Θεατρο - Οπερα

Τα «Αξύριστα πηγούνια» του Γιάννη Τσίρου στο Μικρό Χορν

Όλα θίγονται σ’ αυτό το έργο, σ’ εκείνο το υπόγειο. Κι αυτά που ακούγονται κι αυτά που είναι άρρητα ή υπαινικτικά. Με σοβαρότητα, με ειρωνεία ή με χιούμορ

Όλγα Σελλά
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εντυπώσεις από την παράσταση «Αξύριστα πηγούνια» στο Μικρό Χορν σε σκηνοθεσία Γ. Παλούμπη, με τους Γ. Πυρπασόπουλο, Ηλ. Βαλάση, Σ. Δημόπουλο, Μαρία-Νεφέλη Δούκα

Το πρώτο του ανέβασμα το έχασα, πριν κάμποσα χρόνια, το 2006 σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου τότε. Το έργο του Γιάννη Τσίρου, «Αξύριστα πηγούνια» έκανε νέα θεατρικό κάθοδο λίγο πριν την πανδημία με νέα σκηνοθετική υπογραφή του Γιώργου Παλούμπη. Ανάμεσα στις καραντίνες, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο των θεάτρων, πάλι δεν κατάφερα να το δω. Τα κατάφερα αυτή τη σεζόν στο θέατρο Μικρό Χορν. Ένα έργο που γράφτηκε ακόμα νωρίτερα από την πρώτη του σκηνική παρουσίαση, πριν από 20 χρόνια περίπου. Τα χρόνια που τα δάνεια ήταν εύκολα, όσο και οι φαντασιώσεις, τα χρόνια που οι μετανάστες έφταναν κατά εκατοντάδες κυρίως από τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ και προσπαθούσαν να απαγκιάσουν -σε μια δουλειά, σε μια σχέση. Όχι όλοι, κυρίως όχι όλες, με επιτυχία. Ένα έργο που κάνει κοντράστ, ρεαλιστικό και ποιητικό μαζί, με την ευμάρεια που όλοι επιθυμούν και κυνηγούν στο επίπεδο της γης, με την τελική κατάληξη των θνητών.

Η παράσταση εκτυλίσσεται στα υπόγεια ενός νοσοκομείου, εκεί όπου παραλαμβάνονται όσοι έχασαν τη μάχη με το θάνατο, λίγο πριν πάνε στο νεκροτομείο. Ένας προϊστάμενος, ο Σάββας (Γιώργος Πυρπασόπουλος), που άλλοτε προστατεύει κι άλλοτε εκφοβίζει, πάντως σίγουρα γοητεύεται και ναρκισσεύεται για τη θέση του και την αξιοποιεί όποτε χρειάζεται ασκώντας τη μικρή του εξουσία, κι ένας υπάλληλος, ο Κυριάκος (Ηλίας Βαλάσης), ένας δειλός λαϊκός άνθρωπος, εξαρτημένος από πάθη και φαντασιώσεις, που κάνει την άχαρη δουλειά -πλένει τα νεκρά σώματα και συγκεντρώνει σ’ ένα κουτί ό,τι έχουν πάνω τους-, βρίσκονται πάντα στο υπόγειο αυτού του νοσοκομείου. Ένας άλλος υπάλληλος, νεότερος, διεκδικητικός όσο και διπλωμάτης όταν χρειάζεται, ο μόνος που αντιδρά και μάχεται το τέλμα και το ψέμα, ο Μαρινάκης (Στέλιος Δημόπουλος) ανεβοκατεβαίνει, μεταφέροντας από πάνω προς τα κάτω τα φορεία με τις σορούς. Ένα βράδυ όμως, η άφιξη της σορού μιας γυναίκας αναστατώνει τους τρεις άντρες (Μαρία – Νεφέλη Δούκα). Και οι τρεις την γνωρίζουν, και οι τρεις είχαν μια σχέση μαζί της, διαφορετική ο καθένας, και οι τρεις αναστατώνονται για διαφορετικούς λόγους. Κι από αυτό το σημείο παρακολουθούμε τις ταλαντεύσεις, τους φόβους, τα διαφορετικά πρόσωπα αυτών των τριών, τα μυστικά τους, την ψεύτικη εικόνα που θέλουν να παρουσιάζουν, τ’ απωθημένα τους, τις μικρολαμογιές τους, τις αντιλήψεις τους -για τη δουλειά, για την υπευθυνότητα, για τις γυναίκες, για τους μετανάστες και κυρίως για τις μετανάστριες. Μικροαστοί, που φαντασιώνονται μια άλλη ζωή, υπέργεια. «Ζούμε με τους νεκρούς, αλλά δεν πεθάναμε».

Όλα θίγονται σ’ αυτό το έργο, σ’ εκείνο το υπόγειο. Κι αυτά που ακούγονται κι αυτά που είναι άρρητα ή υπαινικτικά. Με σοβαρότητα, με ειρωνεία ή με χιούμορ. Όπως ο αιώνιος μικροαστικός καθωσπρεπισμός: «Τα προφυλακτικά στο συρτάρι. Ήταν έγγαμος» λέει ο Σάββας στον Κυριάκο, καθώς καταγράφουν όσα έφερε πάνω της μια ακόμη σορός.

Παρακολουθώ, τα τελευταία χρόνια, τις περισσότερες από τις σκηνοθετικές δουλειές του Γιώργου Παλούμπη, που επιμένει, συνήθως, στο νεοελληνικό θεατρικό κείμενο με κοινή συνισταμένη το αποτύπωμα της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και στη ρεαλιστική προσέγγιση των κειμένων. Και με ευφυΐα, με ευαισθησία, με απλό και γήινο τρόπο και με τον τρόπο του θεάτρου τα αναδεικνύει όλα χάρη και στις ερμηνείες όλων των ηθοποιών του. Έτσι που να φωτίζονται οι ήρωες κάθε φορά και να μας θυμίζουν τον γείτονα, τον γνωστό, τον φίλο, εμάς.

Όπως ο Σάββας του Γιώργου Πυρπασόπουλου, ο τύπος του ανθρώπου που μας κάνει να «πέσουμε απ’ τα σύννεφα» όταν αποκαλύπτονται οι εντελώς διαφορετικές του πράξεις από τη δημόσια εικόνα που έχει χτίσει· όπως ο Κυριάκος του Ηλία Βαλάση, ο δειλός, ανασφαλής, επιρρεπής τόσο στο θυμό του όσο και στα ακριβά του όνειρα, ο ανερμάτιστος και γι’ αυτό επικίνδυνος· όπως ο Μαρινάκης του Στέλιου Δημόπουλου, η νεότερη γενιά, που δεν της αρέσει να τ’ αφήνει όλα όπως τα βρήκε, που καθόλου δεν θα πει «άστο μωρέ τώρα…», που έχει ευαισθησίες όπως και αντιρρήσεις για αντρικές (κοινωνικές) συμπεριφορές που θεωρούνται φυσιολογικές· όπως της Μαρίας Νεφέλης Δούκα, της ξένης γυναίκας που δεν εκφέρει ούτε μία λέξη σ’ όλη την παράσταση και όλες οι σκέψεις της ακούγονται διαμεσολαβημένες, αλλά με τον θάνατό της τους κάνει όλους να δουν τις ψευδαισθήσεις τους, τις αδυναμίες τους, τα ψεύδη τους, το κενό τους.

Κι εκείνη η νεκρή γυναίκα, η Ιρίνα, μετανάστρια, για πρώτη φορά στη ζωή της πρωταγωνιστεί ερήμην της. Και νικάει ερήμην της. Με τίμημα τη ζωή της.

Μια ιστορία τόσο επίκαιρη που στο τέλος διαπιστώνεις με θλίψη ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει στα στερεότυπα, στις συμπεριφορές και στις αντιλήψεις αυτής της χώρας σ’ αυτή την 20ετία.