- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Φτηνά τσιγάρα» ξανά, 22 χρόνια μετά στην ΕΛΣ
Τι μας είπαν ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο Ρένος Χαραλαμπίδης και ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος για τη μουσικοθεατρική μεταφορά της καλτ ταινίας που κάνει πρεμιέρα απόψε
Φτηνά τσιγάρα στην ΕΛΣ: Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος και ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος μιλούν στην ATHENS VOICE
«Θα ’θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω, η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα ούτε που πρόλαβα να αρχίσω […]»
Η ταινία «Φτηνά τσιγάρα» σε σενάριο και σκηνοθεσία Ρένου Χαραλαμπίδη θα μείνει για πολλούς λόγους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 15 Νοεμβρίου του 2000 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μετέπειτα παιζόταν στον αθηναϊκό κινηματογράφο Απόλλων, σε -ως επί το πλείστον- άδειες αίθουσες. Η εμπορική αποτυχία της ταινίας αλλά και η πενιχρή υποστήριξη που γνώρισε από τους κριτικούς της εποχής εκείνο το πρώτο φθινόπωρο της νέας χιλιετίας έμελλε να σημαδέψουν την εγχώρια ποπ κουλτούρα, χαρίζοντας στις γενιές των αμέσως επόμενων εικοσάρηδων και τριαντάρηδων μια από τις πιο πολύτιμες «καλτ ανακαλύψεις» της. Γιατί στην καλτ σημειολογία εκείνο που πολλές φορές μετράει είναι ακριβώς αυτή η χαρά της ανακάλυψης, ο ενθουσιασμός του να κοινωνείς ως μέλος μιας τάξης των λίγων ένα παραγνωρισμένο από την κάστα των πολλών μήνυμα, και προσεκτικά και επιλεκτικά να το περνάς κι εσύ με τη σειρά σου στα επόμενα μάτια και αυτιά που πιστεύεις ότι θα το εκτιμήσουν, χτίζοντας έτσι τη μικρή, συνεκτική ομάδα πιστών με τους οποίους θα μπορείς εφεξής να συνεννοείσαι στον κοινό, κρυφό κώδικα των συλλεκτών. Των συλλεκτών στιγμών και αποτσίγαρων, ταινιών και δίσκων, καφέδων και ονείρων.
Τα «Φτηνά τσιγάρα» δεν άργησαν πολύ να βρουν αυτήν τη δικαίωση από τους δικούς τους συλλέκτες. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι άδειες κινηματογραφικές αίθουσες των πρώτων προβολών ξεθώριασαν μπροστά σε ένα ολοένα αυξανόμενο κύμα νέων θαυμαστών της ταινίας που την έβλεπαν και την ξανάβλεπαν σε dvd στα εφηβικά τους δωμάτια και σε φρεσκονοικιασμένα φοιτητικά σπίτια, τη γνώριζαν σε αυτοσχέδιες προβολές σε ταράτσες, μπαλκόνια και αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα, την αναπαριστούσαν σε ραντεβού στον Λυκαβηττό και σε νυχτερινές βόλτες στην Πανεπιστημίου, της έδιναν ραντεβού στα θερινά σινεμά του κέντρου τον Δεκαπενταύγουστο. Η υπέροχα άδεια καλοκαιρινή Αθήνα, που χωράει μόνο ένα απροσδόκητο ζευγάρι για μία και μόνο νύχτα με υπόκρουση την ποίηση του flaneur αφηγητή της και τη φωνή της Έλλης Πασπαλά, έγινε το νεο-ρομαντικό σύμβολο μιας νέας κοπής αστικής περιπλάνησης που με τη σειρά της οδήγησε την πόλη στον μελλοντικό εαυτό της.
Είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη εκείνη προβολή, τα «Φτηνά τσιγάρα» μοιάζουν να μην εξαντλούνται στις sold out επετειακές τους προβολές, ούτε να αναπαύονται στις δάφνες της cult μυθολογίας που έχουν κερδίσει. Ανάβουν ξανά και λένε πάλι την ιστορία τους με έναν αναπάντεχο, φαντασμαγορικό τρόπο, μέσα από τη φόρμα του μιούζικαλ και κάτω από τη στέγη της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης θα βρεθεί πάνω στη σκηνή, υπηρετώντας ως αφηγητής τη νέα μουσικοθεατρική εκδοχή της ιστορίας των «Φτηνών τσιγάρων», υπό τη σκηνοθετική ματιά του Κωνσταντίνου Ρήγου, ενώ ο συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής της ταινίας Παναγιώτης Καλαντζόπουλος συμπράττει ενεργά με την προσθήκη νέων τραγουδιών στην αρχική παρτιτούρα, που έπαιξε κι αυτή τον δικό της και διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο στο αποτύπωμα του φιλμ στο συλλογικό κινηματογραφικό θυμικό.
Στο εγχείρημα αυτό που δημιουργεί μεγάλη αναμονή τόσο στο παραδοσιακό κοινό της ταινίας όσο και σε όσους επιθυμούν να διαπιστώσουν τα όρια εξέλιξης της κινηματογραφικής φόρμας και της αντίστροφης μεταγλώττισής της στη θεατρική (και δη στη μουσικοθεατρική γλώσσα), βασικό συστατικό αποτελεί το μείγμα του ανθρώπινου παράγοντα, με τους αυθεντικούς συντελεστές της ταινίας να λειτουργούν ως εγγυητές της πρωτότυπης αισθητικής και τους νέους να αναλαμβάνουν να γυρίσουν για τα καλά τη σελίδα στο νέο αυτό κεφάλαιο της ιστορίας των «Φτηνών τσιγάρων». Στη συζήτηση που ακολουθεί με τη δημιουργική τριανδρία των Ρένου Χαραλαμπίδη, Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και Κωνσταντίνου Ρήγου αναδεικνύεται ακριβώς αυτή η υβριδική σύσταση της παράστασης, που εν τέλει είναι η υβριδική φύση της πόλης, μιας πόλης που βρίσκεται σε ένα ακόμα μεταβατικό στάδιο, σε μια ακόμη μεταβατική εποχή.
Αν και η ταινία «Φτηνά τσιγάρα» σημάδεψε με πολλούς τρόπους την εποχή της και την ποπ κουλτούρα των επόμενων δεκαετιών, για πολύ κόσμο το ότι θα παρουσιαστεί ξανά στη φόρμα του μιούζικαλ σίγουρα δεν ήταν και η πιο αναμενόμενη είδηση. Πώς γεννήθηκαν αυτή η ιδέα και η πρωτοβουλία;
Ρένος Χαραλαμπίδης: Ο κινηματογράφος έχει δύο μεγάλους κριτές. Τον χρόνο και την επιδραστικότητα σε άλλες τέχνες. Για τα «Φτηνά τσιγάρα» το δεύτερο στοίχημα κερδήθηκε με τη συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή. Αυτό που προϋπήρχε στην ταινία για να ανάψει αυτή η σπίθα είναι η καταγραφή της διακριτικής γοητείας του τέλους του 20ού αιώνα στην Αθήνα, ίσως και κάποια αυθεντική ρομαντική διάθεση που σήμερα έχει αποκτήσει υπεραξία. Η ιδέα για τη Λυρική Σκηνή δεν ήταν δική μου. Ανήκει στον μαέστρο Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και τον διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, τον Αλέξανδρο Ευκλείδη.
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Μετά την παταγώδη επιτυχία του 2000 η ταινία έκανε μια «παταγώδη» επιτυχία στο διαδίκτυο και στον νέο κόσμο. Το παράδοξο αυτό ήταν που μας οδήγησε, που ζητούσε να την ξαναδούμε.
Είναι συμπυκνωμένες οι αισθήσεις μας από τις βόλτες στην Πανεπιστημίου, φιλιά στις στοές, τρεξίματα στο πλακόστρωτο κάτω από την Ακρόπολη και τα ξημερώματα στην αλάνα του Λυκαβηττού. Ένα παράξενο road movie εσωτερικής συζήτησης και εξωστρεφών καθημερινών χαρακτήρων.
-Κωνσταντίνος Ρήγος
Τι είναι αυτό που «είδε» ο καθένας σας στο εγχείρημα ως κίνητρο για να συμμετάσχει; Πρόκληση, πειραματισμός, νοσταλγία, ένας τρόπος να ειπωθεί η ιστορία διαφορετικά;
Ρ. Χ.: Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα υπάρχει μια ανάγκη να ρίξουμε μια μάτια στην καλλιτεχνική παραγωγή του τέλους του προηγούμενου αιώνα. Σαν να πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κρατήσουμε και τι θα αφήσουμε πίσω. Έτσι κοιτάω τις πίσω μου σελίδες και νοσταλγικά αλλά και δημιουργικά. Θεωρώ ότι αυτή η μουσική παράσταση, όπου για πρώτη φορά η Λυρική ανεβάζει ελληνική ταινία, είναι ένας άλλος τρόπος για να ξεσκαρτάρω προσωπικά το κινηματογραφικό μου ταξίδι.
Κωνσταντίνος Ρήγος: Για μένα είναι πρόκληση και πειρασμός. Η ταινία είναι ένας ύμνος στη νωχελικότητα του αθηναϊκού καλοκαιριού. Μία υπέροχη βόλτα στο νυχτερινό ελληνικό καλοκαίρι σε μια καυτή άσφαλτο με υγρασία και το βουητό του ανεμιστήρα πριν γίνει air-condition. Το έργο για το πέρασμα από την αναλογική στην απόλυτα ψηφιακή εποχή. Είναι συμπυκνωμένες οι αισθήσεις μας από τις βόλτες στην Πανεπιστημίου, φιλιά στις στοές, τρεξίματα στο πλακόστρωτο κάτω από την Ακρόπολη και τα ξημερώματα στην αλάνα του Λυκαβηττού. Ένα παράξενο road movie εσωτερικής συζήτησης και εξωστρεφών καθημερινών χαρακτήρων.
Π. Κ.: Για εμένα ήταν μια βάση για να γράψω 15 καινούργια τραγούδια στη φόρμα του μιούζικαλ. Αυτό από μόνο του είχε μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν μια όμορφη πρόκληση.
Τι να περιμένει ένας fan των «Φτηνών τσιγάρων» από το μιούζικαλ; Ποια είναι τα νέα στοιχεία στην ιστορία;
Ρ.Χ.: Μια νέα ερμηνεία της ταινίας μέσα από μια άλλη καλλιτεχνική φόρμα όπως το μουσικό θέατρο, στο πλαίσιο του κύρους ενός φορέα όπως η Εθνική Λυρική Σκηνή. Επίσης να περιμένει τα νέα εξαιρετικά τραγούδια που έγραψε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και τη διονυσιακή ματιά του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Κ.Ρ.: Το καινούργιο στοιχείο είναι σίγουρα η μουσική και οι στίχοι που εξελίσσουν τις ιστορίες των ηρώων επί σκηνής. Ο θεατής της ταινίας έχει μια λεπτομερή άποψη για τον κάθε χαρακτήρα και οι fan σίγουρα ακουμπούν πάνω στις λεπτομέρειές του κάθε ρόλου. Μου θυμίζει πολύ τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι θεατές το «Rocky Horror Show». Στο θέατρο όμως τα πράγματα είναι αλλιώς, ο θεατής επιλέγει που θα εστιάσει και η σκηνοθεσία μου κάνει focus στο σύνολο και σε έναν έντονο παλμό δράσης. Οι ήρωες τις ταινίας συναντιούνται 22 χρόνια μετά στην ίδια ηλικία με αυτή που είχαν στην ταινία για να συμμετάσχουν σε ένα group therapy και να καταλάβουμε ότι οι προβληματισμοί της ταινίας αντικατοπτρίζονται και στο σήμερα.
Π.Κ.: Είναι μία υβριδική παράσταση τα «Φτηνά τσιγάρα». Κωμωδία και λυρισμός, σινεμά και θέατρο, βωμολοχία και ρομάντζο. Αυτά τα ζεύγη αντιθέτων είναι που έχουν το ενδιαφέρον.
Τα «Φτηνά τσιγάρα» είχαν ικανό στοιχείο χιούμορ αλλά ταυτόχρονα ήταν και ένα βαθιά λυρικό έργο. Αλλάζουν εδώ οι αισθητικές και καλλιτεχνικές ισορροπίες λόγω του ισχυρού κωμικού χαρακτήρα του είδους της οπερέτας;
Π.Κ.: Όλα τα στοιχεία είναι μία ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα αντίθετα. Εκεί παίζεται η επιτυχία της νεο-ρομαντικής οπερέτας «Φτηνά τσιγάρα».
Κ.Ρ.: Για εμένα το στοίχημα είναι να κρατηθεί αυτή η «κυνική λυρικότητα» της ταινίας, κάτι που ακουμπά και αισθητικά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω συνολικά το θέατρο. Θέλω να δημιουργήσω, περισσότερο, ένα έργο αισθήσεων και γεγονότων με αφορμή την ταινία παρά μια θεατρική αναπαράσταση της ταινίας. Για αυτό και εστιάζω στον τρόπο που ψυχαναλύονται οι ήρωες στην ταινία. Όλα τα πρόσωπα στα «Φτηνά τσιγάρα» κάθονται και συζητούν σε παγκάκια, καφέ, εστιατόρια, καντίνες – αυτή ακριβώς τη συνθήκη μετατρέπω σε ένα καθιστικό μιούζικαλ, θέλοντας να φτιάξω στην πραγματικότητα ένα lounge group therapy musical.
Ρ.Χ.: Οι ισορροπίες, άλλωστε, είναι μέσα στον πυρήνα αυτής της ταινίας. Στο κουκούτσι της. Όπου και αν πέσει αυτό το κουκούτσι, αυτό που θα φυτρώσει θα έχει μια πυρηνική αρμονία λυρισμού και χιούμορ.
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα νέα «Φτηνά τσιγάρα» του Κωνσταντίνου Ρήγου; Ποιες ήταν οι σκηνοθετικές προκλήσεις κατά τη μεταφορά της ταινίας στη σκηνή και πώς αποτυπώνεται σκηνικά και αισθητικά την περιπλάνηση στην πόλη που είναι ένα από τα βασικά μοτίβα της ταινίας;
Κ.Ρ.: Τα δικά μου «Φτηνά τσιγάρα» είναι μια ηλεκτρισμένη σκηνικά εκδοχή του έργου, που έχει εστιάσει σε όλες τις λεπτομέρειες της ταινίας. Τα χρώματα πορτοκαλί, πράσινα, κίτρινα, μπλε τα neon lights, τις πινακίδες, τα καθιστικά την αίσθηση της υγρασίας κ.λπ. Η πόλη λειτουργεί σαν μια περιπλάνηση στο μυαλό του αφηγητή. Σε ένα λευκό δωμάτιο στο μέλλον, 20 χρόνια μετά, κλεισμένος στην προσωπική του οδύσσεια, ο Ρένος, συντροφιά με την ανάμνηση εκείνης της συνάντησης με τη Σοφία, θυμάται τη βόλτα βλέποντας τον αντικατοπτρισμό του στο πρόσωπο του θεατρικού του ειδώλου. Θέλω να δώσω μια σαφή αίσθηση σε σχέση με τη νέα φράση που προσθέσαμε από άλλο κείμενο του Ρένου που λέει «ότι στη ζωή τα πράγματα είναι απλά αλλά όχι και τόσο απλά».
Η Αθήνα του ’90 είναι πολύ διαφορετική από την Αθήνα του 2022 και ταυτόχρονα πολλά πράγματα έχουν μείνει ίδια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ταινία είχε συλλάβει εκείνη τη μεταβατική στιγμή της πόλης ανάμεσα στους δύο χωροχρόνους της. Ποια Αθήνα θα είναι το φόντο του μιούζικαλ και πώς θα αποτυπωθεί;
Κ.Ρ.: Στη θεατρική εκδοχή η Αθήνα είναι μια αίσθηση αλλά όχι μια υπάρχουσα κατάσταση, βρίσκεται περισσότερο στην ανάμνηση των ηρώων.
Π.Κ.: Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν, όπως έλεγε κι ο Ρασούλης. Κανείς δεν ήξερε όταν γινόταν η ταινία ότι ήταν συγχρόνως και μια καταγραφή εκείνης της συμβολικής χρονιάς του τέλους του 20ού αιώνα, μια φωτογραφία της Αθήνας που μεταλλάχθηκε. Αλλά η Αθήνα μεταλλάσσεται ασταμάτητα από την εποχή της αντιπαροχής και μετά – δεν είναι τα τρόλεΐ, ή τα κόκκινα τηλέφωνα, οι άδειοι δρόμοι, ή του Ζόναρς. Είναι το ότι εθελοτυφλούμε μπροστά στο άσχημο από εγωισμό και απληστία. Δεν θα αλλάξει αυτό, το κακό συνεχίζει ακάθεκτο.
Ρ.Χ.: Έτσι η Αθήνα του μιούζικαλ είναι η Αθήνα που αναζητά τα νέα υλικά του μύθου της για τη νέα εποχή. Σαν να ετοιμάζεις μια μεγάλη μετακόμιση και πρέπει να αποφασίσεις τι θα πετάξεις και τι θα κρατήσεις.
Τα τραγούδια που έγραψα τα έγραψα σαν να ήταν για καινούργιο έργο. Κράτησα από τον ήχο της ταινίας το ερμαφρόδιτο χρώμα πιάνου και βιμπράφωνου.
- Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Η μουσική της ταινίας έχει γράψει κι εκείνη τη δική της ιστορία τόσο ως αναπόσπαστο μέρος της, όσο και αυτόνομα. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να προστεθούν νέα μουσικά κεφάλαια και τραγούδια σε ένα τόσο χαρακτηριστικό soundtrack; Πώς ήταν αυτή η δημιουργική διαδικασία και ποιες είναι οι γέφυρες μεταξύ των νέων τραγουδιών και της αρχικής παρτιτούρας;
Π.Κ.: Τα τραγούδια που έγραψα τα έγραψα σαν να ήταν για καινούργιο έργο. Κράτησα από τον ήχο της ταινίας το ερμαφρόδιτο χρώμα πιάνου και βιμπράφωνου. Είμαι περίεργος να δω αν τα τραγούδια που έχουν βωμολοχίες θα βρουν τον δρόμο τους προς στα ραδιόφωνα.
Όπως είναι γνωστό, η ταινία δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία κατά την πρώτη περίοδο της προβολής της, και έπρεπε να περάσει ικανό χρονικό διάστημα για να εκτιμηθούν η αισθητική και το περιεχόμενό της. Έχετε δηλώσει κατά καιρούς ότι ήταν μια αποτυχία που σας επηρέασε και διαμόρφωσε και τις μετέπειτα δημιουργικές επιλογές σας. Πώς συμφιλιώνεται κάποιος με την «κακή κριτική» για ένα τόσο προσωπικό καλλιτεχνικό πόνημα;
Ρ.Χ.: Στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα, έχουμε δημοσιογράφους που γράφουν κριτικές για το σινεμά και όχι κριτικούς. Για να ακριβολογούμε, λένε απλά τη γνώμη τους. Δεν έχουν το ειδικό βάρος του αναγνωρισμένου και αποδεκτού κριτικού. Προσωπικά δεν ξέρω κανέναν που να έχει σημαντικές εξειδικευμένες σπουδές ή έστω να έχει γράψει ένα αναγνωρισμένο βιβλίο για τον κινηματογράφο που θα του έδειξε το κύρος για να «κρίνει». Άρα η κριτική με απασχολεί στον βαθμό που επηρεάζει τα εισιτήρια και όχι την ουσία. Όταν είχε βγει η ταινία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά καθόριζαν τα εισιτήρια. Όχι πια. Άρα οι κακές κριτικές εκείνης της εποχής είναι σαν σκληρές ερωτικές απογοητεύσεις της εφηβείας σου από νεανίδες που πια είναι ώριμες κύριες και τις συναντάς τυχαία στον δρόμο και όλα φαίνονται χαριτωμένα.
Π.Κ.: Η κριτική είναι για τους κριτικούς και για το μέρος εκείνο του κόσμου που έχει διάθεση να κριτικάρει. Για εμένα, που γράφω, μετράει η εμπειρία που ζω την ώρα που το γράφω και το κοινό που όταν ακούει το τραγούδι ζει μέσα από εμένα μια παραπλήσια εμπειρία, αυτό το κομμάτι με αφορά. Όσο για επιτυχίες και βραβεία, είναι εφήμερες εκδηλώσεις αγάπης που βοηθάνε κάπως τις συνθήκες της επόμενης δουλειάς, τίποτα άλλο.
Πιστεύετε ότι το Internet και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν επηρεάσει και ενδεχομένως αλλάξει την επαφή του κοινού με την τέχνη; Υπό την έννοια ότι η τέχνη γίνεται μεν προσιτή σε ευρύτερο κοινό, ταυτόχρονα ωστόσο καθίσταται πιο ευάλωτη στους κινδύνους μιας καταναλωτικής κουλτούρας;
Κ.Ρ.: Είναι γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει μια διαφορετική προσβασιμότητα, μια πιο άμεση ενημέρωση αλλά ίσως αφήνουν περιθώρια ευκολίας στο να χάσεις το ενδιαφέρον σου για το τελικό αποτέλεσμα.
Π.Κ.: Όλοι ξέρουμε ότι το Internet έφερε τα πάνω κάτω, και η σχέση του κοινού με την τέχνη δεν αποτελεί εξαίρεση. Αφαίρεσε όμως από αυτή τη σχέση τον κόπο. Ωστόσο ο κόπος που ξοδεύουμε για να πάμε να βρούμε ένα πρόσωπο, μια παράσταση, το οτιδήποτε μας ενδιαφέρει είναι που μας συνδέει με τα πράγματα. Χωρίς τον κόπο δεν καταλαβαίνουμε πόσο αξίζει κάτι. Οπότε τι να το κάνω το προσιτό; Όταν η επαφή δεν έχει κόπο δεν έχει προσπάθεια δεν έχει βάθος, δεν έχει και μέλλον.
Ρ.Χ.: Έχει έρθει μια καινούργια εποχή, για την οποία είναι νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα. Παρακολουθώ την εξέλιξη με τον ενθουσιασμό και την αμηχανία παιδιού που πάει πρώτη μέρα στο σχολείο. Χαίρε, νέα χιλιετία! Παραδίνομαι στον καλπασμό σου!
Σαν να ετοιμάζεις μια μεγάλη μετακόμιση και πρέπει να αποφασίσεις τι θα πετάξεις και τι θα
κρατήσεις.
- Ρένος Χαραλαμπίδης
Σε μια πόλη λοιπόν που αλλάζει και όμως καταφέρνει να μένει η ίδια, σε αυτή την καινούργια εποχή, ποια είναι η αγαπημένη σας βόλτα στην Αθήνα και ποια μουσική παίζει από πίσω;
Π.Κ.: Η βόλτα στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη ήταν τα τελευταία χρόνια η αγαπημένη μου. Όσο για τη μουσική είμαι σαν τους σεφ – δοκιμάζω, δεν τρώω, και μαγειρεύω. Άρα δεν ακούω, γράφω.
Κ.Ρ..: Ξημερώματα στον Λυκαβηττό, ακούγοντας το «Love is in the air».
Ρ.Χ.: Την εποχή αυτή επιστρέφω κι εγώ στον Λυκαβηττό με τον ενθουσιασμό της κατάκτησης των Ιμαλαΐων. Ξαναβρίσκω τη μυστική του χαράδρα, τον σκελετό από το θέατρο-φάντασμα των ιστορικών συναυλιών της νεότητάς μου, και ένα ωραίο μοναχικό φινάλε στην καντίνα, παρατηρώντας την πολεμική σειρήνα στον βράχο. Από πίσω παίζει κάποια πιανιστική μελωδία του Einaudi εις ανάμνηση της συνεργασίας μας στον «Ιούλιο Καίσαρ» του Σαίξπηρ στο Θέατρο Τέχνης, πριν από λίγα χρόνια, και των μεσημεριανών σύντομων γευμάτων δίπλα στο σπίτι του στο Μιλάνο, όπου μου έλεγε πόσο αγαπάει την Αθήνα και τη Σέριφο. Κάποιες Κυριακές χαράματα, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, ανέβαινα στην κορυφή για να παρακολουθήσω ολομόναχος την ανύψωση της σημαίας από ένα μικρό στρατιωτικό άγημα. Λέω να κρατήσω τη συνήθεια, γιατί νιώθω ότι σε αυτή τη φάση της ζωής μου είμαι σε εκστρατευτική ετοιμότητα.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της ATHENS VOICE