- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δημήτρης Παπαδημητρίου: «Μόμπυ Ντικ», ένα μεγάλο ταξίδι
Μιλήσαμε με τον δημιουργό του μιούζικαλ «Μόμπυ Ντικ», που ανεβαίνει και πάλι στις 15 Φεβρουαρίου στο Christmas Theater, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και παραγωγή του Onassis Culture
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μιλάει στην ATHENS VOICE για το μιούζικαλ «Μόμπυ Ντικ», που ανεβαίνει στο Christmas Theater.
Σε πρώτο επίπεδο είναι ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι που μιλάει στα παιδιά αλλά μιλάει και στους μεγάλους. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θέτει μια σειρά από μεγάλα ερωτήματα, κάποια από τα οποία αφορούν την κοινωνία των ανθρώπων, κάποια άλλα τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και κάποια άλλα τη θέση του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Ερωτήματα που διαπλέκονται στο διηνεκές και γεννούν συνεχώς νέες οπτικές.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει διανύσει μια πολύ σημαντική πορεία στον χώρο της μουσικής. Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν από ένα τεράστιο κοινό και οι πρώιμες συνθετικές του αναζητήσεις αποτελούν σημεία αναφοράς για όσους ασχολούνται με την ηλεκτρονική –και όχι μόνο– μουσική στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια δεν διστάζει να περάσει σε μεγαλύτερες φόρμες, με έργα συμφωνικά, ένα υπό έκδοση κοντσέρτο για πιάνο ανάμεσα σε άλλα, χωρίς ποτέ να ξεχνάει την ανθρώπινη φωνή αλλά και τη μαγεία του λόγου, που άλλοτε εμφανίζεται ως ποίηση κι άλλοτε ως στίχος. Ο «Μόμπυ Ντικ», ένα μιούζικαλ, που κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί όπερα, είναι ένα μεγάλο έργο και το μέγεθός του δεν κρίνεται μόνο από τη διάρκεια…
Πώς ξεκίνησε στην παιδική σας ηλικία ο «Μόμπυ Ντικ»; Πώς ήρθε;
Όπως το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ήρθε την ώρα του φαγητού, την ώρα που τα δύο μου αδέρφια, και κυρίως o Αντώνης, διάβαζε την ώρα που εμείς τρώγαμε. Διάβαζε πάντα και παντού. Ήταν πολυμαθέστατος, ευρυμαθέστατος επίσης. Ο Αντώνης, λοιπόν, παιδί –μπορεί να ήταν δέκα κι εγώ έξι, στην Αίγυπτο τώρα μιλάμε– είχε μπροστά του ένα «Μόμπυ Ντικ» χιλίων σελίδων το οποίο σφήνωνε ανάμεσα στο δικό του πιάτο και στο πιάτο με τη σαλάτα. Εμείς οι υπόλοιποι παίζαμε καρπαζιές, γελάγαμε με όλη την οικογένεια, και ο Αντώνης ήταν πίσω από το «Μόμπυ Ντικ» και διάβαζε. Έβλεπα εγώ τα εξώφυλλα και ό,τι μου τραβούσε την προσοχή, παρόλο που ήμουν πάρα πολύ μικρός, το έπαιρνα μόλις το τελείωνε, αν και εκείνος διάβαζε το ίδιο βιβλίο δυο και τρεις φορές στη σειρά. Το παίρναμε είτε ο αδελφός μου ο Γιώργος είτε εγώ, όποιος προλάβαινε. Τα βιβλία υπήρχαν, βέβαια, στο σπίτι γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου είχαν τεράστιες βιβλιοθήκες. Οπότε ο Αντώνης κατ’ αρχήν εξάντλησε αυτά τα βιβλία και εν συνεχεία επιτέθηκε και σε άλλα που δεν είχαμε. Ο «Μόμπυ Ντικ» όμως υπήρχε, και υπήρχε μάλιστα εκείνη η περίφημη έκδοση, την οποία έχει ακόμα. Το ίδιο εκείνο βιβλίο.
Συντομευμένο...
Όχι, όχι, ολόκληρο! Θυμάμαι ότι διάβασα σε παιδική ηλικία πολλά βιβλία που δεν ήταν καθόλου παιδικά, επειδή τα είχε διαβάσει ο Αντώνης. Ο «Θρήνος των Βοδιών» για παράδειγμα, του Βουτυρά. Τέτοια βιβλία, περίεργα. Και τα ’χα διαβάσει επτά χρονών. Τώρα τι κατάλαβα δεν ξέρω. Αλλά κατάλαβα ότι ήταν ωραία! Κι αυτό ήταν μεγάλο κέρδος!
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε για πρώτη φορά στο «Μόμπυ Ντικ» γιατί δεν είχε το δεύτερο-τρίτο επίπεδο, εκείνη η πρώτη παιδική ανάγνωση…
Εκείνη τη φορά με τράβηξε η περιπέτεια. Αλλά όταν είσαι έξι χρονών και είσαι και στην Αίγυπτο, σε τραβάει η παρουσία ενός τεράστιου κήτους που μπροστά του ένα καράβι φαίνεται σαν παιδικό παιχνίδι. Και σε τρομοκρατεί, και το θαυμάζεις, και θαυμάζεις κι αυτούς που αγνοούν αυτόν τον κίνδυνο, και παρόλα αυτά πάνε. Έρχεσαι δηλαδή σε επαφή με την έννοια του ανδραγαθήματος και με τις απορίες που αυτό εγείρει. Για ποιο λόγο κάποιος θα ήθελε ένα τέτοιο ανδραγάθημα. Όλα αυτά σ’ ένα παιδί δεν είναι απαντημένα.
Σίγουρα όχι.
Και... βασικά δεν είναι καν ερωτήματα. Θα έλεγα ότι η πρώτη ανάγνωση ταράζει. Δεν απαντάει στα γιατί. Παρόλα αυτά, όμως, είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει μεγαλοσύνη και στην επιφάνειά του και στο βάθος του. Είτε ως παιδικό ανάγνωσμα, είτε ως εφηβικό ή γεροντικό, είναι το ίδιο μεγάλο.
Και τι ήρθε στην επόμενη ανάγνωση επιπλέον του «Μόμπυ Ντικ»... για σας;
Στην ανάγνωση των δεκαέξι ετών νομίζω ότι ελκύστηκα πάρα πολύ από τον ρομαντισμό του πράγματος. Εμένα πάντα με είλκυε πάρα πολύ αυτή η μαγική μετατροπή μέσα στη διάρκεια ενός μυθιστορήματος, ενός αρνητικού ή αντιπαθητικού προσώπου σ’ έναν ήρωα που σε κάνει να κλάψεις γι’ αυτόν. Ο Αχαάβ είναι ένας ήρωας ο οποίος καταλήγει να κουβαλάει στους ώμους του την ανθρωπότητα. Και ξεκινάει ως ένας αντιπαθέστατος, κουτσός, κομπλεξικός, γέρος καπετάνιος. Πενηντάρης είναι βέβαια, για τα χρόνια εκείνα ο πενηντάρης είναι γέρος. Η ρομαντική πλευρά, λοιπόν… που είναι οι τρικυμίες και οι φαλαινοθηρίες, αλλά και η πεμπτουσία του ρομαντισμού που είναι το κυνήγι, η λατρεία του παράξενου.
Στην τρίτη ανάγνωση;
Η τρίτη ανάγνωση έγινε ως εξής. Είμαι στο Tanglewood της Βοστώνης ως fellow στην τάξη της σύνθεσης και μας λένε ότι το μάθημα θα γίνεται στο Nathaniel Hawthorne’s Cottage, το σπίτι-μουσείο του συγγραφέα στη Βοστώνη. O Hawthorne αγαπημένος συγγραφέας! Πάω λοιπόν και βλέπω ένα σπιτάκι! Ωραίο, συμπαθέστατο. Και γινόταν σε μια αίθουσα εκεί το μάθημα, δηλαδή σε ένα δωμάτιο. Κάποια στιγμή ρωτάω τον διευθυντή του Tangelwood, «γιατί λέγεται Nathaniel Hawthorne αυτό;». Γιατί αν ήταν να αφιερώσουν στον Hawthorne κάτι θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο μεγάλο. Και μου λέει, «μα εδώ έμενε και το κληροδότησε». «Μπα..!» «Ναι», μου λέει, «βέβαια». Φαίνεται ότι είδε στα μάτια μου προφανώς μια συγκίνηση, του είπα ότι ο Hawthorne μου αρέσει πάρα πολύ. Μου λέει, «έλα εδώ», μου ανοίγει μια κλειδωμένη πόρτα δίπλα και μπαίνω σ’ ένα προτεστάντικο δωμάτιο, από αυτά τα αμερικάνικα απέριττα, με το περίεργο φως – σαν έργο Σουηδού ζωγράφου. Υπήρχε ένα τζάκι, δύο καρέκλες... και μου λέει «εδώ διάβασε ο Melville τον “Μόμπι Ντικ” στον Hawthorne». Γιατί ο «Μόμπι Ντικ» είναι αφιερωμένος στον Hawthorne. Αυτό εμένα με συγκίνησε πάρα πολύ.Εκεί, λοιπόν, στο Tangelwood, μας παρακαλούσαν κάτι να γράψουμε γι’ αυτούς, και σκέφτηκα, να τι θα ’ταν. Τι να γράψεις για το «Μόμπυ Ντικ» των χιλίων σελίδων; Είχαμε ελάχιστο χρόνο ελεύθερο και δεν είχαμε μυαλό, όμως μου μπήκε η ιδέα και το ξαναδιάβασα με το μυαλό που έπρεπε να έχω για να μπορέσω να συλλάβω βαθύτερους λόγους. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να το διαβάσεις πολλές φορές, με τη μία φορά δεν προλαβαίνεις να χωνέψεις το πρώτο επίπεδο και να πας στο δεύτερο. Και πρέπει να πω ότι και τώρα ακόμα που γράφω κάποια κείμενα για το έργο, ανακαλύπτω συνδέσεις που δεν τις είχα πάρει χαμπάρι. Ιδεολογικούς άξονες που λειτουργούν όπως οι λαγοί, αρσενικοί και θηλυκοί, μέσα σ’ ένα κλουβί. Παράγουν παιδιά ασυστόλως, νέες ιδέες που είναι το παιδί της μιας ιδέας με την άλλη, που δεν τις είχα ποτέ σκεφτεί.
Οι οποίες υπάρχουν στον Melville;
Βεβαίως!
Μήπως είναι αποτέλεσμα δικής σας τωρινής ερμηνείας;
Αποκλείεται να είναι τυχαίες. Γιατί, αν υπάρχει κάτι για το οποίο κάποιος δεν θα μπορούσε να έχει αντίρρηση, θα ήταν ότι τα πάντα είναι συμβολικά. Δεν υπάρχει ούτε μια μύγα που να πέταξε στις χίλιες αυτές σελίδες που να μην είχε έναν συγκεκριμένο συμβολικό λόγο.
Σήμερα, λοιπόν, το ίδιο το βιβλίο τι είναι για σας;
Το βιβλίο για μένα τώρα είναι ένας βράχος στην πλάτη μου. Τον κουβαλάω. Γιατί άμα μπλέξεις με το «Μόμπυ Ντικ», τα πράγματα είναι σοβαρά. Η δουλειά αυτή είναι απίστευτα εργώδης. Αν αποφασίσεις να βάλεις ψιλές και δασείες, οτιδήποτε ελάχιστο, θα σου πάρει μια εβδομάδα μόνο λόγω έκτασης. Αν κάνεις οτιδήποτε που χρειάζεται και ελάχιστη σκέψη, πάμε στον μήνα. Αν κάνεις κάτι σημαντικό, πας στους πολλούς μήνες με πολλά ξενύχτια. Αλλά τα κάνεις ευχαρίστως! Δεν σου επιτρέπει αυτό το βιβλίο να μην το πάρεις στα σοβαρά…
Τι αρετές χρειάζονται για να μπορέσει να συμπυκνώσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο χιλίων σελίδων μέσα σε τρεισήμισι ώρες;
Ένστικτο!
Μόνο;
Μόνο. Δεν προλαβαίνεις να έχεις ευθυκρισία. Το ένστικτο ξεπερνάει την ευθυκρισία. Έχεις το βιβλίο μπροστά σου και αισθάνεσαι ότι αυτό δεν χρειάζεται. Αυτό, χρειάζεται οπωσδήποτε. Αλλά θα το δέσω έτσι. Κι από εκεί και πέρα αρχίζουν οι λεκτικές συνδέσεις. Πρέπει να πω ότι το έργο μεταπλάστηκε σ’ ένα άλλο έργο, και κάθε έργο αποτελεί έμπνευση για ένα άλλο έργο. Το αρχικό μένει αλώβητο. Και βοηθάει πάρα πολύ ο υπαινιγμός του ποιητικού λόγου, γιατί είναι ποιητικός ο λόγος, είναι τραγούδι. Εμείς έχουμε στίχο! Ενώ το βιβλίο, όπως ξέρεις, δεν είναι στίχοι. Άρα, λοιπόν, μπορείς να μεταχειριστείς τα πολύ ισχυρά όπλα που σου δίνει ο ποιητικός λόγος με τον υπαινιγμό του, με την ενυπάρχουσα μουσικότητα και τον συνδυασμό των εννοιών.
Είναι η πρώτη φορά που κάνετε στίχο;
Όχι, από παιδί, παράλληλα με τη διαδρομή μου, έγραφα κιόλας.
Και στα λατινικά μάλιστα μερικές φορές!
Και στα λατινικά, ναι! Το είχαμε κάνει κι αυτό με τον αδερφό μου τον Αντώνη, ο οποίος ήτανε της «Ιωνιδείου», ενώ ο άλλος ήτανε του «Τζανείου», επίσης πρότυπο, αλλά ήτανε του μαθηματικού. Λοιπόν, ο πατέρας μου πίστευε ότι έπρεπε να γίνω λογοτέχνης. Ότι θα είχα μεγαλύτερη επιτυχία στον λογοτεχνικό κόσμο απ’ ό,τι στον μουσικό. Δεν τον ήξερε τον μουσικό ακόμα, ήμουν παιδί, και ο λόγος έρχεται πάντα πρώτος.
Άλλες μεταφορές, άλλες μεταπλάσεις του έργου, όπως αυτή του John Huston, που είχε κάνει την ταινία το 1956, σας επηρέασαν;
Ο John Huston με επηρέασε θετικά γιατί κατάλαβα ότι κι αυτός με υπαινιγμό δουλεύει. Αυτός έχει βάλει πολύ λιγότερο από το βιβλίο μέσα στην ταινία του. Ο Huston με την ταινία του και την υποκριτική υπαινίχθηκε το βιβλίο, κι αυτό μου έδωσε θάρρος ότι μπορώ να κάνω το ίδιο κατ’ αναλογία. Υπάρχουν όμως δύο ακόμη πράγματα που με βοήθησαν πολύ. Ο Armel Guerne είναι ένας Γάλλος –πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, ήταν και κατάσκοπος των συμμάχων επί Δευτέρου Παγκοσμίου–, δεινός μεταφραστής και πολύ καλός ποιητής. Αυτός, λοιπόν, μετέφρασε το «Μόμπυ Ντικ» σε μια γαλλική ομηρική φόρμα. Στα γαλλικά μεν, αλλά με ομηρική διάθεση. Είδε δηλαδή την «Οδύσσεια» πίσω από το «Μόμπυ Ντικ» κι έγραψε το «Μόμπυ Ντικ» σαν να ήταν η «Οδύσσεια». Αυτό λοιπόν μου έδειξε σαφέστατα τον δρόμο ότι μπορώ κι εγώ να κάνω στίχο, και με τη βοήθεια του στίχου να οδηγηθώ στο μιούζικαλ. Αλλά η πρώτη μου ύλη, πέραν του σπουδαίου κειμένου του Melville στα αγγλικά, που όταν το διαβάζω έχω γεύση στο στόμα, οσμή στη μύτη, όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή, ήταν η μετάφραση του Α. Κ. Χριστοδούλου, ο οποίος είναι μια τεράστια μορφή στη μετάφραση και έχει κάνει έναν εκπληκτικό «Μόμπυ Ντικ» στα ελληνικά. Ο άνθρωπος αυτός μετέφερε, ξαναέγραψε κατά κάποιο τρόπο το «Μόμπυ Ντικ». Το διαβάζεις σαν να είχε γραφτεί πρωτογενώς στα ελληνικά. Και δεν μπόρεσα παρά να χρησιμοποιήσω τις μεταφραστικές λύσεις που έδωσε, αλλά και την ελληνική γλώσσα όπως εκείνος την τοποθέτησε. Αν δεν χρειαζόταν να γίνει στίχος και μπορούσα να το συμπτύξω, θα χρησιμοποιούσα τον Χριστοδούλου. Παρόλα αυτά τελικά, μαζί με τον ίδιο τον Melville και κυρίως τον Armel Guerne, έφτιαξα τη δική μου συνταγή. Και ήξερα από την πρώτη στιγμή τι μουσική θα είχε. Λειτούργησα λιγάκι σαν ραψωδός, ήξερα ακριβώς τη μουσική την ώρα που έγραφα τον στίχο.
Είναι ένα πλήρωμα φανατισμένο η ομάδα του «Μόμπυ Ντικ». Αλήθεια!
Πώς ακριβώς προχωρήσατε μετά;
Έγραψα τη μουσική σε ένα πρόγραμμα του υπολογιστή και μετά το πήρα στο στούντιο και με MIDI έκανα ένα ψευτο-ακρόαμα. Και αυτό το ψευτο-ακρόαμα, χωρίς φωνές φυσικά, φώναξα τον αγαπημένο Γιάννη Κακλέα να το ακούσει. Ο Γιάννης είναι ένας Αχαάβ, κι όλοι του λέγανε «εσύ πρέπει να κάνεις τον Αχαάβ». Λοιπόν, ο Γιάννης είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος και μπορεί να καταλάβει, να μπει σε κόσμους. Είναι εύφορο έδαφος το μυαλό του. Άκουσε τη μουσική, ήξερε περί του βιβλίου και μπήκε μέσα αμέσως. Είχα ήδη σκεφτεί ποιος θα παίξει και είχα ρωτήσει τον Γιάννη για το αν μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα. Δηλαδή, γράφει μέσα το λιμπρέτο «με ολόγραμμα». Πολύ εύκολο να το γράφεις, δυο λέξεις: «με» «ολόγραμμα»! Αυτό το ολόγραμμα, όμως, υπάρχει; Μπορεί να γίνει; Έκανα λοιπόν ερωτήσεις σε ειδικότερους, που είχανε διεθνή εμπειρία για το ποια πράγματα μπορούμε να κάνουμε. Κι αφού πήρα συγκεκριμένες απαντήσεις και είχα πια και στοιχεία να δείξω, είχα ήδη διαλέξει και κάποιους ηθοποιούς που μπορούσαν, και είχα και κάποια demo μερικών κομματιών πάνω στην ψεύτικη ορχήστρα. Είχα βρει τον Ισμαήλ μου, τον Αιμιλιανό Σταματάκη, μια εξωφρενικά καλή φωνή για το μιούζικαλ – ηθοποιός εκατό τοις εκατό, τραγουδιστής εκατό τοις εκατό, μιούζικαλ εκατό τοις εκατό. Και είχα βρει και κάποιους ακόμα. Οπότε υπήρχε κάτι ν’ ακούσει κανείς, και οι απαντήσεις σε σχέση με το ότι είναι εφικτό να ανέβει! Παρόλα αυτά, ανάμεσα στις απαντήσεις και την πραγματοποίηση, υπήρχε μια χαοτική απόσταση. Έχουν δουλειά τα πάντα, καθένας απ’ τους συντελεστές, τα κουστούμια, τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη – γιατί δεν είναι όλα ολογράμματα, υπάρχουν και πραγματικά σκηνικά, τα οποία από μόνα τους είναι υπερπλήρη. Τα κοστούμια, οι φωτισμοί, ένα πλήθος ανθρώπων που διήνυσε την απόσταση ενός ταξιδιού του «Μόμπυ Ντικ». Ανέβηκε στον Βόρειο Πόλο, στον Νότιο Πόλο, πέρασε από ταραχές, όλο τον πλανήτη γύρω-γύρω... Έκαναν όλοι τους αυτή τη διαδρομή κι αυτό δεν πληρώνεται. Και οφείλεται στο ότι υπάρχει μέσα στο έργο ένας Αχαάβ που μπορεί να σου αλλάξει την άποψη για τα πράγματα. Είναι ένα πλήρωμα φανατισμένο η ομάδα του «Μόμπυ Ντικ». Αλήθεια!
Να ρωτήσω κάτι προβοκατόρικο. Γιατί να γίνει ο «Μόμπυ Ντικ» μιούζικαλ και να μη γίνει ας πούμε όπερα; Πώς το αποφασίσατε αυτό;
Όπερα είναι. Απλά το ονομάζουμε μιούζικαλ.
Για ποιον λόγο; Για να ακούγεται πιο εμπορικό;
Γιατί η λέξη «όπερα» είναι βεβαρυμένη από έναν ακαδημαϊσμό. Εάν το πω όπερα θα πρέπει να αρχίσω να εξηγώ τι γυρεύει η καλίμπα, τα αφρικάνικα κρουστά, το μαντολίνο... Στην όπερα θα παρίσταναν τα πιτσικάτα το μαντολίνο ή την καλίμπα, για παράδειγμα. Στην όπερα υπάρχει αυτή η σύμβαση γιατί τα πράγματα εκείνη την εποχή ήταν δεδομένα, αυτά τα όργανα υπήρχαν. Εδώ έχουμε ολόκληρο έθνικ κίνημα με ιδιαίτερο ήχο εδώ και τόσα χρόνια. Εξάλλου, δεν παθαίνει κάτι ένα έργο εάν το ονομάσεις μιούζικαλ, δεν πέφτει η αξία του επειδή το έχεις ονομάσει έτσι. Με τον όρο μιούζικαλ πάντως, κοιμάμαι ήσυχος. Κι επιπλέον δίνω μια προοπτική. Ενώ με την όπερα κλείνω το έργο σ’ ένα χρονοντούλαπο.
Να μιλήσουμε λίγο περισσότερο για τους συντελεστές;
Είναι, όπως λένε οι Αμερικανοί, και θα το πω αυτό γιατί αμερικάνικο είναι το έργο –από την πλευρά της Αμερικής που αγαπώ– non-compromised. Δεν πήραμε τον διάσημο ηθοποιό κι ας μην τραγουδάει, κι ας τραγουδάει το εξήντα τοις εκατό της αίθουσας καλύτερα από τον ηθοποιό. Πήραμε πραγματικά αυτούς που κάνουν για κάθε ρόλο. Φροντίσαμε να είμαστε δίκαιοι μέχρι τέλους σε όλα. Τον Μπάμπη Βελισσάριο δεν τον είχα πάρει για Αχαάβ, αλλά στη διαδρομή είδα ότι κάνει. Νομίζω θ’ αφήσει ιστορία η ερμηνεία του Μπάμπη στον Αχαάβ. Η μουσική, και όχι μόνο, ερμηνεία του. Δεν είναι ηθοποιός. Είναι τραγουδιστής της Λυρικής με τα υποτυπώδη που μαθαίνουν οι λυρικοί τραγουδιστές. Στα χέρια του Γιάννη Κακλέα και μ’ αυτή την παρέα δίπλα του, έγινε ένας πλήρης ηθοποιός. Το ίδιο κι ο Βουτσικάκης, ο οποίος, στον ρόλο του καλού παιδιού, του Στάρμπακ, ταίριαξε απόλυτα και ανέπτυξε υποκριτικές δεινότητες, που τις είχε προφανώς. Σ’ ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ήρθε στα ίσα η μουσική και η υποκριτική του πλευρά. Έχουμε βέβαια τον Αιμιλιανό Σταματάκη, ο οποίος είναι de facto ένας έτοιμος πρωταγωνιστής του μιούζικαλ γιατί έχει στο εκατό τοις εκατό και τα δύο. Και ταίριαζε πάρα πολύ στον Ισμαήλ ως περσόνα. Ο Ιβάν Σβιταϊλό, ο οποίος ήρθε γιατί θέλαμε να είναι σ’ αυτή την παράσταση και τελικά έγινε ένας εκπληκτικός Σταμπ, και φέτος θα ’ναι ένας ακόμα καλύτερος γιατί έχει μελετήσει – όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει εκπληκτική δουλειά. Ο Νικόλας Καραγκιαούρης είναι πολύ καλή φωνή και παίζει έναν δύσκολο ρόλο, αυτόν που έπαιξε ο Orson Welles στην ταινία, τον πατέρα Μέιπλς. Ο Νίκος Σπανάτης, τέλος. Ο ρόλος του Γάλλου σιτιστή είναι για κόντρα τενόρο. Όταν είχα πάρει τον Νίκο δεν μπορούσε. Είχε παίξει στους «Μύθους του Αισώπου», όπου είχε κάνει εξαιρετικά την αλεπού. Εκεί είχα δει –όπως και σε άλλες παραγωγές– ότι είναι κι ένας πλήρης ηθοποιός. Και μάλιστα κωμικός. Στη διανομή δεν υπήρξε πουθενά κάποια δευτερογενής σκέψη, εμπορική ή οτιδήποτε άλλο. Και το αποτέλεσμα είναι ακραία εμπορικό! Γιατί όταν έχεις ένα πράγμα το οποίο δεν προδίδεται από κάποια εμπορική πονηριά, γίνεται το πιο εμπορικό απ’ όλα. Νομίζω τους είπα όλους τους βασικούς. Να προσθέσω επίσης ότι ο Μανόλης Παντελιδάκης έκανε καταπληκτική δουλειά, γνωριζόμαστε από τότε που ήμασταν δεκαεννιά χρονών, έχουμε κάνει πολλά πράγματα μαζί κι έχουμε γίνει καλοί φίλοι.
Η Covid και οι περιορισμοί της σας ταλαιπώρησαν, έτσι δεν είναι;
Κοίταξε, εγώ το είδα εννιά φορές! Και θα σου φανεί περίεργο: το θεμελιώδες μέσα μου απαντήθηκε.
Το γιατί το κάνατε, εννοείτε;
Ναι. Το έργο ήταν πάρα πολύ καλό. Πραγματικά καλό. Όλοι μας ξεπεράσαμε τον εαυτό μας. Κατάλαβα ότι είχε γίνει κάτι σοβαρό εδώ. Κι έτσι δεν στενοχωρήθηκα. Η Covid και η διακοπή ήρθαν μαζί με τη χαρά. Και μη φανταστείς ότι και ο Melville τα κατάφερε με την πρώτη. Δεν είχε επιτυχία το βιβλίο του όταν βγήκε. Γνώρισε επιτυχία πολλά πολλά χρόνια μετά, αυτή την τρελή επιτυχία. Είναι, λέει, το πέμπτο πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Τώρα όμως ξεκινάει και πάλι…
Ναι! Να λοιπόν που ξεκινάει και πάλι. Ένα μεγάλο-μεγάλο ταξίδι...
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για το «Μόμπυ Ντικ» στο City Guide της Athens Voice