- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Θανάσης Τριαρίδης: Ο επόμενος Μένγκελε είμαστε εμείς
Ο γνωστός συγγραφέας εξηγεί γιατί μας αφορά σήμερα το «Μένγκελε», με την ευκαιρία της παράστασης στο θέατρο Φούρνος
Ο Θανάσης Τριαρίδης γράφει στην ATHENS VOICE για το «Μένγκελε», το έργο του που ανεβαίνει στο θέατρο Φούρνος.
Το αίτημα να γράψω μια ιστορία με κέντρο της τον Γιόζεφ Μένγκελε ξεκίνησε μέσα μου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν ένα μυθιστόρημα (γραμμένο κάπου στα χρόνια 1991-1994) με πρωταγωνιστή έναν άντρα που είχε γεννηθεί μέσα στο Εργαστήριο Πειραμάτων του Μένγκελε (και, μάλιστα, από το ίδιο του το σπέρμα). Ο ναρκοληπτικός ήρωας (ο οποίος, όχι τυχαία, λεγόταν Ύπνος) στα όνειρά του συνομιλούσε με τον Μένγκελε-«Πατέρα». Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ύπνος καταλάβαινε πως ο Μένγκελε-«Πατέρας» έχει «καταφύγει» μέσα στα όνειρά του και ο μόνος τρόπος για να λυτρωθεί από αυτόν ήταν να αυτοκτονήσει κόβοντας το λαιμό του με μαχαίρι. Καθώς ολοκλήρωνα εκείνη την αφήγηση, ένιωσα πως τα μέρη όπου εμφανιζόταν ο Μένγκελε ως φάντασμα του «Πατέρα» (ή και ως Φρέντι Κρούγκερ) δεν με ικανοποιούσαν διόλου: ο ανυπόφορος συμβολισμός τους υπονόμευε ή και ακύρωνε κάθε σπασμό ανθρωπινότητας που γύρευα (και εξακολουθώ να γυρεύω) από τις αφηγήσεις. Έτσι, τα «Πουλιά του Ύπνου» λογαριάστηκαν ως αποτυχημένη απόπειρα και παραχώθηκαν στα βάθη των αρχείων ενός παλιού, (οριστικά;) παροπλισμένου σκληρού δίσκου.
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, η αναζητούμενη αφήγηση γύρω από τον Μένγκελε αντιστεκόταν μέσα μου όλο και πιο επίμονα – και συνάμα διαχεόταν, σαν εμμονικός ψυχαναγκασμός, σε κάθε βιβλίο μου. Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, που έτσι κι αλλιώς φάνταζε απροσπέραστο, το συμβολικό φορτίο είχε καταστεί δυσβάσταχτο. Μάταια έψαχνα τη δομή της υπόθεσης που θα μου επέτρεπε να προσπεράσω το σύμβολο (και την αφηγηματική πολιτική ορθότητα που προϋπέθετε) για να δω πέρα από αυτό.
ΜΕΝΓΚΕΛΕ * όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι: η γέννηση του θεατρικού έργου
Το φθινόπωρο του 2010, ξεκίνησα τη σειρά των διαλογικών (;) αφηγήσεων όπου ένας αφηγητής πλάθει (:σμιλεύει, αναγεννά ή ό,τι άλλο) με τα λόγια τον άλλον και συνάμα πλάθεται (: σμιλεύεται, αναγεννιέται) από αυτόν: πρόκειται για τις αφηγήσεις που πλέον ονομάζω «θεατρικά έργα», επιμένοντας, ωστόσο, στα εισαγωγικά. Κάποτε, κι ενώ δούλευα κοντά ένα χρόνο σε αυτήν την ακολουθία, κατάλαβα πως τις δύο προηγούμενες δεκαετίες δεν έψαχνα τη δομή της υπόθεσης αλλά τη φόρμα της αποσυμβολοποίησης του Γιόζεφ Μένγκελε και πως η αφήγηση-«θεατρικό έργο» μού έδινε αυτή τη δυνατότητα: ένας άντρας σε ένα βαγόνι θα γινόταν ο «Μένγκελε», μια γυναίκα απέναντί του θα γινόταν η «Εσθήρ», όλα θα συνέβαιναν υπό το πρόσχημα του παιχνιδιού «αν είσαι, είμαι», το βαγόνι θα γινόταν το εφιαλτικό όνειρό τους. Έξαφνα τα πάντα έμοιαζαν πολύ εύκολα, σχεδόν φυσικά.
Το «έργο» ΜΕΝΓΚΕΛΕ * όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι γράφτηκε σε τέσσερις εβδομάδες· ωστόσο, για τους λόγους που μόλις ανέφερα, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ πως γραφόταν για είκοσι χρόνια. Και σκέφτομαι πως, διόλου συνειδητά αλλά μάλλον όχι τυχαία, η τωρινή «θεατρική» αφήγηση συναντιέται με εκείνο το θαμμένο μυθιστόρημα των είκοσι δύο μου χρόνων: και στα δύο, το (πραγματικό ή νοερό) τίναγμα του ζεστού, άγριου αίματος από ένα λαιμό καλείται να ολοκληρώσει την ατελή ανθρωπότητα, το αφόρητο αδιέξοδο των ιστορικών καιρών – καλείται να φτιάξει, για μια ακόμη φορά, μια αιμάτινη έξοδο από την αρένα της λεγόμενης «ανθρώπινης κατάστασης».
Από το 2012, οπότε γράφτηκε, ο ΜΕΝΓΚΕΛΕ βρέθηκε στη σκηνή δώδεκα φορές. Η πρώτη παράσταση του έργου (αυτή που σκηνοθέτησε το 2013 ο Κώστας Φιλίππογλου με πρωταγωνιστές τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Μυρτώ Αλικάκη παίχτηκε για τέσσερα χρόνια συμπληρώνοντας περισσότερες από 200 παραστάσεις σε εννέα πόλεις. Η παράσταση που σκηνοθετεί η Χρύσα Καψούλη στο Θέατρο Φούρνος από τον Φεβρουάριο του 2022 είναι η δωδέκατη..
Ο Γιοζεφ Μένγκελε είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Ο Μένγκελε βρίσκεται στα έγκατα του Ολοκαυτώματος, που έτσι κι αλλιώς είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό, διάλεξε ο ίδιος να πάει εκεί για να εγκαθιδρύσει το βασίλειο της προσωπικής φρίκης του: το Εργαστήριο. Ο βιομηχανοποιημένος θάνατος του στρατοπεδικού κόσμου στην περίπτωσή του μεταλλάσσεται στη μεταφυσική μιας αλληλουχίας υπερανθρωπικών αποφάσεων. Ο Μένγκελε έραβε τα συκώτια ή άλλαζε τα μάτια ζωντανών παιδιών επειδή το σκέφτηκε, επειδή είχε την ιδέα, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί διαμελίζει και επανασυναρμολογεί τις κούκλες του. Ό,τι μέσα στους αιώνες προσπάθησε η Δύση να προσδιορίσει ως σταθερό ηθικό αξίωμα (δηλαδή ως καλό) στην περίπτωση του Μένγκελε βιάζεται, διαμελίζεται, αφανίζεται: η ζωή, η παιδικότητα, η αξιοπρέπεια του προσώπου, η ατομικότητα του σώματος. Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς οποιαδήποτε διαφωτιστική συνθήκη που δεν διερράγη στο εργαστήριο πειραμάτων του Άουσβιτς.
Μένγκελε: Αξίζει τόση ενασχόληση με ένα κτήνος;
Μπορεί να ρωτήσει κανείς: «Αξίζει τόση ενασχόληση με ένα κτήνος που σκότωνε παιδιά κάνοντας πειράματα στο Άουσβιτς;» Απαντάω: Νομίζω πως επιβάλλεται… Και νομίζω πως είναι ένα μεγάλο πολιτισμικό κενό η σιωπή της τέχνης γύρω από τον Μένγκελε. Πέρα από μια σχηματική και επίπεδη ταινία (Τα παιδια από την Βραζιλία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Άιρα Λέβάϊν) η τέχνη αντιμετωπίζει τον Μέγνκελε ως άβατο. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες (και κάθε λογής) πολιτισμικές δημιουργίες και μυθοπλαστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα, χιλιάδες για τον ναζισμό, εκατοντάδες με κέντρο τον Χίτλερ – μα για τον Μένγκελε χάσκει ένα (εντυπωσιακό) κενό. Υπό μία έννοια αυτό ήταν μοιραίο: η τέχνη αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αίνιγμα και ο Μένγκελε είναι περίπου εξαρχής ένα (διαβολικό) σύμβολο – δηλαδή είναι ένα σκεύος. Και δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση ή καλλιτεχνική δημιουργία με σκεύη – παρεκτός κι αν αυτά ζωντανέψουν.
Γιατί, λοιπόν, τόση μυθοπλαστική εμμονή με τον Μένγκελε; Γιατί να γυρεύει κανείς εξακολουθητικά μέσα στο χρόνο μια αφήγηση με κέντρο της το μεγαλύτερο κακό της Ιστορίας; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη: γιατί με ερεθίζουν τα ακρότατα όρια που κουβαλάει η ιστορία του. Και γιατί η συμβολοποίηση του κακού, η αναγωγή του σε συνθήκη μεταφυσική, με προκαλεί. Και ίσως γιατί νιώθω πως, αν ο Μένγκελε παραμείνει ένα σκεύος του κακού που θα αντιμετωπίζεται τελετουργικά (όπως μας επιβάλλει η συμβολοποίηση), τότε η φρίκη του Εργαστηρίου του δικαιώνεται και ο «Todesengel» (μάς) έχει κερδίσει. Καμιά ιστορική ή παροντική κτηνωδία δεν θα ακυρωθεί επειδή θα την παραχώσουμε στο βάλτο της μεταφυσικής, κανένα ηθικό κενό δεν θα γεφυρωθεί επειδή θα πάψουμε να το προφέρουμε. Η συμβολοποίηση του κακού είναι ο θρίαμβός του.
Μένγκελε: Δικαιούμαστε να κάνουμε την Ιστορία αισθητική αφήγηση;
Πολλοί φίλοι, άνθρωποι εξαιρετικά σοβαροί και καλοπροαίρετοι, με ρωτάνε: «Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, πραγματικοί άνθρωποι, που αφανίστηκαν μέσα στο Άουσβιτς, που μαρτύρησαν στο Εργαστήριο του Μένγκελε. Πώς δίνεις το δικαίωμα στον εαυτό σου να τους κάνεις λογοτεχνία; Δικαιούμαστε να κάνουμε την Ιστορία αισθητική αφήγηση, αγνοώντας την ιερότητα της ιστορικής μνήμης;» Προφανώς η ερώτηση αυτή αφορά κάθε μυθοπλαστική αφήγηση γύρω από το Ολοκαύτωμα, αλλά και από κάθε εκατόμβη της Ιστορίας. Απαντάω: δικαιούμαστε να φανταζόμαστε τα πάντα, δικαιούμαστε να αφηγούμαστε τα πάντα. Αυτό, εξάλλου, γυρεύουν οι άνθρωποι από την τέχνη: να μπαίνει στο άβατο δωμάτιο, να αγνοεί τη δοσμένη (ή την επικείμενη) ιερότητα. Τέχνη που κανοναρχείται από μια δοσμένη ιερότητα δεν είναι πια τέχνη: είναι, αλίμονο, τελετουργία.
«Και γιατί η τέχνη πρέπει να μιλάει για όλα;» μπορεί να επιμείνει κανείς. «Δεν υπάρχουν πολιτισμικές επικράτειες για τις οποίες πρέπει να σιωπά;» Απάντηση: όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες επικράτειες. Εάν ο πολιτισμός μας είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, η τέχνη είναι η πιο ισχυρή εκδοχή της μνήμης των κοινωνιών – και γι’ αυτό και διαχρονικά αναγνωρίζεται ως η απώτατη μορφή πολιτισμικής δημιουργίας. Το Για ποιον χτυπά η καμπάνα του Χέμινγουεϊ παράγει από μόνο του πολύ περισσότερη μνήμη από όλες τις δεκάδες χιλιάδες των μελετών που γράφτηκαν και γράφονται για τον Ισπανικό Εμφύλιο. Κανείς δεν θυμάται τους γαλαζοαίματους πρίγκιπες και τους βαρόνους της Γαλλίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όλοι μας όμως θυμόμαστε ένα δεκάχρονο χαμίνι που ζούσε στα ρείθρα των δρόμων, τον Γαβριά, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε μέσα στις σελίδες του Ουγκώ. Μέσα από μια ανεξήγητη, ακατανόητη όσο και απρόβλεπτη διαδικασία, η τέχνη αποκαλύπτει την κοινωνική μνήμη – με τον ίδιο τρόπο που η σμίλη αποκαλύπτει το σχήμα του γλυπτού αφαιρώντας το μάρμαρο που τη φυλακίζει.
Στο ίδιο διαλεκτικό νήμα, μου τέθηκε περισσότερες από μία φορές η ακόλουθη σκέψη: «Βάζοντας τον Μένγκελε στο κέντρο μιας μυθοπλαστικής αφήγησης, μεταβάλλοντάς τον από συμβολικό σκεύος σε αίνιγμα, δίνοντάς του το λόγο να μιλήσει για την αγάπη –ή για το ό,τι ο ίδιος εννοούσε ως “αγάπη”– μπαίνεις στη διαδικασία να τον κατανοήσεις: έτσι τον κάνεις οικείο, τον υπάγεις σε μια διαλεκτική διαδικασία εκ νέου κρίσης, τον σχετικοποιείς, τοποθετώντας τον στο πάνθεον των λογοτεχνικών ηρώων. Η αποσυμβολοποίησή του κατά κάποιον τρόπο τον “ζωντανεύει”, τον επανανθρωπίζει, δίνοντάς του μία ακόμη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει και να ανακυκλώσει την κτηνωδία του και το μίσος του για την ανθρώπινη φύση».
Απαντάω: Ο συλλογισμός αυτός δεν στερείται μιας συνεπούς ακολουθίας επιχειρημάτων – μα στο σύνολό του είναι εξωφρενικός. Αν αυτή η ακολουθία έστρεχε, οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις θα έπρεπε να εξαιρούν από το υλικό τους τούς λογής φονιάδες και μεγαλοφονιάδες – για να μην τους δίνουν την «ευκαιρία επιχειρηματολογίας για το μίσος»: με άλλα λόγια, ούτε η Μήδεια, ούτε ο Μακμπέθ, ούτε ο Ρασκόλνικωφ, ούτε ο Μερσώ θα έπρεπε να υπάρχουν στις σελίδες των κειμένων. Δυστυχώς, ο φόνος δεν επινοήθηκε από τη λογοτεχνία: είναι η παλιότερη, διαρκής και εξακολουθητική έκφραση του Homo Sapiens μέσα στην ανθρώπινη πορεία (Homo Necans, δηλαδή άνθρωπος-δολοφόνος, τον ονομάζει ο Βάλτερ Μπούρκερτ). Το φονικό ένστικτο είναι η βασική ανθρωποποιητική συνθήκη που παλεύει να υποτάξει ο πολιτισμός (ό,τι οι άνθρωποι λογαριάζουμε ως πολιτισμό). Αν γυρεύουμε να εκβάλουμε το φόνο ή ό,τι λογαριάζουμε ως ηθικά κακό από την τέχνη, ουσιαστικά ακυρώνουμε την ίδια τη φύση της τέχνης ως αντανακλαστικό σπασμό στην ανθρώπινη περιπέτεια.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε δεν ήταν μια θεϊκή δοκιμασία προς την ανθρωπότητα· δεν υπάρχουν θεϊκές δοκιμασίες, διότι δεν υπάρχει υποκείμενο που να τις επιλέγει. Ο Μένγκελε υπήρξε και γεννήθηκε μέσα στην ανθρώπινη πορεία.
Παρόλο που το όνομά του προκαλεί την αποστροφή μας, η βασική του ορμή («έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι επειδή το θέλω και το μπορώ») μάς είναι απελπιστικά οικεία – πολύ περισσότερο οικεία από όσο θέλουμε να ξέρουμε. Εάν αποδεχτούμε τη συμβολοποίησή του (και τη συνακόλουθη υπαγωγή του στο καλλιτεχνικό άβατο), χάνουμε τη δυνατότητα της ουσιαστικής μνήμης της κτηνωδίας του. Και συνάμα χάνουμε τη δυνατότητα του αναστοχασμού: δηλαδή το να συλλογιστούμε την κτηνωδία του Μένγκελε και μέσα από αυτήν να σκεφτούμε τους εαυτούς μας – και, μέσω του αναστοχασμού, να μετρήσουμε το ενδεχόμενο της δικής μας (μικρής ή μεγαλύτερης) κτηνωδίας. Η απώλεια αυτής της δυνατότητας του αναστοχασμού, η εκχώρησή της στην τελετουργία, είναι πνευματική υποχώρηση· για την ακρίβεια, είναι πολιτισμική ήττα.
Όλες οι μεγάλες κτηνωδίες της Ιστορίας δομήθηκαν πάνω στον συμβολικό λόγο – με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που πολέμησαν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση.
Είναι τόσο καθολική η εφαρμογή της παραπάνω πρότασης, που δεν χρειάζεται καν να εξειδικεύσω σε παραδείγματα: η συμβολοποίηση σκοτώνει – με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνει και ο Θεός. Το Άουσβιτς έγινε επειδή οι Ναζί, ο γερμανικός λαός που τους ψήφισε και ο δυτικός πολιτισμός που τους κυοφόρησε παραδόθηκαν επί αιώνες στη συμβολοποίηση του «κακού Εβραίου». Αν υπήρχαν επαρκείς πολιτισμικές αντιστάσεις σε αυτή τη συμβολοποίηση, δεν θα υπήρχε Ολοκαύτωμα. Το αίτημα του επανανθρωπισμού των ιστορικών υποκειμένων (θυμάτων αλλά και δημίων) δεν συνιστά «σχετικοποίηση», ούτε κατάργηση των ρόλων του θύματος και του θύτη, αλλά ένα στοίχημα για τη δική μας συνείδηση. Ο επανανθρωπισμός του κακού (όσο κι αν μας τρομάζει ως έννοια) είναι ο μόνος δρόμος για να αναλογιστούμε το κατά πόσο ανήκουμε κι εμείς σε αυτό το κακό, για να το μετρήσουμε μέσα μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο πνευματικής επαγρύπνησης.
Θανάσης Τριαρίδης: Δεν γυρεύω από την τέχνη να «καθησυχάσει» την Ιστορία
Με ρωτούνε πολύ συχνά γιατί στο τέλος της παράστασης του ΜΕΝΓΚΕΛΕ δεν έχω μια «κάθαρση», γιατί η υποτιθέμενη «Εσθήρ» δεν καρφώνει ένα σανίδι με καρφί στο κεφάλι του υποτιθέμενου «Μένγκελε». Κάτι τέτοιο, επιμένουν, θα λειτουργούσε λυτρωτικά – θα «ησύχαζε» τις ψυχές των θεατών από την φρίκη του Εργαστηρίου Πειραμάτων του Άουσβιτς.
Όποτε μού απευθύνεται αυτή ερώτηση, απαντάω: δεν είχα καμία πρόθεση να «ησυχάσω» τις καρδιές των θεατών. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις «ησυχασμένες καρδιές» – όλα τα χρόνια που μελετάω το Ολοκαύτωμα μού αποδεικνύουν πως το Άουσβιτς το φτιάξανε άνθρωποι με «ησυχασμένες καρδιές» και ακόμη πιο ησυχασμένες συνειδήσεις. Και είμαι βέβαιος πως το επόμενο Άουσβιτς θα το φτιάξουν (: θα το φτιάξουμε) άνθρωποι με εξίσου «ησυχασμένες» συνειδήσεις.
Δεν γυρεύω από την τέχνη να «καθησυχάσει» την Ιστορία ή την πραγματικότητα, να την λυτρώσει, να την κάνει ανεκτή και υποφερτή. Από την τέχνη γυρεύω ακριβώς το αντίθετο: να διασαλεύσει την συνθήκη του εαυτού, να καταστρατηγήσει την ζωτικό κανόνα της αυτοκατάφασης. Να μας κάνει να υποψιαστούμε πως ο επόμενος Μενγκελε είμαστε εμείς.
Στις μέχρι τώρα παραστάσεις του ΜΕΝΓΚΕΛΕ, ανεξάρτητα από την διαφορετική κάθε φορά σκηνοθετική ματιά, υπάρχει μετά το τέλος του έργου μια αμήχανη σιωπή που κρατάει παράταιρα αρκετά δευτερόλεπτα – σαν οι θεατές να μην ξέρουν αν είναι σωστό να χειροκροτήσουν. Με ικανοποιεί η παγωμάρα που απλώνεται μέσα στο σκοτάδι. Θα ήθελα, αν ήταν δυνατόν, ετούτος ο υποτιθέμενος «διάβολος του Διαφωτισμού» να κλείσει τα μάτια του κάθε θεατή με τα δάχτυλά του – όπως όταν κλείνει κανείς τα μάτια ενός νεκρού. Μια τέτοια στιγμή ίσως να ήταν αφετηρία αναστοχασμού.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η Θεοδώρα Τζήμου οδηγεί και οδηγείται από μια ομάδα νέων και ταλαντούχων ηθοποιών σε σκηνοθεσία της Ζωής Χατζηαντωνίου
Ο πρώην γιατρός που αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με το θέατρο, οι πετυχημένες παραστάσεις, οι διακρίσεις και το νέο του έργο στο θέατρο του Νέου Κόσμου
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την παράσταση στο «Θέατρον» και την ανάγκη του κοινού για έργα με κοινωνικο-πολιτικά μηνύματα
Συνεχόμενα sold out για τη λυτρωτική ροκ τελετουργία για τον Αντονέν Αρτώ με τον Γεράσιμο Γεννατά
Ο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης μας μίλησε για την παράσταση όπου συμμετέχει αλλά και για το θέατρο σκιών
Μιλήσαμε με τον δημοφιλή σκηνοθέτη που μετέτρεψε τη σκηνή της Στέγης σε «αρένα» ενός rave party για την παράσταση «Οξυγόνο»
Το θεατρικό ισπανικό έργο της Μάρτα Μπαρσελό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, είναι ένας ύμνος στη αγάπη δίχως όρους
Ο ηθοποιός φέρνει στη σκηνή την αληθινή ιστορία της Charlotte Von Mahlsdorf, της πιο διάσημης Γερμανίδας trans γυναίκας
Τι παραστάσεις ξεκινούν στα θέατρα της Αθήνας τις μέρες που ακολουθούν;
Το έργο του Τζέφρι Ναφτς, εντασσόμενο στην γκέι δραματουργία, διαθέτει μια στιβαρή, αν και πλέον κλασική, δομή, αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που η τρέχουσα δραματουργία σπάνια τολμά να θίξει
Ο Ιωάννης Απέργης πρωταγωνιστεί στο διασημότερο μουσικό παραμύθι όλων των εποχών
Τι μας είπε ο σκηνοθέτης για το έργο και τον Μποστ λίγο πριν την πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Μιλήσαμε με τη συγγραφέα του «Frankenstein & Eliza» λίγο πριν την πρεμιέρα στο θέατρο Πορεία
Μια παράσταση της Χριστίνας Κυριαζίδη για το φως και το σκοτάδι της γυναικείας ψυχής
Η γνωστή ηθοποιός μιλάει για το έργο «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο θέατρο ΕΛΕΡ και όλα όσα την απασχολούν
Το θέατρο Πόρτα άνοιξε την πρόβα του έργου του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, σε νέους 14-17 ετών
Κριτική για την παράσταση στο θέατρο Κνωσός
Κωμωδίες, υπαρξιακές αναζητήσεις, σάτιρα, σύγχρονες μεταφορές κλασικών έργων, πρεμιέρες σύγχρονων έργων
Το έργο της Μάρτα Μπαρσελό αποτυπώνει τη διαδρομή της σχέσης «μητέρας-κόρης», μετά την ανατρεπτική απόφασή τους να εφαρμόσουν τους όρους ενός άρρηκτου συμβολαίου
Μια καριέρα που ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.