- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είδαμε το «Πάρτι γενεθλίων» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη
Το έργο του Χάρολντ Πίντερ παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Κακογιάννη
Ενυπώσεις από τη θεατρική παράσταση «Πάρτι γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ στο Ίδρυμα Κακογιάννη, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη.
Οι παραστάσεις με σκηνοθέτη τον Γιώργο Παλούμπη που έχω δει ως σήμερα αφορούσαν νεοελληνικό θεατρικό κείμενο. Γι’ αυτό ήθελα με περίσσιο ενδιαφέρον να δω τη νέα του σκηνοθεσία στο έργο του Χάρολντ Πίντερ «Πάρτι γενεθλίων» -ένα έργο που ανεβαίνει κάπως αραιά και τώρα παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Ένα έργο που γράφτηκε το 1957 και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1958 στο Arts Theatre στο Cambridge και στην αρχή αποδοκιμάστηκε σφοδρά από την κριτική.
Το λόμπι μιας επαρχιακής παρηκμασμένης πανσιόν, σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος, με έναν μόνο πελάτη, έναν αποτυχημένο πιανίστα, τον φοβισμένο και παραιτημένο Στάνλεϊ (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης), είναι ο χώρος δράσης αυτού του έργου. Αεικίνητη, αφελής, μητρική και κολώνα αυτής της πανσιόν («που υπάρχει στη λίστα») είναι η Μεγκ (Αθηνά Τσιλύρα), μια μεσόκοπη γυναίκα, που ζει σ’ έναν τελματωμένο γάμο, είναι φανερό ότι ποθεί περισσότερα απ’ όσα ζει και μ’ έναν τρόπο η παρουσία του μοναδικού ενοίκου της πανσιόν δίνει περιεχόμενο στην άδεια ζωή της. Στον ίδιο χώρο, απλώς κινείται, διαβάζει εφημερίδα, απαντά μονολεκτικά ή δεν απαντά στις ερωτήσεις της γυναίκας του ο Πιτ (Φώτης Θωμαΐδης), ένας καλοκάγαθος αλλά βαρετός άνθρωπος, που τηρεί πιστά το καθημερινό του πρόγραμμα και αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Ή έτσι θέλει να πιστεύουμε. Κι ενώ οι μέρες κυλούν μονότονα,με τη Μεγκ να φροντίζει μητρικά (και ίσως ασυνείδητα ερωτικά) και όχι μόνο ξενοδοχειακάτον Στάνλεϊ και η νεαρή γειτόνισσα Λούλου (Άλκηστις Ζιρώ) προσπαθεί να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή, στην πανσιόν φτάνουν, και ανατρέπουν την τρομακτική ρουτίνα της καθημερινότητας στην πανσιόν, δυο περίεργοι ένοικοι: ο Γκόλντμεργκ (Γιάννος Περλέγκας) και ο Μακ Καν (Γιάννης Στεφόπουλος) και ο κύκλος του μυστηρίου αρχίζει να απλώνεται στο έργο. Μοιάζει να γνωρίζουν από παλιά τον Στάνλεϊ, εκείνος φαίνεται να τους φοβάται και να τους αποφεύγει, αλλά κάποια στιγμή τον στριμώχνουν και τον πιέζουν αφόρητα, με τον τρόπο μιας ανάκρισης. Τον απειλούν με ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, για ένα θολό παρελθόν, που ποτέ δεν ξεθολώνει, μέχρι το τέλος του έργου. Μια σκηνή με παράλληλους και παράλογους διαλόγους, με τον παραιτημένο ως τότε Στάνλεϊ να αντιδρά όσο αντέχει, παρότι οι συσχετισμοί είναι εναντίον του.
Οι δύο περίεργοι άντρες ξεγελούν την απλοϊκή Μεγκκαι την πείθουν να διοργανώσει ένα πάρτι για τα γενέθλια του Στάνλεϊ, ο οποίος ισχυρίζεται απελπισμένα ότι δεν έχει γενέθλια, αλλά δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Η βραδιά των γενεθλίων είναι μια βραδιά επιφανειακού, κραυγαλέου όσο και βίαιου κεφιού, που οδηγεί τον Στάνλεϊ στη σωματική και ψυχική κατάρρευση, αφού έχει δεχθεί βία από τους δύο ξένους (του σπάνε τα γυαλιά της τεράστιας μυωπίας που έχει και το ταμπούρλο-δώρο από τη Μεγκ) και αφού γίνεται κι εκείνος βίαιος, επιχειρώντας να πνίξει (στο περίφημο παιχνίδι της τυφλόμυγας) τη Μεγκ. Το επόμενο πρωινό οι δύο περίεργοι ξένοι παίρνουν μαζί τους τον Στάνλεϊ, που πλέον δεν αντιδρά. Ο Πιτ αλλάζει για πρώτη φορά το πρόγραμμά του γιατί διαισθάνεται ότι συμβαίνει κάτι κακό, προσπαθεί να εμποδίσει την απαγωγή του Στάνλεϊ και όταν δεν το καταφέρνει του φωνάζει: «Μην τους αφήσεις να σου πουν τι θα κάνεις».
Κι είναι αυτή η φράση (που προέρχεται από έναν άνθρωπο που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει δείξειότι μόνο απέχει, συναινεί ή φεύγει από τις καταστάσεις), το κλειδί αυτού του συναρπαστικού όσο και δύσκολου έργου, που γίνεται μικρογραφία μιας κλειστής κοινωνίας και του κόσμου ολόκληρου. Μια κοινωνία σε ρουτίνα, μια κοινωνία χωρίς αντίλογο, μια κοινωνία που δεν μιλάει και δεν συμμετέχει,που επιτρέπει στους εισβολείς και στη βία να κυριαρχήσει. Μια βία που δεν έχει όρια, δεν έχει κατεύθυνση, όλοι μπορούν να την επιβάλουν και όλοι μπορούν να την υποστούν. Οι άνθρωποι δεν εκφράζονται, σιωπούν ή, όταν μιλούν, μιλούν χωρίς να λένε ουσιαστικά κάτι: «-(Μαγκ): Τι θέατρο είναι; -(Πιτ): Είναι κανονικό έργο. Δεν έχει ούτε τραγούδια, ούτε μουσική. –(Μαγκ): Και τι έχει; -(Πιτ): Τίποτα. Μιλάνε όλοι».
Στα έργα του Πίντερ ακούγονται πολύ δυνατά όλες οι σιωπές, όλες οι μισοτελειωμένες φράσεις, όλες οι λέξεις που επαναλαμβάνονται και έχουν ιδιαίτερη σημασία με το χρόνο γραφής του έργου και όσα ήθελε να θίξει ο Πίντερ. Ο Γιώργος Παλούμπης επέλεξε ένα έργο που θυμίζει σε πολλά όλα τα προηγούμενα με τα οποία έχει καταπιαστεί: ένας μόνο χώρος δράσης, καθημερινοί άνθρωποι οι ήρωές του, που παραπέμπουν σε κατηγορίες ανθρώπων και συμπεριφορών, και η μικροϊστορία τους αφηγείται και παραπέμπει στη μάκρο-ιστορία. Γι’ αυτό και «διάβασε» εύστοχα και με ευαισθησία τον Πίντερ και το «Πάρτι γενεθλίων» του, αναδεικνύοντας όλες τις όψεις του έργου (και ήταν πολλές και όχι όλες ρητές). Και έστησε μια παράσταση που ανέδειξε το τέλμα, την οδύνη, τη σκληρότητα, την αφέλεια, την απελπισία ή τον φόβο των ηρώων (των ανθρώπων), μια παράσταση που είχε τη ρεαλιστική όψη της ατμόσφαιρας του έργου αλλά και όλη την αίσθηση του μυστηρίου, του θρίλερ αλλά και του έντονα παράλογου στοιχείου που έχει ισχυρή θέση στο έργο.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης ήταν ένας πειστικός Στάνλεϊ, που κινήθηκε σ’ όλη τη γκάμα ενός ανθρώπου που πάσχει ψυχικά, αμφιταλαντεύεται και φοβάται το παρελθόν του όσο και το μέλλον του. Και στο τέλος του έργου, λίγο πριν τον πάρουν μαζί τους οι Γκόλντμπεργκ και Μακ Καν, βγάζει μια σπαρακτική κραυγή, σχεδόν χωρίς ήχο, που είχε απελπισία, θυμό, φόβο και μια ανατριχιαστική δύναμη.
Εξαιρετικοί η Αθηνά Τσιλύρα και ο Φώτης Θωμαΐδης, οι γήινοι χαρακτήρες του έργου, με τα θετικά και τα αρνητικά μιας ζωής με ρουτίνα, απωθημένα και ακυρώμενα όνειρα. Το ζευγάρι των δύο επισκεπτών-εισβολέων (Γιάννος Περλέγκας και Γιάννης Στεφόπουλος) έδωσαν εύστοχα και με τις σωστές δόσεις χιούμορ ή κυνισμού το μυστήριο και την υποκρισία που συνόδευε την εμφάνισή τους, και άλλο τόσο τη σκληρότητα και τη βία που μπορεί να ισοπεδώσει έναν άνθρωπο. Αρκετά αδύναμη, ιδίως στο παιχνίδι της τυφλόμυγας, η Λούλου της Αλκηστης Ζιρώ.
Πολύ καλή η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου· τα σκηνικά της Νατάσσας Παπαστεργίου ανέδειξαν το τέλμα, τη μιζέρια, τον καθωσπρεπισμό αλλά και τον θολό ψυχισμό των χαρακτήρων.