- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μελωδίες νορβηγικού ψύχους
Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Χένρικ Ίψεν στο Υποσκήνιο της Αίθουσας Α. Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών
Ο Δημήτρης Τσατσούλης γράφει κριτική για την παράσταση «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Είναι αλήθεια πως όποιος θεατής περιμένει να συναντήσει στα υπόγεια του Μεγάρου Μουσικής ένα βολικό αστικό σαλόνι, όπου θα συγκρούονται ρεαλιστικά και με ψυχολογικό οπλοστάσιο κάποια ιψενικά πρόσωπα, θα απογοητευτεί. Εκείνος, όμως, ο θεατής που θα αναγνώσει τις σκηνικές μεταφορές που υποδηλώνουν τόσο το σκηνικό και τα κοστούμια όσο και η υποκριτική των ηθοποιών, χωρίς καν να έχει διαβάσει ακόμα τα εύστοχα επιλεγμένα για την παράσταση θεωρητικά κείμενα του προγράμματος, θα αναγνωρίσει την ευφυή σκηνοθετική κατάθεση του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στο ιψενικό κείμενο. Καθώς, η συγκεκριμένη παράσταση του «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» είναι από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων του σκηνοθέτη, αλλά και από τις ελάχιστες μη επιφανειακές, διεκπεραιωτικές σκηνικές προσεγγίσεις του έργου, εκείνες που οδηγούν τον θεατή στην ανία.
Η Εύα Μανιδάκη κατασκευάζει ένα μνημειώδες σκηνικό που αρχικά ξενίζει. Τεράστιοι όγκοι, σκάλες και καταπακτές γεμίζουν τη μεγάλη σκηνή, όλα βυθισμένα σε παγερό ημίφως (όπως το χρωματίζει ο Λευτέρης Παυλόπουλος), που, ανά διαστήματα και κατά τόπους, σπάζει από μικρά φώτα ή προβολείς που χειρίζονται οι ίδιοι οι ηθοποιοί, προσδίδοντας στα πρόσωπα κίτρινες φωτοσκιάσεις. Μόνο στο βάθος της σκηνής, ένα πλήρως επιπλωμένο δωμάτιο, χώρος της Φάννυ Ουίλτον, όπου η νεαρή Φρίντα παίζει πιάνο, διατηρεί έναν θερμό φωτισμό. Μια εστία θερμότητας που αντιπαρατίθεται στο παγωμένο τοπίο του σπιτιού των Μπόρκμαν, αντίστοιχο της νορβηγικής χιονοθύελλας που επικρατεί στο εξωτερικό του αλλά και στους ζωντανούς-νεκρούς ενοίκους του.
Ο «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» (1896) αντιπαραθέτει στην κυρίαρχη, στον ευρωπαϊκό Βορρά, προτεσταντική ηθική που οδήγησε στον καπιταλισμό τη θέληση για ζωή που συμβολίζει ο ζεστός Νότος. Ο Μπόρκμαν δεν είναι παρά το σύμβολο του υπέρμετρου πάθους για επιτυχία και άνοδο, με την εκμετάλλευση κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής, στο όνομα της οποίας κάθε κατάχρηση δικαιολογείται. Ως τραπεζίτης που έχει καταχραστεί τις καταθέσεις των ανθρώπων στο όνομα του μεγαλεπήβολου σχεδίου του, και προδομένος από φίλο πριν το ολοκληρώσει, θα γνωρίσει την πτώση, τη φυλακή, την προσωπική του απομόνωση για δεκαέξι χρόνια. Η γυναίκα του Γκούνχιλντ και ο γιος του Έρχαρτ θα επιβιώσουν χάρη στην περιουσία της Έλλα, δίδυμης αδελφής της Γκούνχιλντ και αιώνια ερωτευμένης με τον Γιον Γαβριήλ, καθώς αυτός την πρόδωσε για την επαγγελματική του άνοδο, νυμφευόμενος την αδελφή της. Μια περιουσία που, παραδόξως, δεν καταχράστηκε ο Μπόρκμαν, όπως όλες τις άλλες, οδηγώντας πλήθος ανθρώπων στην πτώχευση. Στο όνομα του παλιού του έρωτα.
Πρόκειται για τρία φαντάσματα που επιβιώνουν με μόνο τους στόχο να ανακτήσουν εξουσία, το καθένα με τα δικά του μέσα: ο Μπόρκμαν μέσα από την οφειλόμενη, όπως πιστεύει, δικαίωση στις «αυτοκρατορικές» του φιλοδοξίες, η Γκούνχιλντ προαλείφοντας τον γιο τους ως εκείνον που θα ξελασπώσει το όνομά τους και η Έλλα, που την περίοδο της μεγάλης οικογενειακής κρίσης και φυλάκισης του Μπόρκμαν, κράτησε δίπλα της και ανέθρεψε τον Έρχαρτ σαν μητέρα του, η οποία, λίγο πριν τον θάνατό της, έρχεται και πάλι να τον διεκδικήσει.
Μόνο που αυτός, φοιτητής πλέον στην πόλη, έχει συνάψει σχέση με την όλο ζωντάνια και δίψα για ζωή, νεαρή χήρα Φάννυ, η οποία φιλοξενεί τη νεαρή Φρίντα, κόρη του Φόλνταλ, ενός ακόμη από τους πτωχεύσαντες εξαιτίας των καταχρήσεων του Μπόρκμαν, αλλά και παιδικού του φίλου, του μόνου που συνεχίζει να τον επισκέπτεται στο ερημητήριό του, όπου ούτε η γυναίκα του δεν έχει πρόσβαση.
Τα τρία αυτά νεαρά πρόσωπα, συμβολίζοντας την απόρριψη της στρεβλής αντίληψης για ζωή και εκδίκηση, όπως την αντιλαμβάνονται μέσα από τη συναισθηματική τους παγωνιά οι Μπόρκμαν, θα αναχωρήσουν για τον ζεστό Νότο. Εκεί, όπου «η επιθυμία για ζωή», όπως αναφωνεί ο Έρχαρτ, δεν έχει αλωθεί από τις επιταγές του προτεσταντισμού για συνεχή επαγγελματική και οικονομική άνοδο και καταξίωση, αλλά και τις συναφείς συνέπειες σε προσωπικό επίπεδο. Αυτές που κινούν τους Μπόρκμαν στους ρυθμούς του «Μακάβριου χορού» που προβλέπει το κείμενο να ακούγεται από το πιάνο που παίζει η Φρίντα και υποκινεί τα στερημένα από ζωτικούς χυμούς πρόσωπα.
Η πρώτη σκηνή, με τον ερχομό της Έλλα στο σπίτι των Μπόρκμαν μετά οκτώ χρόνια, και η συνάντησή της με τη Γκούνχιλντ, αποδίδεται σκηνικά ως μακάβρια έξοδος των δύο προσώπων μέσα από τις καταπακτές-τάφους του σκηνικού (εντός των οποίων εξαφανίζονται το ίδιο απρόοπτα), με τα άπειρα μικρόφωνα γύρω τους να μπαίνουν σε λειτουργία ανάλογα με τις στάσεις και κινήσεις των σωμάτων τους. Με αργές κινήσεις, αντιρεαλιστική εκφορά λόγου που ηχεί συχνά εφιαλτικά μέσα από τους συριγμούς των συμφώνων και τη μεγέθυνσή τους από τα μικρόφωνα, με τονισμούς που υποβάλλει η ρυθμικότητα της μετάφρασης της Έρις Κύργια, ντυμένες με ολόλευκα περίτεχνα φορέματα (της Ιωάννας Τσάμη) που καλύπτουν κάθε ίχνος δέρματος, αλλά κόκκινα χείλη και ολόλευκες μακριές περούκες, οι δύο ηθοποιοί Ρένη Πιττακή (Γκούνχιλντ) και Λυδία Φωτοπούλου (Έλλα) δημιουργούν, με το υποκριτικό τους ρεσιτάλ, ανυπέρβλητη σκηνή παραστασιακού ανθολογίου.
Και, αν η Φωτοπούλου βρίσκεται πλησιέστερα στον υποκριτικό της κώδικα που υποτάσσει εύστοχα στις νέες σκηνικές ανάγκες, η Πιττακή, έχοντας διαφορετικά εφόδια στο ερμηνευτικό της οπλοστάσιο, εκπλήσσει ακόμη μια φορά με την άρτια προσαρμοστικότητά της. Αποδεικνύοντας ότι, μια ηθοποιός του μεγέθους της, μπορεί να υπερβαίνει με άνεση δοκιμασμένους υποκριτικούς κώδικες.
Με ολόλευκο κοστούμι και ίδια λευκή περούκα θα εμφανιστεί και ο Μπόρκμαν (Νίκος Χατζόπουλος, ίσως λιγότερο επιβλητικός από το αναμενόμενο), με παραλλαγή στα λευκά του ρούχα και ίδια επίσης περούκα θα αναδυθεί από τη δική του καταπακτή ο φίλος του Φόλνταλ (αγνώριστος ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, που απεκδύεται κάθε μελοδραματισμό που συνοδεύει συνήθως τον ρόλο), συνεχίζοντας οι δυο τους, έρποντας, το ίδιο φωνητικό παιχνίδι με τα πολλαπλά μικρόφωνα, τους παραγλωσσικούς συριγμούς.
Σε αντίθεση, η με εκτυφλωτικό φως άφιξη της Φάννυ Ουίλτον, που υποδύεται εντυπωσιακά η Θεοδώρα Τζήμου, φέρνει χρώμα στη μονοτονία του γκρι-λευκού, με το αστραφτερό κολλάν της και τη μοβ μπέρτα της που ανοίγει εντυπωσιακά τινάζοντας σύννεφα σκόνης που επικάθονται πάνω της από το ρημαγμένο σπίτι, δημιουργώντας αναστάτωση στις νεκροζώντανες αδελφές. Δίπλα της, ο Έρχαρτ, ντυμένος επίσης με φωτεινά χρώματα, παραπαίει μεταξύ θείας και μητέρας πριν την οριστική του απόφαση για φυγή. Απουσία ελέγχου φωνητικών τονικοτήτων και κάποιες άστοχες εκφράσεις του Κωνσταντίνου Πλεμμένου δημιούργησαν μικρές ανισορροπίες στο απόλυτα συντονισμένο ηχητικά και εκφραστικά περιβάλλον της παράστασης.
Όμως, ο Χουβαρδάς έχει εμβόλιμα εισαγάγει μικρές αμφιταλαντεύσεις ως προς τους στόχους ή αστραπιαίες φοβίες για το μέλλον στα γεροντικά του πρόσωπα, μέσω του αυθαίρετα περιφερόμενου εξ αρχής ανάμεσά τους προσώπου της μικρής Φρίντα, ντυμένης στα κατακόκκινα, και η οποία επεμβαίνει φωνητικά, δημιουργώντας τους στιγμιαία σύγχυση, σαν μια σκέψη να θολώνει τον λόγο τους. Η Σοφία Κόκκαλη κινείται με εκπληκτική άνεση, συχνά δημιουργώντας από άλλο μικρόφωνο επαναλήψεις λέξεων, συνθέτοντας συνεχές φωνητικό ηχοτοπίο. Στο οποίο συμβάλλει ενεργά η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, είτε ως μουσικό άκουσμα είτε ως έντονο, κάποιες φορές εφιαλτικό, ηχητικό υπόστρωμα.
Μια σκάλα θα γίνει η μεταφορά της κυριολεκτικής και φαντασιακής ανόδου του Μπόρκμαν (στον λόφο, στην εξουσία) αλλά και της πτώσης του, με το ξαφνικό καρδιακό επεισόδιο. Θυμίζοντας την άνοδο και πτώση από την κορυφή μιας σκαλωσιάς ενός άλλου ιψενικού ήρωα, του Σόλνες.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, με αυτή του την παράσταση, έσκυψε στη βαθύτερη ουσία του ιψενικού δράματος και πρόσφερε όχι μια βαρετή μεταφορά-αναπαράστασή του στη σκηνή, αλλά το πνεύμα του: την ελπίδα ότι απέναντι σε μια κοινωνία σε σήψη, που επιδιώκει την ανακύκλησή της με αντιπαροχή το μέλλον των νέων, θα επικρατήσει η χειμαρρώδης όρεξη για ζωή μιας νέας γενιάς. Τότε και τώρα.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice
INFO
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Χουβαρδάς
- ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νίκος Χατζόπουλος, Ρένη Πιττακή, Λυδία Φωτοπούλου, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Σοφία Κόκκαλη
- ΘΕΑΤΡΟ: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών