ότι μου αρέσει η φιλοσοφία – γι’ αυτό μπήκα στο ΦΠΨ. Τη σκηνοθεσία άρχισα να τη σκέφτομαι στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Όταν τελείωσα, εργάστηκα ως ηθοποιός για δύο χρόνια και τότε πια σιγουρεύτηκα ότι θέλω να σπουδάσω σκηνοθεσία.
Τι ήταν αυτό που σας ενδιέφερε στη σκηνοθεσία;
Ακόμα και όταν έπαιζα ή συμμετείχα στη δημιουργική διαδικασία των προβών είχα σκέψεις ευρύτερες, για τη συνολική οπτική της παράστασης, την αντιμετώπιση του έργου, τις αισθητικές παραμέτρους που έχει η θεατρική πράξη. Κάτι που σταδιακά άρχισε να με απασχολεί όλο και περισσότερο.
Πώς βλέπετε το θέατρο διεθνώς τώρα;
Είναι μεγάλη συζήτηση. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως ποτέ δεν χάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει στις καρδιές των ανθρώπων, γιατί έχουμε πάντα ανάγκη να κλειστούμε σε έναν άλλο παράξενο τόπο, να συνευρεθούμε με άλλους ανθρώπους και να μας διηγηθούν μια ιστορία, να ζήσουμε μια εμπειρία πνευματική που δυνητικά έχει τη δύναμη να μας μετατοπίσει, να μας αλλάξει, να μας συγκινήσει, να μας ψυχαγωγήσει, να μας ανακουφίσει.
Ο ρόλος του σ’ έναν κόσμο που δεν σταματά να παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα φαύλο κύκλο βίας, πολέμων και κρίσεων;
Το θέατρο ανέκαθεν βρίσκεται στο πλευρό της κοινωνίας με διαφορετικούς τρόπους είτε είναι αμιγώς πολιτικό –στην εποχή μας βλέπουμε πάλι μια άνοδο του πολιτικού θεάτρου– είτε μιλά για την ομορφιά, την ποίηση, τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να έχει μόνο έναν ρόλο γιατί υπηρετείται από καλλιτέχνες που έχουν διαφορετικές ανάγκες, προβληματισμούς και καλλιτεχνικές γλώσσες. Καλό θέατρο μπορεί να είναι μια πιο συμβατική ανάγνωση ενός κλασικού έργου αλλά και μια ακραία περφόρμανς σε ένα λιμάνι. Δύσκολο να συνοψίσεις τις ποιότητες μιας καλής παράστασης, αλλά έχει να κάνει με τη δραματουργία, το πόσο νιώθεις ότι έχει δουλειά πίσω της και λόγο που συμβαίνει, αν έχει να προτείνει κάτι καινούργιο.
Ποιο είναι το θέατρο που σας ενδιαφέρει;
Ως σκηνοθέτιδα έχω καταπιαστεί με διαφορετικά έργα. Τα τελευταία χρόνια με απασχολούν κυρίως τα κλασικά κείμενα και η καινούργια οπτική πάνω σε αυτά. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα με ενδιαφέρει μετά από κάποιο διάστημα. Οι επιλογές μου είναι και θέμα ενστίκτου.
Έχουν οι θεατρικοί χώροι –αρχαίοι και σύγχρονοι– φωνή και τι λένε;
Οι αρχαίοι λένε «ζήστε μας, μη μας αντιμετωπίζετε ως μουσείο, δημιουργήστε νέα πράγματα μέσα μας». Οι σύγχρονοι, «είμαστε εδώ για σας ανοιχτοί, κάντε μας ό,τι θέλετε, ελάτε να μιλήσουμε μαζί».
Σας έχει προβληματίσει το θέμα της Επιδαύρου και της προσέλκυσης του κοινού στις παραστάσεις εκεί. Τι ετοιμάζετε με το Υπουργείο Πολιτισμού ως προς αυτό;
Θα ανακοινωθούν σε συνεργασία με το υπουργείο. Στις 17 Ιουνίου, πάντως, στην Πειραιώς 260 οργανώνουμε μια συζήτηση που έχει να κάνει με την επιλογή του προγράμματος και την ταυτότητα των Επιδαυρίων. Νομίζω ότι ο κόσμος του θεάτρου έχει πραγματικά ανάγκη να μιλήσει δημόσια για το θέμα αυτό που δεν έχει μια εύκολη απάντηση.
Για σας τι είναι τα Επιδαύρια;
Το πιο δύσκολο κομμάτι του προγραμματισμού του φεστιβάλ. Υπάρχει αυτή η τεράστια κλίμακα, ως αρχαιολογικός χώρος έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις και απαιτείται ταξίδι για να φθάσεις εκεί. Είναι στοίχημα να καταστήσουμε πάλι την Επίδαυρο μια μοναδική εμπειρία για τον θεατή. Να φιλοξενεί παραστάσεις που δεν μπορείς εύκολα να δεις αλλού, δημιουργούς που έχουν κάτι διαφορετικό να προτείνουν σε σχέση με το αρχαίο δράμα και ταυτόχρονα να συστήνει στο κοινό δημιουργούς που δεν τους βλέπει συχνά στην Ελλάδα. Είναι αποστολή του φεστιβάλ να προσφέρει αυτά τα διαλεχτά δώρα, αυτά τα σπάνια κομμάτια. Δεν μπορεί να είναι όμως μόνο αυτό. Έτσι στο φετινό πρόγραμμα έχουμε δυο παγκόσμιες πρεμιέρες και μια βεντάλια επιλογών για διαφορετικούς αποδέκτες.
Το ενδεχόμενο υιοθέτησης μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, ενός συγκεκριμένου προσανατολισμού βρέθηκε στη σκέψη σας;
Η δουλειά που γίνεται στην Επίδαυρο ξεκινά από το μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Πάροδος για το αρχαίο δράμα. Φέτος παρουσιάζουμε «Αίαντα» και «Άλκηστη» και στα δύο θέατρα. Επίσης, για δεύτερη χρονιά συνεχίζουμε τις αναθέσεις σε συγγραφείς για τη δημιουργία καινούργιων έργων που βασίζονται στο αρχαίο δράμα. Δημιουργείται ένα υπέδαφος ώστε να μπορέσει σιγά σιγά πιθανώς να ανοίξει και σε μεγάλη κλίμακα και να θεωρείται αποδεκτό –γιατί δεν θεωρείται ακόμα αποδεκτό– το να μεταγράψεις ένα έργο, να το διασκευάσεις ή να το εμβολίσεις με άλλα κείμενα. Με αυτά τα βήματα, σε πέντε-έξι χρόνια μπορούμε να δούμε καρπούς και στο θέατρο της Επιδαύρου. Κατά τη γνώμη μου η αλλαγή σε τέτοιες διοργανώσεις είναι λάθος να γίνεται απότομα. Χρειάζεται χρόνος ώστε να μπορέσει το κοινό να την αγκαλιάσει.
Τι είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεστε, όταν ακούτε Επίδαυρος;
Δεν περιγράφεται με λόγια. Είναι μια αίσθηση κυτταρική, μια ολόκληρη «περιοχή» μέσα μου. Οι συζητήσεις που γίνονταν στην οικογένειά μου για την Επίδαυρο –όπου οι γονείς μου και το Αμφιθέατρο είχαν σταθερή παρουσία περίπου για 35 συναπτά έτη– μεγάλωναν την προσωπική μου μυθολογία γύρω από το θέατρο αυτό. Τώρα όποτε βαδίζω το όμορφο πλακόστρωτο που συνδέει τα καμαρίνια με το θέατρο, κάθε βήμα φέρει και μία μνήμη όλων αυτών των ετών. Πέραν όμως της οικογενειακής μου ιστορίας με τον χώρο, είχα και μία καθοριστική εμπειρία ανεβάζοντας την «Άλκηστη» με το Εθνικό Θέατρο το 2017, κάτι που μεγαλώνει τη λαχτάρα μου να επιστρέψω στο θέατρο αυτό ως σκηνοθέτρια.
Η θητεία σας στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου λήγει φέτος. Θα θέλατε να ανανεωθεί;
Δεν απαντώ.