Θεατρο - Οπερα

Γιώργος Δούσης: Στα Μαγικά μαξιλάρια αισθάνομαι μια… παιδική χαρά

Μιλήσαμε με τον συνθέτη της όπερας για όλη την οικογένεια στην ΕΛΣ

Λένα Ιωαννίδου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργος Δούσης: Συνέντευξη με τον συνθέτη που «έντυσε» με μουσική το βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά «Τα μαγικά μαξιλάρια», που παρουσιάζεται στην ΕΛΣ.

Η νέα φιλόδοξη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που ξεκίνησε το ταξίδι της την περασμένη Κυριακή ήταν ένας θρίαμβος - όλες οι παραστάσεις της είναι πλέον sold out. Στην άδεια σχεδόν αίθουσα Σταύρος Νιάρχος που βρέθηκα δύο μέρες νωρίτερα για να παρακολουθήσω την πρόβα τζενεράλε, μπορεί να μην άκουσα τις επευφημίες των παιδιών, όμως, από τα πρώτα κιόλας μέτρα της μουσικής, αισθάνθηκα ότι αυτή η παράσταση είναι αδύνατον να μην ενθουσιάσει μικρούς και μεγάλους. Τα «Μαγικά Μαξιλάρια» είναι μια φρενήρης έκρηξη χρωμάτων και ήχων. Δεν γίνεται να μην μαγνητίσει το βλέμμα σου το ατμοσφαιρικό σκηνικό με τους συρμάτινους κυλίνδρους και κύβους της Τίνας Τζόκα που μεταμορφώνονται σε θρόνο, θρανία, ουρανοξύστες, ανάκτορα, ορυχεία... Δεν γίνεται να μην προσέξεις τον ευφυή συμβολισμό που κρύβει η κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στα πλουμιστά, σχεδόν γελοία, κοστούμια των αυλικών του τυράννου και τα γκρίζα, φτωχικά ρούχα των μαθητών - όλα της Ιωάννας Τσάμη. Δεν γίνεται να μην μαγευτείς από τους θεαματικούς φωτισμούς του Γιώργου Τέλλου ειδικά όταν κάποιες στιγμές απλώνονται από τη σκηνή ως την τελευταία γωνιά της αίθουσας. Και βέβαια, δεν γίνεται να μην απολαύσεις τις παθιασμένες ερμηνείες όλων των ηρώων της ιστορίας – επιτέλους, μια παράσταση όπου βλέπουμε παιδιά σε ρόλο παιδιών και μεγάλους σε ρόλο μεγάλων!

Τις εντυπώσεις μου από την παράσταση αλλά και πολλά περισσότερα, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω, σε ένα διάλειμμα της πρόβας, με τον Γιώργο Δούση, τον ταλαντούχο συνθέτη και πιανίστα που υπογράφει τη μουσική των «Μαγικών μαξιλαριών».

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον Γιώργο Δούση για τα «Μαγικά μαξιλάρια» στην ΕΛΣ

Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί, από μουσικής πλευράς, μια όπερα για παιδιά από μια κλασική ή σύγχρονη όπερα για μεγάλους;
Θεωρώ ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση. Ο συνθέτης θα πρέπει να ακολουθεί την ίδια διαδρομή με αυτήν που θα ακολουθούσε αν έγραφε μια όπερα για ενηλίκους. Το κείμενο και η δραματικότητα ή όχι της υπόθεσης είναι ο παράγοντας που κατευθύνει έναν συνθέτη. Η επιλογή του δρόμου «θα γράψω κάτι ευχάριστο για τα παιδιά» δεν νομίζω ότι είναι σωστή. Προσωπικά, όταν υιοθετώ τέτοιου είδους λύσεις, με μια ωραία μελωδία, την οποία μπορείς άλλωστε να συναντήσεις και σε ένα δραματικό έργο, προσπαθώ να υπάρχει σε δεύτερο επίπεδο η πολυπλοκότητα της μουσικής ύφανσης -χρησιμοποιώ έναν μη μουσικολογικό όρο για να γίνω κατανοητός- που θα κάνει τη μουσική μου να ακούγεται όπως ακριβώς είναι, χωρίς «εκπτώσεις», επειδή απευθύνεται σε παιδιά. Είναι ένα στοίχημα για εμάς τους δημιουργούς, ανεξαρτήτως χώρου, όταν γράφουμε για παιδιά, να τα προσεγγίζουμε με τον σεβασμό που τους αναλογεί και έχοντας επίγνωση της αποστολής μας να περάσουμε σε αυτά τα νέα παιδιά, μια πολιτιστική εικόνα και όχι την «εύκολη», αυτήν που έχουμε γύρω μας. Όλοι μας, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικοί, γονείς, είμαστε συνυπεύθυνοι σε αυτό.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Η μουσική που γράψατε για τα «Μαγικά μαξιλάρια» άλλοτε θυμίζει μιούζικαλ κι άλλοτε προδίδει μια τζαζίστικη διάθεση, ενώ το πιάνο κυριαρχεί σε πολλά σημεία. Πώς γεννήθηκε στο μυαλό σας; Είχατε φανταστεί από την αρχή πώς θα ντυθεί η ιστορία ή αφήσατε να σας οδηγήσει το κείμενο;
Για το πιάνο το παραδέχομαι, πιανίστας είμαι άλλωστε (γέλια). Τώρα για την ιστορία, καλύτερα να σας πω για τη διαφορά μεταξύ της σύνθεσης ενός συμφωνικού έργου ή ενός κουαρτέτου εγχόρδων και ενός έργου που έχει κείμενο. Στην πρώτη περίπτωση ο συνθέτης βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα της «λευκής σελίδας»: η επιλογή που έχει να γράψει τα πάντα σ’ αυτήν, είναι τόσο ελεύθερη όσο και περιοριστική, με μια λέξη, χαοτική! Για μένα, η ύπαρξη ενός κειμένου είναι λυτρωτική, αφήνομαι να με καθοδηγήσει. Πριν από αυτό δεν σκέφτομαι τίποτα. Με το που διαβάζω όμως το έργο, αμέσως απλώνεται αυτόματα ένα μουσικό «χαλί», ένα λιβάδι που ανθίζει μόνο του. Οι λέξεις και η μετρική του λόγου μου δίνουν τον ρυθμό, η φράση μου δίνει τη μελωδία, τα συναισθήματα μου δίνουν την αρμονία και οι εικόνες τα ηχοχρώματα. Υπάρχει ο σπόρος κι εγώ απλώς τον ποτίζω… Μου είναι τρομερά ευχάριστο να γράφω πάνω στο κείμενο, σχεδόν το λαχταρώ, γι’ αυτό αποφεύγω να το διαβάζω εκτός γραφείου για να μην αναγκαστώ να γράφω νότες πάνω σε χαρτάκια…

Όταν αρχίσατε να γράφετε, σκεφτήκατε καθόλου τις δικές σας προσλαμβάνουσες; τα δικά σας μουσικά ακούσματα στην παιδική σας ηλικία λειτούργησε ενδεχομένως σαν οδηγός για το τι θα άρεσε στα παιδιά;
Όχι, όχι δεν λειτούργησα με βάση το τι θα άρεσε στα παιδιά. Γενικά νομίζω πως είναι ο λάθος τρόπος να κινηθεί κανείς ως προς τη δημιουργία. Εγώ θέλω να αποτυπώσω αυτό που μέσα μου βράζει. Να είναι όσο πιο πηγαίο και γνήσιο γίνεται. Και τότε θα αρέσει. Ποιες είναι τώρα οι δικές μου προσλαμβάνουσες; Προηγουμένως με ρωτήσατε για την τζαζίστικη διάθεση που αισθανθήκατε ότι διαπερνά το έργο. Έχετε δίκιο. Ανήκω στον χώρο. Η τζαζ είναι αν όχι η μισή μου ζωή, τουλάχιστον το ένα τρίτο της. Μέχρι πρόσφατα είχαμε ένα τρίο και μάλιστα κάναμε παραγωγές σε δίσκους βινυλίου. Όσο για τις αναφορές μου στο παρελθόν, στα «Μαγικά μαξιλάρια», αν παρατηρήσατε, υπάρχουν παιδικά τραγούδια, όπως το «Η μικρή Ελένη κάθετε και κλαίει…», τα οποία όμως δεν τα έβαλα επί τούτου, απλώς εκείνη τη στιγμή, αυτό «άκουσα». Φανταστείτε έναν ζωγράφο που έχει πάρει τις μπογιές του, τις πετά στον τοίχο, μετά αρχίζει να παρατηρεί, να ψάχνει με τι μοιάζει αυτό που βλέπει και όταν το βρίσκει πιάνει τα σύνεργά του και αρχίζει να σμιλεύει με τις ώρες το αυθόρμητο. Περίπου έτσι γράφω τη μουσική μου, αφήνω τις ιδέες μου όσο πιο ακατέργαστες γίνεται, κυριολεκτικά τις πετάω μπροστά μου, κι αυτές μικρές , μεγάλες κατρακυλάνε, σκουντάει η μια την άλλη… Ύστερα, περιπλανιέμαι ανάμεσά τους, εξετάζω ποιες είναι περισσότερο και ποιες λιγότερο πρωτότυπες και λίγο-λίγο, αρχίζω να επεξεργάζομαι το πρωτογενές υλικό… Είναι μια λεπτοδουλειά, ένα κέντημα που απαιτεί γερή τεχνική, όμως αυτός ο τρόπος μου δίνει χαρά και με ανακουφίζει.

© Βαλέρια Ισάεβα

Η γραφή του Ευγένιου Τριβιζά είναι γλαφυρή, δημιουργεί συναρπαστικές, πολύχρωμες εικόνες και γεννά συναισθήματα κάθε είδους. Πώς καταφέρατε να ισορροπήσετε το λόγο με τη μουσική; Σας δυσκόλεψε; 
Καθόλου. Το λιμπρέτο που έγραψε ο ίδιος ο Τριβιζάς πάνω στο πασίγνωστο παραμύθι του, ήταν για μένα ένας απόλυτα ασφαλής καθοδηγητής. Το μόνο που έπρεπε να διαχειριστώ ήταν το πώς θα καταφέρω να χωρέσω ένα τόσο πυκνό κείμενο σε 2 ώρες που διαρκεί η παράσταση. Προηγουμένως είπατε, ότι τα «Μαγικά μαξιλάρια» σας θύμισαν μιούζικαλ. Η εντύπωση αυτή σας δημιουργήθηκε γιατί αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω πολλή πρόζα για να ξεδιπλωθεί ο λόγος, όπως έπρεπε. Ένα απλό τετράστιχο μπορείς να το απλώσεις μουσικά και τα δευτερόλεπτα που διαρκεί η απαγγελία του, να εκατονταπλασιαστούν. Εγώ είχα στα χέρια μου ένα πληθωρικό λιμπρέτο και έπρεπε να ξύσω τα μολύβια μου, να βρω νέους μηχανισμούς και τεχνικές έτσι ώστε να συνυπάρξουν όλα αρμονικά. Αυτό όμως είναι και το ωραίο!

Στα «Μαγικά μαξιλάρια» πρωταγωνιστούν παιδιά και όχι ενήλικες που υποδύονται τα παιδιά, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά Ήταν εύκολη αυτή η συνεργασία;
Ομολογώ ότι στην αρχή είχα κάποιες επιφυλάξεις. Το έργο είναι απαιτητικό, έχει δυσκολίες που δεν φαίνονται - οι συνθέσεις μου έχουν μια φαινομενική απλότητα αλλά σε δεύτερο επίπεδο υπάρχει πυκνή γραφή. Φοβόμουν μήπως τα παιδιά δεν τα καταφέρουν, μήπως δεν αντέξουν στις πρόβες. Όμως πρέπει να σας πω ότι ήταν έκπληξη και παράδειγμα για όλους. Μας έδειξαν ότι έχουν ανεξάντλητες δυνατότητες, ότι μπορούμε να βασιζόμαστε σε αυτά και ότι είναι πιο επαγγελματίες και από τους επαγγελματίες! Τυπικά, σε επίπεδο τάξης και ουσιαστικά, με την απόδοσή τους. Κι όλα αυτά βέβαια χάρη στην υποδειγματική καθοδήγηση της κυρίας Κωνσταντίνας Πιτσιάκου, διευθύντριας της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ. Τολμώ να πω ότι τα παιδιά ήταν δάσκαλοι για μένα.

© Βαλέρια Ισάεβα

Στην παράσταση, εκτός από τη μουσική σας, τον λόγο και τις ερμηνείες παιδιών και ενηλίκων, καθοριστικό ρόλο έχουν και τα σκηνικά, τα κοστούμια, οι φωτισμοί. Και όλα μαζί συγκλίνουν ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μαγεύει…
Θίγετε την πιο σημαντική παράμετρο. Η όπερα δεν είναι συναυλία. Είναι το πιο σύνθετο είδος που απαιτεί τη σύμπραξη πολλών τεχνών και καλλιτεχνών. Εγώ έγραψα τη μουσική, αν όμως δεν υπήρχαν τόσοι ταλαντούχοι συντελεστές και μια εκπληκτική σκηνοθεσία που φρόντισε ώστε όλα να λειτουργήσουν αρμονικά, δεν θα είχαμε το αποτέλεσμα που εισπράττετε. Στα «Μαγικά μαξιλάρια» έχω την τύχη να συνεργάζομαι με μια εξαιρετική ορχήστρα, με υπέροχους καλλιτέχνες, στον καλύτερο λυρικό θέατρο της χώρας. Όλες οι συνθήκες είναι ιδανικές και γι’ αυτό αισθάνομαι μια…παιδική χαρά!

Τα «Μαγικά μαξιλάρια» χαρακτηρίζονται «όπερα για όλη την οικογένεια». Πιστεύετε ότι άλλα πράγματα θα δει και θα νιώσει ένα παιδί 5 χρονών, άλλα ένα 10 χρονών και άλλα ένας ενήλικας;
Η αξία της τέχνης είναι αυτό ακριβώς που περιγράφετε. Καθένας κερδίζει εκείνο που έχει μέσα του και δεν έχει βρει την ευκαιρία να το εκφράσει. Αυτό πιστεύω κάνουν και τα «Μαγικά μαξιλάρια». Το έργο τέχνης είναι ένας καθρέφτης και πρέπει να έχεις το θάρρος να τον κοιτάξεις. Όταν έχεις ανοιχτό μυαλό και από οποιοδήποτε έργο τέχνης, είτε είναι πίνακας ζωγραφικής, θεατρικό ή όπερα, καταφέρνεις να ταυτίσεις κάτι που υπάρχει μέσα σε αυτό, με μια πτυχή σου και να την ξεκλειδώσεις ανοίγεσαι και έτσι γνωρίζεις καλύτερα τον εαυτό σου, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Και τότε, κερδίζουμε όλοι. Το κέρδος είναι πια κοινωνικό.

© Βαλέρια Ισάεβα

Σε μια digital εποχή που ζουν τα παιδιά και κατακλύζονται από εικόνες πιστεύετε ότι μπορούν ακόμα να μαγευτούν από ένα παραμύθι ή ένα μουσικό είδος σαν την όπερα;
Νομίζω ότι λειτουργεί εντελώς ανάποδα. Τα παιδιά μας διδάσκουν ότι υπάρχει ακόμα αυτό το ονειρικό κι εμείς πρέπει να έχουμε ανοιχτούς πόρους, αυτιά και μάτια να τα αφουγκραστούμε. Είμαστε χαμένοι στην ταχύτητα της καθημερινότητας, του βιοπορισμού και της επιβίωσης και δεν εισπράττουμε αυτό που μας λένε, να παίξουμε, κυλιστούμε στο χώμα, να λερωθούμε, να ταξιδέψουμε, να ονειρευτούμε… Κι αφού δεν τα ακούμε σιγά-σιγά παύουν να το λένε. Παραιτούνται. Αν καταφέρουμε να πάρουμε αυτήν την πληροφορία, θα μπορέσουμε, σε ένα άλλο επίπεδο πολιτιστικό, να εξυψώσουμε το γύρω μας, μέσα στο οποίο βρίσκονται και τα παιδιά-οι αυριανοί ενήλικες. Είναι μια αλυσίδα που μας πηγαίνει όλους παρακάτω. Προσωπικά πιστεύω στη νέα γενιά, είμαι αισιόδοξος ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα και γι’ αυτό παλεύουμε, ο καθένας από τη σκοπιά του- εγώ με τις νότες μου. Πρέπει όλοι να πιστέψουμε ότι υπάρχει περιθώριο, αρκεί να κάνουμε το βήμα και να έρθουμε πιο κοντά ο ένας με τον άλλο. Κι αυτό το προσφέρει η τέχνη.

© Βαλέρια Ισάεβα


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice