- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είδαμε την «Αντιγόνη» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης
Η Μαρία Πρωτόπαππα έστησε μια παράσταση μελετημένη σε κάθε της λεπτομέρεια, εστιάζοντας στην υποκριτική όσο και στον συμβολισμό
Η «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα: Εντυπώσεις από την παράσταση στο Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης
Δεν πήγαμε να δούμε τη δουλειά της Μαρίνας του «Σασμού». Πήγαμε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης για να δούμε τη νέα σκηνοθετική δουλειά μιας ηθοποιού που και όταν σκηνοθετεί δίνει τεράστια σημασία στον ηθοποιό. Μαρία Πρωτόπαππα, «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ. Μια παράσταση που πρωτοανέβηκε στην Ελλάδα, τη σεζόν 1946-47, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν με την Έλλη Λαμπέτη στον ομώνυμο ρόλο.
Ο Ζαν Ανούιγ, που έγραψε το έργο το 1942, στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής της Γαλλίας, και το παρουσίασε το 1944, βασίστηκε απολύτως στο μύθο του Σοφοκλή. Γιατί θέλησε, σ’ εκείνη την φρικτή συνθήκη, μέσα από έναν διαχρονικό μύθο, να καταλάβει και να σχολιάσει την κοινωνία της εποχής του. Η Μαρία Πρωτόπαππα δανείστηκε το έργο του Ανούιγ για να σχολιάσει τις νέες συνθήκες του σημερινού κόσμου, που διαρκώς αλλάζουν.
Ο χώρος είναι λευκός -άγραφος. Και το βάθος της σκηνής καλύπτεται με λευκά ξύλινα τοιχία. Υπάρχουν επτά καρέκλες, διαφορετικές, κοιτώντας μετωπικά την πλατεία, όλες στο χρώμα του λευκού. Εμφανίζονται επτά πρόσωπα -τα πρόσωπα του έργου- που κάθονται στις καρέκλες. Μπροστά από τις καρέκλες υπάρχουν επτά θήκες πτωμάτων, που χάσκουν ανοικτές. Σε λευκό χρώμα κι αυτές. Τα πρόσωπα φορούν μαύρα και γκρι ρούχα. Ο σκηνικός χώρος και τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Εύα Νάθενα συνομιλούν απολύτως και υπογραμμίζουν την αντίληψη του έργου και τη σκηνοθετική οπτική.
Και το έργο ξεκινά από την πρώτη σειρά της πλατείας, εκεί όπου κάθεται ένας αφηγητής (Χρήστος Στέργιογλου, απλώς συναρπαστικός), που σχολιάζει ό,τι θ’ ακολουθήσει επί σκηνής. Και είναι σαν ξαφνικά στην πλατεία του Θεάτρου Τέχνης να ήρθε και πάλι ο Γιάννης Τσαρούχης και να σχολιάζει θυμόσοφα, πικρά και κυνικά, με καθηλωτική ειλικρίνεια, σαρκασμό και απορία και χωρίς διάθεση εξωραϊσμού όσα συμβαίνουν γύρω μας, όσα δεν θέλουμε να δούμε. Ο Χρήστος Στέργιογλου κινείται και μιλάει με τον τρόπο του Τσαρούχη: «Η τραγωδία είναι ξεκούραστη, γιατί ξέρουμε εξαρχής ότι δεν υπάρχει ελπίδα».
Και ο μύθος της Αντιγόνης ξεκινά, σαν πρόβα μιας παράστασης που πρόκειται να δούμε, σαν θέατρο μέσα στο θέατρο δηλαδή. Και η σκηνοθέτιδα Μαρία Πρωτόπαπα, σκηνοθετεί και την επί σκηνής πρόβα και είναι ταυτοχρόνως η τροφός της ιστορίας. Κρατάει στα χέρια της το κείμενο, έναν μικρό φακό για να διαβάζει στο σκοτάδι. Και μαζί με τα λόγια κάνει και τις κινήσεις της νοηματικής γλώσσας, ένα εύρημα που συνεχίζεται κατά διαστήματα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Με πιο συγκινητική και πιο δυνατή στιγμή της (και απόλυτη ερμηνεία του ευρήματος) τον τελικό σπαρακτικό μονόλογο της Αντιγόνης (θαυμάσια η Κίττυ Παϊτατζόγλου), όταν πια είναι θαμμένη ζωντανή στον τάφο της και μιλάει μόνο με τα δάκτυλα των χεριών, γιατί πώς αλλιώς να μιληθεί η απόγνωση και η αδικία;
Η Μαρία Πρωτόπαπα και όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης έχουν μετωπική στάση στο κοινό, δεν συνδιαλέγονται, σπάνιες φορές βρίσκονται για λίγο αντικριστά. Μια σκηνοθετική επιλογή που υπογραμμίζει περισσότερο τους χαρακτήρες και το κείμενο κι όχι το στόρι. Ακόμα και στις πιο δυνατές σκηνές του έργου, στη σκηνή Αντιγόνης-Κρέοντα (στέρεη η ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη). Γιατί τη Μαρία Πρωτόπαππα την ενδιαφέρει και το κείμενο εκτός από την υποκριτική. Και το κείμενο σ’ αυτή τη παράσταση ακούγεται με κάθε τρόπο: είτε μέσω των λέξεων, είτε μέσω των κινήσεων των χεριών. Και κυρίως ακούγεται μ’ αυτούς τους τρόπους η γλώσσα του ανθρώπου που αντιδρά, που αντιστέκεται, που δεν θέλει να υποταχτεί, που διεκδικεί να αρθρώσει μιαν άλλη φωνή απέναντι στη φωνή της κυνικής διεκπεραίωσης των πραγμάτων, που εκφράζει ο Κρέων,όταν λέει ότι όλα είναι «ζήτημα πολιτικής». Η Αντιγόνη είναι η μόνη που λέει και διεκδικεί και πληρώνει για τη θέση της«Εγώ μπορώ ακόμα να πω όχι». Φέρνοντας, μ’ αυτή και μόνο τη φράση, την ανθρώπινη όψη της ιστορίας του Σοφοκλή που θέλησε να φέρει ο Ανούιγ με τη δική του «Αντιγόνη».
Η Αντιγόνη χάνεται, ο Αίμων (Δημήτρης Μαμιός) το ίδιο, έχοντας προλάβει να πει στον πατέρα του «μπαμπά, κάνε με να σε θαυμάσω πάλι», η Ισμήνη το ίδιο, οι φρουροί το ίδιο. Μία μία οι καρέκλες αδειάζουν. Τα λευκά ξύλινα τοιχία στην πλάτη της σκηνής αφαιρούνται, και το βάθος είναι μόνο μαύρο πια… Η τροφός, έχοντας τον ρόλο του σκηνοθέτη πλέον, κάθεται στην πλατεία, δίπλα σ’ εκείνον τον ιδιότυπο αφηγητή. Μένει τελευταίος στη σκηνή ο αγγελιαφόρος, που λέει τις θλιβερές ειδήσεις. Φεύγει κι αυτός, όπως κι ο Κρέων, συντετριμμένος. «Τελείωσε», λέει ο αφηγητής. Και αποχωρεί κι εκείνος. Τελευταία αποχωρεί η τροφός-σκηνοθέτης, η Μαρία Πρωτόπαππα. Όλοι χάθηκαν, όλοι πλήρωσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Απάντηση δεν δόθηκε. Πάλι. Μόνο τα φερμουάρ στις πλαστικές σακούλες με τις σορούς κλείνουν. Μόνο οι νεκροί σκεπάζονται. Μέχρι τους επόμενους…
Η Μαρία Πρωτόπαππα έστησε μια παράσταση μελετημένη σε κάθε της λεπτομέρεια, εστιάζοντας στην υποκριτική όσο και στον συμβολισμό. Μια παράσταση που μόνο εύκολη δεν μπορεί να την πει κανείς, που όμως τιμά τον χώρο που φιλοξενείται, το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.