Θεατρο - Οπερα

Ποια είναι τα 4 νέα έργα που θα δούμε στη Μικρή Επίδαυρο;

Οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες τους μιλούν για την προσέγγισή τους στα νέα θεατρικά έργα που ανεβάζουν για το «Contemporary Ancients» του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Ιωάννα Γκομούζα
ΤΕΥΧΟΣ 792
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Contemporary Ancients: Μιχαλοπούλου, Καλαβριανός, Χατζηγιαννίδης, Σκότη, Αλεξάνδρα Κ*, Περλέγκας, Μαυριτσάκης, Σκεύας στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου

Ο λόγος των αρχαίων τραγικών γίνεται αφετηρία έμπνευσης για τη δημιουργία νέων θεατρικών έργων χάρη στην ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία Contemporary Ancients του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου που ανεβάζει αυλαία στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Οι συγγραφείς τους και οι σκηνοθέτες των παραστάσεων μας συστήνουν την προσέγγισή τους.

«Η Φαίδρα καίγεται»

Η ματιά του συγγραφέα: Αμάντα Μιχαλοπούλου
Ξεκίνησα γέρνοντας τη ζυγαριά του κειμένου από τον Ιππόλυτο στη Φαίδρα. Διάλεξα το δικό της όνομα για τον τίτλο του θεατρικού, άρα και τη δική της εκδοχή της ιστορίας. Η Φαίδρα μου αντιμετωπίζει τον ερωτισμό της ως κάλεσμα ζωής. Θέλει να ζήσει όχι νεάζουσα, αλλά έφηβη στην καρδιά. Γράφοντας αυτό το έργο, πατώντας πάνω στα αυλάκια που χάραξε η τραγωδία του Ευριπίδη αλλά και άλλες μεταγενέστερες ερμηνείες, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί η παρατεταμένη εφηβεία επιτρέπεται αυταπόδεικτα στους άντρες και όχι στις γυναίκες. Στο συλλογικό υποσυνείδητο ένας άντρας μπορεί να παραμένει «αγόρι» που παίζει, που κυνηγάει άλλα κορίτσια, ενώ οι γυναίκες θεωρούνται αυτόχρημα κωμικές φιγούρες όταν αναζητούν νεότερους εραστές. Για τον Ευριπίδη, αλλά και τον στωικό Σενέκα, ή τον πιο «ηθικολόγο» Ρακίνα, η Φαίδρα είναι άμυαλη. Χρειάστηκε να γράψουν γυναίκες συγγραφείς γι’ αυτή την εμβληματική παθιασμένη ύπαρξη (η Τσβετάγιεβα, η Γιουρσενάρ) ώστε να αποκατασταθεί η τιμή της, το μέτρο και η σημασία της επιθυμίας της. 
Η δική μου Φαίδρα δεν πεθαίνει. Η τιμωρία της είναι η απώλεια του Ιππόλυτου, όχι η απώλεια της επιθυμίας. Τη φαντάζομαι μετά το τέλος του έργου να σηκώνεται, να γλείφει τις πληγές της και μετά από μια περίοδο πένθους να ορμά στη ζωή ξανά. Περιτριγυρίζεται από δυο νεαρές «θεές», την Άρτεμη και την Αφροδίτη, που διεκδικούν αθωότητα και αισθησιασμό και από τη μητέρα τους τη Ληώνη, που μόλις πίνει, αρχίζει να συμμετέχει κι αυτή στο υπαρξιακό μεθύσι. Όλες μαζί φτιάχνουν το ψηφιδωτό μιας παλλόμενης και διεκδικητικής θηλυκότητας που δεν ακκίζεται και δεν κομπιάζει αλλά εκφράζει το πάθος της χωρίς ενοχές.

Η ματιά του σκηνοθέτη: Γιάννης Καλαβριανός
Η Φαίδρα ερωτεύεται, κάνει την κίνηση των τολμηρών ανθρώπων, το αποκαλύπτει και το υπερασπίζεται. Λες και δεν θα μπορούσε να ερωτευθεί κάποιον άλλον, λες και δεν υπήρχαν άλλοι για να αποθεώσει. Εμφανίζεται πάνοπλη, όπως όσοι το εκφράζουν πρώτοι, και απολύτως αδύναμη, ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ο Ιππόλυτος, καλείται να την ακολουθήσει. Η απάντηση σε έναν έρωτα, όμως, όπως και η εκκίνησή του, δεν είναι ποτέ η συνισταμένη λογικών παραμέτρων. Όπως δεν ερωτευόμαστε τους φαινομενικά «ταιριαστούς», έτσι και δεν αρνούμαστε τους άλλους.
Τα καινούργια έργα, ακόμη κι αν βασίζονται σε παλαιότερα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τα εργαλεία και την προσέγγιση του παρελθόντος. Ειδικά, όταν επιχειρούμε να εξηγήσουμε συμπεριφορές που επηρεάζονται από το περιβάλλον και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι σημερινοί  άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, δεν ερωτεύονται νεότερους για να ξανανιώσουν ή να αισθανθούν ωραίοι και ποθητοί, όπως ίσως στο παρελθόν, αφού σήμερα νιώθουν ωραίοι και ποθητοί. Και οι νεότεροι, μπορούν πολύ πιο εύκολα να διεκδικήσουν έναν έρωτα με διαφορά ηλικίας. Έτσι κι αλλιώς, ο έρωτας δεν χαρίζεται σε κανέναν, παραμένει σκοτεινός και έτοιμος να ξανακάψει τα πάντα.

 *Η «Φαίδρα καίγεται» παρουσιάζεται στις 30-31/7, 21:30


«Το σπίτι με τα φίδια»

Η ματιά του συγγραφέα: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
«Τραχίνιες». Το αποπαίδι των αρχαίων τραγωδιών.  Ελάχιστα παιγμένες. Άγνωστες σχεδόν, τόσο στο ευρύ κοινό όσο και στη μεγαλύτερη μερίδα των καλλιτεχνών του θεάτρου. Αρκετοί μελετητές έχουν υποστηρίξει πως πρόκειται για έργο με ατελή δραματουργία, σαφώς υποδεέστερο του Οιδίποδα ή της Αντιγόνης, έργα που γράφτηκαν από το ίδιο χέρι. Ναι, υπάρχει κάποιο ίχνος αλήθειας: σε αυτή την τραγωδία δεν θα βρούμετη θαυμαστή, ανυπέρβλητη δομή του Οιδίποδα ούτε το ισχυρό πολιτικο-φιλοσοφικό διακύβευμα της Αντιγόνης. Θα βρούμε όμως άλλα. Λεπτές ψυχολογικές διακυμάνσεις και μικρές ανθρώπινες χειρονομίες που καθιστούν αδιανόητα σύγχρονο ένα έργο γραμμένο τέσσερις αιώνες προ Χριστού. Είναι η ιστορία ενός απελπισμένου έρωτα που καταλήγει στην καταστροφή.
Αυτή παραμένει η ραχοκοκαλιά και στην τωρινή μεταγραφή του έργου, μεταγραφή που επιχείρησα μετά από πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Αγωνίστηκα να διατηρήσω το στοιχείο μεταφυσικής ποίησης που διαπνέει το αρχαίο κείμενο και το μπόλιασα με ελαφρές δόσεις χιούμορ. Στη δική μας εκδοχή ο ρόλος του Ηρακλή εξαφανίστηκε ενώ, αντιθέτως, ο βουβός ρόλος της Ιόλης έγινε πρωταγωνιστικός. Η πιστή τροφός μεταλλάχθηκε σε φθονερή αντίζηλο. Δυο φαντάσματα (οι παλιές ιδιοκτήτριες του σπιτιού με τα φίδια, της οικίας δηλαδή των ηρώων μας) επωμίζονται τη λειτουργία του χορού. Όλα είναι κάπως αλλιώς, αλλά το έργο του Σοφοκλή βρίσκεται ολόκληρο εδώ, υποφώσκει διαρκώς. Μακάρι η παράστασή μας να κινήσει την περιέργεια στον θεατή και να τον κάνει να ψάξει να διαβάσει το πρωτότυπο, να ανακαλύψει τον αρχαίο μύθο, την αρχαία κατασκευή. Αυτό το σκονισμένο διαμάντι.

Η ματιά του σκηνοθέτη: Ελένη Σκότη
Τέλη της δεκαετίας του ’70, στον κήπο μιας έπαυλης, η Διάνα περιμένει νέα για τον εξαφανισμένο από μέρες άνδρα της. Αντ’ αυτού, εμφανίζεται η νεαρή ερωμένη του Ιόλη για να μείνει εδώ έως ότου εγκατασταθεί στο σπίτι που ετοιμάζει γι’ αυτούς ο Ηρακλής… Έψαχνα χρόνια την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Με ενδιαφέρει η προσέγγισή του στη γραφή και το ψυχολογικό ρεαλιστικό θέατρο γιατί θέλω ο θεατής να μπορεί να ταυτιστεί με την υπόθεση που διαδραματίζεται επί σκηνής. Αυτό το έργο μου κέντρισε την προσοχή γιατί έχει να κάνει με τον έρωτα πέρα από τα όρια, με την εμμονή που σε καταστρέφει. Ήταν πρόκληση για μένα να ανεβάσω παράσταση σε ανοιχτό θέατρο. Γι’ αυτό δουλεύουμε πάνω στο κείμενο ώστε να ανοίξουμε τις διαστάσεις του συναισθήματος και να αγγίξει, στην κορυφαία του στιγμή, αυτές της αρχαίας τραγωδίας. Με ιντριγκάρει, όμως, και το χιούμορ του έργου, κάτι που προσπάθησα όσο μπορούσα να αναδείξω. 

*Το «Σπίτι με τα φίδια» παρουσιάζεται στις 9-10/7, 21:30

© Αλεξάνδρα Σαραντοπούλου


«γάλα αίμα»

Η ματιά του συγγραφέα: Αλεξάνδρα Κ*
Από την πρώτη φορά που διάβασα τη Μήδεια –αφετηρία έμπνευσης για το «γάλα αίμα»– έβλεπα γύρω της ένα χωριό-μάτι. Ο Ευριπίδης βάζει τον χορό να είναι συμπονετικός προς την ηρωίδα του. Ένιωθα,όμως, να ελλοχεύει αυτό το μάτι που υπαγορεύει στη γυναίκα πώς να φέρει το θηλυκό της σώμα και συναίσθημα, πώς να τα ακρωτηριάζει στον βωμό της κοινωνικής συνοχής. Στη «Μήδεια» διαβάζω μια γυναίκα με παράπονο. Μετά την προδοσία και τον διωγμό της δεν έχει κανέναν ρόλο για να παίξει: κόρη, σύζυγος, μητέρα. Τώρα συνειδητοποιεί τη θυσία. Το κόστος, τη ματαιότητά της. Όπως το βλέπουμε κι εμείς τα τελευταία χρόνια, καθώς οι γυναίκες αποκτούν φωνή για να καταδείξουν το άδικο.  Δεν είχα σκοπό να γράψω ένα επίκαιρο έργο. Το παράπονο των γυναικών γύρω μου το διάβαζα από μικρή και με έκαιγε. 
Η δική μου ηρωίδα, η Ξένη, δεν έχει ούτε πολιτική σκέψη ούτε πολλές λέξεις στη φαρέτρα της. Δεν θέλει να σώσει τον κόσμο. Προτιμά να σκοτώσει τα κορίτσια της παρά να τα δει να γίνονται βορά της κοινωνίας. Τοποθέτησα την ιστορία στην ελληνική επαρχία λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, εκεί και τότε που η ανθρώπινη ζωή δεν είχε την αξία που έχει σήμερα. Στα βάθη της σημερινής ελληνικής επαρχίας, η γυναικεία εμπειρία δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε. Η Ξένη μου δεν είναι ξένη γιατί έρχεται από αλλού. Είναι ξένη γιατί καταλαβαίνει πως δεν της αξίζει να είναι εκεί. Η Ξένη μου λέγεται Ξένη από μια Πολυξένη που ήξερα, που δε σκέφτηκε ποτέ πως θα μπορούσε να είναι κάπου αλλού, κάπως αλλιώς, καλύτερα.

Η ματιά του σκηνοθέτη: Γιάννος Περλέγκας
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη, μετά τις «Βάκχες» του Ιάννη Ξενάκη που σκηνοθέτησα πριν τρία χρόνια στη ΛυρικήΣκηνή, εμφανίστηκε μέσα από ένα σύγχρονο ελληνικό έργο που βροντοφωνάζει για τα σπάνια προτερήματά του. Το έργο της Αλεξάνδρας είναι, κατά τη γνώμη μου, κόσμημα για την σύγχρονή μας δραματουργία. Έχουμε να κάνουμε με μια συγγραφέα που, ίσως και λόγω των θεατρικών σπουδών της, γνωρίζει τον παλμό του προφορικού λόγου και τον βαπτίζει μέσα στην υπέροχη ρυθμικότητα των δημοτικών μας τραγουδιών. Διαβλέπεις, δηλαδή, μια δική της, βαθιά εμπεδωμένη πρόσληψη των δημοτικών τραγουδιών, που τη χρησιμοποιεί προκειμένου να εξυπηρετήσει το θέμα του έργου της το οποίο την καίει ολόκληρη. Με τη θωράκιση λοιπόν μιας σπουδαίας γλωσσικής φόρμας, απομακρύνεται από τον ρεαλισμό και στοχεύει στην ποίηση. Η συνάντηση ενός σημαντικού ελληνικού έργου με μια ευλογημένη ομάδα συντελεστών και ηθοποιών, μας κάνει να αισθανόμαστε εξαιρετικά τυχεροί που δουλεύουμε αυτό το ζοφερό καλοκαίρι της επερχόμενης εθνικής κατάρρευσης.

 *Το «γάλα αίμα» παρουσιάζεται στις 16-17/7, 21:30

© Δημήτρης Χριστοδούλου (@dimitris_christodoulou)


«Κρεουργία»

Η ματιά του συγγραφέα: Γιάννης Μαυριτσάκης
Πρώτα εμφανίστηκαν εικόνες από το βαθύ διάστημα. Ανάμεσα στον στρατό των δορυφόρων του Elon, οι απομακρυσμένες περιοχές με την υπνωτιστική φαντασμαγορία. Το ένα μοτίβο μέσα στο άλλο, μια διαδοχή φωτεινών  κρότων.Μετά ήρθε προς το μέρος μου η Αγαύη γυμνή, σέρνοντας τη μινκ γούνα της, με χειρονομίες πότε ράθυμης ντίβας και πότε ξαναμμένου κυνηγού.Δεν αντιστάθηκα λεπτό στη γοητεία της, την άφησα να μου διηγηθεί όλα όσα συνέβησαν στην αίθουσα συσκέψεων του ενδέκατου ορόφου.Μου μίλησε για τον ωραίο και μυστηριώδη Project Manager που είχε πρόσφατα αναλάβει δράση, για τον παθητικό γιο της που ακόμη δυσκολευόταν να αποφασίσει τον ρόλο του, τον ακόρεστο πατέρα της που πετούσε από γραφείο σε γραφείο στήνοντας παγίδες. Ο ένας είχε κατατροπώσει τον άλλον με αξιοζήλευτη ευρηματικότητα.Την ιστορία της μου επιβεβαίωσε και ο Αγγελιοφόρος που τα είχε παρακολουθήσει όλα live από το controlroom, εμπλουτίζοντας την πορνό μόρφωσή του με σκηνές εκλεπτυσμένης διαστροφής. Ο γιος της Πενθέας προσπάθησε να την διακόψει εισβάλλοντας στο πεδίο σε μια κατάσταση ντροπιαστικής αβουλίας, υπό την επήρεια ψυχοτρόπων πιθανότατα, με ανατριχίλες και σπασμούς στον καταβεβλημένο εγκέφαλό του, εκείνη όμως με μια μεγαλόπρεπη και απόλυτα κυριαρχημένη κίνηση τον άρπαξε από τα πυκνά μαλλιά του και τον ξανάβαλε μέσα της, εκεί από όπου έτσι κι αλλιώς δεν είχε βγει ποτέ. Για το τέλος η Αγαύη μού είχε μια έκπληξη, κάτι που με έκανε να την ερωτευτώ ακόμη πιο πολύ. Μου το αποκάλυψε στον ύπνο μου, αφού πρώτα είχα αποδειχθεί άξιος της εμπιστοσύνης της. Η «Κρεουργία» είναι εμπνευσμένη από τις «Βάκχες».

Η ματιά του σκηνοθέτη: Γιώργος Σκεύας
Η αναμόχλευση του μύθου των Βακχών συναντά το ά-λογο της μνήμης και το αδύνατο της βούλησης, σε ένα τεχνοκρατικό κόσμο που συνεχώς μεταλλάσσεται, διαφεύγοντας αενάως ενός καθ-ορισμένου σχήματος. Τα πρόσωπα του έργου –Διόνυσος, Πενθέας, Αγαύη, Κάδμος, Τειρεσίας, Αγγελιοφόρος– επαναπροσδιορίζονται σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, φέροντας, ακούσια, το βάρος του μύθου τους. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, το βάρος του μύθου ως πεπρωμένο, είναι που καθιστά τα πρόσωπα της «Κρεουργίας» πάσχοντα. Στα ανάκτορα της μνήμης, γεννιέται μια νέα πραγματικότητα, μια περιοχή όπου καταργούνται οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο φανερό και το αφανέρωτο, στο μακροσκοπικό και το μικροσκοπικό. Μια «εικονική πραγματικότητα», όπου κυριαρχεί ο «έλεγχος» και η συνεχής «παρακολούθηση». Σ’ αυτή τη «ζώνη», όπου τα όρια μεταξύ των δύο φύλων, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, συνθλίβονται, συντελείται η μεταμόρφωση. Οι ήρωες εναντιώνονται και υπακούουν ταυτόχρονα, στη δύναμη που ορίζει την ύπαρξή τους. Μεταμορφώνονται. Υπέρτατο αλλά και μοναδικό όπλο τους, o λόγος. Ένα απύθμενο πλέγμα από λέξεις, που δημιουργεί μια ποιητική πύκνωση. Με τον λόγο και τις λέξεις, με τη γλώσσα, οι ήρωες κερδίζουν αστραπιαίες νίκες, μικρές, απατηλές εκλάμψεις, πριν βυθιστούν για πάντα στο αναπόφευκτο έρεβος του αγνώστου.

*Η «Κρεουργία» παρουσιάζεται στις 23-24/7, 21:30 

© ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ