Θεατρο - Οπερα

Ionesco, Ionesco Suite

Μια έξοχη παράσταση από έναν μαέστρο σκηνοθέτη

Εύη Προύσαλη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Emmanuel Demarcy-Mota και η ομάδα του Ensemble Artistique εντυπωσίασαν στο περσινό φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάζοντας τον αιχμηρό και πολιτικά καυστικό Ρινόκερο του Ιονέσκο. Φέτος επανέρχονται με μια σύνθεση από κείμενα του ίδιου συγγραφέα (Ζακ ή η υποταγή, Ντελίριο για δύο, Η φαλακρή τραγουδίστρια, Το μάθημα) υπό τον τίτλο Ionesco Suite. Η παράσταση βασίζεται σε κείμενα που επέλεξαν οι ηθοποιοί και σε συνεργασία με το σκηνοθέτη ενσωμάτωσαν σε παραστασιακό υλικό. Το τελικό κείμενο διαμορφώνεται, έτσι, από αποσπασματικές σκηνές των προαναφερθέντων έργων, οι οποίες συν-αρθρώθηκαν σε ένα σκηνικό δρώμενο. Η σύνθεση, δια-σύνδεση και η δραματουργική επιμέλεια των κειμένων έγινε με αριστοτεχνικό τρόπο ώστε επιτυγχάνεται με απόλυτη συνέπεια η θεματική συνάφεια, η αλληλουχία και αλληλοδιείσδυση των καταστάσεων, ως να ήταν εξαρχής δια-συνδεδεμένα. Το ενδιαφέρον της ομάδας επικεντρώνεται στην ανθρώπινη πράξη και συμπεριφορά, όπως διαφαίνονται μέσα από το μεγεθυντικό φακό που κρατά ο συγγραφέας.

Στο στόχαστρο η μικρο-οικογένεια και οι πανομοιότυποι απόγονοί της, με τα συμπλέγματα, την υποκρισία και την υποταγή ως πάγιες συμπεριφορές τους, με προεξάρχοντα τα οικογενειακά στερεότυπα που παραμένουν αναλλοίωτα στο διηνεκές, όσο το μικροαστικό οικογενειακό δίκαιο τροφοδοτείται και επιβραβεύεται από την κοινωνία την οποία φυσικά και εξυπηρετεί. Όσοι διαφέρουν ακολουθώντας άλλο ήθος και τρόπο σκέψης χαρακτηρίζονται απροσάρμοστοι και περιθωριοποιούνται. Από την άλλη, η πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό φύλο, η προσπάθεια αλληλο-υπονόμευσης και καταπίεσης κι ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των δια-φυλικών σχέσεων παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα της μικρο-αστικής καθημερινής συνήθειας των απανταχού συζύγων, που καταλήγουν, ως να όφειλαν, σε συμφιλίωση! Αχαλίνωτοι καβγάδες, ύβρεις και σωματικές περιπτύξεις οδηγούν σε ένα όργιο παροξυσμού που ως διά μαγείας χάνεται μέσα σ’ έναν επιφανειακό σεξουαλισμό. Επιπλέον, η αδυναμία της ανθρώπινης επικοινωνίας διαφαίνεται ξεκάθαρα όταν μια γιορτή, μια απλή συνεύρεση φίλων, καταντά μια ανιαρή και πληκτική διαδικασία η οποία «αναζωπυρώνεται» μόνο όταν ένας …πυροσβέστης εισβάλλει στο σπίτι και με υπερβάλλοντα ζήλο σβήνει ό,τι «φωτιά» βρεθεί μπροστά του. Αλλά και η εκπαιδευτική διαδικασία, οι συνθήκες και η συμπεριφορά αμφοτέρων των μερών του διδακτικού συστήματος σατιρίζονται, καταλήγοντας στη δολοφονία του... ανεπίδεκτου μαθητή.

Ο σκηνοθέτης τοποθετεί ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι στο κέντρο μιας μικρής σκηνής, με τους ηθοποιούς ως συνδαιτυμόνες σ’ ένα γεύμα «σαρκοφαγικό». Το σκηνικό φόντο καταλαμβάνει μια εικόνα ενός ξεθωριασμένου τοίχου (;), μια άχρονη, πατιναρισμένη, ακαθόριστη επιφάνεια. Οι ηθοποιοί στο προσκήνιο έντονα βαμμένοι, κινούνται ως ανδρείκελα, με ενίοτε χορογραφημένες κινήσεις, έντονες χειρονομίες και αυξομειώσεις έντασης και ηχοχρώματος φωνής, σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι λέξεων και φράσεων, ατάκτως ερριμμένων, που παρεμποδίζουν τη λογική αλληλουχία σκέψεων ενώ καταδεικνύουν την ομφαλοσκόπηση και την περιχαράκωση του ατόμου στον «κόσμο» του. Οι λέξεις εκτοξεύονται κατά ριπές χάνοντας το «συμβατικό» νόημά τους ενώ εξατομικεύονται κατά τον κώδικα ενός εκάστου ατόμου. Έτσι, τα πρόσωπα στροβιλίζονται και εμπλέκονται σε καταστάσεις που δεν κατανοούν την προέλευση ούτε την έκβαση, απλώς συν-μετέχουν και κατά συνέπεια από κεκτημένη ταχύτητα … ζουν. Θύτες και θύματα, κυνηγοί και θηράματα, εμείς και οι άλλοι, κατηγορήματα χωρίς οντότητα, παντού και πάντα ίδιοι, τα ίδια πρόσωπα, ίδιες συμπεριφορές, συνιστούν ένα μαζικοποιημένο, α-νοητο σύνολο που ονομάζεται «κοινωνία». Ο σκηνοθέτης κατορθώνει να παρουσιάσει τις καθημερινές διανθρώπινες σχέσεις ως ένα «ανθρωποφαγικό» δείπνο/συνεύρεση υπό τις πλέον αναίμακτες συνθήκες.

Η ολοκλήρωση μιας τόσο απαιτητικής παράστασης εξαρτάται αποκλειστικά από το έμψυχο υλικό της, τους ηθοποιούς, καθώς το κειμενικό υλικό είναι απλώς η αφορμή. Εξαίρετοι όλοι οι ηθοποιοί (Charles-Roger Bour, Celine Carrere, Jauris Casanova, Sandra Faure, Stephane Krahenbuhl, Olivier Le Borgne, Gerald Maillet). Έντονη σωματικότητα, ευλυγισία, κινησιολογική αρτιότητα, φωνητική δεξιότητα σε συνδυασμό με εκφραστικότητα, εμμονή στη λεπτομέρεια, απόλυτη σκηνική συνεργασία και το κυριότερο μέσα σ’ αυτήν την «κατ’ επίφασιν» συμπεριφορά η ερμηνεία τους δεν χάνει την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της πάσχουσας ύπαρξης. Διαφορετικά θα επρόκειτο για παρωδία. Αντιθέτως, το όλο σκηνικό εγχείρημα, παρά το καυστικό του χιούμορ, αποπνέει, και ορθώς, δυστυχία. Μια έξοχη παράσταση, από έναν μαέστρο σκηνοθέτη που μαζί με τη χορωδία του συνθέτει μια ιονεσκική σουίτα.