Θεατρο - Οπερα

Είδαμε τον «Χαλεπά» της Αργυρώς Χιώτη στη Στέγη

Οι διαδρομές ενός ευαίσθητου, πονεμένου και καταπιεσμένου μυαλού, που παλεύει με τους δαίμονές του και την ασίγαστη ανάγκη για δημιουργία.

Όλγα Σελλά
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χαλεπάς: Εντυπώσεις από την παράσταση για τη ζωή του γλύπτη που σκηνοθετεί η Αργυρώ Χιώτη στη Στέγη.

«Κάναμε τσιγάρο μαζί, Μαυρομιχάλη και Ακαδημίας». Μια στιγμή, μια φευγαλέα ανάμνηση από τη ζωή ενός προικισμένου όσο και θολωμένου μυαλού, ενός μεγάλου δημιουργού, του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Και μ’ αυτή τη φράση ξεκινάει η παράσταση «Χαλεπάς» που σκηνοθετεί η Αργυρώ Χιώτη στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μια παράσταση που επιχειρεί να «εικονογραφήσει» την προσωπικότητα και τη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά, χρησιμοποιώντας σαν αφήγηση στιγμές από τη ζωή του, που καθόρισαν τη διαδρομή και τον ψυχισμό του. Και το «εικονογραφήσει» δεν είναι σχήμα λόγου, αφού η Αργυρώ Χιώτη έστησε μια εικαστική παράσταση, που συνομιλεί με πολλά είδη θεάτρου: με installation, με όπερα, με σωματικό θέατρο… Ήταν ίσως ο τρόπος της να προσεγγίσει τα πολλά και διαφορετικά «πρόσωπα», τις πολλές και διαφορετικές «φωνές», τις πολλές και διαφορετικές διαθέσεις, συμπεριφορές και εκφράσεις που αποτελούσαν τον Γιαννούλη Χαλεπά στη διάρκεια της ζωής του.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης έχει στηθεί ένας κυπαρισσώνας, με αληθινά δέντρα, που φτάνουν μέχρι την πλατεία και που θα μεταφυτευτούν σε πάρκα της Αθήνας μετά το τέλος της παράστασης. Είναι τα δέντρα που φύονται εκεί που υπάρχει απόλυτη ησυχία και απόλυτη μοναξιά, στα νεκροταφεία. Είναι τα δέντρα που υπάρχουν εκεί που βρίσκεται το γνωστότερο από τα έργα του, «Η κοιμωμένη». Και μέσα στον κυπαρισσώνα κινείται ο Γιάννούλης (Σίμος Κακάλας) και το άλλο του κομμάτι (Αντώνης Μυριαγκός). Κι αυτά τα δύο κομμάτια (εύστοχη θεατρική αποτύπωση της διπολικότητας από την Αργυρώ Χιώτη, έξοχη η ερμηνεία και των δύο) τσακώνονται, υπονομεύονται, αλληλεξοντώνονται, αγαπιούνται, προχωρούν μαζί κάποια στιγμή. Και από τις συστάδες των κυπαρισσιών βγαίνουν φιγούρες πολλές -μνήμες, ζωντανές και νεκρές,  ζωντανών και νεκρών. Κι αυτές οι φιγούρες σχηματίζουν διαρκώς συμπλέγματα ανθρώπινα, όλα αυτά που σκέφτεται να ζωντανέψει με το μάρμαρο και το καλέμι, αφού σε τέτοιο σπίτι είχε μεγαλώσει, στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής του πατέρα του στην Τήνο και στα σύννεφα της μαρμαρόσκονης. Και αργότερα η οικογένεια έρχεται στην Αθήνα, κι ο Γιαννούλης αρχίζει μαθήματα γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, και μόλις το 1876 σμιλεύει την «Κοιμωμένη» του. Και μετά θέλει να είναι με τη Μαριγώ, τον νεανικό του έρωτα, με την οποία μοιράζεται το τσιγάρο, γωνία Ακαδημίας και Μαυρομιχάλη και που θέλει να την παντρευτεί. Αλλά οι γονείς της αρνούνται κι ο Γιαννούλης καταρρέει, χάνεται.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Στη σκηνή της Στέγης του παίρνουν το τσιγάρο από το χέρι, έτσι όπως του παίρνουν τη Μαριγώ πρώτα, όπως του παίρνουν το καλέμι μετά. Ο Γιαννούλης χάνεται σε άλλους κόσμους, γίνεται παιδί. Καταστρέφει τα έργα του, θέλει να καταστρέψει και τη ζωή του. Το μουσικό μοτίβο (Jan Van Angelopoulos) είναι ο χτύπος του καλεμιού και ο αφόρητος θόρυβος που κυριαρχεί στο μυαλό του. Κι ακούγεται σκληρά, επίμονα, επαναλαμβανόμενα.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Ακολουθούν τα χρόνια του εγκλεισμού στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, το εξιτήριό του το 1902, η επιστροφή στην Τήνο δίπλα στη μητέρα του, η οποία πιστεύει ότι η γλυπτική ήταν η αρρώστια του, γι’ αυτό και του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο και τη δημιουργία. Και καταστρέφει κι άλλα γλυπτά του, όσα είχαν απομείνει.  «… και νύσταξα πολύ νωρίς τον ύπνο του θανάτου» «Δεν έχουν καλοσύνη τα μάτια των ανθρώπων» «ολόκληρος μέσα στον όλεθρο βουλιάζει», είναι τα λόγια που βάζει στο στόμα του ο The Boy, που υπογράφει το συγκλονιστικό λιμπρέτο και τη θαυμαστή δραματουργία. Είναι τα χρόνια που ο Γιαννούλης χάνεται στις παρυφές των ονείρων του και όσων κουβαλάει στο πονεμένο μυαλό του, που ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται την πέτρα, και τι μπορεί να εικονίσει πάνω της: «Κάθε πέτρα κρύβει μέσα μιαν εικόνα».

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Και μετά έρχεται η ώρα της επιστροφής στη δημιουργία. Ήταν 65 ετών όταν πέθανε η μητέρα του και ήταν η στιγμή που ο Γιαννούλης Χαλεπάς ξανάπιασε τα εργαλεία του. Μια στιγμή που εικονοποιείται πολύ ωραία από την Αργυρώ Χιώτη με την καθοριστική συμβολή του The Boy και τη μουσική του Jan Van Angelopoulos: «Εμένα είναι τα χείλη μου, μονίμως μαραμένα, εμένα είναι τα χάδια σου που με κρατάν, εμένα/ που λένε στην καρδιά μου, να μην εσταματήσει, να ξαναλειτουργήσει» τραγουδούν όλα τα πρόσωπα και είναι σαν το τραγούδι της επιστροφής στη δημιουργία. Και πλέον συμφιλιώνεται με τον άλλο του εαυτό, και όλα τώρα κυλούν χωρίς καπνούς, χωρίς ομίχλη, χωρίς θόρυβο, μόνο με τραγούδι α καπέλα, σαν χάδι.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Η Αργυρώ Χιώτη συνέλαβε μια πολύ ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα οπτική για την παράσταση, την δούλεψε πολύ, είχε συνεργάτες σε κάθε τομέα της παράστασης (σκηνικά Εφη Μπίρμπα, λιμπρέτο The Boy, μουσική και ήχοι Jan Van Angelopoulos, φώτα Τάσος Παλαιορούτας, κίνηση Χαρά Κότσαλη,) και μια ομάδα ηθοποιών (Σίμος Κακάλας, Χαρά Κότσαλη, Αντώνης Μυριαγκός, Γιώργος Νικόπουλος, Αλίκη Στενού, Δημήτρης Σωτηρίου, Αργυρώ Χιώτη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη), που υλοποίησαν και ανέδειξαν την αρχική της σύλληψη. Όλα και όλοι μαζί ακολούθησαν μ’ έναν ιδιαίτερο όσο και άψογα εκτελεσμένο σκηνικό τρόπο τις διαδρομές ενός ευαίσθητου, πονεμένου και καταπιεσμένου μυαλού, που παλεύει με τους δαίμονές του και την ασίγαστη ανάγκη για δημιουργία.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice