Θεατρο - Οπερα

Έλενα Κοβάλσκαγια: Η γυναίκα που αποκάλεσε τον Πούτιν δολοφόνο

Ποια είναι η προσωπικότητα του θεάτρου που παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη από τη διεύθυνση του Meyerhold Center - Η ζωή και η έμφασή της σε κοινωνικά ζητήματα

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η παραίτηση της Έλενα Κοβάλσκαγια από το κρατικό θέατρο της Ρωσίας και ο χαρακτηρισμός του Πούτιν ως δολοφόνο που την έκαναν γνωστή σε όλο τον κόσμο.

Μία ημέρα μετά την απόφαση του Βλαντιμίρ Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, η διευθύντρια του κρατικού κέντρου θεάτρου, Meyerhold Center, Έλενα Κοβάλσκαγια, ανακοίνωσε την παραίτηση της. Στην ανάρτηση με την οποία γνωστοποίησε την απόφαση της, η Κοβάλσκαγια έγραψε συγκεκριμένα πως αφήνει τη θέση της «σε ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» σημειώνοντας ότι είναι αδύνατο για εκείνη να δουλεύει για και να αμείβεται από «έναν δολοφόνο.» Με την κίνηση της, η Κοβάλσκαγια ουσιαστικά συντάχθηκε με τους Ρώσους πολίτες οι οποίοι προχώρησαν σε μαζικές και εκτεταμένες διαδηλώσεις εναντίον της εισβολής στη Μόσχα, αναδεικνύοντας περισσότερο τη δυναμική της εσωτερικής κριτικής απέναντι στη ρωσική κυβέρνηση.

Έλενα Κοβάλσκαγια: μια σύντομη βιογραφία

Τόσο το προφίλ και η βιογραφία της Κοβάλσκαγια δικαιολογούν απόλυτα τη θέση της διευθύντριας στο Meyerhold Center - το οποίο αποτελεί κόσμημα για το ρωσικό κρατικό θέατρο. Η Κοβάλσκαγια σπούδασε υποκριτική στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών στη Μόσχα – το οποίο ιδρύθηκε το 1878 και θεωρούταν ήδη από τον 19ο αιώνα η σπουδαιότερη σχολή καλών τεχνών της τσαρικής Ρωσίας. Στη συνέχεια, δούλεψε ως κριτικός θεάτρου για το περιοδικό Afisha – του οποίου η αναγνωσιμότητα έφτανε το ενάμισι εκατομμύριο, με την ψηφιακή του παρουσία να είναι κυρίαρχη στο ρωσόφωνο διαδίκτυο – από το 1999 μέχρι το 2012, όταν και ίδρυσε με έναν συνάδελφο της ένα καινοτόμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα θεατρικών σπουδών στο Meyerhold Center.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ουσιαστικά αποτέλεσε το εισιτήριο της για την πρώτη διευθυντική της θέση στο Meyerhold. Το 2013, η Κοβάλσκαγια επιλέχθηκε ως art director στο κέντρο, σε μια θέση στην οποία παρέμεινε για εφτά χρόνια, ενώ από το 2020, η Κοβάλσκαγια υπηρέτησε ως γενική διευθύντρια. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το Meyerhold αποτελεί ουσιαστικά το θεατρικό παρακλάδι του κέντρου κουλτούρας της Μόσχας, το οποίο με τη σειρά του υπάγεται στο υπουργείο πολιτισμού της ρωσικής ομοσπονδίας· με άλλα λόγια, η Κοβάλσκαγια κατείχε ένα υψηλό δημόσιο αξίωμα στον καλλιτεχνικό χώρο. Ωστόσο, παρέκκλινε σχεδόν αμέσως από τις τοποθετήσεις της ρωσικής κυβέρνησης σε καίρια κοινωνικά ζητήματα, αξιοποιώντας τη θέση της ώστε να προβάλλει τα ζητήματα του φεμινισμού και των σεξουαλικών διακρίσεων περισσότερο απ’ όσο επέτρεπε το status quo του Κρεμλίνου. Ενδεικτικά, αξίζει να σημειωθεί πως ανάμεσα στα μεγάλα κύματα της πανδημίας, ο Πούτιν είχε συγκρίνει τα ζητήματα της ταυτότητας φύλλου με τον κορωνοϊό.

 

Σε αντίθεση με άλλες ημι-αυταρχικές κυβερνήσεις – με τρανότερο παράδειγμα εκείνη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Σι Τζινπινγκ – η κυβέρνηση Πούτιν δεν περιόρισε σχεδόν ποτέ την πρόσβαση στα «δυτικά» κοινωνικά δίκτυα. Έτσι, η Κοβάλσκαγια απέκτησε μια έντονη διαδικτυακή παρουσία στο Facebook, μέσω της οποία πρόβαλε τόσο τη δουλειά της, όσο και τα προγράμματα του Meyerhold Center υπό την διεύθυνση της· μέσω των αναρτήσεων της, η Κοβάλσκαγια άσκησε παρατεταμένη κριτική απέναντι στην κυβέρνηση Πούτιν, θίγοντας μεταξύ άλλων και το ζήτημα του κατώτατου μισθού των καλλιτεχνών, γράφοντας πως «η κοινωνική ανασφάλεια αυτής της κατηγορίας πολιτών έχει φτάσει σε οριακό σημείο.» Με άλλα λόγια, η Κοβάλσκαγια ήταν από μόνη της μια παραδοξότητα: από την επιλογή της στη διεύθυνση του Meyerhold, μέχρι την παραίτηση της, αποτέλεσε μια δυτικού τύπου καλλιτέχνη, πλήρως ανεξάρτητη – ιδεολογικά μιλώντας – από την κυβέρνηση Πούτιν, αναδεικνύοντας ωστόσο τις θέσεις της μέσα από ένα πολύ σημαντικό πολυτισμικό πόστο του ευρύτερου ρωσικού υπουργείου πολιτισμού.

Το κατά πόσο ο Πούτιν έλαβε υπόψιν του τις θέσεις της Κοβάλσκαγια είναι αμφίβολο, καθώς όσο σημαντικό και αν είναι το Meyerhold Center για το ρωσόφωνο θέατρο, δύσκολα θα μπορούσε ποτέ να μετατραπεί σε αντιπολιτευτικό αγκάθι στα πλευρά του Κρεμλίνου. Από την άλλη πάλι, η κυβέρνηση Πούτιν έχει λογοκρίνει εμμέσως στο παρελθόν Ρώσους καλλιτέχνες οι οποίοι είχαν επιδείξει έντονη αντιπολιτευτική καλλιτεχνική δραστηριότητα· όταν το 2012 το γυναικείο ρωσικό συγκρότημα Pussy Riot έδωσε μια συναυλία στον Καθεδρικό Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα, η κυβέρνηση Πούτιν άδραξε την ευκαιρία και οδήγησε τη μπάντα στη δικαιοσύνη, όπου και τα τρία μέλη της καταδικάστηκαν σε διετή φυλάκιση.

Προφανώς οι δύο περιπτώσεις δε συγκρίνονται, τουλάχιστον όχι πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τον χαρακτηρισμό του Πούτιν ως δολοφόνου από την Κοβάλσκαγια. Οι Pussy Riot κυκλοφορούσαν για χρόνια υλικό στο οποίο έβαλλαν ευθέως και προσωπικά εναντίον του Ρώσου προέδρου χωρίς περιστροφές, ενώ η Κοβάλσκαγια χρησιμοποίησε τη θέση της μέχρι την παραίτηση της για να κάνει έμμεση κριτική στη ρωσική κυβέρνηση, πετυχαίνοντας να αναδείξει – τουλάχιστον σε ένα βαθμό – τα κοινωνικά θέματα που επιθυμούσε, και τα οποία είναι πολύ περισσότερο προβεβλημένα στη Δύση απ' όσο στη Ρωσία. Με αυτή την έννοια, η παραίτηση της Κοβάλσκαγια μοιάζει με λογική συνέχεια της πορείας της ως διευθύντρια του Meyerhold Center, μια θέση που αξιοποήσε ώστε να δώσει πλατφόρμα σε ζητήματα τα οποία παραμένουν στην αφάνεια στη σημερινή Ρωσία, στην οποία όμως δε μπορούσε να παραμείνει άλλο για συνειδησιακούς λόγους.