- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι «Φυλές» είναι μια μέθοδος επιτυχούς ψυχοθεραπείας
Οι συντελεστές μιας εκ των καλύτερων παραστάσεων της σεζόν και της δεκαετίας μιλούν στην ATHENS VOICE
Οι «Φυλές» της Νίνα Ρέιν που ανεβαίνουν σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά στο Θέατρο Σταθμός ανακοίνωσαν 8 επιπλέον παραστάσεις
Δεν είναι το κείμενο. Δεν είναι η ευρηματικότητα στη σκηνοθεσία ούτε το αυτοτρολάρισμα που παρακολουθούμε να βγαίνει αβίαστα επί σκηνής. Δεν είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες και των έξι ηθοποιών. Δεν είναι οι κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν τα φώτα και το «γκλαμ» να καθίσουν στα ωραία, χρυσά, τέλεια καθίσματα των εξέχοντων εκπροσώπων του ανθρωπίνου είδους. Δεν είναι ούτε οι εξέχουσες προσωπικότητες - οι οποίες προφανώς δεν υπάρχουν καν.
Αυτό που κάνει την παράσταση του Τάκη Τζαμαργιά στο Θέατρο Σταθμός μοναδική και την καθιστά σταθμό τόσο στην καριέρα του ίδιου του σκηνοθέτη όσο και των συντελεστών αλλά και του κοινού που θα έχει την τύχη να την παρακολουθήσει είναι το γεγονός ότι εξηγεί με τον πιο απλό και ευθύ τρόπο ότι η ανάγκη να ανήκουμε κάπου δεν μας συνδέει απαραίτητα με τους κανόνες του. Αν τελικά αποδεχτούμε ότι υπάρχουν κανόνες.
Θα μπορούσα να γράψω πολύ περισσότερα γι αυτήν την παράσταση. Θα περιοριστώ στην πρόταση να τη δείτε και θα αφήσω τους συντελεστές να μιλήσουν γι αυτήν.
Update: Η παράσταση ανακοίνωσε 8 επιπλέον παραστάσεις (8, 15, 26, 29/ 2 & 4, 7, 11 και 14/ 3).
«Οι Φυλές της Νίνα Ρέιν αφορούν τόσο στο τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας φυλής, όσο και για το πώς ακούμε ο ένας τον άλλον, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Γύρω από την έννοια της ενσυναίσθησης χτίζεται η όλη παράσταση. Παρουσιάζεται το εσωτερικό περιβάλλον μιας οικογένειας, αλλά και οι “αρχές” και οι προτεραιότητες μιας κοινότητας μη ακουόντων. Σύντομα οι δύο “φυλές” θα χρειαστούν η μια την άλλη αλλά θα αποτύχουν να υποστηρίξουν τους μεταξύ τους δεσμούς. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η συγγραφέας δεν τοποθετεί το πρόβλημα μόνο στη μία από τις δύο κοινωνικές ομάδες. Ενώ έχουμε δει συχνά το ρατσιστικό αφήγημα απέναντι στον χειραφετητικό αγώνα ενός ατόμου ή μιας κοινότητας μη ακουόντων, σε αυτό το έργο βλέπουμε ότι οι προκαταλήψεις εμφανίζονται εξίσου ισχυρές από και προς τις δύο μεριές. Η κεντρική προβληματική αυτής της δραματουργίας εξηγεί το αδιέξοδο αυτών των σχέσεων. Γιατί οι ανάγκες για αποδοχή της διαφορετικότητας και η αλληλεγγύη προσκρούουν στην προκατάληψη;
Αυτό που αγάπησα και αγαπώ στο έργο είναι η τόλμη, η δύναμη και κυρίως η ευαισθησία που προσεγγίζει η συγγραφέας το θέμα της αναπηρίας και την ανάγκη της εν-συναίσθησης εντός της Φυλής μας, για την οργανική και κυρίως τη λειτουργική κωφότητα των ηρώων της, που εγκλωβισμένοι σε αυτάρεσκες κενότητες αδυνατούν να αφουγκραστούν το "διαφορετικό".
Το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι πρόκειται για ένα έργο σχέσεων με πολύ ενδιαφέροντες ήρωες, που προκαλούν τον ηθοποιό να λειτουργήσει ερεθιστικά στο ψυχισμό του, προκειμένου να αποκαλύψει τα δικά του και δικά μας ελλείμματα. Και οφείλω να πω πως οι ηθοποιοί και οι έξι είναι εξαιρετικοί, αγάπησαν το έργο και δίνουν κάθε βράδυ τον καλύτερο εαυτόν τους, εξελίσσονται δυναμικά και σε κάθε παράσταση ανακαλύπτουν και κάτι καινούριο που το μοιράζονται γενναιόδωρα μεταξύ τους, αφού δεν έπαψαν να λειτουργούν ως ομάδα.
Σίγουρα η Ρέιν δεν έγραψε άλλο ένα έργο για κωφούς, αλλά για την περιπλοκότητα της επικοινωνίας μέσα στον μικρόκοσμο της φυλής μας, της ίδιας μας της οικογένειας με τα άτομα που αγαπούμε και γνωρίζουμε πιο πολύ. Παρότι η οικογένεια του Κριστόφερ είναι οικογένεια ακαδημαϊκών και το κεντρικό της ζήτημα σε ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο είναι η γλώσσα και παρότι ο πατέρας διακηρύττει πως: αν δεν έχουμε λέξεις δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, τα μέλη της άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε κραυγάζοντας διεκδικούν τη φωνή τους. Τελικά ο λόγος μπορεί να είναι τόσο περιοριστικός όσο η σιωπή κι η σιωπή μπορεί να είναι το ίδιο εύγλωττη με το λόγο.
Το έργο ξεκινά από τη φυλή της οικογένειας αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, αναφέρεται σε κάθε κοινωνική και πολιτική ομάδα- φυλή που περιχαρακωμένη στη δική της κοσμοαντίληψη, προκειμένου να διατηρήσει το status της δεν θέλει να γκρεμίσει τα προστατευτικά τείχη της και να επικοινωνήσει με άλλες» -Τάκης Τζαμαργιάς
«Όταν σηκώνεται η Σύλβια και πηγαίνει προς το πιάνο, περνούν δυο σκέψεις από το μυαλό μου: μια ξένη διασχίζει το σαλόνι μας με ξεχωριστή άνεση, περπατάει ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς μου που μένουν ακίνητα, μια άγνωστη γυναίκα που δείχνει μεγάλη δύναμη, αυτοπεποίθηση και χαρακτήρα που δεν υποκύπτει εύκολα, είναι ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει καθόλου με μένα - και δεύτερον, ότι αυτή η γυναίκα έχει πολύ ωραίο βάδισμα. Αξιοπρόσεκτο. Θα μου άρεσε να βλέπω αυτή τη γυναίκα να περπατάει.
Κάπως έτσι οικοδομείται ο κόσμος του Ντάνιελ, του ήρωα που υποδύομαι στο έργο. Ο Ντάνι, πρωτότοκος γιος και φορέας των ελπίδων του μπαμπά για επιτυχίες και λαμπρό επαγγελματικό μέλλον, παλινδρομεί ανάμεσα στον σπιτικό εγκλωβισμό και στο όραμα μια υγιούς ζωής, με φίλους, γυναίκα, με έναν εαυτό μακριά από την οικογένεια - αυτόβουλο κι ανεξάρτητο.
Η ταυτόχρονη παρουσία των αντιθέσεων διαπνέει ολόκληρο το έργο, η αντισυμβατική σκέψη του πατέρα παρουσιάζεται να έχει τις πιο απαράβατες αρχές, η ενσυναίσθηση της μητέρας είναι ποτισμένη με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις της, η καλλιτεχνική φύση της Ρουθ σκοντάφτει στην αυτοκριτική της, η υγεία των ηρώων συνυφαίνεται με την παθογένειά τους και ο Μπίλυ που καταφέρνει να διεκδικήσει μια αυτόνομη ζωή για τον εαυτό του, καταλήγει να παίρνει εκδίκηση για τα χρόνια που πέρασε στη σιωπή, παραβαίνοντας τον νόμο.
Κάθε ημέρα που περνάει στο έργο καταρρίπτει και μια ψευδαίσθηση που τρέφουν οι χαρακτήρες. Όπως συμβαίνει στη ζωή τα πράγματα στραβώνουν όσο το δυνατό περισσότερο και η οικογένεια μένει να κοιτάζει άφωνη τον κρατήρα που δημιουργήθηκε από την έκρηξη. Τίποτα καινούργιο, τίποτα πρωτότυπο, η συνηθισμένη οδύνη που φέρνουν τα γεγονότα. Κι όμως, κάτι επιβιώνει ξεκάθαρα μέσα στην ήττα τους. Κάτι που δεν μπορούν να το συλλάβουν ακριβώς, κάτι που δεν υφίσταται στο αξιακό τους σύστημα και το οποίο δεν μπορεί καν να ειπωθεί παρά μόνο με την εικονοποιητική δύναμη της νοηματικής. Κάτι που δεν χωράει αντίλογο. Κι εκεί τελειώνει το έργο» -Δημήτρης Κουρούμπαλης
«“Αγάπη: είναι η τελευταία λέξη του πολυβραβευμένου έργου της Νίνα Ρέιν. Ή μάλλον καλύτερα το “τελευταίο νόημα”. Άλλωστε, η μη λεκτική επικοινωνία, όπως ισχυρίζονται οι επιστήμονες είναι πιο ισχυρή. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες αφομοιώνουμε μόνο το 8% του λόγου που ανταλλάζουμε. Γι’ αυτό αγάπησα πολύ κι αυτό το έργο. Γι’ αυτό το ξεκάθαρο του μήνυμα. Ό,τι η αγάπη δεν είναι μόνο λόγια. Αυτό στο θέατρο το νιώθουμε συχνά, μια και δουλεύουμε με τη σκέψη και την ενέργεια. Είναι δύσκολο όμως να το αποτυπώσει αυτό ένα έργο. Η διαδρομή του μηνύματος έχει επίσης την αξία της. Σαν να αποκαλύπτεται δηλαδή κάθε στιγμή η δαιδαλώδης φωτεινή και σκοτεινή παντοδυναμία της αγάπης.
Είναι ένα έργο εξάλλου που μιλά για τις πιο κοντινές μας σχέσεις: τις οικογενειακές και τις ερωτικές. Πόσο συχνά μπαίνουμε στη θέση του άλλου ακόμα και στις στενότερες μας σχέσεις. Πόσες φορές αλήθεια μπαίνουμε στη βιαστική καθημερινότητά μας, όπως λέμε στο θέατρο, “στα παπούτσια” του άλλου; Η ενσυναίσθηση, η ικανότητα δηλαδή να συναισθάνεσαι τη στιγμή και τους διπλανούς σου, ορίζεται πια από τους επιστήμονες ως βασική και πρωταρχική προϋπόθεση της ευτυχίας και της αγάπης.
Ένα άλλο επίσης κομβικό στην εξέλιξη του έργου ζήτημα είναι εκείνο της γλώσσας. Όλοι οι ήρωες του άλλωστε έχουν ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτήν. Ο πατέρας Κρίστοφερ (Νίκος Γεωργάκης) είναι κριτικός λογοτεχνίας, η μητέρα Μπεθ (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη) γράφει ημιτελή μυθιστορήματα, ο μεγαλύτερος γιος Νταν (Δημήτρης Κουρούμπαλης) κάνει διδακτορικό στη γλωσσολογία, η θυγατέρα της οικογένειας Ρουθ (Ελένη Μολέσκη) ασχολείται με την όπερα και ο μικρότερος γιος Μπίλι (Μάνος Καρατζογιάννης) είναι εκ γενετής κωφός. Η ισορροπία διαταράσσεται όταν εισβάλλει στη ζωή του Μπίλι η Σύλβια (Καλλιόπη Παναγιωτίδου), μια δυναμική κοπέλα που συμβολικά έχει την μοίρα των γονιων της: σταδιακά κωφαίνεται και η ίδια.
Δε θέλω να μιλήσω ιδιαιτέρως για το ρόλο μου, γιατί αγάπησα το ίδιο όλους τους χαρακτήρες του έργου όπως και τους συναδέλφους πους τους ενσάρκωσαν (στην πρώτη διανομή των “Φυλών” συμμετείχαν ο Μανώλης Μαυροματάκης και η Βασιλική Τρουφάκου), καθώς και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασής μας: τον παραγωγό Αντώνη Περιστεράκο, το σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά, τη μεταφράστρια Έρι Κύργια, τον σκηνογράφο Εδουάρδο Γεωργίου, το μουσικό Γιώργο Χριστιανάκη, το φωτιστή Αλέξανδρο Αλεξάνδρου, τη Δήμητρα Τρούσσα που επιμελήθηκε τα βίντεο και τους βοηθούς σκηνοθέτη και σκηνογράφου Χρήστο Τζαμαργιά και Έλλη Αποστολάκη αντίστοιχα. Είναι στιγμές που νιώθω αυτό το κύμα αγάπης και με τους θεατές. Ιδίως στην τελευταία σκηνή του έργου. Σε λίγο μάλιστα κλείνουμε τις 100 παραστάσεις.
Είναι και η διάρκεια μέρος της αγάπης ή οφείλει τουλάχιστον να είναι. Ειδικά στις μέρες μας που κυριαρχεί το εφήμερο. Υπάρχει όμως κάτι που το χρωστάω στο Μπίλι, εκτός από την εκμάθηση βέβαια της νοηματικής γλώσσας που αποτέλεσε για μένα μια ιδιαιτέρως πλούσια εμπειρία. Μ’ έμαθε να μην στέκομαι σε ό,τι δεν έχω άλλα σε ό,τι έχω. Όπως, εκείνος με την πίστη του και την περηφάνια του καταφέρνει να «ακούει» περισσότερο από όλους μέσα στο έργο αν και εκ γενετής κωφός, έτσι κι εγώ έμαθα να αντιπαρέρχομαι τις απώλειες και να προχωράω. Τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Στα δύσκολα προχωρήσαμε μαζί. Μπροστά» -Μάνος Καρατζογιάννης
«Οι “Φυλές”, της σημαντικής Βρετανίδας συγγραφέα Νίνα Ρέιν, είναι ένα έργο οικείο και πολυεπίπεδο ταυτόχρονα. Το έργο χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την μικρότερη αλλά και πιο ανθεκτική μορφή “φυλής”, αυτήν της οικογένειας, ανιχνεύει τα μοτίβα της κοινωνικής μας συμπεριφοράς . Την ανάγκη που έχουμε να ανήκουμε σε μια φυλή, να νιώσουμε ασφαλείς μέσα σε μια ομάδα αλλά και το κόστος αυτού του αυτοπεριορισμού. Τον τρόμο που βιώνουμε όταν την εγκαταλείπουμε για να αναζητήσουμε τον εαυτό μας. Και οι φυλές στο έργο είναι πολλών ειδών, οι διανοούμενοι και οι μη, οι επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, οι ακούοντες και οι κωφοί αλλά και οι ακόμα μικρότερες διαιρέσεις τους, όσοι γνωρίζουν χειλανάγνωση κι όσοι χρησιμοποιούν τη νοηματική, όσοι ακούνε Τζάνις Τζόπλιν ή Μαρία Κάλλας.
Το έργο μιλάει όμως και για άλλα. Για την ανησυχητική σκέψη, ότι το ζήτημα της ουσιαστικής επικοινωνίας, ακόμα και με τους πιο οικείους, δεν είναι ποτέ λυμένο κι αυτονόητο.Ότι οι φαινομενικά απλές και καθημερινές συζητήσεις μπορούν να μας τραυματίσουν υπόγεια αλλά πολύ αισθητά. Ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε οι ίδιοι αλλά και που οι άλλοι χρησιμοποιούν για εμάς, μπορούν να μας παγιδεύσουν την σκέψη και τη ζωή μας.
Για μένα αυτή η δουλειά, είναι μεγάλη διαδρομή, θέλει αντοχές. Το να είσαι οικείος αλλά ταυτόχρονα ουσιαστικός, χωρίς να καταφύγεις σε κλισέ, είναι ένας μεγάλος κι αμφίρροπος αγώνας που δίνεται σε κάθε παράσταση. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι, η Ρουθ, είναι ο πιο μετέωρος χαρακτήρας της οικογένειας. Δυο χρόνια κι ακόμα γνωριζόμαστε. Αναζητά τη «φωνή» της στο τραγούδι για να αναγνωριστεί ως λυρική τραγουδίστρια, τον έρωτα για να αναγνωριστεί ως γυναίκα, γιατί ποτέ δεν εισέπραξε από τους γονείς της την αναγνώριση που νιώθει ότι δικαιούται. Ανάμεσα στους δύο αδερφούς της , που έχουν πιο ορατά προβλήματα, η ίδια άτσαλα, αδέξια, ευαίσθητα και εγωιστικά κάποιες φορές,προσπαθεί να βρει λίγο χώρο για να ανθίσει» - Ελένη Μολέσκη
«Πριν την γνωριμία μου με το έργο της Νίνα Ρέιν, η λέξη "φυλές" ήταν ταυτισμένη με τη συνηθέστερη χρήση της, αυτή, δηλαδή, της ανθρώπινης ομάδας με ίδια χαρακτηριστικά (χρώμα, γλώσσα, θρησκεία κλπ.). Το έργο, ωστόσο, διαπραγματεύεται όχι τις φυλές των ανθρώπων με εθνικά ή κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά, αλλά την ανάγκη των ανθρώπων να σχηματίζουν φυλές, να ανήκουν κάπου, να αποκτούν συνοδοιπόρους στη ζωή όμοιούς τους, να δημιουργούν πνευματικές συγγένειες, κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Γιατί συνδεόμαστε με ό,τι θεωρούμε ότι μας αντικατοπτρίζει, ό,τι μας μοιάζει; Γιατί το διαφορετικό το νιώθουμε ξένο, δεν το καταλαβαίνουμε και επιδιώκουμε αντί να προσπαθήσουμε να το καταλάβουμε, να το εξοιμοιώσουμε με το δικό μας κανονικό; Γιατί δεν αποδεχόμαστε ότι η προσέγγιση του διαφορετικού δε γίνεται με το να παριστάνουμε ότι είναι ίδιο με εμάς, αλλά με το να προσπαθήσουμε να το καταλάβουμε, να το προσεγγίσουμε, να το υποδεχτούμε.
Για μένα λοιπόν, "φυλές" είναι η Σύλβια, αυτός ο μετέωρος σε δυο κόσμους χαρακτήρας, που τελικά δεν του επιτρέπεται να ανήκει σε καμία φυλή, σε καμία φωλιά. Μεγαλώνει ως παιδί κωφών σε μια κοινότητα κωφών και εκείνη ακούει, είναι μια ξένη, που δε θα μπορέσει ποτέ πλήρως να καταλάβει τους εκ γενετής κωφούς γονείς της, ξένη, ακόμη και γι' αυτούς. Όταν κωφαίνεται, γίνεται ξένη και για τον κόσμο των ακουόντων. Όσο ακούει υπερασπίζεται τον κόσμο των κωφών. Όταν πια δεν ακούει, υπερασπίζεται των κόσμο των ακουόντων που χάνει. Είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε ως ξένος και γι' αυτό έχει και τη μεγαλύτερη ανάγκη για κατανόηση, επικοινωνία, σύνδεση με τους άλλους, αλλά ουσιαστική σύνδεση, συναισθηματική επικοινωνία. Γιατί σε όλο το έργο η Σύλβια είναι η μοναδική που είναι στ' αλήθεια ελεύθερη, που δεν ανήκει εντελώς πουθενά, που ψάχνει κάποιον με την ίδια ανάγκη για συναισθηματική κατανόηση, για αγάπη, και δεν παζαρεύει ούτε συμβιβάζεται με καμιά ψευδαίσθηση αυτού που αναζητά. Γι' αυτό το λόγο με την είσοδό της γκρεμίζονται όλα τα στεγανά και οι όποιες ασπίδες οριοθέτησης όλων των φυλών - φωλιών, εντός των οποίων κουρνιάζουμε όλοι μας» -Kαλλιόπη Παναγιωτίδου
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τον Guide της ATHENS VOICE