Θεατρο - Οπερα

Ο Πασκάλ Ραμπέρ, οι «Δύο αδελφές» και οι λέξεις σαν σφαίρες

«Ξεκίνησα να γράφω για να ανακαλύψω άλλες "ηπείρους", τη "χώρα" των γυναικών. Έχω γράψει πολλά έργα για γυναίκες γιατί θέλω να τους δίνω θέση στον ανδροκρατούμενο κόσμο του θεάτρου»

Ιωάννα Γκομούζα
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Πασκάλ Ραμπέρ μιλάει στην ATHENS VOICE για την παράσταση «Δύο αδελφές» και τη δουλειά του.

Στο παλιό αρχοντικό σπίτι στην Πλάκα, όπου έμεινε το διάστημα που βρέθηκε στην Αθήνα, ο Πασκάλ Ραμπέρ ξεφυλλίζει την κατάγραφη ατζέντα του, που είναι γεμάτη ως το 2024! Τα έργα του –όσα ήδη φιγουράρουν σε ένα πλούσιο δραματουργικό corpus αλλά και τα περίπου 5-6 καινούργια που του ανατίθενται και δημιουργεί κάθε χρόνο– γίνονται αφορμή να βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει για να τα σκηνοθετεί σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου, από την Κίνα και την Ιαπωνία έως τη Λίμα του Περού και το Καράκας της Βενεζουέλας. Κι όμως, οι «Δύο αδελφές», που ανέβηκαν τον φετινό χειμώνα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε παραγωγή της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας, (και κατεβάζουν αυλαία την Τρίτη 1/3/2022) σηματοδοτούν μόλις την πρώτη επαγγελματική στάση στην Ελλάδα για τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη, διακεκριμένο για το σύνολο του έργου του από την Γαλλική Ακαδημία καθώς και με το Μεγάλο Βραβείο Δραματικής Λογοτεχνίας από το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου στη χώρα του.

Ο Πασκάλ Ραμπέρ, η Γιούλικα Σκαφιδά και η Μυρτώ Αλικάκη σε πρόβα για την αθηναϊκή παράσταση του έργου "2 αδελφές"

Φιλόξενος και χαμογελαστός με υποδέχεται με καλοκαιρινές εικόνες από την αγαπημένη του Μεσόγειο, άλλωστε και ο ίδιος μεγάλωσε στην Νίκαια, στον νότο της Γαλλίας. Με ταξιδεύει με τις περιγραφές του στο μοναδικό φως και τη θέα από το αρχαίο θέατρο των Δελφών που τον μαγεύει, αλλά και στο άξενο τοπίο της Φολεγάνδρου όπου επιστρέφει για διακοπές κάθε χρόνο και ονειρεύεται να αποκτήσει κάποτε ένα εξοχικό σπίτι. Μου μιλά για το πόσο με έναν ιδιαίτερο τρόπο, μέσα από τις ποιότητες του φωτός και την αρχιτεκτονική, η Αθήνα του θυμίζει την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για τις σπουδές του στη φιλοσοφία και την αγάπη του για τον Καβάφη.

Πιστεύει σ’ ένα θέατρο που βασίζεται στη δύναμη των λέξεων. Στο έργο του που ανέλαβαν να μας συστήσουν από σκηνής η Μυρτώ Αλικάκη και η Γιούλικα Σκαφιδά, ο λόγος καταιγιστικός γίνεται επί ενενήντα λεπτά το όπλο σε μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων που φέρνει στο φως έριδες, πικρίες, αγανάκτηση και ανοιχτούς λογαριασμούς από την παιδική ηλικία. Ένα ανελέητο λεκτικό μπρα-ντε-φερ ανάμεσα σε δύο αδελφές που ενεργοποιεί ο θάνατος της μητέρας τους και το γεγονός ότι η μία δεν ενημέρωσε την άλλη εγκαίρως ώστε να προλάβει να την αποχαιρετίσει.

«Είναι στην πραγματικότητα μια δυνατή βίαιη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο αδελφές, που έχουν εντελώς διαφορετική επαγγελματική ταυτότητα – η μία είναι δημοσιογράφος και η άλλη εργάζεται σε ΜΚΟ» μου λέει και διευκρινίζει: «Με συναρπάζει η αδελφική σχέση που έχουν οι γυναίκες. Είχα δύο φίλες Ιρανές και τις παρατηρούσα με προσοχή. Έχω έναν αδελφό αλλά θα μου άρεσε να έχω και μια αδελφή. Πάντα, από το σχολείο ακόμα, μου άρεσε περισσότερο η παρέα των κοριτσιών. Απεχθανόμουν το ποδόσφαιρο. Έπαιζα για λίγα λεπτά και όταν έβγαινα από το ματς, έμενα στον πάγκο με τα κορίτσια και τα άκουγα να μιλούν για τα δικά τους. Ήταν η καλύτερή μου στιγμή να ακούω για έναν κόσμο που δεν ήταν δικός μου. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, από το ενδιαφέρον μου να ανακαλύψω άλλες «ηπείρους», τη «χώρα» των γυναικών. Έχω γράψει πολλά έργα για γυναίκες, εξαίρετες ηθοποιούς γιατί θέλω να τους δίνω θέση στον ανδροκρατούμενο κόσμο του θεάτρου.

Η Μυρτώ Αλικάκη και η Γιούλικα Σκαφιδά επί σκηνής στις "2 αδελφές" του Πασκάλ Ραμπέρ

Γιατί επιλέξατε τη Μυρτώ Αλικάκη και τη Γιούλικα Σκαφιδά για το αθηναϊκό ανέβασμα του έργου; Ποια είναι τα στοιχεία που εκτιμάτε σε έναν/μία ηθοποιό;

Είναι δύσκολο να πω. Έχει να κάνει με μια ενέργεια. Αυτό που σου βγάζει κάποιος. Υπάρχουν άνθρωποι που ερμηνεύουν έναν ρόλο και δεν συμβαίνει τίποτα, ενώ με άλλους σε κατακλύζει ένα φως. Συνάντησα πολύ καλές ηθοποιούς όσο αναζητούσαμε τις πρωταγωνίστριες. Η Μυρτώ και η Γιούλικα, όμως, έχουν κάτι κοινό: δουλεύουν σκληρά και αλληλοσυμπληρώνονται.

Για την επιλογή κάθε φορά δουλεύω σε σχέση με το εύρος και την ένταση της φωνής, τη σχέση ανάμεσα στα σώματα, τις φωτεινές και τις πιο σκοτεινές ενέργειες, την ποιότητα του δέρματος. Δεν κάνω κάστινγκ, συζητώ μαζί τους. Είναι όπως όταν επιλέγουμε τους φίλους μας ή τον άνθρωπο που αγαπάμε, δεν εξηγείται.

Στις παραστάσεις μου ο χρόνος που εξελίσσεται μπροστά σου είναι ο πραγματικός χρόνος της ζωής. Δεν υπάρχει διάλειμμα για τους ηθοποιούς, όλοι βρίσκονται διαρκώς στην σκηνή. Σε κάποια έργα είναι οκτώ ή είκοσι άτομα, σε αυτό μόλις δύο αλλά υπάρχει τρομερή ένταση. Ο Σωκράτης έλεγε ότι η σκέψη δεν πηγαίνει από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β. Eίναι όπως ένας σκύλος που πηγαινοέρχεται, σε περιτριγυρίζει κ.λπ. Έτσι γράφω. Τα κείμενά μου είναι μια ροή λόγου. Δίνω μια μορφή σε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας και που υπάρχει στη σκέψη μας. Δεν αφορούν διανοητικά ζητήματα, είναι προφορικός λόγος, αλλά υπάρχουν πολλά επίπεδα γλωσσολογικά και λόγου σ’ αυτά που γράφω. Άλλοτε, δηλαδή, ο λόγος είναι πιο πεζός άλλοτε πιο προσεγμένος. Ακούω τον κόσμο γύρω μου να μιλά, μου αρέσει να μαθαίνω ξένες γλώσσες. Τα έργα μου ανεβαίνουν στα κινεζικά, στα ιαπωνικά, στα κροατικά, στα βασκικά, ακόμα στα εσθονικά. Η γαλλική γλώσσα είναι τόσο πλούσια και είναι μεγάλη ευτυχία να γράφεις και μετά να βρίσκεις ισοδύναμα σε καμιά τριανταριά διαφορετικές γλώσσες.

Η Γιούλικα Σκαφιδά στην παράσταση "2 αδελφές, Μυρτώ και Γιούλικα" στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Γράφετε έργα ειδικά για τους ηθοποιούς που συναντάτε και επιλέγετε να δουλέψετε μαζί τους ανά τον κόσμο. Γιατί; Τι σας προσφέρει κάτι τέτοιο ως δραματουργό και σκηνοθέτη;

Γράφω από 16 ετών –ξεκινώντας με ποίηση στην εφηβεία μου. Η λογοτεχνία και η συγγραφή είναι μια στιγμή επιστροφής εντός μας. Σταδιακά άρχισαν να προκύπτουν στα κείμενά μου μικροί διάλογοι. Δεν είμαι σκηνοθέτης, έγινα με έναν οργανικό τρόπο, καθώς άρχισα να γράφω θεατρικά έργα και να τα ανεβάζω στη σκηνή.

Πάντα τα θεατρικά μου προέκυπταν μετά από τις συναντήσεις μου με ανθρώπους. Με την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία σχεδιάζουμε μια νέα παραγωγή για το 2024. Θα ξαναέλθω, λοιπόν, στην Ελλάδα για να δω 50-60 ηθοποιούς, χωρίς να έχω συγκεκριμένες ιδέες. Μέσα από τις συζητήσεις μας σχετικά με το ποιοι είναι και τι κάνουν στη ζωή τους πολύ σύντομα θα προκύψει ένα συλλογικό πορτρέτο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι σε μια-δυο μέρες θα ξέρω τι έργο θα γράψω. Έτσι δουλεύω πάντα. Όταν έγραφα για την Εμανουέλ Μπεάρ, τον Ντενί Πονταλιντές, την Οντρέ Μπονέ μετασχημάτιζα την ενέργεια και τη ζωή τους σε λέξεις.

Είναι διαφορετικό, βέβαια, με τις Αδελφές, ένα έργο που το έχω ανεβάσει σε πολλές χώρες συναντώντας κάθε φορά εξαίρετες ηθοποιούς. Πάντως, ο κύριος λόγος που δέχτηκα την πρόταση να το ανεβάσω στην Ελλάδα, πέρα από την πολύ καλή ομάδα, την περιέργεια και την αγάπη μου για τη χώρα σας, είναι η ομορφιά της ελληνικής γλώσσας. Όταν ακούω το έργο στα ελληνικά (π.χ. τις λέξεις νύχτα, πλάσμα, ακόμα και… σκατά), ακούω αντίστοιχες της γαλλικής γλώσσας, τα ακούω όλα. Ως συγγραφέας ανακαλύπτω τις βάσεις από τις οποίες προέρχεται η γλώσσα μου. Έκανα σπουδές φιλοσοφίας αλλά, αν δεν τα είχα καταφέρει στο θέατρο, θα μου άρεσε να έχω ασχοληθεί με την φιλολογία. Με ενδιαφέρει η ετυμολογία, το ταξίδι των λέξεων, ο μετασχηματισμός τους. Ας πούμε, όταν άκουσα το «άντε» που λέτε, μαζί με τη σχετική χειρονομία, μου εξήγησαν τι σημαίνει και ότι ως λέξη έχει τουρκική προέλευση. Σκέφθηκα τότε ότι στα σερβοκροατικά το άιντε σημαίνει το ίδιο πράγμα, πήγαινε. Αυτή είναι η χαρά μου, να συνδέω τις λέξεις, να βλέπω την ιστορία τους.

Η Μυρτώ Αλικάκη στην παράσταση "2 αδελφές, Μυρτώ και Γιούλικα" στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Πώς προσεγγίζετε τους ηθοποιούς και δουλεύετε μαζί τους;

Συζητάμε για τα πάντα, για τη ζωή τους, τις επιθυμίες τους. Για παράδειγμα, η Γιούλικα δεν είναι ιδιαίτερα ομιλητική όπως εγώ. Με ενδιέφερε πολύ η σωματική της στάση όταν συναντηθήκαμε, μου λέει τόσα πράγματα. Την αποκαλώ Λάρα Κροφτ γιατί είναι πολύ δυνατή. Μετά μου ανάφερε ότι τρέχει μαραθώνιο και ασχολείται με τον αθλητισμό. Βλέπεις έναν άνθρωπο μέσα από το περιβάλλον του, από αυτά που κάνει. Δεν χρειάζομαι να τις δω να παίζουν για να ξέρω αν είναι κατάλληλες για το ρόλο, το νιώθω. Έχω ανεβάσει 250 παραγωγές και, πλην μίας φοράς, δεν έχω κάνει λάθος. Αγαπώ τους ανθρώπους, είμαι εκεί, τους υποστηρίζω. Οι ηθοποιοί καταλαβαίνουν, δεν χρειάζεται να εξηγήσεις πολλά. Ποτέ καμιά και κανείς τους δεν μου είπε «τι σημαίνει αυτό;».

Η ανθρώπινη συνθήκη βρίσκεται στο επίκεντρο της δουλειάς σας. Μιλήστε μας για τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.

Είναι οι σημαντικές στιγμές της ζωής αυτό που με ενδιαφέρει, οι ιστορίες, ο θάνατος, το τέλος ενός έρωτα ή μιας φιλίας, ο φόβος της μοναξιάς, οι οικογενειακές σχέσεις. Από εκεί προέρχονται όλα, από τις οικογενειακές σχέσεις και τη λαχτάρα για εξουσία. Καμιά φορά αναρωτιέμαι σε τι χρησιμεύει το να γράφουμε θεατρικά έργα, όταν θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο θέατρο αποκλειστικά με τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, του Σαίξπηρ και του Τσέχωφ. Όλοι εμείς οι κατοπινοί δεν είμαστε τίποτα. Χρειάζεται, όμως, να γράφουμε για να ξανασκεφτόμαστε τον κόσμο.

Το θέατρο, λοιπόν, για σας εδράζεται στην πραγματικότητα;

Για μένα είναι μια πραγματικότητα ξαναδουλεμένη. Προσπαθώ να δίνω σχήμα στην προφορικότητα, σε κάθε επίπεδο της γλώσσας. Και δείχνω πως η γλώσσα είναι ένα όπλο καταστροφής, με τις λέξεις να εκτοξεύονται σαν πραγματικές σφαίρες. Δεν γράφω πάνω σε ένα θέμα, το κύριο θέμα μου είναι η γλώσσα, αυτό που λέει κι αυτό που διαλέγει να πει. Η ανεξάντλητη ικανότητά της να ανακαλεί και ταυτόχρονα τα όριά της. Η γλώσσα είναι ένα νησί, που μπορεί να είναι τεράστιο, αλλά, όπως και τα βράχια της Φολεγάνδρου, σταματά, έχει όρια. Η δουλειά μου είναι να το δείχνω αυτό.

Οι τεταμένες σχέσεις με βίαιες εκρήξεις είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο σχεδιάζετε τις ιστορίες σας. Είναι ένας τρόπος για να ανακαλύψετε τον άλλον και κατ’ επέκταση τον εαυτό σας μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις;

Δεν είμαι βίαιος, ποτέ δεν χτυπήθηκα με κάποιον και δεν χτύπησα κανέναν, αλλά το θέατρο είναι σύγκρουση. Μπορούμε φυσικά να κάνουμε μεταδραματικό θέατρο, χωρίς συγκρούσεις. Αλλά εγώ, αν και ασχολούμαι με το σύγχρονο θέατρο, ανήκω ακόμα στην κλασική σχολή σε ότι αφορά τη γλώσσα και την προσέγγιση στη σκηνή ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν συμφωνούν. Η καταγωγή του θεάτρου είναι η διαφωνία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Οι οικογενειακές συγκρούσεις στην ελληνική τραγωδία έχουν να κάνουν με την πόλη. Προσωπικά δεν γράφω για οικογένειες, συνοικίες, πόλεις, χώρες που βρίσκονται σε σύγκρουση, αλλά για αντιπαραθέσεις σε υπαρξιακό επίπεδο.

Δουλεύοντας με νέους ηθοποιούς ηλικίας 26-27 ετών στη Γαλλία για την παράσταση «Dreamhouse» επέστρεφα συνεχώς στα όνειρά τους και έβγαζα από μέσα τους αυτό που παραμένει κρυμμένο. Τρόμαζαν που έβλεπαν ότι κατοικούνταν από όλα αυτά που είχαμε ζήσει στο Παρίσι στις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015. Ήταν έφηβοι τότε, αλλά αυτή η φρίκη υπάρχει ακόμα στα όνειρά τους.

Με εξαίρεση την «Αρχιτεκτονική», τα έργα μου περιστρέφονται συχνά γύρω από το θέατρο, γιατί ο κόσμος του δεν είναι κλειστός. Αντιθέτως είναι ένας δέκτης που όλη η ζωή επιστρέφει, μπαίνει μέσα του. Η ζωή είναι παρούσα σε μια απογευματινή πρόβα.

Τα θεατρικά σας συχνά είναι αλληλένδετα, το προηγούμενο εμπεριέχει το επόμενο. Ξετυλίγοντας το νήμα της δουλειάς σας, τι μας λένε για εσάς ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο;

Στη Γαλλία ξεκίνησε η έκδοση του συνόλου του έργου μου. Μου ζήτησαν, λοιπόν, ένα μικρό κείμενο για το εξώφυλλο και νομίζω πως είναι αυτό: πιστεύω ότι είμαι μια φράση. Με βλέπεις, φοράω μαύρα ρούχα όπως κι εσύ, αλλά είμαι μια φράση στην πραγματικότητα. Είπα στον εκδότη μου ότι θα μπορούσα να πάρω όλα τα έργα μου, να τους βγάλω τον τίτλο, να βάλω το ένα κείμενο μετά από το άλλο και αυτό θα δημιουργούσε ένα ον. Το βλέπει κανείς και στις Δύο αδελφές. Όταν μιλούν είναι μια φράση που περνά από τη μια στην άλλη. Μιλάμε για δύο σώματα, αλλά μια φράση, ο λόγος, περνά σαν φίδι ανάμεσά τους. Έχτισα τα πάντα πάνω στον λόγο, γιατί για μένα ο λόγος είναι η έκφραση του ανθρώπου.

Το αναφέρατε με κάποιον τρόπο και προηγουμένως αλλά έχετε δηλώσει ότι «Είναι δύσκολο να γράφει κανείς θέατρο σήμερα, γιατί κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι όλα έχουν ειπωθεί. Κι όμως, όλα πρέπει να γίνουν από την αρχή». Ποια είναι, λοιπόν, η ιστορία που θέλετε να γράψετε και να την πιάσετε ξανά από την αρχή;

Μια ιστορία ομορφιάς. Δουλειά μου είναι να δημιουργώ ομορφιά και η ομορφιά βρίσκεται στη συνεργασία με τις ηθοποιούς. Η απόλυτή τους δέσμευση. Δεν υπάρχει κάποιο έργο που θέλω να γράψω. Το έργο που γράφω κάθε φορά είναι αυτό που βρίσκεται στο μυαλό και στο πώς λειτουργούν οι άνθρωποι που συναντώ. Κάποιες φορές είμαι πολύ δυσαρεστημένος με τον εαυτό μου –όχι με τους ηθοποιούς– γιατί είναι δύσκολο να κάνεις σύγχρονο θέατρο. Είμαι σίγουρος πως βγαίνοντας από μια παράσταση έργου του Σαίξπηρ, θα μελαγχολήσω, γιατί ως συγγραφέας βλέπω την ευφυϊα του και το ότι εγώ είμαι μυρμήγκι μπροστά σ’ αυτό. Όπως όταν ένας αρχιτέκτονας που έρχεται στην Αθήνα, βλέπει τον Παρθενώνα και νιώθει τόσο λίγος...

H κριτικός της Le Monde βλέποντας τις Δύο αδελφές στη Γαλλία έγραψε «Αμφιβάλλω αν κάποιος από τους θεατές μπόρεσε να κοιμηθεί μετά». Αυτό θέλετε να προκαλούν τα έργα σας; Πώς θέλετε να βγαίνει το κοινό από τις παραστάσεις σας;

Η οικογένειά μου δεν είχε σχέση με τους καλλιτεχνικούς κύκλους – οι γονείς μου είχαν ένα γκαράζ στη Νίκαια. Ήμουν 16-17 χρονών και ένα βράδυ πήγα με φίλους στο θέατρο. Όταν βγήκα, δεν ήμουν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα την αίσθηση που είχα: είπα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Κατόπιν άρχισα να γράφω, να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί όλο αυτό και κάποια στιγμή είδα μια παράσταση της Πίνα Μπάους, πρέπει να ήταν το 1982. Κεραυνοβολήθηκα! Πήγαινα κάθε βράδυ και κάθε φορά ένιωθα έτσι. Πίστευα ότι αν επέστρεφα στο θέατρο, θα ένιωθα τη βία της ομορφιάς και θα καταλάβαινα κάτι για την ανθρωπότητα. Η Πίνα Μπάους κατάλαβε κάτι για τους ανθρώπους. Ίσως και ο Μπέκετ, ο Μολιέρος σίγουρα, ο Μπαλζάκ, ο Καβάφης, επίσης ο Προυστ. Θα ήθελα ο κόσμος να βγαίνει από τις Δύο αδελφές έχοντας ταρακουνηθεί, έχοντας νιώσει ένα σοκ. Το θέατρο προκαλεί αντιδράσεις στο σώμα. Δεν το καταφέρνω, βέβαια, πάντα και παντού. Υπάρχουν στη Γαλλία και αυτοί που απεχθάνονται τη δουλειά μου.

Μια και αναφερθήκατε στην επίδραση της Πίνα Μπάους, είστε συνεργάτης καλλιτέχνης στο Théâtre des Bouffes du Nord in Paris, σας έχει επηρεάσει το έργο του Πήτερ Μπρουκ; Άλλες επιρροές που αναγνωρίζετε στη δουλειά σας;

Το έργο του Πήτερ Μπρουκ και της Αριάν Μνουσκίν δεν είναι το θέατρο που παρακολουθούσα νεώτερος. Έβλεπα λίγο πιο σύγχρονα πράγματα. Από την άλλη, τρέφω βαθύ θαυμασμό για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη. Σε ότι αφορά άλλες επιρροές, θα ανάφερα τον Κλοντ Ρεζί, έναν μοναδικό σκηνοθέτη στην Γαλλία, και τον Αντουάν Βιτέζ. Επίσης, τον Τόμας Μπέρνχαρντ, ο οποίος υπήρξε πολύ σημαντικός για μένα κατά τη δεκαετία του ’80, όπως και ο Πέτερ Χάντκε. Δυο ποιητές της γλώσσας που με απελευθέρωσαν γιατί μέσα από τα έργα τους μου έλεγαν: «Πασκάλ μπορείς, είσαι ελεύθερος, δεν είσαι υποχρεωμένος να γράψεις κλασικό θέατρο. Το θέατρο, η ζωή, ο κόσμος δεν είναι έτσι. Στο θέατρο μπορείς να κάνεις τα πάντα. Μη φοβηθείς να είσαι ελεύθερος». Είμαι, λοιπόν ελεύθερος, δεν είμαι αλυσοδεμένος. Οι άνθρωποι είναι συχνά δυστυχισμένοι επειδή ζουν στον καιρό των άλλων. Εγώ ζω στην εποχή μου. Δεν λέω πρέπει να κάνεις αυτό ή το άλλο. Η ελευθερία και το να αποφασίζεις μόνος σου για τον χρόνο σου είναι οι προϋποθέσεις της ευτυχίας. Η δυστυχία έρχεται από τα πρέπει. Έχω επιλέξει, κάνοντας θέατρο, να αναδημιουργώ πραγματικότητες στις οποίες υπάρχω, στις οποίες θέλω να ζήσω. Οι κόσμοι που έχω δημιουργήσει είναι σχεδόν ένας κόσμος στον οποίο ζω.

Βρίσκεστε έτσι σε μια καθημερινή αντιπαράθεση με τον εαυτό σας;

Ναι, δεν είναι πάντα πολύ ευχάριστο… Ειλικρινά χάρηκα όταν ολοκλήρωσα τις Αδελφές. Είναι τόσο βίαια όσα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, που όταν το έγραφα έλεγα ότι τώρα θα το τελειώσω γιατί μου κάνει κακό σωματικά.