- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Αμαντέους» σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου
Εντυπώσεις από την πρόβα τζενεράλε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Είδαμε την πρόβα τζενεράλε της θεατρικής παράστασης «Αμαντέους» σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Αγαπημένο έργο και στο θέατρο και στην κινηματογραφική του μεταφορά, για την οποία φρόντισε σεναριακά ο συγγραφέας του. «Αμαντέους», του Πήτερ Σάφερ. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1979 σε σκηνοθεσία Πήτερ Χολ και από τότε γοητεύει τους θεατές όλων των θεάτρων του κόσμου, αφού δεν έπαψε έκτοτε να παρουσιάζεται.
Και γοητεύει, προφανώς, ο εύστοχος τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε ο Πήτερ Σάφερ δύο ιστορικές προσωπικότητες, με τα πάθη τους, με τις φοβίες τους, με τις αυτοκαταστροφικές τους επιλογές, με τον τρόπο που το ταλέντο θεραπεύει ή και συντρίβει αυτούς που το φέρουν. Και γιατί το κοινό, διαχρονικώς, γοητεύεται όταν φωτίζονται άγνωστες πλευρές των επωνύμων. Και γιατί ο Πήτερ Σάφερ διαχειρίστηκε με μοναδικό τρόπο την αντιπαλότητα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και του επίσης συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, σκύβοντας στον επίσης διαχρονικό φθόνο, στα επίσης διαχρονικά κυκλώματα κάθε μικροκοινωνίας, στην επίσης διαχρονική μικρότητα των ανθρώπων που ονειρεύονται όσα δεν μπορούν να έχουν και έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλονται.
Αυτή τη φορά ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος σκηνοθετεί τον «Αμαντέους» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε μετάφραση Έλενας Καρακούλη. Το έργο ξεκινάει με τον Αντόνιο Σαλιέρι, γέροντα και μόνο, 23 χρόνια από το θάνατο του Αμαντέους Μότσαρτ (πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του 1791 σε ηλικία 35 ετών). Δείχνει έναν άνθρωπο, απελπισμένο, φοβισμένο, μόνο, αποκρουστικό, στοιχειωμένο από την απουσία του Μότσαρτ, τον οποίο φαίνεται ότι δεν έχει πάψει στιγμή να σκέφτεται: «Δεκαέξι χρονών παιδί με μια αγωνία για το σωστό», λέει μέσα στο παραλήρημά του.
Το σκηνικό (Όλγα Μπρούμα, που έκανε πάλι τα μαγικά της) είναι εντυπωσιακό και αφαιρετικό μαζί, με διάφορα επίπεδα, ανοίγματα και κρυφά περάσματα (ρεαλιστικά και συμβολικά) και με τους μουσικούς -τη μουσική- να στέκεται ψηλά, πάνω απ’ όλα, σαν μέσα σε κυλίνδρους, που ταξιδεύει στο χρόνο -σκέφτομαι- και φτάνει πάντα, παντού. Τα κοστούμια παραπέμπουν στην εποχή με μια παιγνιώδη όμως διάθεση, αυτήν ακριβώς που έχει (που παραέχει θα έλεγα) όλο το ύφος της παράστασης, που σε αρκετές στιγμές παραπέμπει στο είδος της φάρσας, σκηνοθετική επιλογή την οποία δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ.
Μια παράσταση με λόγο και μουσική, μια παράσταση με δύο βασικούς χαρακτήρες και αρκετούς περιφερειακούς. Μια παράσταση που κάποιες στιγμές μετέφερε το δράμα, την οδύνη, την εσωτερική μάχη, το πάθος και τα πάθη των δύο βασικών ηρώων. Και άλλες φορές επέλεξε τον θορυβώδη και φανφαρόνικο τρόπο αφήγησης της ιστορίας.
Ο Νίκος Ψαρράς επωμίστηκε το ρόλο του Αντόνιο Σαλιέρι, ενός προσώπου που για χρόνια τον ακολούθησε ο μύθος της δόλιας συμπεριφοράς του απέναντι στον Μότσαρτ, ίσως δε και της ανάμειξής του στο θάνατό του. Ο Πήτερ Σάφερ στο έργο του ακουμπάει σ’ αυτό τον μύθο, αλλά δεν μένει στην επιφάνεια. Αναζητάει κυρίως την πλευρά του Σαλιέρι, το πώς διαχειρίστηκε τις αδυναμίες του, το πώς έκρυψε τον απεριόριστο θαυμασμό του για τον Μότσαρτ: «Όλες αυτές οι νότες· η απόλυτη ομορφιά»· «Τι μου ’χει κάνει αυτός ο Μότσαρτ;»· «Κύριε, άσε τον ήχο να μπει μέσα μου». Και βεβαίως ο Σάφερ επιχειρεί να φωτίσει και το τι μπορεί να συνέβαινε σ το προικισμένο όσο και θολωμένο μυαλό του Αμαντέους Μότσαρτ (Γιάννης Νιάρρος). «Επειδή θέλω να γράφω ένα έργο για αληθινούς ανθρώπους», λέει ο Βόλφι, όταν όλοι τον κατακρίνουν για τους «Γάμους του Φίγκαρο». Και αλλού απαντάει: «Εμένα η μουσική μου είναι πνευματώδης, αλλά απλή». Και στον τελικό του μονόλογο ακούγεται να λέει ο Μότσαρτ: «Από την καθημερινότητα, έφτιαχνα θρύλους».
Χωρίς να παραγνωρίζω ότι είδαμε την πρόβα τζενεράλε, που σημαίνει ότι κάποιες αρρυθμίες ή θέματα ήχου (κυρίως στην αρχή) συγχωρούνται και σίγουρα θα βρουν το δρόμο τους στην πορεία της παράστασης, μένω κυρίως στη σκηνοθετική ματιά, έχοντας την αίσθηση ότι υποβάθμισε σε αρκετά σημεία το βάθος των δύο κεντρικών χαρακτήρων και της αρχικής συγγραφικής πρόθεσης. Έτσι, αρκετές ήταν οι στιγμές που κυριάρχησε ο θόρυβος και η σαρκαστική αντιμετώπιση των ανθρώπων της αυλής, του βασιλιά του ίδιου (Γιάννης Κότσιφας).
Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και οι στιγμές που διακρινόταν πιο καθαρά και πιο μεστά το διακύβευμα του έργου. Ήταν οι στιγμές που οι νότες υπογράμμιζαν τη διαφορά των δύο κεντρικών χαρακτήρων (Μότσαρτ και Σαλιέρι) με έξυπνο τρόπο (ο Δημήτρης Σιάμπος έκανε πολύ καλή δουλειά στην ενορχήστρωση και τη μουσική επιμέλεια). Ή κάποιοι μονόλογοι (όπως ο μονόλογος του Μότσαρτ λίγο πριν το τέλος του)· ή η συνάντηση της Κωνστάνς (Μαίρη Μηνά), της γυναίκας του Αμαντέους, με τον Σαλιέρι, ο ταπεινωτικός, εξουσιαστικός και πονηρός τρόπος με τον οποίο την αντιμετώπισε. Και ήταν αυτή η καλύτερη στιγμή της Μαίρης Μηνά στην παράσταση.
Όσο για τους δύο βασικούς ηθοποιούς: ο Νίκος Ψαρράς σε μια εξαιρετικά ώριμη στιγμή του, απέδωσε με βάθος, με ανατροπές συναισθημάτων, με αποχρώσεις, τον άνθρωπο που θέλει να φαίνεται καλός αλλά λειτουργεί αρνητικά στο παρασκήνιο, τον άνθρωπο που δεν θέλει να χάσει την εξουσία που έχει δηλαδή, ακόμα κι όταν ενταφιάζει τη δημιουργία καλύτερων από αυτόν. Ήταν σε όλες τις στιγμές εναρμονισμένος με το πνεύμα του έργου του Σάφερ. Ο Γιάννης Νιάρρος τώρα, που ασφαλώς είναι μια πολύ καλή επιλογή για τον ρόλο του Αμαντέους, κι όχι μόνο για τη σχέση του με τη μουσική, ήταν συγκλονιστικός στο μονόλογό του. Φοβάμαι όμως αρκετές φορές εμπιστεύτηκε και αρκέστηκε στη δεινότητα της σωματικής του ερμηνείας (στον τρόπο που έχει να εκφράζεται σωματικά δηλαδή) και έδωσε λιγότερο χώρο στην εσωτερικότητα της προσωπικότητας που υποδυόταν. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ακολούθησαν τις σκηνοθετικές οδηγίες χωρίς να διακρίνεται κανείς ιδιαίτερα.
Σε ό,τι αφορά τη σκηνοθετική ματιά του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, έχω την αίσθηση ότι ακολούθησε αυτό που φαίνεται να γίνεται τάση ιδίως στη φετινή σεζόν: έστησε δηλαδή μια παράσταση, με θόρυβο, με έντονη κίνηση, με ισχυρή παρουσία της μουσικής (έτσι κι αλλιώς το απαιτούσε το έργο), με έντονη την παρουσία γέλιου. «Οι παίχτες», «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», «Η Δημοκρατία του Μπακλαβά», «Η φάρμα των ζώων» είναι μερικές από τις φετινές παραστάσεις που πατούν στο ίδιο μοτίβο. Να έχουν «διαβάσει» άραγε οι σκηνοθέτες την ανάγκη του κοινού να ξεδώσει και να γελάσει, μετά τις καραντίνες, το στρες και τον εγκλεισμό,; Να επιχειρούν μ’ αυτόν τον τρόπο να φέρουν θεατές νεότερης ηλικίας στο θέατρο (πράγμα που συμβαίνει φέτος); Ή μήπως απλώς ακουμπούν και ενσωματώνουν στο θέατρο μια γενικότερη κοινωνική συμπεριφορά; Θα το δείξει η πορεία.